Μεγάλη αναδρομική Έκθεση του σπουδαίου ζωγράφου, Γιάννη Μόραλη, παρουσιάζεται στο Μουσείο Μπενάκη, μέχρι 5 Ιανουαρίου 2019.
Η παρουσίαση γίνεται με χρονολογική διάταξη, η οποία ξεκινάει από το 1930 και φτάνει μέχρι τη δεκαετία του 2000, ενώ ταυτόχρονα έχει και αρκετές θεματικές ενότητες, καθώς και «ενότητες μέσα στις ενότητες». Εκτίθενται περί τα 400 έργα του: πίνακες ζωγραφικής (περίπου 200), σχέδια, χαρακτικά, κεραμικά, εικονογραφήσεις βιβλίων, κοστούμια που σχεδίασε για θεατρικές παραστάσεις, μακέτες, καθώς και προσωπικά αντικείμενα (γράμματα, φωτογραφίες, χειρόγραφα κλπ). Μεταξύ των πινάκων του είναι πορτρέτα παιδιών και κάποιων προσωπικοτήτων, από τα οποία, όσον αφορά τα παιδικά πορτρέτα φαίνεται πόσο πιο τρυφερά τα αποδίδει, σε σχέση με εκείνα κάποιων γνωστών αντρών που είναι πιο ψυχρά, ενώ και οι ίδιοι ποζάρουν σφιγμένοι, όπως φαίνεται από τα χέρια τους.
Οι πίνακες, του πιο ώριμου Μόραλη, έχουν μια γεωμετρική διάσταση και αποτελούν μια σύζευξη του μοντερνισμού με τη χάρη της αρχαίας ελληνικής τέχνης, όπως επισημαίνει ο επιμελητής της έκθεσης, Νίκος Παϊσιος (Το Βήμα, 16-9-2018). Επίσης, το ερωτικό και γυναικείο στοιχείο είναι πολύ έντονο, και κατά πως φαίνεται διατρέχει όλο το έργο του. Διότι, ο Μόραλης είναι ένας ερωτικός ζωγράφος. Ξεχωρίζει από τα έργα της έκθεσης η «Έγκυος γυναίκα» (1948), η οποία είναι η σύντροφός του, Αγλαϊα Λυμπεράκη. Επίσης, ένας πίνακας του 1963, ο οποίος φέρει τον τίτλο, «Ζευγάρι», καθώς επίσης μια θεματική που δείχνει κάποιες γυναικείες μορφές, που ζωγράφισε το 1951-52.
Οι γυναικείες αναπαραστάσεις είναι συνήθως γυναίκες μόνες ή μεταξύ τους, με ήρεμες κινήσεις, σώματα καλλίγραμμα, νέες σε ηλικία, αναδύοντας μια μεγαλοπρέπεια, μια χάρη αρχαιοελληνική, μια περηφάνια και ένα ερωτισμό που εξάπτει την φαντασία. Τα πρόσωπά τους είναι αόριστα, γαλήνια, όμορφα, αγέλαστα και κάπως θλιμμένα, ενώ τα πόδια τους φαίνεται να πατάνε στο πλαίσιο του πίνακα.
Εδώ, συμπληρωματικά, να πω ότι πρόσφατα εκδόθηκε ένα Λεύκωμα 420 σελίδων, από τον Βασίλη Καβαθά, με τίτλο: «Τα κορίτσια του Μόραλη». Όπως, λέει ο ίδιος, είναι μια προσπάθεια «να πω με λέξεις αυτό που ο σιωπηλός Μόραλης εξέφρασε με τις εικόνες του» (δες Δ. Γκιώνης, Η Εφημερίδα των Συντακτών, 6-7/10/2018). Διότι, όπως μαθαίνουμε από την Πέγκυ Ζουμπουλάκη (Το Βήμα, ό.π.), ο Μόραλης, ενώ ήταν πολύ συναισθηματικός ήταν και εσωστρεφής. «Σπάνια άνοιγε την καρδιά του να δείξει πόσο τρυφερός ήταν και πόσο φρόντιζε την οικογένειά του. Δεν μπορούσε να εξωτερικεύσει τον εσωτερικό του κόσμο που ήταν πολύ πλούσιος και πολύπλοκος… […] Τα πάντα όμως αποτυπώνονταν στο έργο του, το οποίο βγήκε από την ψυχή του…».
Για να επανέλθουμε στα «κορίτσια του Μόραλη», λέει ο Βασίλης Καβαθάς: «Το βιβλίο μου είναι μια ιχνηλασία ενός ανεκπλήρωτου έρωτα, μια ‘’διατριβή’’ πάνω στον πολιούχο έρωτα, τη θρησκειοποίηση της ομορφιάς, της αγιοποιημένης και θαυματουργής εικόνας μιας αγαπημένης…».
Τέλος, να υπενθυμίσουμε ότι ο Γιάννης Μόραλης γεννήθηκε το 1916, στην Άρτα. Σπούδασε, από το 1931 έως το 1936, ζωγραφική και χαρακτική στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (ΑΣΚΤ), στη συνέχεια στη Ρώμη και στο Παρίσι (1937-40), ενώ στην ΑΣΚΤ διετέλεσε καθηγητής από το 1947 έως το 1982. Έλαβε μέρος σε πολλές εκθέσεις και συνεργαζόταν σταθερά με τις εκδόσεις Ίκαρος, και ιδιαίτερα στις ποιητικές συλλογές του Ελύτη, αλλά και του Σεφέρη. Το 1958 παρουσίασε έργα του, στην Biennale της Βενετίας. Πέθανε στις 20 Δεκεμβρίου 2009.