Χάρη σε όσα έγιναν στη διάρκεια της εβδομάδας του δημοψηφίσματος, η ταξική συνείδηση των υποτελών κοινωνικών τάξεων έχει ανέβει πολύ υψηλότερα από τα χρόνια των μνημονίων 1 και 2.
Αυτή η συνειδητοποίηση συνένωσε τις υποτελείς κοινωνικές τάξεις σε ένα πρόπλασμα κοινωνικού μπλοκ εξουσίας της εργασίας που είναι αδιανόητο ότι θα μπορούσε να εκπροσωπηθεί από την ηγετική ομάδα του ΣYΡΙΖA. Επείγει τώρα, λοιπόν, να συστήσουμε τον νέο πολιτικό φορέα που θα εκπροσωπήσει αυτό το κοινωνικό μπλοκ δυνάμεων, να συγκροτήσουμε τώρα πραγματικές οργανώσεις βάσης χτισμένες με κριτήριο ταξικό, σοβαρότητα, συνέπεια και αγωνιστικότητα, για να προσφέρουμε πολιτική και οργανωτική ισχύ στο αντιμνημονιακό μπλοκ κοινωνικών δυνάμεων που ποτέ δεν ήταν τόσο αξιόμαχο όσο σήμερα.1
Αυτό όμως απαιτεί ένα πολιτικό σχέδιο αποδεκτό από τις δυνάμεις που είναι καταρχάς διαθέσιμες να συμμετάσχουν σε ένα τέτοιο εγχείρημα - απαιτεί ένα κοινό πρόγραμμα.
Το νόμισμα: κεντρικό στοιχείο ενός κοινού προγράμματος;
Η ιδέα ότι το νόμισμα και η υποτίμηση της συναλλαγματική του ισοτιμίας μπορεί να είναι για εμάς κάτι παραπάνω από ένα εργαλείο των κοινωνικών αγώνων είναι λανθασμένη. Στο τέλος των αλλαγών που ενεργοποιεί μια νομισματική υποτίμηση, το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας μπορεί να έχει αυξηθεί ή να έχει μειωθεί, αφού υπάρχουν παράγοντες που ενεργοποιούνται από την υποτίμηση του νομίσματος και έχουν αντίθετα αποτελέσματα επί των μισθών. Τίποτα δεν υπάρχει στο οικονομικό σύστημα, στους νόμους που το διέπουν, που να προκαθορίζει ποια από τις δύο επιπτώσεις θα είναι η ισχυρότερη. Αυτό ισχύει επειδή η λειτουργία του κεφαλαιοκρατικού οικονομικού συστήματος ενσωματώνει μιαν αρχή ριζικής αβεβαιότητας που είναι ο βασικός κοινωνικός ανταγωνισμός κεφαλαίου - εργασίας. Αυτός αποφασίζει τελικά εάν θα αυξηθεί το εισοδηματικό μερίδιο της εργασίας ή εάν θα μειωθεί μετά από μια νομισματική υποτίμηση. Με άλλα λόγια, αποφασίζει το σχετικό βάρος που ρίχνουν οι δύο ανταγωνιστικές πλευρές, το κεφάλαιο και η εργασία στη ζυγαριά του συσχετισμού δυνάμεων.2 Το τελικό σημείο ισορροπίας των μισθών, μετά από μια υποτίμηση καθορίζεται λοιπόν από τον ταξικό συσχετισμό δυνάμεων, δεν καθορίζεται από το νόμισμα καθεαυτό (παρά μόνο στο βαθμό που αυτό μπορεί να έχει επίπτωση στον συσχετισμό δυνάμεων μεταξύ κεφαλαίου και εργασίας).
Επομένως, η υποτίμηση ενός νέου εθνικού νομίσματος δεν μπορεί να έχει νόημα ως θετική κίνηση για τη διανομή του προϊόντος παρά μόνον εάν ενταχθεί σε ένα οικονομικό, κοινωνικό και πολιτικό πρόγραμμα που θα επιδιώκει, μεταξύ άλλων, την ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης των μισθωτών με αναρρύθμιση της αγοράς εργασίας και αλλαγές στο παραγωγικό σύστημα και στο κοινωνικό κράτος.
