Η γεωοικονομία (Geonomics) είναι ένας νέος όρος για τις διεθνείς οικονομικές θεωρίες και πολιτικές.

Σύμφωνα με την Γκίλιαν Τετ στους Financial Times, στο παρελθόν, «θεωρούνταν γενικά ότι το ορθολογικό οικονομικό συμφέρον ήταν αυτό που καθόριζε τις αποφάσεις και όχι η βρώμικη πολιτική. Η πολιτική φαινόταν να είναι παράγωγο της οικονομίας -όχι το αντίθετο.  Όχι πια. Ο εμπορικός πόλεμος που εξαπέλυσε ο πρόεδρος των ΗΠΑ Ντόναλντ Τραμπ έχει σοκάρει πολλούς επενδυτές, καθώς φαίνεται πολύ παράλογος με βάση τα πρότυπα της νεοφιλελεύθερης οικονομίας. Αλλά “ορθολογικός” ή όχι, αντικατοπτρίζει τη στροφή προς έναν κόσμο όπου τα οικονομικά έχουν πάρει τη δεύτερη θέση έναντι των πολιτικών παιχνιδιών, όχι μόνο στην Αμερική, αλλά και σε πολλά άλλα μέρη».

Ο Λένιν είχε πει κάποτε ότι «η πολιτική είναι η πιο συμπυκνωμένη έκφραση της οικονομίας». Υποστήριζε ότι οι πολιτικές των κρατών και ο πόλεμος (πολιτική με άλλα μέσα) καθοδηγούνται σε τελευταία ανάλυση από τα οικονομικά συμφέροντα, δηλαδή τα ταξικά συμφέροντα του κεφαλαίου και τους ανταγωνισμούς μεταξύ «πολλών κεφαλαίων». Αλλά φαίνεται ότι η άποψη του Λένιν έχει πλέον ανατραπεί από τον Ντόναλντ Τραμπ.  Τώρα η οικονομία είναι αυτή που θα καθορίζεται από πολιτικά παιχνίδια -τα ταξικά συμφέροντα του κεφαλαίου έχουν αντικατασταθεί από τα ξεχωριστά πολιτικά συμφέροντα των επιμέρους κλικών. Φαίνεται λοιπόν ότι χρειαζόμαστε οικονομικές θεωρίες που να μπορούν να το μοντελοποιήσουν αυτό, δηλαδή τη γεωοικονομία.

Τώρα φαίνεται ότι η γεωοικονομία εμφανίστηκε για να παρουσιάσει ως αξιοσέβαστη και «ρεαλιστική» αυτή την πολιτική της ηγεμονικής ισχύος. Η φιλελεύθερη δημοκρατία και ο «διεθνισμός», μαζί με τις φιλελεύθερες οικονομικές πολιτικές, δηλαδή το ελεύθερο εμπόριο και τις ελεύθερες αγορές, δεν είναι πλέον σημαντικά για τους οικονομολόγους, οι οποίοι είχαν εκπαιδευτεί παλαιότερα να προωθούν έναν οικονομικό κόσμο ισορροπίας, ισότητας, ανταγωνισμού και «συγκριτικών πλεονεκτημάτων» για όλους.  Αυτά πετάγονται από το παράθυρο: πλέον τα οικονομικά αφορούν τους αγώνες για εξουσία που διεξάγονται από κράτη που προωθούν τα δικά τους εθνικά συμφέροντα.

Σε μια πρόσφατη ακαδημαϊκή δημοσίευση υποστηρίχθηκε ότι οι οικονομολόγοι πρέπει πλέον να θεωρούν ότι η πολιτική ισχύος θα κυριαρχήσει έναντι του οικονομικού πλεονεκτήματος. Ειδικότερα, ότι μια ηγεμονική δύναμη όπως οι ΗΠΑ θα προσπαθήσει να βελτιώσει το οικονομικό της πλεονέκτημα όχι με μεγαλύτερη αύξηση της παραγωγικότητας ή επενδύσεις στο εσωτερικό της, αλλά με εκφοβισμό και βία έναντι άλλων χωρών: «Οι ηγεμονικές χώρες, ωστόσο, συχνά επιδιώκουν να επηρεάσουν ξένες οντότητες επί των οποίων δεν έχουν άμεσο έλεγχο. Αυτό το κάνουν, είτε απειλώντας με αρνητικές συνέπειες εάν η χώρα- στόχος δεν προβεί στις επιθυμητές ενέργειες, μειώνοντας έτσι την επιλογή μη συμμετοχής σε (ΣτΜ: αυτό που η θεωρία παιγνίων ονομάζει) περιορισμούς συμμετοχής/ατομικής ορθολογικότητας,  είτε υποσχόμενες θετικά οφέλη εάν αυτή προβεί στις επιθυμητές ενέργειες».

