«Η σημαντικότερη κατάκτηση κάθε προοδευτικού ριζοσπαστικού υποκειμένου – πολιτικού ή μη – είναι να συνομιλεί με μεγάλα ακροατήρια διατηρώντας τον αυθεντικό ανατρεπτικό χαρακτήρα του. (...) Οι RATM έφεραν εις πέρας αυτή την αποστολή και, κρίνοντας από την συνολική τους κληρονομιά και παρακαταθήκη ως εργαλείο αντιηγεμονίας απέναντι στην κυρίαρχη κουλτούρα, μπορούμε με ασφάλεια να υποθέσουμε ότι ο Γκράμσι θα ήταν πραγματικά περήφανος για αυτούς.»

Το ανωτέρω απόσπασμα από το κλείσιμο της εισαγωγής του βιβλίου του Β.Σ. Καρατζή αποτελεί μια εξαιρετική σύνοψη του τι εμπεριέχεται στο συγκεκριμένο έργο, καθώς καλύπτει όλες τις πιθανές πτυχές: από την περιγραφή της ίδιας της μπάντας ως μουσικό σχήμα, στο μήνυμα της που άγγιξε πολύ μεγάλα ακροατήρια και στην συνολική αμφισβήτηση της κυρίαρχης κουλτούρας, ως καλλιτέχνες αλλά ταυτόχρονα και ως δεων προοδευτικό ριζοσπαστικό υποκείμενο.

Ο ανωτέρω τίτλος πραγματικά απευθύνεται σε όλους όσοι θέλουν να ασχοληθούν με το θέμα. Είτε ως ερχόμενοι σε πρώτη επαφή με την μπάντα οπότε και σίγουρα θα μπουν στον κόπο να τους ακούσουν έπειτα, είτε ως φαν των RATM οπότε σίγουρα θα τους ξανακούσουν, είτε σε όσους ενδιαφέρονται να διαβάσουν μια μελέτη για τον καλλιτεχνικό και κοινωνικοπολιτικό αντίκτυπο που είχαν και για το πλαίσιο εντός του οποίου αυτοί διαμορφώθηκαν και εξελίχθηκαν. Το Yes I Spit Fire είναι ταυτόχρονα ένα ιστορικό για όσους αγαπούν την μπάντα και θέλουν να μάθουν περισσότερα για αυτήν, αλλά και μια διαλλεκτική μελέτη για το πως η καλλιτεχνική δημιουργία προκύπτει από το περιβάλλον που συνάντησε, το οποίο με τη σειρά της έρχεται να διαμορφώσει. Το βιβλίο έρχεται να  αποτυπώσει με επιτυχία τα στοιχεία που έκαναν τους Rage τόσο ξεχωριστούς, πέρα από την προσωπικότητα και ταλέντο των μελών τους. Και αυτά ήταν ότι αποτέλεσαν ένα σχήμα που υπερέβη μοναδικά τόσο τις μουσικές τεχνοτροπίες όσο και τα ιδιοσυγκρασιακά χαρακτηριστικά των σύγχρονών τους μουσικών σκηνών.

Οι RATM έκαναν μια πρώτη υπέρβαση καθώς κατάφεραν να συνθέσουν με μοναδικό τρόπο αυτό που αρκετοί προηγούμενοι είχαν αποπειραθεί, το πάντρεμα δηλαδή του μέταλ με το χιπ χοπ, διαμορφώνοντας πρακτικά ένα μουσικό ορόσημο (το ραπ μέταλ, το οποίο δεν βρήκε έπειτα άλλους αντίστοιχους συνεχιστές, αλλά άνοιξε αρκετά μουσικά αυτιά). Έκαναν όμως και μια εξίσου μεγάλη, αν όχι μεγαλύτερη: κράτησαν την κοινωνικοπολιτική αμφισβήτηση της κλειστής και αποφασιστικά αποεμπορευματοποιημένης χάρντκορ σκηνής από την οποία προέρχονταν,  αλλά αποχώρησαν υπογράφοντας σε θυγατρική της Sony, μέσω της οποίας απέκτησαν τεράστια διανομή και καλύτερη πρόσβαση στα μεγαλύτερα φεστιβάλ, χωρίς να χάσουν όμως σε τίποτα από τον ριζοσπαστισμό τους, όπως απέδειξαν κατ επανάληψη και περιγράφεται σαφώς στο βιβλίο. Την εποχή της μουσικής κυριαρχίας της γκραντζ η οποία εξέφραζε με εσωστρεφή και συχνά αυτοκαταστροφικό τρόπο τα αδιέξοδα της αμερικάνικης νεολαίας της εποχής του Ρήγκαν, οι Rage σάλπισαν «μαινόμενη αντεπίθεση».

Την ερχόμενη άνοιξη, 20 χρόνια μετά τον τελευταίο τους δίσκο και 11 από την τελευταία τους συναυλία, οι RATM ξεκινούν ξανά περιοδεία με πρώτες εμφανίσεις σε αίθουσες δίπλα από την συνοριογραμμή ΗΠΑ – Μεξικό, εκεί που χιλιάδες άνθρωποι χάνουν την ζωή τους ή επιχειρούν μάταια να περάσουν τους φράχτες των συνόρων, κάτι που εύλογα φέρνει στο μυαλό το ποιος θα βρεθεί να παίξει στο φράχτη του Έβρου... Αναμένοντας αυτές και τον αντίκτυπο τους, όσοι και όσες θέλουν να μάθουν για μια μπάντα – ορόσημο και επαναθεμελιώτρια της στρατευμένης τέχνης, ας αγοράσουν αβλεπεί το βιβλίο. 

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες