Έτυχε να διαβάσω, ξανά, μετά από πολύ καιρό, το ποίημα του Καβάφη, με τίτλο, «Ένας γέρος», και μου δημιουργήθηκαν διάφορες σκέψεις.
Ξέχωρα ότι είναι ένα πολύ ωραίο ποίημα, βαθιά φιλοσοφημένο και όχι από τα πολύ δημοφιλή του, μέσα από αυτό, ο Καβάφης, θέλει να δείξει τον απολογισμό ζωής που κάνει ένας γέρος. Τον απολογισμό ζωής που κάνουμε όλοι μας, σε κάποιο σημείο της ζωής μας, συνήθως κατά τις φάσεις ηλικιακής μετάβασης και ιδιαίτερα την περίοδο των γηρατειών. Με πίκρα μονολογεί ότι άφησε πολλές ομορφιές και χαρές της ζωής να περάσουν, επειδή πίστευε πως υπάρχει πολύς χρόνος μπροστά του για να κάνει αυτά που θέλει, αναβάλλοντάς τα συνεχώς για «Αύριο».
Και ο καιρός περνούσε. Περιμένοντας τι;
Σκέφτεται ότι στηριζόταν πολύ στην λογική και όχι στην καρδιά του. Γι’ αυτό οι πράξεις του ήταν μετρημένες. Διότι, ο νους έχει διδαχτεί ότι αυτό που δεν είναι λογικό είναι «λάθος». Αντίθετα, η καρδιά δεν βασίζεται στη λογική.
Αυτή, λοιπόν, τη λογική, που πάντα εμπιστευόταν, αποδείχτηκε ψεύτρα. Του έλεγε: «Aύριο. Έχεις πολύν καιρό». Έτσι, χάνοντας το Σήμερα έναντι του Αύριο, πέρασαν τα χρόνια, και το αποτέλεσμα ήταν να μείνει μόνος και καταφρονεμένος στα γεράματα.
Τώρα πια, κουρασμένος και μόνος, συλλογίζεται και μετανιώνει για όσα δεν έκανε, μέχρι που «αποκοιμάται στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι».
Το αισιόδοξο μήνυμα, το δίνει ένας άλλος, επίσης Αλεξανδρινός, όχι όμως ποιητής. Είναι ο επαναστάτης αγωνιστής και κοσμοπολίτης, Μιχάλης Ράπτης (Πάμπλο), ο οποίος αφού έζησε μια ζωή γεμάτη και δημιουργική, στο ερώτημα, τι απομένει από τη φθορά του χρόνου, απαντά: «Μας απομένει το διάβασμα, η φύση, η τέχνη, η φαντασία μας φορτωμένη από αναμνήσεις και εμπειρίες που αναπλάθει δημιουργικά».
Παρακάτω παραθέτουμε το εν λόγω ποίημα του Καβάφη.
Στου καφενείου του βοερού το μέσα μέρος
σκυμένος στο τραπέζι καθετ’ ένας γέρος∙
με μιαν εφημερίδα εμπρός του, χωρίς συντροφιά.
Και μες στων άθλιων γηρατειών την καταφρόνεια
Σκέπτεται πόσο λίγο χάρηκε τα χρόνια
Που είχε και δύναμι, και λόγο, κ’ εμορφιά.
Ξέρει που γέρασε πολύ· το νοιώθει, το κυττάζει.
Κ’ εν τούτοις ο καιρός που ήταν νέος μοιάζει
σαν χθες. Τι διάστημα μικρό, τι διάστημα μικρό.
Και συλλογιέται η Φρόνησις πως τον εγέλα·
και πως την εμπιστεύονταν πάντα — τι τρέλλα! —
την ψεύτρα που έλεγε· «Aύριο. Έχεις πολύν καιρό».
Θυμάται ορμές που βάσταγε· και πόση
χαρά θυσίαζε. Την άμυαλή του γνώσι
κάθ’ ευκαιρία χαμένη τώρα την εμπαίζει.
.... Μα απ’ το πολύ να σκέπτεται και να θυμάται
ο γέρος εζαλίσθηκε. Κι αποκοιμάται
στου καφενείου ακουμπισμένος το τραπέζι.