Η ημέρα της 22ης Μάρτη ήταν μια πραγματική επιτυχία. Στις 180 πόλεις όπου πραγματοποιήθηκαν διαδηλώσεις με κάλεσμα εφτά συνδικαλιστικών συνομοσπονδιών του δημόσιου τομέα, παντού οι αριθμοί είναι αυξημένοι σε σύγκριση με τη 10η Οκτώβρη 2017, την τελευταία ημερομηνία απεργίας του τομέα, ενώ την εποχή εκείνη οι συνομοσπονδίες CFDT και UNSA είχαν επίσης καλέσει σε απεργία.
Περισσότεροι από 500.000 διαδηλωτές υπολογίζονται από τη CGT (400.000 στις 10 Οκτώβρη). Επίσης, 25.000 σιδηροδρομικοί συμμετείχαν στην εθνική διαδήλωση στο Παρίσι στην οποία καλούσαν οι συνομοσπονδίες CGT, SUD, UNSA και CFDT, ενώ το 35% των σιδηροδρομικών απεργούσαν ακολουθώντας το κάλεσμα των ομοσπονδιών SUD και UNSA. Στην πρωτοβάθμια εκπαίδευση, ένας στους δύο καθηγητές συμμετείχε στην απεργία. Στις υπηρεσίες του υπουργείου Οικονομικών, ποσοστό απεργίας υψηλότερο πανεθνικά του 40%. Να σημειωθεί επίσης η αύξηση των απεργών μεταξύ του προσωπικού των νοσοκομείων. Σε αρκετές πόλεις συμμετείχαν στις διαδηλώσεις εργαζόμενοι νοσοκομείων που απεργούσαν ήδη πολλές ημέρες (όπως στο Ψυχιατρικό Νοσοκομείο της Ντιζόν), και ταχυδρομικοί όπως στο Μπορντό (20 ταχυδρομεία απεργούσαν ήδη 15 ημέρες).
Στις περισσότερες πόλεις, στις διαδηλώσεις συμμετείχαν τα μπλόκα της νεολαίας, μαζί με τους συνταξιούχους, τους σιδηροδρομικούς που δεν μπόρεσαν να πάνε στο Παρίσι, τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα: χημεία, μεταλλουργία κ.λπ.
Παρατηρήθηκαν παντού πολλά κοινά στοιχεία
Προφανώς, τα συνθήματα και τα αιτήματα πηγάζουν από ζητήματα διαφορετικών τομέων και κλάδων. Συνολικά, το πλάνο ενάντια στους δημοσίους υπαλλήλους προβλέπει 120.000 περικοπές θέσεων εργασίας τα επόμενα τέσσερα χρόνια, τη διατήρηση του παγώματος των μισθών, την επέκταση της επισφάλειας. Για τους εργαζόμενους στον τομέα των σιδηροδρόμων, πρόκειται για μια αναγκαστική πορεία προς την ιδιωτικοποίηση μέσα από την εξάρθρωση της δημόσιας υπηρεσίας και το τέλος των προσλήψεων με βάση το ειδικό καθεστώς των σιδηροδρομικών, ενώ διαφαίνεται στον ορίζοντα η απειλή ενάντια στο ειδικό συνταξιοδοτικό καθεστώς. Οι εργαζόμενοι στα νοσοκομεία βιώνουν την καθημερινή επιδείνωση των συνθηκών εργασίας με το κλείσιμο των κρεβατιών και οι εκπαιδευτικοί με το κλείσιμο των αιθουσών διδασκαλίας.
Ωστόσο, όλες και όλοι αντιμετωπίζουν τη μετωπική επίθεση ενάντια στις δημόσιες υπηρεσίες, τη μείωση των προϋπολογισμών για τη λειτουργία τους και των θέσεων εργασίας, τη βούληση να ευθυγραμμιστεί η χώρα με εκείνες τις ευρωπαϊκές χώρες που έχουν ήδη υποστεί τέτοιες επιθέσεις. Αυτά τα κοινά σημεία προβλήθηκαν στις διαδηλώσεις, ακόμη και αν οι προθεσμίες εφαρμογής των μέτρων είναι διαφορετικές. Προφανώς, στόχος της κυβέρνησης είναι να κατακερματίσει τις αντιστάσεις και να εγκλωβίσει τις συνδικαλιστικές ηγεσίες σε έναν παρελκυστικό ψευτοδιάλογο.