Σύμφωνα με τους συγκεκριμένους αναλυτές της Παγκόσμιας Τράπεζας, αυτή η «οικονομία της ισχύος» μπορεί στην πραγματικότητα να είναι επωφελής τόσο για την ηγεμονική δύναμη όσο και για τον στόχο των απειλών της: «η ηγεμονία μπορεί να μοντελοποιηθεί με τρόπο φιλικό προς τη μακροοικονομία».  Αλήθεια;  Πείτε το αυτό στην Κίνα, η οποία βρίσκεται αντιμέτωπη με τον στραγγαλισμό της οικονομίας της από κυρώσεις, απαγορεύσεις, τεράστιους δασμούς στις εξαγωγές της και το μπλοκάρισμα των επενδύσεων και των εταιρειών της παγκοσμίως -όλα αυτά με πρωτοβουλία της σημερινής ηγεμονικής δύναμης, των ΗΠΑ, που φοβάται μήπως χάσει τη θέση της και είναι αποφασισμένη να αποδυναμώσει και να σακατέψει κάθε αντίπαλο μέσω κάθε είδουςεπιλογής (συμπεριλαμβανομένου του πολέμου).  Πείτε το αυτό στις φτωχές χώρες του κόσμου που αντιμετω

πίζουν σημαντικούς δασμούς στις εξαγωγές τους προς τις ΗΠΑ.

Φυσικά, η διεθνής συνεργασία μεταξύ ίσων για την αύξηση του εμπορίου και τη μεγέθυνση των αγορών ήταν ανέκαθεν μια ψευδαίσθηση. Ποτέ δεν υπήρξε εμπόριο μεταξύ ίσων. Ποτέ δεν υπήρξε «δίκαιος» ανταγωνισμός μεταξύ κεφαλαίων σχετικά ίσου μεγέθους εντός των εθνικών οικονομιών ή μεταξύ των  εθνικών οικονομιών στη διεθνή σκηνή. Οι μεγάλοι και ισχυροί έτρωγαν πάντα τους αδύναμους και τους μικρούς, ιδίως σε οικονομικές κρίσεις.  Και ο ιμπεριαλιστικός πυρήνας στον Παγκόσμιο Βορρά έχει αποσπάσει αξία και πόρους τρισεκατομμυρίων από τις περιφερειακές οικονομίες επί δύο αιώνες.

Παρ’ όλα αυτά, είναι αλήθεια ότι υπάρχει μια αλλαγή στις απόψεις ενός μέρους της ελίτ σχετικά με την οικονομική πολιτική, ιδιαίτερα μετά το Παγκόσμιο Χρηματοπιστωτικό Κραχ του 2008 και την επακόλουθη Μακρά Στασιμότητα στην οικονομική ανάπτυξη, τις επενδύσεις και την παραγωγικότητα.  Αμέσως μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο δημιουργήθηκαν διεθνείς εμπορικοί και χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί υπό τον έλεγχο κυρίως των ΗΠΑ.  Η κερδοφορία του κεφαλαίου στις μεγάλες οικονομίες ήταν υψηλή και αυτό επέτρεψε την επέκταση του διεθνούς εμπορίου και την αναβίωση της ευρωπαϊκής και ιαπωνικής βιομηχανικής ισχύος.  Αυτή ήταν επίσης η περίοδος κατά την οποία κυριάρχησε η κεϋνσιανή οικονομία, δηλαδή το κράτος ενεργούσε για να «διαχειριστεί» τον οικονομικό κύκλο και να στηρίξει τη βιομηχανία με κίνητρα και ακόμη και με κάποια δική του βιομηχανική στρατηγική.

Αυτή η «χρυσή εποχή» έφτασε στο τέλος της τη δεκαετία του 1970, όταν η κερδοφορία του κεφαλαίου μειώθηκε απότομα (σύμφωνα με το νόμο του Μαρξ) και οι μεγάλες οικονομίες υπέστησαν την πρώτη ταυτόχρονη ύφεση το 1974-75, ενώ το 1980-2 ακολούθησε μια βαθιά ύφεση στη μεταποίηση.  Οι κεϊνσιανές οικονομικές πολιτικές εκτέθηκαν ως αποτυχημένες και η οικονομική επιστήμη επέστρεψε στη νεοκλασική ιδέα των ελεύθερων αγορών, της ελεύθερης ροής των εμπορευμάτων και του κεφαλαίου, της απορρύθμισης της κρατικής παρέμβασης και ιδιοκτησίας στη βιομηχανία και τα χρηματοοικονομικά και της συντριβής των εργατικών οργανώσεων.  Η κερδοφορία αποκαταστάθηκε (σε μέτριο βαθμό) στις μεγάλες οικονομίες και η παγκοσμιοποίηση έγινε το κυρίαρχο δόγμα: στην πραγματικότητα,ήταν η επέκταση της ιμπεριαλιστικής εκμετάλλευσης της περιφέρειας υπό το πρόσχημα του διεθνούς εμπορίου και των ροών κεφαλαίου.

Αλλά για άλλη μια φορά ο νόμος του Μαρξ για την κερδοφορία άσκησε τη βαρυτική του έλξη και στην αλλαγή της χιλιετίας, οι μεγάλες οικονομίες βίωσαν μια πτώση στην κερδοφορία των παραγωγικών τους κλάδων. Μόνο μια τροφοδοτούμενη από δανεισμό έκρηξη στα χρηματοπιστωτικά, τα ακίνητα και άλλους μη-παραγωγικούς κλάδους έκρυψε αυτήν την υποβόσκουσα κρίση κερδοφορίας για ένα διάστημα (η μπλε γραμμή στο από κάτω γράφημα δείχνει την κερδοφορία των παραγωγικών κλάδων στις ΗΠΑ και η κόκκινη γραμμή τη συνολική κερδοφορία).

Αλλά τελικά αυτό κατέληξε στην παγκόσμια οικονομική κατάρρευση, την κρίση χρέους του ευρώ και τη Μακρά Στασιμότητα –τα οποία ενισχύθηκαν περαιτέρω από τον αντίκτυπο της πανδημικής ύφεσης του 2020. Το ευρωπαϊκό κεφάλαιο βρέθηκε σε οικτρή κατάσταση. Και η ηγεμονία των ΗΠΑ αντιμετώπιζε πλέον έναν νέο οικονομικό αντίπαλο, την Κίνα, μετά την εκπληκτική άνοδό της στη μεταποίηση, το εμπόριο και πιο πρόσφατα την τεχνολογία, ανεπηρέαστη από τις οικονομικές κρίσεις στη Δύση.

Έτσι, στη δεκαετία του 2020, όπως το έθεσε η Γκίλιαν Τετ: «το διανοητικό εκκρεμές τώρα μετακινείται ξανά, προς έναν περισσότερο εθνικιστικό προστατευτισμό (με μια δόση στρατιωτικού κεϊνσιανισμού), ταιριάζοντας έτσι σε ένα ιστορικό μοτίβο.  Στην Αμερική, ο Τραμπισμός είναι μια ακραία και ασταθής μορφή εθνικισμού, που τώρα φαίνεται να μελετάται σοβαρά από τη νέα σχολή της “γεωοικονομίας”.  Η κρατική παρέμβαση/στήριξη κεϋνσιανού τύπου για την προστασία και την αναζωογόνηση των αποδυναμωμένων παραγωγικών κλάδων της Αμερικής ξεκίνησε από τον Μπάιντεν με μια “βιομηχανική στρατηγική” κρατικών κινήτρων και χρηματοδότησης για τους τεχνολογικούς κολοσσούς των ΗΠΑ, σε συνδυασμό με δασμούς και κυρώσεις στους αντιπάλους, δηλαδή την Κίνα.  Ο Τραμπ έχει τώρα κλιμακώσει αυτή τη “στρατηγική”».

Ο προστατευτισμός στο διεθνές επίπεδο συνδυάζεται με κρατικές παρεμβάσεις στο εσωτερικό της χώρας, με την αποψίλωση των κρατικών υπηρεσιών, τον τερματισμό των δαπανών για τον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής, την απορρύθμιση του χρηματοπιστωτικού τομέα και των προστασιών για το περιβάλλον, και την ενίσχυση του στρατού και των δυνάμεων εσωτερικής ασφάλειας (ιδίως για την αύξηση των απελάσεων, όπως και του εκφοβισμού).

