Η ψήφιση του 4ου μνημονίου σταθεροποιεί περαιτέρω το πολιτικό σκηνικό και παρέχει πολιτικό χρόνο στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.
Για τις δυνάμεις της Αριστεράς είναι μια κρίσιμη περίοδος, καθώς διακυβεύονται η μακροπρόθεσμη σταθεροποίηση της πολιτικής σκηνής, η περαιτέρω αρνητική μετατόπιση του συσχετισμού δύναμης αλλά και μια εξέλιξη συνολικότερης οριοθέτησης της Αριστεράς.
Σε αυτές τις συνθήκες, είναι αναγκαία η ενότητα των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς, με στόχο τη συμβολή στην ανάπτυξη λαϊκών αντιστάσεων, τη συγκρότηση οργανικών σχέσεων με τον κόσμο στους κοινωνικούς χώρους αλλά και την προβολή, με μαζικό και λαϊκό τρόπο, του μεταβατικού προγράμματος εργατικής διεξόδου από την κρίση. Μια τέτοια πολιτική είναι η μοναδική που μπορεί να σπάσει την απογοήτευση και την αίσθηση ότι οι αγώνες δεν μπορούν να έχουν αποτελέσματα.
Η ενότητα δράσης στο μαζικό κίνημα και η ενιαιομετωπική παρέμβαση στους κοινωνικούς χώρους είναι απολύτως αναγκαίες. Ιδιαίτερα στο εργατικό κίνημα, πρέπει να διαμορφωθεί ένας διακριτός ταξικός πόλος, που θα βάζει αναβαθμισμένο αγωνιστικό σχεδιασμό, θα πιέζει τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και θα παίρνει αυτοτελείς πρωτοβουλίες. Που θα βάζει αιτήματα σύγκρουσης με τις κεντρικές αιχμές της αστικής στρατηγικής, χωρίς όμως να τίθεται ως προαπαιτούμενο η συμφωνία σε μια συνολικότερη πολιτικοϊδεολογική κατεύθυνση. Αντίστοιχα, είναι κρίσιμη η κοινή παρέμβαση της ριζοσπαστικής Αριστεράς αλλά και η κοινή πολιτική λειτουργία των διαφορετικών τάσεων και δικτύων στους χώρους της νεολαίας, ιδιαίτερα της φοιτητικής.
Χωρίς όμως τη συγκρότηση και ενός πολιτικού μετώπου της Αριστεράς, οι προσπάθειες για την ανάπτυξη κοινωνικών αγώνων θα προσκρούουν διαρκώς στους εκβιασμούς των μνημονιακών δυνάμεων. Ένα τέτοιο μέτωπο θα πρέπει να οικοδομηθεί στη βάση του μεταβατικού προγράμματος, με την επίγνωση ότι η εφαρμογή του απαιτεί μεγάλες συγκρούσεις και πρέπει να βασίζεται στη διαρκή λαϊκή κινητοποίηση για να προχωρήσει και να ανοίξει δρόμους για ευρύτερες ανατροπές. Τον πυρήνα ενός τέτοιου μετώπου μπορούν να αποτελούν μόνο οι δυνάμεις της Αριστεράς, αφού δεν μπορεί να περιλαμβάνει τμήματα της αστικής τάξης ή των ανώτερων μικροαστικών στρωμάτων, υπό το πρίσμα μιας «διαταξικής» ανάπτυξης ή παραγωγικής ανασυγκρότησης.
Σήμερα υπάρχουν οι δυνάμεις που απαιτούνται για τη συγκρότηση ενός τέτοιου κοινωνικοπολιτικού μετώπου αλλά και η αναγκαία πολιτική συμφωνία στις βασικές προγραμματικές παραμέτρους. Σε μια τέτοια κατεύθυνση μπορούν να συμμετέχουν η ΛΑΕ, δυνάμεις που ήρθαν σε ρήξη με τον ΣΥΡΙΖΑ (Δικτύωση Ριζοσπαστικής Αριστεράς, Ανασύνθεση ΟΝΡΑ, ΑΡΚ κ.ά.), η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, εφόσον επανεξετάσει την κατεύθυνση του σεχταρισμού και της περιχαράκωσης που έχει επιλέξει, αλλά και η Πλεύση Ελευθερίας, υπό την προϋπόθεση της συμφωνίας στους κεντρικούς άξονες του προγράμματος. Υπ’ αυτή την έννοια, το πρόβλημα δεν έγκειται στην έλλειψη πολιτικής συμφωνίας, αλλά στην έλλειψη βούλησης, ιδιαίτερα των δυνάμεων που θέτουν ως προαπαιτούμενο πολιτικής συνεργασίας τη συμφωνία σε όλο το εύρος της ιδιαίτερης πολιτικοϊδεολογικής τους αντίληψης. Τα αποτελέσματα των λογικών αυτών έχουν φανεί κεντρικοπολιτικά, αλλά και σε επιμέρους χώρους, όπου η υπονόμευση της κοινής παρέμβασης οδήγησε στη συνολικότερη υπονόμευση των πολιτικών δυνατοτήτων για τις δυνάμεις της Αριστεράς.
Σε αυτή την κατεύθυνση, είναι θετική η απόφαση του Πολιτικού Συμβουλίου της ΛΑΕ για την προώθηση της ενότητας στο μαζικό κίνημα και στους κοινωνικούς χώρους και κυρίως για τη διαμόρφωση σταθερού και συγκροτημένου φόρουμ διαλόγου και κοινής δράσης των δυνάμεων της ριζοσπαστικής Αριστεράς. Αυτή η απόφαση πρέπει να μετασχηματιστεί σε άμεση πολιτική πρωτοβουλία καλέσματος των δυνάμεων που προαναφέρθηκαν, για τον από κοινού σχεδιασμό μιας παρέμβασης στα μέτωπα και στους κοινωνικούς χώρους και για τη διερεύνηση του βαθμού προγραμματικών συγκλίσεων.
Η καθυστέρηση και η απροθυμία ορισμένων δυνάμεων διευκολύνουν τη σταθεροποίηση του ΣΥΡΙΖΑ και την ανασυγκρότηση των δυνάμεων της Δεξιάς. Με αυτή την έννοια, πρέπει να ληφθούν άμεσες πολιτικές πρωτοβουλίες με όσες δυνάμεις υποστηρίζουν αυτή την κατεύθυνση.