Παραπέρα, οι ανησυχίες που εκφράστηκαν στα μπλόκα των συνταξιούχων και της νεολαίας περιλάμβαναν την απόρριψη μιας πολιτικής της κυβέρνησης Μακρόν-Φιλίπ που επιδιώκει την κοινωνική οπισθοδρόμηση, μέσα από τη μείωση των συντάξεων, των επιδομάτων στέγασης, και την επιβολή δυσμενέστερων διαδικασιών επιλογής για πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ήδη από το Λύκειο.
Αντίστοιχα, η παρουσία αντιπροσωπειών των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα μαρτυρεί τη βία των πολιτικών των εργοδοτών με κλείσιμο εγκαταστάσεων, καθήλωση μισθών, προγράμματα απολύσεων, με τη στήριξη μιας κυβέρνησης που μείωσε τις υποχρεώσεις των εργοδοτών και τα μέσα δράσης των συνδικάτων και των εργαζομένων, ενώ παράλληλα ακολουθεί μια φορολογική πολιτική που ευνοεί τους μεγάλους μετόχους και τους προνομιούχους. Οι άνεργοι, με τη νέα μεταρρύθμιση, θα απειλούνται περισσότερο να διαγραφούν από τα ταμεία ανεργίας και θα υφίστανται αυξανόμενη πίεση να αποδεχτούν επισφαλείς συμβάσεις και υποβαθμισμένες θέσεις εργασίας.
Υπάρχει επομένως ένα κλίμα κοινωνικής πόλωσης την επαύριο της 22ης Μάρτη, μια αρχή κινητοποίησης διαφορετικών κατηγοριών εργαζομένων και ενός κομματιού της σπουδάζουσας νεολαίας. Τώρα, το βασικό ερώτημα των προσεχών εβδομάδων έγκειται στη δυνατότητα δημιουργίας ή μη, μέσα από αυτήν την κινητοποίηση, ενός συνολικού κινήματος ικανού να νικήσει και να εμποδίσει την πολιτική του Μακρόν.
Σε σχέση με αυτό το επίδικο, οι τελευταίες μέρες είναι αποκαλυπτικές
Η απαξίωση αυτής της κυβέρνησης αυξάνεται. Πολλές δημοσκοπήσεις επιβεβαιώνουν αυτό που είναι αισθητό γύρω μας, στους χώρους εργασίας και στο δρόμο: παρά τη θριαμβευτική και σίγουρη εμφάνιση του προέδρου, που είπε στις 23 Μάρτη στις Βρυξέλλες ότι τα κοινωνικά κινήματα «δεν είναι τέτοιας φύσης ώστε να υποχρεωθεί να αναθεωρήσει τις δεσμεύσεις που ανέλαβε στη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας», λες και είχε κερδίσει κάποιο δημοψήφισμα, ο Μακρόν δεν διαθέτει περισσότερη υποστήριξη από όση οι κυβερνήσεις Σαρκοζί και Ολάντ είχαν 10 μήνες μετά την εκλογή τους. Για παράδειγμα, μια δημοσκόπηση του BVA, που δημοσιεύθηκε στις 21 Μάρτη, δείχνει ότι μόνο το 17% υποστηρίζει την πολιτική του Μακρόν (αυτό είναι το ποσοστό των ψήφων που είχε κερδίσει στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2017). Το 57% αυτών που ρωτήθηκαν έχουν κακή γνώμη για την πολιτική του. Σε άλλη έρευνα, το 55% αυτών που ρωτήθηκαν υποστήριζε την απεργία της 22ης Μάρτη και μεταξύ των υπαλλήλων του δημοσίου τομέα το 82%.
