Κατά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων -το βράδυ της Κυριακής 25 Μαΐου, 2014- των ευρωεκλογών στη Γαλλία, υπήρξε γενική κατάπληξη στις συνιστώσες της εν λόγω Αριστεράς, καθώς και στο εσωτερικό της UMP (Ένωση για ένα Λαϊκό Κίνημα) η οποία χαρακτηρίζεται από κρίση ηγεσίας.

Το Εθνικό Μέτωπο (FN) κέρδισε άνετα την πρωτιά, με το 24,85 % των ψήφων σε εθνικό μέσο όρο, ενώ το ποσοστό του έφτασε ακόμη και το 33,6 % στη βορειοδυτική εκλογική περιφέρεια στην οποία κατέβαινε ως υποψήφια η Μαρίν Λε Πεν, το 29% στην ανατολική εκλογική περιφέρεια στην οποία κατέβαινε ο σύζυγός της Λουί Αλιό και 28,2% στο νοτιοανατολικό τμήμα της χώρας, που ήταν υποψήφιος ο πατέρας της Ζαν- Μαρί Λε Πεν.

Ωστόσο, με μια πιο προσεκτική εξέταση, βλέπουμε ότι το αποτέλεσμα αυτό δεν έχει τίποτα το ιδιαίτερο ή το περίεργο. Αν κάποιος δεν θέλει να θαμπωθεί από τα ποσοστά και κοιτάξει τους απόλυτους αριθμούς, η απόδοση του FN εμφανίζεται πιο μέτρια. Τα ψηφοδέλτια του "Μπλε Μαρέν" δεν συγκέντρωσαν "παρά" 4.711.000 ψήφους, ενώ η ίδια η Μαρίν Λε Πεν είχε πάρει  6.400.000 ψήφους πριν δύο χρόνια στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών. Χθες, με μια πολύ μικρή συμμετοχή του 42,4 % των εγγεγραμμένων ψηφοφόρων, το FN  όπως ακριβώς και τα άλλα πολιτικά κόμματα δεν πήρε τον αριθμό των εν δυνάμει ψήφων του. Τα  πράγματα θα  μπορούσαν να έχουν πάει και πολύ καλύτερα ή μάλλον και πολύ χειρότερα.

Το να μιλάει κανείς με αυτούς τους όρους του επιτρέπει όχι μόνο να σχετικοποιεί το ποσοστό του FN, αλλά επίσης -και κυρίως- να κατανοήσει καλύτερα το πολιτικό πρόβλημα που μας θέτει αυτό το ακροδεξιό μόρφωμα. Η εκλογική νίκη του είναι λιγότερο το τελικό αποτέλεσμα της ικανότητάς του να κινητοποιήσει καλύτερα το εκλογικό του σώμα και περισσότερο η συνέπεια της αδυναμίας των άλλων πολιτικών κομμάτων να κινητοποιούν τα δικά τους σε μια τέτοια εκλογική μάχη (και γενικότερα), γεγονός που εξηγεί και το υψηλό ποσοστό αποχής.

Το ότι οι ευρωπαϊστές και οι ευρωκράτες (Ένωση για ένα Λαϊκό Κίνημα (UMP), Ένωση των Δημοκρατικών και των ανεξάρτητων (UDI), Δημοκρατικό Κίνημα (Modem), Ευρώπη Οικολογία Πράσινοι (EELV), Σοσιαλιστικό Κόμμα (PS)), που στην ουσία αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία του εκλογικού σώματος, δεν κατάφεραν να φέρουν τους ψηφοφόρους τους στις κάλπες, δείχνει την έκταση της αδιαφορίας ή και του σκεπτικισμού που υπάρχει απέναντι σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση που απάντησε στην οικονομική κρίση του 2007-2009 με επαναλαμβανόμενες πολιτικές δημοσιονομικής και μισθολογικής λιτότητας μετά την οργάνωση της διάσωσης του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου εν μέσω έκρηξης του δημόσιου χρέους.

Όμως, η αδιαφορία και ο σκεπτικισμός δίνουν τη θέση τους σε μια ανοικτή απόρριψη της ΕΕ, σε ένα αυξανόμενο τμήμα του εκλογικού σώματος των λαϊκών τάξεων που πλήττονται άμεσα από την κρίση και τη νεοφιλελεύθερη διαχείρισή της, η οποία συνοδεύεται με την αύξηση της ανεργίας και της επισφαλούς απασχόλησης, τις ομαδικές απολύσεις, τη μείωση των εισοδημάτων και της αγοραστικής δύναμης, την ανεξέλεγκτη διάλυση της κοινωνικής προστασίας κ.λπ. Δεδομένου ότι αυτές οι λαϊκές τάξεις ταυτίζουν, και δίκαια, τα ευρωπαϊκά θεσμικά όργανα (την Επιτροπή και την Κεντρική Τράπεζα) με τις ανώτατες αρχές που με την ανοιχτή ή συγκαλυμμένη συνενοχή διαφόρων εθνικών κυβερνήσεων, επιβάλλουν το ζυγό αυτών των μισθολογικών πολιτικών και φορολογικών μέτρων.

Και είναι σε αυτά τα στρώματα που το FN πήρε τα μεγαλύτερα ποσοστά του και που έχει τις δεξαμενές ψηφοφόρων του. Αυτό το επιτυγχάνει με την καταγραφή και τη θεματοποίηση της δυσαρέσκειάς τους, της ανίσχυρης οργής τους και της παθητικής εξέγερσής τους, αναμασώντας τα δεινά τους, υποδεικνύοντας τους πραγματικούς υπεύθυνους (τα κυβερνητικά κόμματα που επιτάσσουν τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές) και τους φανταστικούς ενόχους ("τον ξένο" σε όλες τις μορφές του, εντός και εκτός εθνικών συνόρων) και προσφέροντάς τους έναν τρόπο σωτηρίας: την επιστροφή ενός ισχυρού έθνους-κράτους, κυρίαρχου του νομίσματός του, των νόμων του και των συνόρων του.

Ωστόσο, η επιτυχία του δεν είναι αυτόματη. Αν αυτά τα  κοινωνικά στρώματα, θύματα των νεοφιλελεύθερων πολιτικών σαγηνεύονται από το τραγούδι των σειρήνων του εθνικισμού του FN, είναι ελλείψει άλλων εναλλακτικών λύσεων. Η δυσαρέσκειά τους είναι επίσης το αποτέλεσμα της αδυναμίας τους να αγωνιστούν οι ίδιοι, στηριζόμενοι σε επαγγελματικές, συνδικαλιστικές και πολιτικές οργανώσεις για να τους παρέχουν ένα πλαίσιο κινητοποίησης και ευαισθητοποίησης, υποδεικνύοντάς τους τον κύριο εχθρό τους (τον καπιταλισμό) και ένα αξιόπιστο σχέδιο χειραφέτησης. Τελικά, η επιτυχία του FN είναι το τίμημα της έλλειψης ενός κέντρου ριζοσπαστικής αριστεράς στη Γαλλία, που να συγκεντρώνει τους συνεπείς αντιφιλελεύθερους και τους αντικαπιταλιστές. Τα πενιχρά αποτελέσματα των ψηφοδελτίων του Αριστερού Μετώπου (6,3% σε εθνικό επίπεδο) και η ασημαντότητα των αντίστοιχων της άκρας αριστεράς (1,6%) είναι η ζωντανή απόδειξη, ενώ συγχρόνως μας δείχνουν την επείγουσα ανάγκη της δημιουργίας ενός τέτοιου κέντρου.