Το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών επιβεβαίωσε αυτό που είναι ήδη αντιληπτό εδώ και δύο χρόνια: το φάντασμα που πλανιέται σήμερα πάνω από την Ευρώπη είναι αυτό της ανόδου της Αριστεράς στη διακυβέρνηση της χώρας-πειραματόζωου, εκεί όπου ξεκίνησε προ τετραετίας και εφαρμόστηκε με πρωτοφανή αγριότητα η μνημονιακή εκδοχή του νεοφιλελεύθερου «δόγματος του σοκ».
Για να καταλάβουμε την ιστορική σημασία του γεγονότος, ας ανατρέξουμε σύντομα στα δύο μεταπολεμικά προηγούμενα αριστερού κόμματος που κατέκτησε ή πλησίασε πρωτοκαθεδρία εντός κοινοβουλευτικού συστήματος.
Η πρώτη περίπτωση είναι αυτή του Κ.Κ. Γαλλίας κατά την πρώτη δεκαετία μετά την Απελευθέρωση (1945-1956), όταν ήταν η πρώτη πολιτική δύναμη της χώρας και του Κοινοβουλίου, με ποσοστά που κυμαίνονταν μεταξύ 26 και 28%.
Η δεύτερη είναι η Ιταλία της δεκαετίας του 1970, όταν, στις εκλογές του 1976, το ιταλικό Κ.Κ. εκτινάχτηκε από το 27 στο 34%, στη δεύτερη θέση με διαφορά 4 μονάδων από τη Χριστιανοδημοκρατία και με σχετικά ανοιχτό ακόμη το ενδεχόμενο συμμαχίας με τους σοσιαλιστές (που κυμαίνονταν στο 10%).
Τόσο στη Γαλλία όσο και στην Ιταλία είχαμε συνθήκες αμιγούς κοινοβουλευτισμού και αναλογικό εκλογικό σύστημα. Και στις δύο περιπτώσεις το σύστημα αναδιατάχθηκε ραγδαία, με σκοπό να παρεμποδίσει την άνοδο της Αριστεράς στην εξουσία. Και το πέτυχε, αν και με διαφοροποιημένες στρατηγικές.
Στη Γαλλία αντιμετώπισε με βίαιη καταστολή τις ημι-εξεγερσιακού τύπου απεργίες που εξαπέλυσαν το 1947 το Κ.Κ. και τα προσκείμενα σ'αυτό συνδικάτα. Και κυρίως δημιούργησε μια «υγειονομική ζώνη» γύρω από τους κομμουνιστές, που τους απομόνωσε από κάθε δυνατό σύμμαχο, χωρίς να διστάσει να στείλει, τον Μάιο του 1952, στη φυλακή ακόμη και την ηγεσία του κόμματος. Αυτά δεν στάθηκαν όμως αρκετά, και χρειάστηκε η καθεστωτική ανατροπή του 1958, όταν ο στρατός επέβαλε τη «λύση Ντε Γκολ» στην παραπαίουσα λόγω των αποικιακών πολέμων Τέταρτη Δημοκρατία, και έβαλε τη Γαλλία στην τροχιά της «προεδρικής μοναρχίας» στην οποία παραμένει ώς τις μέρες μας.
Στην Ιταλία η συστημική απάντηση, όπως και η συγκυρία, ήταν πιο σύνθετη. Από τη μια η «στρατηγική της έντασης», που πήγαζε από το «βαθύ κράτος» σε συνεργασία με την ακροδεξιά, οδήγησε ένα κομμάτι της εργατικής και νεολαιΐστικης ριζοσπαστικοποίησης σε μια «φυγή προς τα εμπρός» σε παραβατικές πρακτικές, εν μέρει στην επιλογή του ένοπλου αγώνα, οξύνοντας τα ισχυρά «αντανακλαστικά νομιμότητας» του ιταλικού Κ.Κ. Η συνοχή του λαϊκού μπλοκ έσπασε «από τα κάτω» και οι κομμουνιστές, που είχαν κάνει από το 1973 την επιλογή του «ιστορικού συμβιβασμού», αντί να κατακτήσουν την πολυπόθητη ηγεμονία σύρθηκαν σε μια λογική υποταγής στο κυρίαρχο μπλοκ εξουσίας υπό την ηγεσία των ολοένα προς τα δεξιά μετατοπιζόμενων Χριστιανοδημοκρατών. Η όψιμη «μετριοπάθειά» τους δεν έδωσε καλύτερα αποτελέσματα από τη «σκληρή» στάση των Γάλλων στην κορύφωση του Ψυχρού Πολέμου.