Τα δύο τρίτα αυτών που ρωτήθηκαν πιστεύουν ότι η υποβάθμιση των δημόσιων υπηρεσιών οφείλεται στις επιθέσεις και στις κρατικές περικοπές πόρων εκ μέρους της κυβέρνησης. Η απαξίωση της κυβέρνησης σαφώς ενισχύεται από την εικόνα που θέλει να προβάλει για τον εαυτό του ο Μακρόν, εικόνα προέδρου των πλουσίων, διευθύνοντος συμβούλου της Γαλλίας. Οι τελευταίες μέρες έχουν ενισχύσει αυτό το συναίσθημα μετά την είδηση ότι ο Μπερνάρ Αρνό, διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας LVMH, που πολλές φορές παρουσιάστηκε από τον Μακρόν ως υπόδειγμα «πρωτοπαλίκαρου της αναρριχητικής σχοινοσυντροφιάς» που τραβά τη Γαλλία προς τα πάνω, αύξησε μέσα στο 2017 την προσωπική του περιουσία κατά 30 δισεκατομμύρια δολάρια, κάνοντάς την να ξεπεράσει τα 72 δισεκατομμύρια.
Πρώτιστος στόχος της κυβέρνησης είναι να εμποδιστεί η ενοποίηση των αγώνων. Το χρονοδιάγραμμα που καθόρισε η ίδια δρα προφανώς ως πλεονέκτημά της: η Εθνική Αντιπροσωπεία πρέπει να ξεκινήσει τη διαδικασία των νομοθετικών διαταγμάτων ενάντια στην SNCF στις αρχές Απρίλη, για να επικεντρώσει άμεσα την επίθεση πάνω στους σιδηροδρομικούς, ελπίζοντας έτσι να τους απομονώσει. Το κύριο μέρος των επιθέσεων ενάντια στις δημόσιες υπηρεσίες προβλέπεται να απλώσει μέσα στους επόμενους μήνες με διάσπαρτες παρεμβολές «διαπαιδαγωγητικών» συναντήσεών τους με τις συνδικαλιστικές ηγεσίες.
Η κυβερνητική προπαγάνδα, που πρόθυμα αναμεταδίδεται από τα μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, των οποίων η δημοσιογραφική γραμμή κολακεύει τον Μακρόν από τη μέρα της εκλογής του, εστιάζεται αυτές τις μέρες στα εξής σημεία: Πρώτον να υποτιμήσει την επιτυχία της 22ης Μάρτη, να την παρουσιάσει δηλαδή ως σχεδόν αποτυχημένη, σε πασιφανή αντίθεση με τα γεγονότα. Δεύτερον, να επικεντρώσει τις βολές της στα υποτιθέμενα προνόμια των σιδηροδρομικών, κατηγορώντας τους επίσης πως επιθυμούν να μπλοκάρουν για εβδομάδες τη χώρα. Τρίτον να προβάλει επιλεκτικά εικόνες που περιορίζουν τις διαδηλώσεις σε σκηνές βίας, όπως είχε κάνει ο πρώην πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς κατά τη διάρκεια των κινητοποιήσεων κατά του νόμου Ελ Κομρί το 2016.
Τέλος, η κυβέρνηση θα προσπαθήσει να συντρίψει «εν τω γεννάσθαι» την οικοδόμηση ενός κινήματος της σπουδάζουσας νεολαίας, ειδικά στα πανεπιστήμια. Οι αστυνομικές επεμβάσεις κατά των νέων στη διάρκεια των γεγονότων της 22ης Μάρτη, όπως και η επιβολή επιτροπείας στο Πανεπιστήμιο Jean Jaurès της Τουλούζης, όπου οι φοιτητές αντιτίθενται στη συγχώνευσή του με τη Σχολή Μηχανικών, συνώνυμη επιβολής ενός χειρότερου συστήματος επιλογής, χαρακτηρίζουν αυτή την κυβερνητική πολιτική. Παράλληλα, η επέμβαση τραμπούκων στη Νομική Σχολή του Μονπελιέ, με την ενεργή συνενοχή του κοσμήτορα, εντάσσεται πάλι στην ίδια λογική.
Όλοι αυτοί οι ελιγμοί αποσκοπούν στην αποδυνάμωση του ηθικού και στον περιορισμό της δημιουργίας κλίματος συμπάθειας και συνοχής.
Βέβαια, το κύριο στοιχείο πάνω στο οποίο μπορούν να δράσουν άμεσα οι ακτιβιστές είναι σαφώς η συνένωση των απεργιών, των κινημάτων σε διάφορους τομείς, και το ξεπέρασμα, μέσα στις επόμενες ημέρες, των διαιρέσεων και των αγκυλώσεων των συνομοσπονδιακών συνδικαλιστικών ηγεσιών.
