Μαζική στήριξη και αλληλεγγύη στα θύματα της κυβερνητικής καταστολής
Η ομόφωνη αθώωση των μελών του Ρουβίκωνα, Γ.Καλαϊτζίδη και Ν.Ματαράγκα, από το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθηνών στις 25 Νοέμβρη σηματοδότησε την κατάρρευση μίας κατάφωρα φρονηματικής δίωξης στηριγμένης σε μία αστυνομική σκευωρία. Την περασμένη, επίσης, εβδομάδα κατέπεσαν συνολικά οι ισχυρισμοί της δημοτικής αρχής Αλίμου που είχε εναγάγει τους συνδικαλιστές Αναστασία Παπαχρίστου (μέλος του ΔΣ του συλλόγου εργαζομένων δήμου Αλίμου) και Γιώργο Χαρίση (μέλος του ΓΣ της ΑΔΕΔΥ) για συκοφαντική δυσφήμηση. Οι τελευταίοι είχαν ασκήσει δημόσια κριτική στα πεπραγμένα της δημοτικής αρχής Αλίμου. Συνδικαλιστές-στριες (Κατερίνα Γιαννούλια, Βασίλης Γκιτάκος, Μάριος Κατσουρός και Γιάννης Καπράλος) που είχαν «τολμήσει» να εκφράσουν την αλληλεγγύη και τη στήριξή τους σε αγωνίστρια-υπάλληλο του Δήμου Αλίμου που διωκόταν με απειλή την απόλυσή της και αυτή από τους δημοτικούς άτχοντες του Αλίμου σύρθηκαν επίσης σε δίκη από το δήμαρχο Αλίμου, η οποία θα γίνει εξ αναβολής στις 17 Δεκέμβρη.
Η δικαστική επικαιρότητα της τελευταίας εβδομάδας μαρτυρά ότι σαθρά κατηγορητήρια και πολιτικά κατευθυνόμενες διώξεις μπορούν να καταρρέουν. Η συντονισμένη και πλατιά έκφραση της αλληλεγγύης και στήριξης από φορείς, άτομα, συλλογικότητες αποτελεί το βασικό μας «όπλο» απέναντι στις επιθέσεις του κράτους και των διαφόρων συστημικών παραγόντων.
Στη διάρκεια της πανδημίας επιταχύνθηκε, υπό το πρόσχημα της προστασίας της δημόσιας υγείας, η προσπάθεια του κράτους να περιστείλει θεμελιώδεις δημοκρατικές ελευθερίες. Το άρθρο 285 του Ποινικού Κώδικα («παραβίαση μέτρων για την πρόληψη ασθενειών») αξιοποιήθηκε επανειλημμένα ως το νομικό άλλοθι για την ποινικοποίηση της πολιτικής διαμαρτυρίας και την ενορχήστρωση διώξεων εις βάρος διοργανωτών και συμμετεχόντων σε ειρηνικές και υγειονομικά ασφαλείς συγκεντρώσεις.
Την περυσινή 25η Νοέμβρη, η συμβολική διαμαρτυρία 11 φεμινιστριών (μεταξύ των οποίων και 8 μελών της Συνέλευσης 8 Μάρτη) με πανό και πλακάτ στην Πλατεία Συντάγματος δέχθηκε την παράλογη κατασταλτική παρέμβαση της αστυνομίας, που έφτασε μέχρι την προσαγωγή και τη σύλληψη. Ένα χρόνο αργότερα και παρά την υποκριτική δημόσια συγγνώμη του Μ.Χρυσοχοϊδη, οι κατηγορίες δεν έχουν αποσυρθεί. Ομοίως, κατά το άρθρο 285 του Ποινικού Κώδικα διώκονται οι 62 διαδηλωτές -μέλη οργανώσεων της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς, συνδικαλιστές, φοιτητές, κ.ά.- που συνελήφθησαν την περυσινή 6η Δεκέμβρη, κατ΄ εφαρμογή της απόφασης του αρχηγού της ΕΛΑΣ που απαγόρευε για 24 ώρες τις συναθροίσεις άνω των 4 ατόμων.