Ηελληνική περίπτωση φαίνεται να αποτελεί μια σύνθεση των δύο προηγούμενων. Από τη μια κάποιοι σαν τον κ. Μπαλτάκο μιλάνε για επερχόμενη «νέα Βάρκιζα», που σημαίνει ότι προφανώς στοχεύουν σε «νέο Δεκέμβρη», ενώ ταυτόχρονα ισχυρίζονται ότι στον ΣΥΡΙΖΑ «έχουν "μαλακώσει" πολύ» και ότι «θα σαστίσουν όταν έρθει η στιγμή για κρίσιμες αποφάσεις», προαναγγέλλοντας μάλλον νέες συμφωνίες του Λιβάνου και της Καζέρτας παρά νέες Βάρκιζες. Από την άλλη, εντείνεται η πίεση για συστημική προσαρμογή του ΣΥΡΙΖΑ με το γνωστό επιχείρημα του «αναγκαίου» ανοίγματος προς τις «κεντρώες» δυνάμεις και της επί της ουσίας εγκατάλειψης του στόχου της αριστερής κυβέρνησης.
Η λογικοφανής βάση του επιχειρήματος είναι ότι δεν υπάρχει άλλη επιλογή εφόσον ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί να αποκτήσει αυτοδυναμία και η συμμαχία με την (αποδυναμωμένη) «άλλη Αριστερά» μοιάζει αδύνατη, κύρια λόγω της στάσης της ηγεσίας του ΚΚΕ. Αυτό που αποσιωπά αυτό το σκεπτικό είναι ότι η συγκυρία στην Ελλάδα είναι εξαιρετικά ρευστή και έντονα πολωτική, άρα διόλου αντιθετική σε μια πλειοψηφική δυναμική του ΣΥΡΙΖΑ. Και κυρίως ότι οι εφεδρείες του ΣΥΡΙΖΑ βρίσκονται πρώτα και κύρια στην κινητοποίηση των «από κάτω» και την κοινωνική συμμαχία, στις οποίες οφείλει εξάλλου και την εκτίναξή του από το 4 στο 27%.
Με άλλα λόγια, στα εργατικά και λαϊκά στρώματα, που δεν έχουν ακόμη αποφασιστικά πειστεί από την αξιωματική αντιπολίτευση, όπως δείχνει η υψηλή αποχή αλλά και η ελαφριά κάμψη των ποσοστών της σ' αυτές τις κατηγορίες που αποτελούν την πυρήνα της εκλογικής της βάσης.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ, η δημιουργία ενός ισχυρού ρεύματος στα λαϊκά στρώματα είναι το μεγάλο ζητούμενο της επόμενης περιόδου, από το οποίο εξαρτάται και το ενδεχόμενο συγκρότησης αριστερής κυβέρνησης και ρήξης με το μνημονιακό καθεστώς λεηλασίας και αυταρχισμού. Γι' αυτό και η ανανεωμένη ριζοσπαστική ορμή συνιστά περισσότερο από ποτέ την αναγκαία συνθήκη μιας νικηφόρας για την κοινωνική πλειοψηφία έκβασης της παρούσας αναμέτρησης. Για να μην στοιχειώσει το ελληνικό φάντασμα όπως το γαλλικό και το ιταλικό του προηγούμενου αιώνα.
*καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο King's College του Λονδίνου-μέλος ΚΕ ΣΥΡΙΖΑ