Αυτή η ωμή πολιτική ηγεμονικής εξουσίας παρουσιάζεται τώρα ως λογική και μάλιστα επωφελής για όλους τους Αμερικανούς από τους δεξιούς οικονομολόγους, όπως πχ  στο νέο βιβλίο με τίτλο «Βιομηχανική πολιτική για τις Ηνωμένες Πολιτείες» των Μαρκ Φαστό και Ίαν Φλέτσερ, δύο οικονομολόγων που λατρεύει το πλήθος του MAGA. Αυτοί ανήκουν στο λεγόμενο Συμβούλιο για μια Eυημερούσα Αμερική (Council for a Prosperous America), το οποίο χρηματοδοτείται από κάμποσες μικρομεσαίες εταιρείες που ασχολούνται κυρίως με την εγχώρια παραγωγή και το εμπόριο:«Είμαστε ένας ασυναγώνιστος συνασπισμός κατασκευαστών, εργατών, αγροτών και κτηματιών-κτηνοτρόφων που εργαζόμαστε από κοινού για την ανοικοδόμηση της Αμερικής για εμάς, τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας. Προτεραιότητές μας είναι η ποιοτική απασχόληση, η εθνική ασφάλεια και η εγχώρια αυτάρκεια έναντι της φθηνής κατανάλωσης». Πρόκειται για ένα φορέα που βασίζεται στην ταξική ενότητα μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας για να «ξανακάνουμε την Αμερική μεγάλη».

Οι Φαστό και Φλέτσερ (F&F) ισχυρίζονται ότι η Αμερική έχει χάσει την ηγεμονική της θέση στην παγκόσμια μεταποίηση και τεχνολογία εξαιτίας των νεοκλασικών φιλελεύθερων οικονομικών της ελεύθερης αγοράς: «Οι ιδέες του laissez-faire απέτυχαν και μια ισχυρή βιομηχανική πολιτική είναι ο καλύτερος τρόπος για να παραμείνει η Αμερική ευημερούσα και ασφαλής. Ο Τραμπ και ο Μπάιντεν έχουν θεσπίσει ορισμένα στοιχεία της, ωστόσο η Αμερική χρειάζεται τώρα κάτι συστηματικό και ολοκληρωμένο, συμπεριλαμβανομένων των δασμών, μιας ανταγωνιστικής συναλλαγματικής ισοτιμίας και της ομοσπονδιακής υποστήριξης για την εμπορική αξιοποίηση -και όχι μόνο την εφεύρεση- των νέων τεχνολογιών».

Η «βιομηχανική πολιτική» των F&F έχει τρεις «πυλώνες»: ανοικοδόμηση βασικών εγχώριων βιομηχανιών, προστασία αυτών των βιομηχανιών από τον ξένο ανταγωνισμό μέσω εισαγωγικών δασμών και κυρώσεων σε ξένες οικονομίες των οποίων οι κυβερνήσεις θέτουν εμπόδια στις αμερικανικές εξαγωγές και «διαχείριση» της ισοτιμίας του δολαρίου σε σημείο που το εμπορικό έλλειμμα των ΗΠΑ να εξαφανιστεί, δηλαδή υποτίμηση του δολαρίου.

Οι F&F απορρίπτουν τη ρικαρδιανή εμπορική θεωρία του συγκριτικού πλεονεκτήματος, μια θεωρία που εξακολουθεί να αποτελεί τη βάση για την επικρατούσα οικονομική επιστήμη, η οποία υποστηρίζει ότι το «ελεύθερο» διεθνές εμπόριο θα ωφελήσει όλες τις χώρες, ceteris paribus (ΣτΜ λατινικη έκφραση που χρησιμοποιείται στην οικονομική ορολογία για να εκφράσει την υπόθεση ότι όλες οι σημαντικές παράμετροι παραμένουν αμετάβλητες).  Θεωρούν ότι το «ελεύθερο εμπόριο» μπορεί στην πραγματικότητα να μειώσει την παραγωγή και τα εισοδήματα μιας χώρας όπως οι ΗΠΑ, επειδή οι φθηνές εισαγωγές από χώρες με χαμηλούς μισθούς καταστρέφουν τους εγχώριους παραγωγούς και αποδυναμώνουν την ικανότητα των εγχώριων παραγωγών να κερδίσουν μερίδιο εξαγωγικής αγοράς σε παγκόσμιο επίπεδο.  Αντίθετα, υποστηρίζουν ότι οι προστατευτικές πολιτικές των εισαγωγικών δασμών μπορούν να ενισχύσουν την παραγωγικότητα και τα εισοδήματα στην εγχώρια οικονομία.  «Η αμερικανική πολιτική ελεύθερου εμπορίου, που σφυρηλατήθηκε σε μια εποχή παγκόσμιας οικονομικής κυριαρχίας που έχει χαθεί από καιρό, έχει αποτύχει τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη. Η καινοτόμος οικονομική μοντελοποίηση έχει δείξει πώς οι καλά σχεδιασμένοι δασμοί, για να δώσουμε μόνο ένα παράδειγμα βιομηχανικής πολιτικής, θα μπορούσαν να μας δώσουν καλύτερες θέσεις εργασίας, υψηλότερα εισοδήματα και αύξηση του ΑΕΠ».  Ναι, σύμφωνα με τους συγγραφείς, οι δασμοί θα προσφέρουν υψηλότερα εισοδήματα για όλους.

Οι F&F εκφράζουν τα συμφέροντα του αμερικανικού κεφαλαίου που δραστηριοποιείται στο εσωτερικό της χώρας και το οποίο δεν είναι πλέον σε θέση να ανταγωνιστεί σε πολλές παγκόσμιες αγορές.  Όπως υποστήριξε ο Ένγκελς τον 19ο αιώνα, το ελεύθερο εμπόριο υποστηρίζεται από την ηγεμονική οικονομική δύναμη όσο αυτή κυριαρχεί στις διεθνείς αγορές με τα προϊόντα της.Όταν όμως χάσει την κυριαρχία της, θα υιοθετήσει προστατευτικές πολιτικές. (βλ. το βιβλίο μου, «Engels», σελ. 125-127). Αυτό ακριβώς συνέβη στα τέλη του 19ου αιώνα με την πολιτική του Ηνωμένου Βασιλείου. Τώρα είναι η σειρά των ΗΠΑ.

Ο Ρικάρντο (και οι σημερινοί νεοκλασικοί οικονομολόγοι) κάνουν λάθος όταν ισχυρίζονται ότι όλες οι χώρες κερδίζουν από το διεθνές εμπόριο εάν ειδικευτούν στην εξαγωγή προϊόντων στα οποία έχουν «συγκριτικό πλεονέκτημα».  Το ελεύθερο εμπόριο και η εξειδίκευση με βάση το συγκριτικό πλεονέκτημα δεν παράγουν μια τάση προς αμοιβαίο όφελος. Δημιουργούν περαιτέρω ανισορροπίες και συγκρούσεις. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι η φύση των καπιταλιστικών παραγωγικών διαδικασιών δημιουργεί μια τάση προς αυξανόμενη συγκέντρωση και συγκεντροποίηση της παραγωγής, η οποία οδηγεί σε άνιση ανάπτυξη και κρίσεις.

Από την άλλη πλευρά, οι οπαδοί του προστατευτισμού κάνουν λάθος όταν ισχυρίζονται ότι οι εισαγωγικοί δασμοί και άλλα μέτρα θα αποκαταστήσουν το προηγούμενο μερίδιο αγοράς μιας χώρας. Αλλά οι F&F δεν στηρίζουν τη βιομηχανική τους στρατηγική μόνο στους δασμούς.  Ορίζουν τη βιομηχανική πολιτική ως «σκόπιμη κρατική υποστήριξη των βιομηχανιών, με την υποστήριξη αυτή να εμπίπτει σε δύο κατηγορίες. Η πρώτη είναι οι γενικές πολιτικές που βοηθούν όλες τις βιομηχανίες, όπως η διαχείριση των συναλλαγματικών ισοτιμιών και οι φορολογικές ελαφρύνσεις για την Έρευνα &Ανάπτυξη (Ε&Α). Η δεύτερη είναι οι πολιτικές που στοχεύουν σε συγκεκριμένες βιομηχανίες ή τεχνολογίες, όπως οι δασμοί, οι επιδοτήσεις, οι κρατικές προμήθειες, οι έλεγχοι των εξαγωγών και η τεχνολογική έρευνα που γίνεται ή χρηματοδοτείται από το κράτος».

Η βιομηχανική στρατηγική των F&F δεν θα λειτουργήσει.  Στις οικονομίες γενικά, η αύξηση της παραγωγικότητας και η μείωση του κόστους εξαρτώνται από την αύξηση των επενδύσεων σε τομείς που ενισχύουν την παραγωγικότητα.  Αλλά στις καπιταλιστικές οικονομίες αυτό εξαρτάται από την προθυμία των εταιρειών, που έχουν ως γνώμονα το κέρδος, να επενδύσουν περισσότερο. Εάν η κερδοφορία είναι χαμηλή ή/και μειώνεται, δεν θα το πράξουν.  Αυτή είναι η εμπειρία, ειδικά των δύο τελευταίων δεκαετιών. Οι F&F θέλουν μια επιστροφή στις πολιτικές των εποχών του πολέμου και της στρατηγικής του ψυχρού πολέμου για την οικοδόμηση της εγχώριας βιομηχανίας, της επιστήμης και των στρατιωτικών δυνάμεων. Αλλά αυτό θα μπορούσε να λειτουργήσει μόνο αν υπήρχε μια μαζική στροφή σε άμεσες δημόσιες επενδύσεις μέσω δημόσιων εταιρειών με ένα εθνικό βιομηχανικό σχέδιο. Οι F&F δεν το θέλουν αυτό και ούτε ο Τραμπ το θέλει.

Οι F&F λένε ότι η οικονομική τους πολιτική δεν είναι ούτε αριστερή ούτε δεξιά.  Και κατά μία έννοια, αυτό είναι αλήθεια. Η βιομηχανική στρατηγική υποστηρίζεται από αριστερούς κεϋνσιανούς στη Βρετανία, από την Ελίζαμπεθ Γουόρεν και τον Σάντερς στην Αμερική και ακόμη και από τον Μάριο Ντράγκι στην Ευρώπη.  Και η «βιομηχανική στρατηγική» υιοθετήθηκε ως οικονομική πολιτική στις περισσότερες οικονομίες της Ανατολικής Ασίας στο δεύτερο μισό του 20ού αιώνα (αν και πλέον όλο και περισσότερο όχι).

Αλλά φυσικά, η φαινομενικά «ουδέτερη» βιομηχανική στρατηγική των F&F δεν είναι καθόλου τέτοια όταν πρόκειται για την Κίνα, διότι, όπως λένε, η Κίνα είναι «η πρώτη συνδυαστικά και στρατιωτική και οικονομική απειλή που αντιμετωπίζει η Αμερική εδώ και περισσότερα από 200 χρόνια». Και το θέτουν ωμά: «Ένας αυξανόμενος αριθμός κινεζικών βιομηχανιών βρίσκεται σε έντονο ανταγωνισμό με αμερικανικές βιομηχανίες υψηλής αξίας και τα κέρδη της Κίνας είναι οι δικές μας απώλειες. Οι ΗΠΑ δεν μπορούν να παραμείνουν στρατιωτική υπερδύναμη χωρίς να είναι βιομηχανική υπερδύναμη».  Αυτό συνοψίζει το κίνητρο για τη στροφή από τα νεοκλασικά laisser faire οικονομικά του ελεύθερου εμπορίου που κυριαρχούσαν μέχρι σήμερα στους ακαδημαϊκούς γυάλινους πύργους των οικονομικών τμημάτων και των διεθνών οικονομικών οργανισμών.  Η οικονομική κυριαρχία της Αμερικής (και της Ευρώπης) έχει αποδυναμωθεί σε σημείο που υπάρχει σημαντικός κίνδυνος η Κίνα να κυριαρχήσει παγκοσμίως μέσα σε μια γενιά.  Έτσι, οι πυγμάχοι βγάζουν τα προστατευτικά γάντια τους...

Να τελειώνουμε με τις έννοιες του ελεύθερου ανταγωνισμού, των ελεύθερων αγορών και του ελεύθερου εμπορίου -που ούτως ή άλλως δεν υπήρξαν ποτέ στην πραγματικότητα. Είναι ώρα για τον ρεαλισμό της νίκης στη μάχη για πολιτική και οικονομική ισχύ με κάθε αναγκαίο μέσο. Αυτή είναι η φύση της νέας γεωοικονομίας, που πιθανώς σύντομα θα διδάσκεται στα οικονομικά τμήματα των πανεπιστημίων του παγκόσμιου Βορρά, παρά τις μάχες οπισθοφυλακών που δίνουν οι κυρίαρχοι σήμερα νεοκλασικοί, νεοφιλελεύθεροι καθηγητές.

Ετικέτες