Ας ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, τα πολιτικά και προγραμματικά ζητούμενα για τη διαμόρφωση ενός κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού που θα αντιστοιχεί σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Αυτά θα καθορίσουν και την αριθμητική των συσχετισμών.

1. Κατ’ αρχήν, η προοπτική της κυβέρνησης της Αριστεράς δεν είναι, απλώς, μια μαθηματική αθροιστική πράξη, όπως συνήθως επιχειρηματολογείται (π.χ. ΣΥΡΙΖΑ+ΚΚΕ+ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Προϋποθέτει μια πολλαπλασιαστική άλγεβρα και όχι μια απλή αριθμητική των πολιτικών δυνάμεων. Δεν προκύπτει δηλαδή από το απλό άθροισμα των αριστερών κομματικών εδρών στο   κοινοβούλιο, ώστε να γίνουν 151, όπως και ποτέ δεν προέκυπτε. Υπάρχουν πίσω μας πολλές σημαντικές εμπειρίες, όπως οι κυβερνήσεις των Λαϊκών Μετώπων, της Λαϊκής Ενότητας στην Χιλή και αρκετές άλλες λιγότερο έντονες και κινηματικές, όπως η συμμετοχή των κομμουνιστών σε μη κομμουνιστικές κυβερνήσεις μετά τον πόλεμο (π.χ. Γαλλία 1981). Ενδεχομένως δε, μπορεί και να μην έχουμε αυτόματα τις 151 έδρες ως δεδομένες μετά από μια εκλογή, αλλά να χρειαστεί μια κοινωνική και πολιτική διαδικασία αγώνα για να τις αποκτήσουμε. Ας ξεκαθαρίσουμε, λοιπόν, τα πολιτικά και  προγραμματικά ζητούμενα για τη διαμόρφωση ενός κοινωνικού και πολιτικού συσχετισμού που θα αντιστοιχεί σε μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Αυτά θα καθορίσουν και την αριθμητική των συσχετισμών.

2. «Η κυβέρνηση της Αριστεράς» υπήρξε το βασικό προγραμματικό στοιχείο –μαζί με την κατάργηση των μνημονίων– με βάση το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ ανήλθε από το 4% αρχικά στο 17 % τον Μάιο 2012 και στο 27 % τον Ιούνιο 2012. Πρότεινε, δηλαδή, ο ΣΥΡΙΖΑ μια συμπόρευση των δυνάμεων της Αριστεράς, τόσο των πολιτικών της οργανώσεων (ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μικρότερες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς κλπ) όσο και των κοινωνικών της δυνάμεων, ώστε να εφαρμοστεί το αριστερό αντιμνημονιακό μεταβατικό πρόγραμμα. Αν δεν είχε προτείνει αυτή τη στρατηγική συμπόρευση στη βάση του αντιμνημονιακού προγράμματος (το Ενιαίο Μέτωπο της Αριστεράς στη βάση, αλλά και στην κορυφή), σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν θα ήταν αξιωματική αντιπολίτευση.

Ποιο ήταν και είναι  αυτό το πρόγραμμα ; Ας θυμίσουμε τις βασικές όψεις του. Κατάργηση των μνημονίων και των εφαρμοστικών τους νόμων, καταγγελία των δανειακών συμβάσεων, αμφισβήτηση του μεγάλου-συντριπτικού  τμήματος του χρέους και, σε περίπτωση μη επίτευξης συμφωνίας, μονομερής παύση πληρωμών. Σύγκρουση με τις δυνάμεις του κεφαλαίου και της ευρωζώνης και ρήξεις σε ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, με στρατηγικό ορίζοντα τον σοσιαλισμό και χωρίς τεχνητά όρια.

Αυτό το πρόγραμμα, παρά τις όποιες μη αντίστοιχες δημόσιες δηλώσεις και εκφορές στον ένα χρόνο που πέρασε, εξακολουθεί να είναι το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ για μια κυβέρνηση της Αριστεράς. Μια κυβέρνηση της Αριστεράς οφείλει να εκπληρώσει αυτό το πρόγραμμα και κανένα άλλο. Δεν μπορεί να έρθει και να πει ότι απλώς θα καταργήσει ορισμένες πτυχές των μνημονιακών ρυθμίσεων και θα αφήσει τον κορμό τους ανέπαφο (άλλο το ζήτημα του χρονοδιαγράμματος κατάργησης του συνόλου των μνημονιακών νόμων και ρυθμίσεων, οι οποίες είναι τόσο εκτεταμένες ώστε να μην μπορούν, ενδεχομένως, να καταργηθούν όλες σε μια νύχτα). Άρα, κάθε συμμαχία του ΣΥΡΙΖΑ οφείλει, προκειμένου να υπάρξει κυβέρνηση της Αριστεράς, να μείνει σε αυτό το προγραμματικό πλαίσιο και να μην το μεταβάλει. Καμία ουσιαστική αυξομείωση αυτού του προγράμματος δεν μπορεί να αντιστοιχεί στην κυβέρνηση της Αριστεράς.  

3. Η «κυβέρνηση της Αριστεράς» δεν μπορεί να συγκροτηθεί χωρίς την πλήρη και ενεργητική στήριξη, διεκδίκηση και δράση των λαϊκών  στρωμάτων και τάξεων. Χωρίς τη στήριξη της εργατικής τάξης του δημοσίου και του ιδιωτικού τομέα, των ευρύτερων μισθωτών στρωμάτων, των αυτοαπασχολούμενων μεσαίων στρωμάτων, των φτωχών και μεσαίων αγροτών, των εργαζόμενων της διανοητικής εργασίας και του πολιτισμού, των πολύπλευρα καταπιεσμένων κοινωνικών ομάδων. Οι δυνάμεις αυτές πρέπει να κάνουν δική τους υπόθεση την κυβέρνηση της Αριστεράς. Πρέπει να απαιτήσουν την εφαρμογή του παραπάνω προγράμματος, να στηρίξουν τη διαδικασία εφαρμογής και επιβολής του και να ασκήσουν έμπρακτη κριτική και διεκδίκηση-αντιπολίτευση απέναντι σε κάθε ουσιαστική υπαναχώρηση και προγραμματική αναδίπλωση.

Με αυτή την έννοια, η κυβέρνηση της Αριστεράς οφείλει να εκφράσει το παραπάνω κοινωνικό και ταξικό μπλοκ και ιδιαίτερα την ηγεμονία των δυνάμεων της μισθωτής εργασίας μέσα σε αυτό. Άρα, η κυβέρνηση της Αριστεράς είναι ένα κοινωνικό και ταξικό μπλοκ ή συγκρότημα δυνάμεων και όχι απλώς ένα τμήμα του πολιτικού-κοινοβουλευτικού μηχανισμού του κράτους. Ακουμπά σε αυτόν το μηχανισμό και τον ενεργοποιεί υπό τον όρο της παραπάνω κοινωνικής στήριξης και αντανάκλασης-αλληλοτροφοδότησης.

4. Η «κυβέρνηση της Αριστεράς» δεν μπορεί παρά να συγκροτηθεί στη βάση μιας πολιτικής  διαρκούς  μάχης για την πολιτική, αλλά και εκλογική  συγκρότησή της. Αν ο ΣΥΡΙΖΑ δεν απευθυνθεί στις άλλες οργανωμένες δυνάμεις της Αριστεράς και δεν ζητήσει τη συμπόρευση, όπως ακριβώς έκανε και το 2012, κινδυνεύει να χάσει την υποστήριξη των ψηφοφόρων και οπαδών των άλλων οργανωμένων δυνάμεων της Αριστεράς, οι οποίοι στις εκλογές του 2012 τον στήριξαν με τρόπο αποφασιστικό, διαχωριζόμενοι καίρια από τις ηγεσίες τους. Συνεπώς, κάθε υπαναχώρηση από το αίτημα της πολιτικής ενότητας της Αριστεράς θα αποκαταστήσει και ενισχύσει αντί για τον ΣΥΡΙΖΑ εκείνες τις ηγεσίες της Αριστεράς οι οποίες υποστήριξαν ή υποστηρίζουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ απλώς θα μαζέψει τις ψήφους για να πραγματοποιήσει μια εναλλακτική αστική διαχείριση.  

 
5. Η παραίτηση από την επίκληση της ενότητας της Αριστεράς και από το αίτημα για τη συγκρότηση της κυβέρνησης της Αριστεράς αναπόφευκτα θα γείρει την πλάστιγγα συμβολικά, αλλά και πραγματικά υπέρ εναλλακτικών κυβερνητικών λύσεων, με τη συμμετοχή ή με κάποια συμμετοχή του ΣΥΡΙΖΑ. Θα σημάνει δηλαδή την παγίωση μιας διαδικασίας συντηρητικής μετατόπισης του ΣΥΡΙΖΑ. Η φύση, όπως και η κοινωνική σύγκρουση, απεχθάνονται το κενό. Το πρώτο σενάριο θα είναι μια μορφή της «κυβέρνησης κοινωνικής σωτηρίας», δηλαδή μια συγκατοίκηση και συγκυβέρνηση είτε με αστικές αντιμνημονιακές δυνάμεις (όπως οι ΑΝΕΛ), είτε με πρώην μνημονιακές και μελλοντικά ίσως και πάλι «αντιμνημονιακές» δυνάμεις, όπως η ΔΗΜΑΡ, οι οποίες διεκδικούν όχι την κατάργηση, αλλά την απαγκίστρωση από τα μνημόνια. Στην περίπτωση αυτή θα υπάρξει ένας  κυβερνητικός σχεδιασμός επιμέρους αλλαγών, χωρίς τη συνολική κατάργηση των μνημονίων και των εφαρμοστικών τους νόμων.

Το δεύτερο σενάριο είναι αυτό μιας κεντροδεξιάς-κεντροαριστερής ή και απλώς κεντρώας κυβέρνησης «εθνικής σωτηρίας» είτε υπό τη μορφή του «συνταγματικού φάσματος» και για την καταπολέμηση δήθεν της Χρυσής Αυγής, είτε υπό τη μορφή της κυβέρνησης παλλαϊκού φάσματος για τη μη χρεοκοπία της χώρας. Θα πρόκειται δηλαδή για μια κυβέρνηση «εθνικής ενότητας» και «εθνικής σωτηρίας», η οποία θα στηριχθεί ως η τελευταία κοινοβουλευτική εκδοχή διαχείρισης της κρίσης. Είναι πλέον ή βέβαιο ότι ιδίως αυτή η μορφή –και σε μικρότερο βαθμό και η προηγούμενη– θα επιτείνει   τη δυστυχία και την ωμή εκμετάλλευση και κοινωνική καταστροφή των εργατικών και ευρύτερων λαϊκών στρωμάτων και θα αναπαράγει την κυριαρχία της τρόικα και του κεφαλαίου.

Επιπλέον, ακόμη και αν έχει δηλωμένο «αντιφασιστικό» πρόσημο, θα συνεχίσει να αναπαράγει τους κοινωνικούς όρους του φασισμού. Γι’ αυτό ακριβώς, η επιμονή στην κυβέρνηση της Αριστεράς αποτελεί τη μοναδική διέξοδο.

6. Η απεύθυνση στις ηγεσίες, αλλά και στη βάση του ΚΚΕ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, αλλά και μικρότερων οργανώσεων της άκρας Αριστεράς,  αποτελεί την αναγκαία βάση για την κυβέρνηση της Αριστεράς και δεν έχει στατικό, αλλά δυναμικό χαρακτήρα. Δεν στέκεται στη σημερινή στάση, συσχετισμό και τοποθέτηση των ηγεσιών αυτών των δυνάμεων, αλλά εμπλέκεται στη αλλαγή των συσχετισμών στο εσωτερικό τους και στη σύγκλιση των γραμμών που επιζητούν την ενότητα της Αριστεράς.

Όπως έδειξαν και οι συγκρούσεις στον εσωκομματικό διάλογο για το 19ο Συνέδριο του ΚΚΕ, αλλά και οι διαφορετικές δημόσιες εκφορές στο χώρο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, οι συσχετισμοί που δυσχεραίνουν την πολιτική συμπόρευση της Αριστεράς κάθε άλλο παρά είναι εδραιωμένοι ή παγιωμένοι. Είμαστε τμήμα μιας διαλεκτικής κίνησης που αποσκοπεί στη μεταβολή αυτών των συσχετισμών και στην ικανοποίηση του ταξικού πολιτικού αιτήματος για την ενότητα της Αριστεράς.

7. Η πολιτική συμπόρευση της Αριστεράς δεν περιλαμβάνει αποκλειστικά και  μόνο τον ΣΥΡΙΖΑ, το ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Μπορεί να περιλάβει και δυνάμεις που προκύπτουν από την κρίση των φορέων και των κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας και της κεντροαριστεράς. Εδώ δεν μπορούν να περιληφθούν δυνάμεις και στελέχη που υπηρέτησαν ενεργά τις μνημονιακές πολιτικές από κυβερνητικούς ή άλλους κρατικούς, αλλά και απλούς  κομματικούς θώκους και θέσεις. Περιλαμβάνονται, όμως, συνδικαλιστές , κοινωνικά και κινηματικά ενεργοί πολίτες που, αν και ανήκαν σε μνημονιακά κόμματα, με την έμπρακτη δράση τους αμφισβήτησαν και αποδυνάμωσαν τις μνημονιακές πολιτικές.

 
8. Ακόμη και στην περίπτωση όπου οι πολιτικές δυνάμεις της Αριστεράς καταστεί αδύνατο να συμπορευθούν και να κινηθούν μαζί πολιτικά, κοινωνικά, αλλά και εκλογικά, η απεύθυνση σε αυτές πρέπει και μπορεί να έχει και μετεκλογικό χαρακτήρα. Πρέπει, δηλαδή, στην περίπτωση εκλογικής νίκης του ΣΥΡΙΖΑ –σχετικής ή και απόλυτης– να υπάρξει οπωσδήποτε απεύθυνση βασικά σε αυτές τις δυνάμεις για το σχηματισμό κυβέρνησης. Υπάρχει, βεβαίως, πάντοτε το ενδεχόμενο και μιας τελικής απόρριψης αυτής της πρότασης, μιας άρνησης. Σημασία έχει αυτές οι απευθύνσεις να είναι δημόσιες, μπροστά στο λαό και όχι σε κάποια δωμάτια και εντός στεγανών, έτσι ώστε κάθε δύναμη να είναι υπεύθυνη κοινωνικά και πολιτικά για τις επιλογές της. Στην περίπτωση μιας τέτοιας τελικής άρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρέπει να είναι σε θέση να εκφράσει την ενότητα της Αριστεράς από τα κάτω και σε κινηματική βάση ακόμη και αυτοδύναμα, μέσα από τον ίδιο και τις δικές του πολιτικές και κοινοβουλευτικές δυνάμεις.