Είναι απαραίτητο να επιτευχθεί η σύγκλιση των κινημάτων της νεολαίας, των EHPAD (ιδρύματα υποδοχής υπερηλίκων), των δημόσιων υπηρεσιών, συμπεριλαμβανόμενων των ταχυδρομείων, των νοσοκομείων, της υπηρεσίας δημοσίων οικονομικών, και φυσικά των εργαζομένων της SNCF, και ακόμη παραπέρα των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα. Τα κοινά σημεία και οι γέφυρες υπάρχουν, αλλά για να εκφραστεί αυτό στην πράξη είναι απαραίτητο να συσπειρωθούν συνειδητά οι αγωνιστικές δυνάμεις μέσα στα συνδικάτα, σε κάθε επαγγελματικό τομέα, τοπικά και σε εθνικό επίπεδο. Αυτό γιατί, εξαιτίας πολλών παραγόντων, δεν υπάρχει ένα κεντρικό ημερολόγιο εργατικών κινητοποιήσεων του ύψους των σημερινών περιστάσεων που να λειτουργεί ως σημείο αναφοράς για την οικοδόμηση αυτής της σύγκλισης.
Σε εθνικό επίπεδο, μόνο η CGT προτείνει ημερομηνία για διακλαδική κινητοποίηση ... στις 19 Απρίλη, δηλαδή σχεδόν έναν μήνα μετά τις 22 Μάρτη, περισσότερο από 15 ημέρες μετά την έναρξη του απεργιακού κινήματος της SNCF, και στη μέση των σχολικών διακοπών του Πάσχα. Επομένως, είναι αντιφατικό να λέγεται, όπως από τον γενικό γραμματέα της CGT Μαρτίνεζ, ότι πρέπει να υψωθούν οι τόνοι και ταυτόχρονα να προτείνεται ημερομηνία που δεν δίνει προοπτική στους πιο μαχητικούς τομείς.
Αλλά αυτή η διστακτικότητα της CGT δεν είναι τίποτε σε σχέση με εκείνη της πολιτικής της ηγεσίας της Force Ouvrière (FO). Ενώ πολλοί ομοσπονδιακοί και τοπικοί ηγέτες της FO έχουν μαχητικό λόγο, ο Jean-Claude Mailly, γενικός γραμματέας, αρνείται προς το παρόν οποιαδήποτε προοπτική σύγκλισης. Δήλωσε για παράδειγμα στις 6 Μαρτίου πως αμφιβάλλει «για τη βούληση των εργαζομένων να κατέβουν διακλαδικά και μαζικά στο δρόμο». Για τον Laurent Berger της CFDT, το επείγον είναι η... αναμονή: «Η σύγκλιση των αγώνων δεν είναι χούι της CFDT». Μόνο οι SUD-Solidaires, οι οποίοι έχουν το μικρότερο ειδικό βάρος στο συνδικαλιστικό πεδίο, δηλώνουν σαφώς πως επιδιώκουν τη σύγκλιση μεταξύ δημόσιου και ιδιωτικού τομέα.
Η δια-συνομοσπονδιακή συνάντηση του δημόσιου τομέα που κάλεσε για τις κινητοποιήσεις της 22ης Μάρτη καλείται και πάλι στις 27 Μάρτη. Στις 30 Μάρτη, η δια-συνδικαλιστική συνάντηση της Air France καλεί σε απεργία για τους μισθούς. Στις 31 Μάρτη καλεί σε απεργία η δια-συνδικαλιστική των καταστημάτων Carrefour για μισθολογικά αιτήματα και ενάντια στις περικοπές θέσεων εργασίας. Η δια-συνδικαλιστική των EHPAD δεν έχει προγραμματίσει προς το παρόν νέα ημερομηνία απεργίας.
Παρά τον φαινομενικό κατακερματισμό, όλοι οι πιο μαχητικοί κλάδοι έχουν κατά νου την 3η Απρίλη, ημερομηνία έναρξης της απεργίας της SNCF. Ακόμη και αν οι CGT, CFDT και UNSA SNCF υποστηρίζουν ρυθμό δύο ημερών απεργίας κάθε πέντε ημέρες, η SUD σιδηροδρομικών καλεί να ψηφιστεί η απεργία διαρκείας με αρχή τις 3 Απρίλη.
Η δια-συνδικαλιστική των υπηρεσιών Υπουργείου Οικονομικών του Παρισιού (CGT, Solidaires, FO) καλεί σε απεργία στις 3 Απρίλη. Η ίδια απόφαση πάρθηκε και από τον συντονισμό των νοσοκομειακών της CGT την περασμένη Παρασκευή. Σε αρκετές πόλεις, όπως το Μπορντό, η Ρουέν ή η Γκρενόμπλ, οι ημερομηνίες της 3ης ή 4ης Απρίλη παρουσιάζονται στις Γενικές Συνελεύσεις ως νέες ημερομηνίες σύγκλισης των κινητοποιήσεων .
Σε κάθε περίπτωση, οι πιο μαχητικοί ακτιβιστές έχουν συνειδητοποιήσει ότι ο δρόμος δεν είναι χαραγμένος από τα πριν και ότι είναι απαραίτητο να ξεπεραστούν οι συνδικαλιστικές διαιρέσεις, αλλά και να μην υπάρξει εφησυχασμός γύρω από ένα ημερολόγιο χωρίς συγκλίνουσες δράσεις. Αυτές οι διαπιστώσεις θα οδηγήσουν σύντομα σε δημιουργία στέρεα συγκροτημένων τοπικών συντονιστικών των συνδικάτων που θα φέρουν σε επαφή τους διαφορετικούς τομείς και κλάδους και θα μπορέσουν να δώσουν αυτοπεποίθηση στους χώρους που απεργούν και να προωθήσουν την επέκταση του κινήματος. Το στοίχημα όμως αυτό δεν πρέπει να θεωρείται ήδη κερδισμένο.
Όμως το πραγματικό επίδικο βρίσκεται ακριβώς στην πορεία αυτών των συντονιστικών, και στην αλλαγή πολιτικού κλίματος που μπορούν να επιφέρουν μέσα στις επόμενες ημέρες. Η σύγκλιση των κινημάτων δεν πρέπει να γίνεται μόνο με όρους «αλληλεγγύης» προς τους σιδηροδρομικούς, αλλά με τον όρο του «όλοι μαζί», μιας πλατφόρμας συσπείρωσης για την προάσπιση των δημοσίων υπηρεσιών, ενάντια στην πολιτική λιτότητας της κυβέρνησης, πολιτική παροχής δώρων στο MEDEF (οργάνωση που προασπίζει τα συμφέροντα των πιο μεγάλων γαλλικών επιχειρήσεων) και επιθέσεων ενάντια στους εργαζόμενους.
Από την πλευρά των πολιτικών οργανώσεων της Αριστεράς, το κάλεσμα ενότητας με πρωτοβουλία του Ολιβιέ Μπεζανσενό και του NPA [δείτε τη δημοσίευσή του στον ιστότοπο αυτό στις 19 Μαρτίου 2018: https://alencontre.org/europe/ france/france-defendons-tous-l es-services-publics-solidarite -avec-les-cheminots-et-les-che minotes.html] γύρω από τον αγώνα των σιδηροδρομικών και την υπεράσπιση των δημοσίων υπηρεσιών, την απόρριψη των αντικοινωνικών πολιτικών της κυβέρνησης, έγινε πολύ καλά δεκτό και, σημάδι της εποχής, ο Μπεζανσενό έχει γίνει αυτές τις μέρες, στις δημοσκοπήσεις, το πιο δημοφιλές πρόσωπο στους συμπαθούντες της Αριστεράς, χάρη στον αγωνιστικό και ενωτικό λόγο του.
Ο δρόμος που ανοίχτηκε μπορεί να επεκταθεί για να οδηγήσει στη συγκρότηση ενός ενιαίου μετώπου που θα συγκεντρώνει συνδικάτα, κόμματα και κινηματικούς συλλόγους γύρω από τα κοινά αιτήματα, μια μακρόπνοη συσπείρωση, ένα «όλοι μαζί», μια γενική απεργία που θα υποχρεώσει τον Μακρόν σε οπισθοχώρηση.