Από μια συνολική οπτική γωνία, το σημερινό κίνημα κατά του νομοσχεδίου Μακρόν ορθώνεται πλέον στο ύψος των τριών σημαντικότερων κοινωνικών κινημάτων των τελευταίων δεκαετιών, που οργανώθηκαν ως απάντηση σε μεταρρυθμίσεις του συνταξιοδοτικού συστήματος: του 1995, του 2003 και του 2010.
Ο Μακρόν και η κυβέρνησή του έλπιζαν στη φθορά της απεργίας της SNCF (Εθνική Εταιρεία Γαλλικών Σιδηροδρόμων) και της RATP (μετρό, λεωφορεία, συγκοινωνίες) με την έλευση των γιορτών στα τέλη της χρονιάς. Έλπιζαν επίσης ότι, με τη βοήθεια των κυριότερων ΜΜΕ της χώρας, θα κατάφερναν να απαξιώσουν το κίνημα στην κοινή γνώμη, να καταστήσουν μειοψηφικές όχι μόνο τις απεργίες, αλλά και την απόρριψη του σχεδίου συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης. Αντίθετα, η απόρριψη παραμένει μαζική ανάμεσα στον πληθυσμό, κατά κύριο λόγο στους μισθωτούς εργαζόμενους που την απορρίπτουν σε ποσοστό 75%.
Αλλά η επιμονή των απεργών, των δεκάδων χιλιάδων αγωνιστών που σε όλες τις πόλεις ζωογονούν τα μαχητικά συνδικάτα και τις διακλαδικές επιτροπές, επέτρεψαν να διατηρηθεί μέχρι σήμερα ένα πολιτικό κλίμα κοινωνικής σύγκρουσης. Κυρίως, έγινε κατορθωτό να θεωρηθεί η αδιαλλαξία της κυβέρνησης, η οποία έθεσε τον εαυτό της σε διακοπές κατά την περίοδο των γιορτών, ως ο κύριος υπεύθυνος γι’ αυτή την κατάσταση. Αυτή η κυβερνητική επιλογή στάσης είχε ως στόχο να περάσει στην κοινή γνώμη το μήνυμα ότι το θέμα έκλεισε, το σχέδιο «κλείδωσε». Εξάλλου, μετά τις 17 Δεκέμβρη, η κυβέρνηση ανακοίνωσε ότι το νομοσχέδιο πήρε γραπτή μορφή και ότι ορίστηκε το χρονοδιάγραμμα για την κοινοβουλευτική του έγκριση. Για να επιβεβαιωθεί αυτή η αντίληψη, καμία πλέον συζήτηση δεν προγραμματίστηκε ανάμεσα στις 18 Δεκεμβρίου και τις 6 Ιανουαρίου… Και, επιδεικτικά, η κυβέρνηση κηρύχθηκε σε «κατάσταση διακοπών», ενώ ο ίδιος ο Μακρόν άρχισε μια σειρά ταξιδιών στο εξωτερικό. Αυτή η ηθελημένη σιωπή δεν διακόπηκε παρά από ένα προεδρικό διάγγελμα ευχών για το Νέο Έτος, που περιέγραφε μια κατά φαντασία χώρα οικονομικών και κοινωνικών επιτυχιών, η οποία πλέει σε πελάγη κοινωνικής γαλήνης. Η απαξιωτική αυτή στάση δεν κατάφερε παρά να αυξήσει την εχθρότητα των ανδρών και γυναικών μισθωτών, που κινητοποιούνται κατά της κυβέρνησης, συμπεριλαμβανόμενων επίσης και των χρηστών των ΜΜΜ, που μετακινούνται καθημερινά σε συνθήκες γαλέρας στην περιοχή του Παρισιού, ή για να πραγματοποιήσουν πρωτοχρονιάτικά ταξίδια διακοπών με την SNCF.