Η ενορχήστρωση δικών σε βάρος του κόσμου του κινήματος στοχεύει στην τρομοκράτηση της ίδιας της κοινωνίας, που εδώ και μήνες εκφράζει με διάφορους τρόπους την αγανάκτησή της για την κυβερνητική πολιτική. Η Κυβέρνηση, αδυνατώντας να συσκοτίσει τις εγκληματικές ευθύνες της για τις καθημερινές εκατόμβες νεκρών από την πανδημία, τη διάλυση του κοινωνικού κράτους, το τσάκισμα των εργασιακών δικαιωμάτων, την καταστροφή του φυσικού περιβάλλοντος, επιλέγει τη στοχοποίηση της πολιτικής δράσης και του λόγου του κινήματος μέσω αλλεπάλληλων – ποινικών και πολιτικών – δικών. Η νεοπαγής τροποποίηση του Ποινικού Κώδικα επαληθεύει ακριβώς αυτή τη στόχευση, αυστηροποιώντας σειρά διατάξεων που φωτογραφίζουν τα λεγόμενα «κινηματικά αδικήματα» (διασπορά ψευδών ειδήσεων, διατάραξη λειτουργίας δημόσιας υπηρεσίας, κ.ά.). Ας επισημανθεί ότι ο νόμος Χατζηδάκη καθιερώνει αστική ευθύνη συνδικαλιστικών οργανώσεων και συνδικαλιστών που προβαίνουν σε «παράνομες πράξεις» όπως η κατάληψη, κατά τη διάρκεια απεργίας. Είναι σαφές ότι αυτού του είδους οι τιμωρητικές, πολιτικά χρωματισμένες διώξεις αποσκοπούν όχι μόνο στην πειθάρχηση του αγωνιζόμενου κομματιού της κοινωνίας, αλλά και στην οικονομική εξουθένωση οργανώσεων και αγωνιστών, που σέρνονται σε παρατεταμένες και κοστοβόρες δικαστικές διαδικασίες, υπό την πρόσθετη απειλή της απώλειας αναγκαίων για τη δράση τους οικονομικών πόρων.
Η απάντηση στην στοχοποίηση της συνδικαλιστικής και πολιτικής δράσης περνά μέσα από τη μαζική στήριξη και αλληλεγγύη του κόσμου του κινήματος, εντός και εκτός δικαστικών αιθουσών. Την ίδια στιγμή, όμως, δεν μπορεί να εξαντλείται σε μία λογική «άμεσων απαντήσεων» και στη συγκυριακή ανάδειξη των επιμέρους κρατικών προκλήσεων όταν αυτές συμβαίνουν. Απαιτούνται μετωπικές πρωτοβουλίες μακρότερης πνοής που θα διατηρούν ένα συνεχές στην ορατότητα των φαινομένων καταστολής και ποινικοποίησης της πολιτικής δράσης και θα επιδιώκουν τη σύνδεση με τα υπόλοιπα μέτωπα της περιόδου (εργασιακά, δημόσια υγεία και παιδεία, περιβάλλον, κ.ό.κ.). Σε αυτή τη διαδικασία χρειάζεται να εμπλακούν με ενωτικούς όρους οι πολιτικές οργανώσεις της αριστεράς, αλλά και μαζικοί φορείς, σωματεία, επαγγελματικοί και φοιτητικοί σύλλογοι, δημοτικές κινήσεις και σχήματα γειτονιάς, κοινωνικές οργανώσεις, κ.ό.κ. Η περίοδος που ανοίγεται μπροστά μας απαιτεί τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση δυνάμεων προκειμένου να ορθωθούν αποτελεσματικές αντιστάσεις στην πολιτική που στοχοποιεί το δικαίωμά μας να διαδηλώνουμε, να συνδικαλιζόμαστε, να δρούμε και να εκφραζόμαστε πολιτικά.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά