Η πρόσφατη απόφαση της Σερβίας να θέσει σε κατάσταση συναγερμού τον στρατό και την αστυνομία της προκάλεσε ιδιαίτερη συζήτηση για αυτόν τον πιο πρόσφατο γύρο εντάσεων μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου.
Παρόμοιες καταστάσεις έχουν προκύψει αρκετές φορές τα τελευταία χρόνια και προσφέρονται για εντυπωσιακά πρωτοσέλιδα. Τα δυτικά ΜΜΕ τείνουν να κατηγορούν την Σερβία για την κατάσταση, εξηγώντας ότι η αύξηση των εντάσεων σχετίζεται με την άρνηση των Σέρβων του Κοσόβου -με την ενθάρρυνση της σερβικής κυβέρνησης του Βελιγραδίου- να εφαρμόσουν μια σειρά από μέτρα που εγκρίνουν οι Κοσοβάρικες Αρχές.
Το πιο πρόσφατο παράδειγμα που οδήγησε σε μεγάλες εντάσεις είναι το αίτημα των Αρχών της Πρίστινα να σταματήσουν οι Σέρβοι κάτοικοι του Κοσόβου να χρησιμοποιούν σερβικές πινακίδες κυκλοφορίας και η άρνηση των ντόπιων Σέρβων να συμμορφωθούν. Αυτό οδήγησε σε μεγάλες συγκρούσεις, που περιλαμβάνουν το ύψωμα οδοφραγμάτων από Σέρβους, την ανταλλαγή πυρών και έναν σημαντικό πολιτικό αντίκτυπο. Το ζήτημα των πινακίδων κυκλοφορίας μοιάζει ασήμαντο επιφανειακά, αλλά αποτελεί μια έκφραση βαθύτερων προβλημάτων.
Από τις Βρυξέλλες στην Ουκρανία
Για να κατανοήσουμε τι συμβαίνει, χρειάζεται να επιστρέψουμε στο 2013. Εκείνη ήταν η χρονιά που οι σχέσεις μεταξύ Σερβίας και Κοσόβου έδειχναν να μπαίνουν σε μια νέα τροχιά: Οι δύο πλευρές υπέγραψαν στις Βρυξέλλες μια συμφωνία υπό την αιγίδα της ΕΕ, η οποία προέβλεπε την εξομάλυνση των σχέσεων.
Αλλά έκτοτε η εξομάλυνση παραμένει ανέφικτη. Παρότι συμφώνησαν σε μια σειρά από μέτρα αποκλιμάκωσης της έντασης, οι δύο πλευρές δεν εφάρμοσαν τη συμφωνία. Η δημιουργία μιας Ένωσης Σερβικών Δήμων (ΕΣΔ), η οποία θα παραχωρούσε στους Σέρβους ένα βαθμό αυτονομίας εντός Κοσόβου, παρέμεινε ένα βασικό ζήτημα διαμάχης. Ο σχηματισμός της ΕΣΔ συμφωνήθηκε εκ νέου από τις δύο πλευρές το 2015, αλλά και πάλι δεν εφαρμόστηκε.
Στην Πρίστινα υπάρχει ο φόβος ότι η Σερβία θα αξιοποιήσει την ΕΣΔ για να υπονομεύσει την ανεξαρτησία του Κοσόβου, η οποία ανακηρύχθηκε το 2008 και δεν αναγνωρίστηκε ποτέ από το Βελιγράδι και μια σειρά από άλλες χώρες. Όσον αφορά το Βελιγράδι, το γεγονός ότι δεν δημιουργείται η ΕΣΔ λειτουργεί ως απόδειξη της κακής πίστης των κυβερνήσεων της Πρίστινα και ως δικαιολογία για να μην τηρεί και αυτό τις δικές του υποχρεώσεις της συμφωνίας. Έκτοτε οι σχέσεις μεταξύ Βελιγραδίου και Πρίστινας παραμένουν τεταμένες.
Αλλά ο Πόλεμος της Ουκρανίας είχε μεγάλο αντίκτυπο στα Βαλκάνια, ενίσχυσε τη θέση της Πρίστινας και έπαιξε σημαντικό ρόλο στο να ξεσπάσει τη δεδομένη στιγμή ο πιο πρόσφατος γύρος κρίσης.
Μετά το ξέσπασμα του πολέμου, το Κόσοβο υιοθέτησε μια ισχυρά φιλοδυτική στάση στη σύγκρουση, επιχειρώντας να παραλληλίσει τον πόλεμο της Ρωσίας κατά της Ουκρανίας με την καταπίεση του Κοσόβου από τη Σερβία. Αντίθετα, η Σερβία έχει υιοθετήσει μια αμφίσημη στάση, καταδικάζοντας τη ρωσική εισβολή και αρνούμενη να φιλοξενήσει μια ρωσική στρατιωτική βάση στη Σερβία, αλλά δίχως να εφαρμόζει τις κυρώσεις της ΕΕ κατά της Ρωσίας.
Τα Βαλκάνια μεταξύ ΝΑΤΟ και Ρωσίας
Οι λόγοι για αυτές τις αντίθετες στάσεις μπορούν να εντοπιστούν εύκολα. Η αλβανική πλειοψηφία του Κοσόβου καταπιέστηκε για μεγάλο μέρος του 20ού αιώνα από τη Σερβία, αλλά ο αγώνας της για ανεξαρτητοποίηση επικράτησε μόνο όταν παρέμβηκε στρατιωτικά το ΝΑΤΟ κατά της Σερβίας το 1999 και δημιούργησε ένα Νατοϊκό προτεκτοράτο. Οι κυβερνήσεις της Πρίστινας είναι έκτοτε υπόχρεοι στην Ουάσινγκτον.
Αλλά το ΝΑΤΟ δεν ενδιαφερόταν ποτέ για τους Αλβανούς Κοσοβάρους. Ο αεροπορικός πόλεμος κατά της Σερβίας ήταν αναπόσπαστο κομμάτι της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ που άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του 1990. Ο βασικός του στόχος ήταν να νομιμοποιήσει την ύπαρξη του ΝΑΤΟ μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου: Η ανθρωπιστική επέμβαση ήταν μια βολική δικαιολογία για να μην διαλυθεί -και αντίθετα να διευρυνθεί- το πιο ισχυρό στρατιωτικό σύμφωνο στην ιστορία. Επιπλέον, η μεγέθυνση του ΝΑΤΟ προς τα ανατολικά αφορούσε την περικύκλωση της Ρωσίας ενώ αυτή ήταν ακόμα αδύναμη. Ιδιαίτερα η διασφάλιση των Βαλκανίων συνδεόταν με τον γεωπολιτικό ανταγωνισμό με τη Ρωσία όσον αφορά τις διαδρομές και την ασφάλεια των πετρελαιαγωγών από την Κασπία Θάλασσα.
Η στρατιωτική επέμβαση στα Βαλκάνια πρόσφερε μια χρήσιμη βάση για το ΝΑΤΟ: Κυριολεκτικά. Το Κόσοβο έγινε η έδρα της Bondsteel, της μεγαλύτερης αμερικανικής στρατιωτικής βάσης που έχουν χτίσει οι ΗΠΑ στην Ευρώπη από την εποχή του Πολέμου του Βιετνάμ. Δεν προκαλεί έκπληξη που η Ρωσία εναντιώθηκε στον βομβαρδισμό και που οι ρωσικοί κρατικοί μηχανισμοί ασφαλείας υποστήριξαν μια στροφή σε μια πιο «γερακίσια» στάση απέναντι στη Δύση. Αυτά αποτελούν και μέρος της ερμηνείας της ανόδου του Πούτιν στην εξουσία, μερικούς μήνες μετά το τέλος του βομβαρδισμού της Σερβίας.
Επίσης δεν προκαλεί έκπληξη που η κοινή γνώμη στη Σερβία έτεινε να είναι εχθρική απέναντι στο ΝΑΤΟ μετά τους βομβαρδισμούς του 1999, στη διάρκεια των οποίων η Συμμαχία δεν έπληξε μόνο στρατιωτικούς στόχους αλλά και γέφυρες, μονάδες ενέργειας, τηλεοπτικούς σταθμούς και άλλες υποδομές. Πιο πρόσφατα, το Βελιγράδι επιχείρησε να ισορροπήσει μεταξύ Δύσης και Ανατολής. Το Βελιγράδι επιδιώκει την ένταξη στην ΕΕ αλλά όχι στο ΝΑΤΟ, ενώ εξαρτάται από τη Ρωσία για να μπορεί να συνεχίζει να ασκεί έλεγχο επί του Κοσόβου, μέσω του βέτο που διαθέτει η Μόσχα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ. Έτσι, το Βελιγράδι έτεινε να είναι ένα αγκάθι στο πλευρό του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια και -κατά συνέπεια- να είναι υπόχρεο στη Ρωσία για τη δυνατότητά του να διατηρεί χώρο για ελιγμούς.
Ο Πόλεμος Δι’ Αντιπροσώπων στην Ουκρανία φτάνει στη Βαλκάνια
Όταν η Ρωσία εισέβαλλε στην Ουκρανία, η Δύση διαισθάνθηκε ότι προέκυψε μια στρατηγική ευκαιρία να διεξάγει έναν πόλεμο κατά της Ρωσίας μέσω αντιπροσώπου και να ματώσει τον αδύναμο ανταγωνιστή της. Τους τελευταίους 10 μήνες είδαμε μια μεγάλη αναζωογόνηση της ηγεμονίας της Ουάσινγκτον στην Ευρώπη, τη Σουηδία και τη Φινλανδία να ανακοινώνουν την πρόθεσή τους να ενταχθούν στο ΝΑΤΟ, τη συγκέντρωση μεγάλων πόρων από τη Δύση σε βοήθεια της Ουκρανίας και την προώθηση ενός οικονομικού πολέμου με τη Ρωσία υπό τη μορφή κυρώσεων.
Στα Βαλκάνια, η Δύση υιοθέτησε μια πιο ισχυρή στάση υπέρ του Κοσόβου τους προηγούμενες μήνες. Μια διαρροή το Νοέμβρη επιβεβαίωσε ότι υπήρχε ένα νέο Γαλλο-Γερμανικό σχέδιο, που είχε την υποστήριξη και των ΗΠΑ, το οποίο θα συμπλήρωνε τις υπάρχουσες συμφωνίες για να μειώσει τις εντάσεις, αλλά και που θα απαιτούσε επίσης την αναγνώριση της ανεξαρτησίας του Κοσόβου από τη Σερβία και μια γενικότερη ευθυγράμμισή της με την εξωτερική πολιτική της ΕΕ. Το Γαλλο-Γερμανικό σχέδιο χαιρετίστηκε από τον πρωθυπουργό του Κοσόβου, Άλμπιν Κούρτι, ενώ το Βελιγράδι δεν έχει τοποθετηθεί ακόμα επίσημα, αν και είναι εμφανές ότι η Σερβία δεν το βλέπει θετικά.
Εν τω μεταξύ, από το Νοέμβρη και μετά η ΕΕ επιχειρεί να χρυσώσει το χάπι για τη Σερβία. Ο επικεφαλής της εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ, Ζοσέπ Μπορέλ, έχει υιοθετήσει έναν πιο ανοιχτά επικριτικό τόνο ενάντια στην Πρίστινα, δηλώνοντας ότι η ΕΕ έθεσε συγκεκριμένες προτάσεις για την αποκλιμάκωση της έντασης, ότι η Σερβία συμφώνησε και ότι το Κόσοβο δεν συμφωνεί να τις εφαρμόσει. Πιο πρόσφατα, ο Μπορέλ κάλεσε το Κόσοβο να σεβαστεί τη συμφωνία του 2013/5 για τη δημιουργία της ΕΣΔ, κάτι που η Πρίστινα συνεχίζει να αρνείται.
Είναι εμφανές ότι έχουμε δύο διαφορετικές οπτικές. Για το Βελιγράδι, η λύση είναι να κινείται βήμα-βήμα, που σημαίνει πρώτα να εφαρμοστεί η συμφωνία του 2013/5 για την ίδρυση της ΕΣΔ. Για την Πρίστινα, η λύση είναι να μην συμφωνηθεί τίποτα μέχρι να συμφωνηθούν τα πάντα, που σημαίνει ότι η ΕΣΔ μπορεί να προκύψει μόνο εφόσον η Σερβία αναγνωρίσει την ανεξαρτησία του Κοσόβου. Και οι δύο πλευρές υπολογίζουν στις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις ως διαμεσολαβητές και καμία από τις δύο πλευρές δεν πρόκειται να εμπιστευτεί την άλλη στην εφαρμογή των δικών της υποχρεώσεων. Έχουμε λοιπόν μια αδιέξοδη ισορροπία. Τόσο το Βελιγράδι όσο και η Πρίστινα έχουν καταφύγει σε πολεμικές δηλώσεις όσον αφορά την επίλυση της διαμάχης: Ο Κούρτι έχει δηλώσει δημόσια ότι η Πρίστινα είναι έτοιμη να καταφύγει στη βία για να εφαρμόσει τον νόμο του Κοσόβου στους Σέρβους κατοίκους του, ειδικά στο βόρειο Κόσοβο όπου αυτοί αποτελούν πλειοψηφία. Εν τω μεταξύ, η Σερβία έχει ζητήσει να επιτραπεί η επιστροφή των σερβικών στρατευμάτων μέσα στο Κόσοβο για να προστατεύσει τη σερβική μειονότητα, ενώ έθεσε τις ένοπλες δυνάμεις της σε κατάσταση συναγερμού.
Μια Σοσιαλιστική Εναλλακτική για τα Βαλκάνια
Είναι εμφανές ότι ο ενδοϊμπεριαλιστικός ανταγωνισμός τροφοδοτεί και τους εθνικιστικούς ανταγωνισμούς και έχει επαναφέρει τη συζήτηση για πόλεμο στα Βαλκάνια. Υπάρχει εναλλακτική και τί θα πρέπει να πουν οι σοσιαλιστές της περιοχής μπροστά στις συγκεκριμένες συνθήκες; Πρέπει να έχουμε ως αφετηρία ότι δεν πρέπει να υπάρξει καμιά καταφυγή στη στρατιωτική βία και ότι και οι δύο πλευρές οφείλουν να αποκλιμακώσουν πριν επιδεινωθεί η κρίση.
Οι σοσιαλιστές στο Κόσοβο οφείλουν να πουν: Η Πρίστινα δεν πρέπει να χρησιμοποιήσει βία ενάντια στη σερβική μειονότητα. Αυτός δεν είναι τρόπος αντιμετώπισης των μειονοτήτων, προσκαλεί μια επέμβαση του Βελιγραδίου, ενισχύει τη Δυτική παρουσία στο Κόσοβο και αυξάνει την επιρροή της Ρωσίας στη Σερβία.
Οι σοσιαλιστές στη Σερβία οφείλουν να πουν: Η Σερβία δεν πρέπει να απειλεί με εισβολή τον αδύναμο γείτονά της, τον οποίο καταπίεσε στο μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα. Αυτός δεν είναι τρόπος οικοδόμησης καλών γειτονικών σχέσεων, ενισχύει την επιρροή της Ρωσίας στη Σερβία και τσιμεντώνει την παρουσία του ΝΑΤΟ στο Κόσοβο.
Αν μείνουμε σε αυτά, το πρόβλημα είναι ότι δεν καταπιανόμαστε πραγματικά με την επίλυση του προβλήματος: Τι πρέπει να γίνει; Η απάντηση δεν είναι εύκολη, επειδή στα Βαλκάνια, το αίτημα για εθνική αυτοδιάθεση υπήρξε πάντοτε σύνθετο. Εν μέρει λόγω της ύπαρξης αλληλεπικαλυπτόμενων εθνικών διεκδικήσεων, που παραμένουν ως κληρονομιά των πολυεθνικών αυτοκρατοριών που κυβέρνησαν την περιοχή μέχρι τις αρχές του 20ού αιώνα. Εν μέρει λόγω της ύπαρξης του κινδύνου ότι ιμπεριαλιστικές δυνάμεις μπορεί να εκμεταλλευτούν αυτές τις διεκδικήσεις για τους δικούς τους σκοπούς -όπως έχουν κάνει και συνεχίζουν να κάνουν.
Οι σοσιαλιστές οφείλουν να βρουν ένα δρόμο που θα διατηρεί την ανεξαρτησία του εργατικού κινήματος της χώρας τους από τις δικές τους άρχουσες τάξεις και κράτη, ενώ ταυτόχρονα να πιέζουν για την αποχώρηση των ιμπεριαλιστικών δυνάμεων από τα Βαλκάνια. Οφείλουν να είναι ταυτόχρονα αντιεθνικιστές και αντιιμπεριαλιστές και να αναζητούν πάντα τρόπους να θέσουν στην πρώτη γραμμή τα ζητήματα της δημοκρατίας και της διεθνούς ταξικής ενότητας. Ιστορικά, οι σοσιαλιστές σε αυτήν την περιοχή υπήρξαν προσεκτικοί ως προς την υποστήριξη της άσκησης του δικαιώματος στην αυτοδιάθεση, δίνοντας μεγαλύτερη έμφαση στη Βαλκανική Ομοσπονδία ως τελική λύση στο εθνικό ζήτημα.
Αυτό σημαίνει συγκεκριμένα ότι οι σοσιαλιστές σε Κόσοβο και Σερβία οφείλουν να πάνε πέρα από την έκκληση για αποκλιμάκωση, προβάλλοντας αιτήματα που μπορούν να δημιουργήσουν μια ατμόσφαιρα αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Αυτά με τη σειρά τους συνδέονται υποχρεωτικά με την ευρύτερη γεωπολιτική του εθνικού ζητήματος. Η αντιεθνικιστική πτυχή της λύσης καθιστά λογικό το αίτημα να υπάρξει αμοιβαία αναγνώριση του Κοσόβου από τη Σερβία και της ΕΣΔ από το Κόσοβο. Ταυτόχρονα, η αντιιμπεριαλιστική πτυχή της λύσης προϋποθέτει ότι κάθε τέτοια αμοιβαία αναγνώριση θα συνδυάζεται με μια συμφωνία ότι και οι δυο πλευρές θα δεσμευτούν σε ουδετερότητα μεταξύ Ανατολής και Δύσης. Αυτό σημαίνει την αποχώρηση των Δυτικών δυνάμεων από το Κόσοβο, το κλείσιμο του Ρωσικού «ανθρωπιστικού κέντρου» στη Σερβική πόλη Νις και το τέλος των διαδικασιών προσχώρησης στο ΝΑΤΟ (και την ΕΕ).
Οφείλουμε ασφαλώς να κατανοήσουμε ότι τα αιτήματα που διατυπώνουν οι σοσιαλιστές σε Σερβία και Κόσοβο δεν θα επηρεάσουν την επίσημη εφαρμοσμένη πολιτική -οι σοσιαλιστές και στις δύο χώρες έχουν πολύ λίγες δυνάμεις για να επηρεάσουν την υψηλή πολιτική. Παρόλα αυτά, η υποστήριξη μιας τέτοιας λύσης ανοίγει το χώρο για συζήτηση με ευρύτερες δυνάμεις του εργατικού κινήματος και στις δυο χώρες, δείχνοντας ότι υπάρχει μια λύση στο ζήτημα που μπορεί να πάει πέρα από τα όσα επιδιώκουν οι άρχουσες τάξεις και των δύο κρατών και ότι υπάρχουν δυνάμεις που μπορούν να δουν το μέλλον των Βαλκανίων να αποφασίζεται από τους λαούς των Βαλκανίων και όχι από τις Μεγάλες Δυνάμεις. Αυτό θα ήταν ένα μικρό βήμα προς την οικοδόμηση ενός αριστερού πόλου και στις δύο χώρες και μια συμβολή στο πνεύμα της Βαλκανικής Ομοσπονδίας.