Επιπλέον, διατηρώντας επίμονα την επιλογή να μεταθέσουν στα 64 χρόνια την ηλικία της πλήρους συνταξιοδότησης (έναντι των 62 που ισχύει σήμερα), η κυβέρνηση βρέθηκε αντιμέτωπη με την αντίθεση όλου του συνδικαλιστικού κινήματος, συμπεριλαμβανομένων των ηγεσιών της CFDT και της UNSA, εν δυνάμει συμμάχων της κυβέρνησης, οι οποίες απείχαν από τις διακλαδικές κινητοποιήσεις, ανεξάρτητα από τη στάση των ομοσπονδιών τους στην SNCF και την RATP, που συνέχιζαν να συμμετέχουν στην ανανεούμενη απεργία κατά του συνόλου του νομοσχεδίου.
Έτσι, παραδόξως, ήταν η κυβέρνηση και όχι το κίνημα που βρέθηκαν σε κατάσταση άμυνας ανάμεσα στα τέλη του προηγούμενου έτους και στις αρχές του Ιανουαρίου.
Οι απεργοί της RATP και της SNCF, οι μαχητικοί συνδικαλιστές, κατάφεραν να επιβάλουν έναν ρυθμό υποστηρικτικών κινητοποιήσεων, παρά την αναβλητικότητα της εθνικής Διασυνδικαλιστικής οργάνωσης που άφησε το κίνημα χωρίς άλλο χρονοδιάγραμμα πέρα από μια ημέρα απεργίας και διαδηλώσεων στις 9 Ιανουαρίου. Αυτό επέτρεψε στο κίνημα να φτάσει χωρίς απώλειες στις 6 Ιανουαρίου, με αλώβητη τη μαχητικότητά του και με μια κυβέρνηση με την πλάτη στον τοίχο.
Πολιτικά, ο Μακρόν και ο πρωθυπουργός μπήκαν από μόνοι τους σε ένα αδιέξοδο.
Αφενός, δεν σταμάτησαν τις τελευταίες εβδομάδες την προσπάθειά τους να εμποδίσουν κάθε επέκταση των κινητοποιήσεων και σε άλλους επαγγελματικούς κλάδους, που επωφελούνται σήμερα από «ειδικές» συμβάσεις. Καταρχήν τους στρατιωτικούς, στους οποίους ο Μακρόν επανέλαβε ότι δεν θα θιγούν σε τίποτα από το σχέδιο για «ενιαίο σύστημα». Εντούτοις το συνταξιοδοτικό τους καθεστώς διέπεται, όπως και του συνόλου των δημοσίων υπαλλήλων, από τον Κώδικα συντάξεων. Ορισμένοι δημόσιοι υπάλληλοι έλαβαν παρόμοιες, αλλά λιγότερο συγκεκριμένες υποσχέσεις, όπως οι αστυνομικοί περιπολίας και οι πυροσβέστες. Οι χορευτές και οι χορεύτριες της Όπερας του Παρισιού αρνήθηκαν σαφώς την εφαρμογή της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης στους καλλιτέχνες που θα προσληφθούν από το 2022 και μετά, δηλώνοντας ότι «δεν θέλουμε να είμαστε η γενιά που θα θυσιάσει τις επόμενες». Οι πιλότοι αερογραμμών έλαβαν την εγγύηση ότι θα συνεχίσουν να συνταξιοδοτούνται πλήρως, όπως και σήμερα, στην ηλικία των 60 ετών και ότι θα διατηρήσουν, μαζί με τις αεροσυνοδούς και τους φροντιστές, ένα ειδικό συμπληρωματικό ταμείο.
Η κυβέρνηση υποχρεώθηκε, λοιπόν, να προκαλέσει ρωγμές στο σχέδιό της για «ενιαίο σύστημα», να πολλαπλασιάσει τις εξαιρέσεις σε πολλά επαγγέλματα που είχαν κεκτημένα πρόωρης συνταξιοδότησης, καθώς και να δημιουργήσει μακρές μεταβατικές περιόδους για την εφαρμογή της μεταρρύθμισής της.
Παρότι, δημαγωγικά, η κυβέρνηση έβαλε επί τρεις μήνες στο στόχαστρό της «τους προνομιούχους των ειδικών καθεστώτων», συναινεί σε μεγαλύτερες ή μικρότερες εξαιρέσεις, αρνούμενη ωστόσο να αναγνωρίσει τις επώδυνες συνέπειες που θα υποστούν εκατομμύρια άλλοι μισθωτοί, για τους οποίους-ες δεν θα ισχύσει η παραμικρή μεταβατική περίοδος της συνταξιοδοτικής μεταρρύθμισης. Αυτή η ασυνέπεια αποδυναμώνει προφανώς τη θέση της κυβέρνησης. Προκαλεί ανησυχία ακόμα και στη MEDEF (Δίκτυο Γάλλων Επιχειρηματιών), που φοβάται ότι οι οικονομικές συνέπειες θα αποδυναμώσουν τις υπεσχημένες μειώσεις των δημοσίων δαπανών.
Έτσι, η άκαμπτη στάση στο θέμα της μετάθεσης της ηλικίας συνταξιοδότησης στα 64 δημιούργησε μια αντιφατική πίεση γύρω από την κυβέρνηση και εντός της πλειοψηφίας της, την ώρα που οι Μακρόν και Φιλίπ επιδίωξαν από μόνοι τους να δώσουν στη μεταρρύθμιση συμβολική διάσταση. Από τη μια μεριά υπάρχει η θέληση επιβεβαίωσης της ισχύος της κυβέρνησης, της άρνησης κάθε συμβιβασμού σχετικά με τη μέγιστη μείωση των συνταξιοδοτικών δαπανών, ενώ έχουν ήδη γίνει παραχωρήσεις σε πολλά επαγγέλματα: γεννάται λοιπόν το ζήτημα της επιβεβαίωσης του μακρονισμού ως ισχυρής εξουσίας. Από την άλλη υπάρχει ο φόβος ότι η επιθετική αυτή στάση θα απομονώσει ακόμα περισσότερο την κυβέρνηση και μια κοινοβουλευτική πλειοψηφία που φαίνεται ανίκανη να βρει την παραμικρή στήριξη από το συνδικαλιστικό κίνημα.
Αυτό είναι το δίλημμα που είχε να διαχειριστεί η κυβέρνηση στις αρχές Ιανουαρίου.
Αλλά και το κοινωνικό κίνημα, από την πλευρά του, υφίσταται επίσης αντιφάσεις.
Η μέρα απεργίας και διαδηλώσεων στις 9 Ιανουαρίου υπήρξε μαζική σε συμμετοχή, με τον αριθμό των διαδηλωτών να είναι συγκρίσιμος με αυτόν της 5ης και της 17ης Δεκεμβρίου, έστω και ελαφρά μικρότερος. Πέρα από μια σημαντική απεργία στη δημόσια εκπαίδευση, απέργησαν και άλλοι τομείς του Δημοσίου (όπως υπάλληλοι του υπουργείου Οικονομικών και του Πολιτισμού).
Το Σάββατο 11 Ιανουαρίου υπήρξε μια νέα μέρα διαδηλώσεων, που οργανώθηκε σκόπιμα Σάββατο, ώστε να επιτρέψει μια μεγάλη κινητοποίηση, πέρα από τους τομείς που απεργούσαν. Ήταν μια σημαντική κινητοποίηση 500.000 διαδηλωτών, που έγινε μετά από κάλεσμα της Διασυνδικαλιστικής CGT, FO, Solidaires, CGC, FSU. Παντού τα Κίτρινα Γιλέκα είχαν βγάλει καλέσματα συμμετοχής στις συνδικαλιστικές πορείες.
Εσκεμμένα, την Πέμπτη 9 Γενάρη και το Σάββατο 11 Γενάρη οι δυνάμεις της αστυνομίας υιοθέτησαν μια επιθετική στάση, παρόμοια με αυτήν που εφαρμόζουν κατά τις διαδηλώσεις των Κίτρινων Γιλέκων, πολλαπλασιάζοντας τη βία σε βάρος πολλών συνδικαλιστών και συνδικαλιστριών, κυρίως στη Νάντη, τη Ρουέν και το Παρίσι.
Αλλά πέρα από τη διατήρηση της συμμετοχής στην κινητοποίηση σε πολύ ψηλό επίπεδο κατά τις μέρες πανεθνικής απεργίας και εκτός από κάποιες μέρες απεργίας στα διυλιστήρια, στην ενέργεια, στα λιμάνια, καθώς και ένα απεργιακό κάλεσμα στην Τράπεζα της Γαλλίας, σημαντικοί τομείς εξακολουθούν να μην προσχωρούν στην ανανεούμενη απεργία παρά μόνο τις μέρες που καλούνται από τη Διασυνδικαλιστική.
Σήμερα, το κίνημα στην SNCF έχει καταγράψει το ρεκόρ της μακροβιότερης απεργίας στην ιστορία της. Οι απεργοί της SNCF και της RATP εξακολουθούν να φέρουν στους ώμους τους το κύριο βάρος της σύγκρουσης. Η FSU, το μεγαλύτερο συνδικάτο στους εκπαιδευτικούς, δεν καλεί προς το παρόν στην ανανεούμενη απεργία και η FO περιορίζεται σε καλέσματα στις πανεθνικές απεργίες, υποστηρίζοντας τις απεργίες εκεί όπου γίνονται.
Επωφελούμενη από αυτήν την ανάπαυλα και με την απεριόριστη βοήθεια των μεγάλων ΜΜΕ, η κυβέρνηση κάνει μια νέα προσπάθεια να βγει από την απομόνωσή της.
Το θέμα της ηλικίας εξόδου σε συνταξιοδότηση παρουσιάζεται ψευδώς ως το μόνο ζήτημα προς συζήτηση, ενώ οι απεργοί και οι διαδηλωτές-τριες, η Διασυνδικαλιστική που συγκεντρώνει τη μεγάλη πλειοψηφία του συνδικαλιστικού κινήματος και η κοινή γνώμη –σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις– απαιτούν την πλήρη απόσυρση του νομοσχεδίου.
Έτσι τα ΜΜΕ και η κυβέρνηση μοντάρουν καταρχήν ένα σενάριο που περιορίζει τη σύγκρουση μόνο στο ζήτημα της ηλικίας συνταξιοδότησης και προβάλλουν ως μόνο αξιόπιστο συνομιλητή τη CFDT.
Σε μια δεύτερη φάση, η CFDT πρότεινε τη σύγκλιση μιας μεγάλης διάσκεψης για τη χρηματοδότηση του συνταξιοδοτικού, ως πρόταση που αποβλέπει στην αποκατάσταση του «κοινωνικού διαλόγου».
Σε τρίτη φάση, ο πρωθυπουργός Εντουάρ Φιλίπ προσποιήθηκε την Παρασκευή 10 Φεβρουαρίου ότι θα συναντηθεί με τους ηγέτες των συνδικάτων για την επανέναρξη του διαλόγου, αποστέλλοντας ταυτόχρονα το ήδη ολοκληρωμένο νομοσχέδιό του στο Συμβούλιο του Κράτους προς επικύρωση και υποβολή του στο Κοινοβούλιο στις 22 Ιανουαρίου.
Σε μια τέταρτη φάση, με επιστολή που έστειλε το Σάββατο στις συνδικαλιστικές ηγεσίες, ο πρωθυπουργός πρότεινε τη δίμηνη «προσωρινή απόσυρση» από το νομοσχέδιο του άρθρου σχετικά με την ηλικία συνταξιοδότησης, προκειμένου να στηθεί μία διάσκεψη για τη χρηματοδότηση ως τα τέλη Απριλίου, πριν τη λήψη των τελικών αποφάσεων από το Κοινοβούλιο. Η κυνική πρόταση που έγινε στα συνδικάτα ήταν να βρεθεί στο διάστημα αυτό μία εναλλακτική πρόταση για μια αντίστοιχη εξοικονόμηση χρημάτων με αυτήν που θα επέφερε η μετάθεση της συνταξιοδότησης στα 64 έτη (της τάξης πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ ανά έτος).
Είναι φανερό ότι αυτή η πρόταση θα πρέπει να έχει τη συναίνεση της εργοδοσίας και να μην περιλαμβάνει αίτημα αύξησης του ποσοστού της εργοδοτικής συμμετοχής. Αν όλες αυτές οι προϋποθέσεις υλοποιηθούν, η ηλικία συνταξιοδότησης θα αποσυρθεί από τον νόμο. Είναι σαφές ότι σε κάθε περίπτωση η εναλλακτική πρόταση θα επιβαρύνει τους μισθωτούς με άλλο τρόπο (π.χ. με επιμήκυνση των χρόνων εργασίας για έξοδο στη σύνταξη). Σε περίπτωση μη συμφωνίας των «κοινωνικών εταίρων», έγινε προφανές ότι «η κυβέρνηση θα αναλάβει τις ευθύνες της».
Το Σάββατο 11 Ιανουαρίου, τα ΜΜΕ που πρόσκεινται στην κυβέρνηση και στον ίδιο τον Μακρόν, χαιρέτισαν αυτή την «έξοδο από την κρίση» και η CFDT όπως και η UNSA (Εθνική Ένωση Αυτόνομων Συνδικάτων) εξέφρασαν την ικανοποίησή τους γι’ αυτό το «μεγάλο προχώρημα».
Πρόκειται για μια νέα προσπάθεια κατάπνιξης του κινήματος και ένα τέχνασμα του Μακρόν, που διατηρεί πλήρως την απόφαση μείωσης των δαπανών για τις συντάξεις, ενώ προσποιείται ότι είναι έτοιμος για έναν συμβιβασμό.
Αυτή η μασκαράτα απορρίφθηκε από την εθνική Διασυνδικαλιστική, που κάλεσε σε δύο νέες μέρες απεργιών και διαδηλώσεων στις 14 και 16 Ιανουαρίου.
Αλλά ο κινητήριος ρόλος θα παραμείνει μέσα στις επόμενες μέρες στους απεργούς της SNCF και της RATP, στους χιλιάδες αγωνιστές που εδώ και έναν μήνα παίζουν μόνοι τους το ρόλο πολιτικής πρωτοπορίας αυτού του κινήματος, προσπαθώντας να διατηρήσουν και να διευρύνουν στο μάξιμουμ τις ανανεούμενες απεργίες και τις κινητοποιήσεις.
Αυτός ο πυρήνας του κινήματος παίζει ευθέως έναν πολιτικό ρόλο, ενώ η εθνική Διασυνδικαλιστική «συμπορεύεται» με το κίνημα χωρίς να καλεί, ως τέτοια, στη γενίκευση της ανανεούμενης απεργίας. Ωστόσο, οι μέρες που έρχονται θα είναι αναγκαστικά κρίσιμες για το κίνημα. Είναι τώρα που παίζεται το θέμα της εξάπλωσης της απεργίας και σε άλλους κλάδους, σε μια κοινή κινητοποίηση του συνόλου των λαϊκών τάξεων κατά του νομοσχεδίου, απαιτώντας ξεκάθαρα την πλήρη απόσυρσή του και προωθώντας αιτήματα κοινωνικής δικαιοσύνης μέσα σε ένα αναδιανεμητικό σύστημα. Μια τέτοια προοπτική αλληλεγγύης, σε αντίθεση με τον νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό του Μακρόν, είναι αυτή που μπορεί να κρατήσει ενωμένο το κίνημα.
Αν αυτή η διεύρυνση δεν επιτευχθεί, ο Μακρόν θα μπορέσει να ξεσφίξει τη θηλιά που τον περιβάλλει, σε μια συγκυρία που ο κοινωνικός συσχετισμός των δυνάμεων μπορεί να τον υποχρεώσει σε υποχώρηση.
* Ο Λεόν Κρεμιέ είναι συνδικαλιστής και στέλεχος του Νέου Αντικαπιταλιστικού Κόμματος στη Γαλλία.