Αυτό που καθορίζει, λοιπόν, το νόημα και το πολιτικό πρόσημο μιας νομισματικής υποτίμησης είναι το πρόγραμμα που τη συνοδεύει. Η διαπίστωση αυτή δεν ισχύει μόνο για τη διανομή του προϊόντος αλλά και για την παραγωγική αναδιάρθρωση:
Στη μακροχρόνια διάρκεια, η νομισματική υποτίμηση ενδέχεται να μη βελτιώσει το εξωτερικό εμπόριο εάν δεν υπάρξει παραγωγική ανασυγκρότηση.3 Η υποτίμηση του νομίσματος είναι ένα εργαλείο με το οποίο «αγοράζεις» χρόνο μιας δεκαετίας για να αλλάξεις την πορεία της συσσώρευσης κεφαλαίου, τη δομή του παραγωγικού συστήματος, τους θεσμούς της αγοράς εργασίας, τη λειτουργία των αγορών προϊόντων, τη διανομή του προϊόντος, τα προϊόντα που παράγεις κ.λπ., καταβάλλοντας για αυτό το χρονικό περιθώριο το τίμημα να πληρώνεις ακριβότερα τα προϊόντα που εισάγεις από άλλες χώρες.4 Αυτή η ανταλλαγή βαθμών ελευθερίας στην άσκηση πολιτικής έναντι ακριβότερων εισαγομένων δημιουργεί ένα παράθυρο ευκαιρίας για μεγάλες αλλαγές στο παραγωγικό σύστημα, τις σχέσεις παραγωγής και διανομής του προϊόντος, έτσι ώστε στο τέλος της διαδικασίας να έχουμε ως χώρα ισοσκελισμένο εξωτερικό εμπορικό ισοζύγιο αγαθών και υπηρεσιών έχοντας ταυτοχρόνως και υψηλό επίπεδο εισοδήματος. Η σημερινή κατάσταση του παραγωγικού συστήματος δεν μπορεί να υποστηρίξει παρά μόνον το σημερινό επίπεδο του ΑΕΠ των 180 δισεκατομμυρίων ευρώ ή ίσως ένα εισόδημα της τάξης των 200 δισεκατομμυρίων εάν χρησιμοποιηθεί πλήρως το παραγωγικό δυναμικό που σήμερα αργεί (το ΑΕΠ του 2008 ήταν 240 δισεκατομμύρια).
Εν κατακλείδι, η νομισματική υποτίμηση καθεαυτή δεν ανοίγει μια βασιλική οδό προς την οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική πρόοδο, ούτε οδηγεί στο χάος και την κατακρήμνιση των μισθών, αλλά ανοίγει ένα παράθυρο ευκαιρίας για τις εργαζόμενες τάξεις και τους συμμάχους τους να ανασυγκροτήσουν το παραγωγικό σύστημα και τους θεσμούς στη βάση των αξιών της ριζοσπαστικής Αριστεράς και των οραμάτων της για το σοσιαλισμό.
Η ιδέα, λοιπόν, ότι το νόμισμα και η συναλλαγματική του ισοτιμία μπορεί να είναι για εμάς κάτι παραπάνω από ένα εργαλείο των κοινωνικών αγώνων είναι λανθασμένη, και σαν τέτοια δεν μπορεί να αποτελεί τον κεντρικό καθορισμό του προγράμματος μιας νέας πολιτικής οργάνωσης που θα συγκεντρώσει τώρα τις αντιμνημονιακές δυνάμεις. Ούτε μπορεί να εμφανίζεται, η ιδέα αυτή, ως η προμετωπίδα του προγράμματος, διότι θα λειτουργεί παραπλανητικά καλλιεργώντας την διαδεδομένη πλάνη ότι το «νόμισμα είναι το ζήτημα». Αυτό δεν πρέπει να γίνει ακόμη και εάν η πλάνη συνοδεύεται από ένα επιστημονικά και πολιτικά επαρκές σχέδιο επιτυχούς μετάβασης από το ευρώ σε ένα νέο εθνικό νόμισμα.
Διότι το ζήτημα δεν είναι το νόμισμα, αλλά το μεταβατικό πρόγραμμα στο οποίο θα ενσωματωθεί. Εάν το πρόγραμμα είναι π.χ. του Σόιμπλε, τότε η υποτίμηση του νέου νομίσματος θα συνοδεύεται από μείωση του εισοδηματικού μεριδίου της εργασίας και θα ανοίγει στο δρόμο σε μια παραγωγική αναδιάρθρωση που θα υλοποιεί την υποταγή της εργασίας στο κεφάλαιο με τους χειρότερους όρους. Εάν είναι ένα μεταβατικό πρόγραμμα που ανοίγει το δρόμο σε ριζοσπαστικές αντικαπιταλιστικές αλλαγές στην οικονομία και την κοινωνία, τότε η υποτίμηση του νέου νομίσματος θα συνοδεύεται από αύξηση του εισοδηματικού μεριδίου της εργασίας, από αντικαπιταλιστική αναδιάρθρωση του παραγωγικού συστήματος και από μετασχηματισμό των θεσμών που θα αναβαθμίζουν τη θέση των εργαζόμενων τάξεων και θα τους ανοίγουν το δρόμο για να κατακτήσουν την πολιτική ηγεμονία με τις οργανωμένες δυνάμεις τους.
Βεβαίως, το ζήτημα του νομίσματος έχει και άλλες πλευρές, για τις οποίες όμως συζητώντας τες θα φτάναμε μάλλον εύκολα στο ίδιο συμπέρασμα, δηλαδή ότι το νόμισμα καθεαυτό δεν λύνει ικανό αριθμό προβλημάτων ώστε να τεθεί στο κέντρο του προγράμματος ή να γίνει η προμετωπίδα του.
Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, ακόμη και η πρώτη απεύθυνση προς την κοινωνία, όποιου πολιτικού σχήματος θελήσει να σηκώσει την πεσμένη σημαία της Αριστεράς μέσα στις επόμενες ημέρες ή εβδομάδες, δεν μπορεί παρά να αναφέρεται σε ένα κοινό πρόγραμμα αλλαγών στο οποίο το νόμισμα οφείλει να έχει τη θέση του ως εργαλείο πολιτικής και όχι ως κάτι περισσότερο (ιδιαίτερα όχι ως μαγική λύση). Αυτό βεβαίως δεν σημαίνει ότι το κοινό πρόγραμμα δεν πρέπει να αναφέρεται στην αναπόφευκτη ρήξη με την Ευρωζώνη ως προϋπόθεση για την ανατροπή της πολιτικής της λιτότητας και του κανιβαλισμού του κεφαλαίου.
Το κενό πολιτικής εκπροσώπησης και το κοινό μεταβατικό πρόγραμμα
Αυτό βέβαια μας οδηγεί αναπόφευκτα στο ερώτημα ποια χαρακτηριστικά μπορεί και πρέπει να έχει αυτό το κοινό πρόγραμμα. Είναι πιθανότατα προφανές σε όλους μας ότι οι αντιμνημονιακές δυνάμεις της Αριστεράς θα πρέπει να επεξεργαστούν από κοινού ένα πολιτικό σχέδιο το οποίο στη συνέχεια και θα αναλάβουν να υπηρετήσουν κάνοντας χρήση μιας οργανωτικής δομής που θα εξυπηρετεί ακριβώς αυτά τα καθήκοντα. Μια τέτοια διαδικασία, ωστόσο, διαρκεί πολύ, και βρίσκεται σε αναντιστοιχία με το βραχύ χρόνο της πολιτικής, που απαιτεί να υπάρξει αμέσως μια προγραμματική απεύθυνση προς την κοινωνία. Αυτό το χάσμα ανάμεσα στην ανάγκη να διαμορφώσουμε ένα νέο ολοκληρωμένο πρόγραμμα (και να μην ανακυκλώσουμε απλώς το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ) και στην ανάγκη μιας άμεσης προγραμματικής απεύθυνσης προς την κοινωνία, δεν μπορεί να λυθεί με πολλούς τρόπους: Πρέπει σε πολύ μικρό χρονικό διάστημα να εντοπίσουμε τις γενικές κατευθύνσεις ενός κοινού μεταβατικού προγράμματος απαντώντας στο βασικό ερώτημα: Τι ακριβώς αντιπροσωπεύει άραγε η νίκη του δημοψηφίσματος αφού όλοι μας συμφωνούμε ότι αυτή θα είναι στο εξής η αναπόφευκτη κοινωνική αναφορά μας; Ερώτηση που εύκολα μετασχηματίζεται στην ερώτηση ποια είναι η κυρίαρχη αντίθεση στην ελληνική κοινωνία σήμερα.
Το δημοψήφισμα του Ιουλίου ήταν η πολιτική σύγκρουση δύο κόσμων, του λαού της ιδιοκτησίας και του λαού της εργασίας, του κοινωνικού μπλοκ εξουσίας του κεφαλαίου και ενός κοινωνικού συνασπισμού των υποτελών κοινωνικών τάξεων που εμφανίστηκε για πρώτη φορά μετά τον Εμφύλιο ως ένα δυνητικά νέο κοινωνικό μπλοκ εξουσίας ανταγωνιστικό προς το κεφάλαιο και έχει στον πυρήνα του συγκεκριμένες, αριθμητικά υπέρτερες, κοινωνικές κατηγορίες: τους ανέργους, τη νεολαία και τους μισθωτούς του δημόσιου τομέα, και πάνω από όλους τους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα.5 Το συγκρότημα των υποτελών κοινωνικών τάξεων, είδαν χάρη στο δημοψήφισμα διά γυμνού οφθαλμού τον «εχθρικό λαό», το άρχον κοινωνικό συγκρότημα, ενωμένο από το ταξικό τους μίσος και το ιδεολογικό τσιμέντο της ιδιοκτησίας, του κεφαλαίου και της απληστίας, να αγωνίζεται σαν ένας και μοναδικός άνθρωπος, σαν ένα και μοναδικό πρόσωπο, για να θεμελιώσει το δικαίωμα του πλούτου του πάνω στις ζωές μας. Σχηματίστηκε, έτσι, χάρη στη θέα του γυμνού τέρατος, αυτό το πρόπλασμα κοινωνικού μπλοκ εξουσίας της εργασίας, αυτός ο κοινωνικός σχηματισμός μάχης που συγκροτήθηκε στη μακρά πορεία μέσα από την έρημο της μνημονιακής πολιτικής και απέκτησε ευδιάκριτο πρόσωπο στη διάρκεια της εβδομάδας του δημοψηφίσματος. Είδε στη συνέχεια τη συνθηκολόγηση του Αλέξη Τσίπρα και τη στάση των ηγετικών κύκλων της Ευρώπης και έφτασε στο συμπέρασμα ότι χωρίς σύγκρουση με την Ευρωζώνη δεν μπορούμε να βελτιώσουμε στοιχειωδώς τις ζωές μας.
Είναι ένας ολόκληρος λαός, ο δικός μας ταξικός λαός, που δεν μπορεί, στην πλειοψηφία του, να έχει καμιά σχέση ούτε με την πολιτική αντίληψη ούτε με την ιδεολογία της ηγετικής ομάδας του ΣΥΡΙΖΑ.
Η μετατόπιση της κυβέρνησης και της ηγετικής ομάδας του κόμματος προς τα δεξιά έχουν ενεργοποιήσει διαδικασίες διάρρηξης των σχέσεων εκπροσώπησης που διατηρούσε το κόμμα με αυτές τις κοινωνικές δυνάμεις. Η διάρρηξη των δεσμών του ΣΥΡΙΖΑ με τις κοινωνικές τάξεις, μερίδες τάξεων, κοινωνικές ομάδες που συγκροτούν το πρόπλασμα ενός νέου κοινωνικού μπλοκ εξουσίας των υποτελών τάξεων, έχει προφανώς αρχίσει και θα συνεχίζεται στο βαθμό που η κυβέρνηση θα εφαρμόζει το μνημόνιο Τσίπρα. Στον αδυσώπητο κοινωνικό πόλεμο που διεξάγεται μέσα στην κρίση ανάμεσα στις συντεταγμένες, συνειδητές και επιθετικές δυνάμεις της ιδιοκτησίας, του κεφαλαίου, του γυμνού χρήματος στην Ελλάδα και στις άλλες χώρες της Ευρωζώνης, και σε όσους ζουν ή προσπαθούν να ζήσουν από την εργασία τους, ο ΣΥΡΙΖΑ του αριστερού ευρωπαϊσμού επέλεξε την αλλαγή ταξικού στρατοπέδου.
Έτσι, υπάρχει αυτήν τη στιγμή, ένα κενό πολιτικής εκπροσώπησης: οι δεσμοί που έδεναν σε ενιαία κοινωνική συμμαχία τάξεις και μερίδες τάξεων που αναγνώριζαν στη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ το συμφέρον τους, και στο όραμά του για το γενικό συμφέρον την προσωπική ή τη συλλογική τους μοίρα, διαρρηγνύονται και αφήνουν «ορφανά» τα σημεία πρόσδεσης της πολιτικής στην κοινωνία της μισθωτής εργασίας, της ανεργίας και της νεολαίας. Οι πολιτικές δυνάμεις που φιλοδοξούν να εκπροσωπήσουν τώρα αυτήν την κοινωνία, θα πρέπει να προσδεθούν στα σημεία υποδοχής που προσφέρει - και αυτά τα σημεία έχουν κυρίως ταξικό χαρακτήρα.
Με το παλιό καλό λεξιλόγιο της μαρξιστικής μας παράδοσης, η κυρίαρχη αντίθεση της ελληνικής κοινωνίας στην παρούσα συγκυρία είναι η αντίθεση κεφαλαίου - εργασίας, είναι η πάλη του κεφαλαίου να ισοπεδώσει έναν τύπο κοινωνίας και να ξαναχτίσει από την αρχή έναν άλλο φτιαγμένο στα μέτρα των σημερινών αναγκών του και είναι η πάλη των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας, των ανέργων και της νεολαίας να αντισταθεί, και όπως μας έδειξε το δημοψήφισμα να αγωνιστεί και για ριζικές αλλαγές.
Από αυτά τα δεδομένα απορρέει και η γενική κατεύθυνση και ο χαρακτήρας που μπορεί και πρέπει να έχει το κοινό πρόγραμμα των αντιμνημονιακών δυνάμεων της Αριστεράς:
Η κατεύθυνση δεν μπορεί παρά να είναι αντικαπιταλιστική και ο χαρακτήρας του προγράμματος δεν μπορεί παρά να είναι μεταβατικός - πρέπει να είναι μεταβατικό πρόγραμμα με την λενινιστική έννοια του όρου, δηλαδή ένα πρόγραμμα αποτελούμενο από στόχους, μέτρα οικονομικά, κοινωνικά και πολιτικά, δέσιμο κοινωνικών συμμαχιών και πολιτικές περιπέτειες που θα συνδέονται με απώτερους αντικαπιταλιστικούς στρατηγικούς στόχους και θα θέτουν τις προϋποθέσεις για την επίτευξή τους καθώς η ίδια η πείρα του νέου, δυνητικού κοινωνικού μπλοκ εξουσίας των υποτελών τάξεων θα δείχνει ότι η ρήξη σήμερα με την Eυρωζώνη και αύριο με το σύστημα είναι αναγκαία για να μη ζήσουμε σαν δούλοι.
1 βλ. αναλυτικά στο άρθρο “Reload” στην Εργατική Αριστερά, τεύχος 341, 22 Ιουλίου 2015 (http://dea.org.gr/reload)
2 βλ. αναλυτικά στο άρθρο «Η αλήθεια για τις νομισματικές υποτιμήσεις» στο rproject (http://rproject.gr/article/i-alitheia-gia-tis-nomismatikes-ypotimiseis)
3 Η υποτίμηση επηρεάζει και τις τιμές των εισαγόμενων πρώτων υλών, κεφαλαιουχικού εξοπλισμού, ενδιάμεσων προϊόντων που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή των εγχώριων και μέσω αυτών επηρεάζει αυξητικά το κόστος παραγωγής και σε κάποιο μικρότερο βαθμό τις τιμές των εγχώριων προϊόντων που διατίθενται στην εσωτερική αγορά. Δημιουργούνται έτσι διαδοχικά κύματα αυξήσεων κατά τα έτη που ακολουθούν την υποτίμηση, οι οποίες όμως βαίνουν μειούμενες. Σε βάθος χρόνου, ίσως σε οκτώ ή δέκα χρόνια, το άθροισμα αυτών των αυξήσεων μπορεί ακόμη και να ισούται με το ποσοστό της υποτίμησης του νομίσματος. Επομένως, το καθαρά νομισματικό όφελος από την υποτίμηση σε βάθος χρόνου μπορεί να είναι πολύ μικρό. Το μεγάλο όφελος όμως είναι ότι κερδίζουμε χρόνο για να κάνουμε αλλαγές στο παραγωγικό σύστημα που μειώνουν το εξωτερικό έλλειμμα σε μόνιμη βάση.
4 Μακροπρόθεσμα δηλαδή, μόνον ανεβάζοντας την ποιότητα των προϊόντων και παράγοντας νέες ποικιλίες ήδη υπαρχόντων προϊόντων, υποκαθιστώντας μεγάλες εισαγωγές όπως το πετρέλαιο από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και το ιδιωτικό αυτοκίνητο από μοντέρνα μέσα μεταφοράς κ.λπ., αναπτύσσοντας νέες παραγωγικές δραστηριότητες κ.λπ. είναι δυνατό να διασφαλίσουμε ότι θα μειωθεί το εμπορικό έλλειμμα αγαθών και υπηρεσιών.
5 Από τους οποίους θα πρέπει να εξαιρέσουμε την διευθυντική μερίδα απασχολουμένων, των προϊσταμένων και των στελεχών του ιδιωτικού τομέα που δήλωσαν αυτοπροσώπως ή διά επιφανών εκπροσώπων τους στη διάρκεια της εβδομάδας του δημοψηφίσματος, στις επιχειρήσεις, στην τηλεόραση και στις διαδηλώσεις, ότι στην πλειονότητά τους συστρατεύονται με τον κόσμο του κεφαλαίου και των κοινωνικών συμμάχων του, με τον κόσμο του «μένουμε Ευρώπη».