Η νύχτα της 21ης Νοέμβρη ήταν μια από τις πιο οδυνηρές των τελευταίων χρόνων στη Χιλή. Τα αποτελέσματα του πρώτου γύρου έδειχναν ότι ο Χοσέ Αντόνιο Καστ, ο υποψήφιος που δήλωνε τη συμπάθειά του στη δικτατορία του Πινοσέτ και στην αντεπανάσταση, είχε έρθει πρώτος.

Ο Καστ εκ­προ­σω­πού­σε την Δεξιά την οποία είχε αμ­φι­σβη­τή­σει η εξέ­γερ­ση του Οκτώ­βρη του 2019 -οι δυ­νά­μεις που ενα­ντιώ­θη­καν στην υπο­τα­γή των φτω­χών, οι φε­μι­νί­στριες και οι ιθα­γε­νείς λαοί.

Δεύ­τε­ρος ερ­χό­ταν ο Γκά­μπριελ Μπό­ριτς, ένα πρώην ηγε­τι­κό στέ­λε­χος του φοι­τη­τι­κού κι­νή­μα­τος που είχε γίνει βου­λευ­τής, εκ­προ­σω­πώ­ντας το Frente Amplio (Πλατύ Μέ­τω­πο), μια πο­λι­τι­κή συμ­μα­χία που ερ­χό­ταν σε ρήξη ταυ­τό­χρο­να και με τα κε­ντρο­α­ρι­στε­ρά κόμ­μα­τα της νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης Με­τά­βα­σης και με την πε­ρι­θω­ριο­ποι­η­μέ­νη ρι­ζο­σπα­στι­κή Αρι­στε­ρά. Πρό­κει­ται για τον ίδιο Μπό­ριτς που είχε υπο­γρά­ψει με προ­σω­πι­κή του ευ­θύ­νη -χω­ρίς την στή­ρι­ξη του κόμ­μα­τός του- τη Συμ­φω­νία για Κοι­νω­νι­κή Ει­ρή­νη και Νέο Σύ­νταγ­μα το Νο­έμ­βρη του 2019. Αυτή άνοι­γε το δρόμο σε μια πε­ριο­ρι­σμέ­νη συ­ντα­κτι­κή δια­δι­κα­σία και για αυτό το λόγο απο­τέ­λε­σε το επί­κε­ντρο με­γά­λης κρι­τι­κής από το λαϊκό κί­νη­μα στο σύ­νο­λό του.

Η πιο ση­μα­ντι­κή προ­ε­δρι­κή εκλο­γή μετά το 1970 έδει­χνε να μας οδη­γεί προς μια βαρ­βα­ρό­τη­τα που δεν ήταν αδια­νό­η­τη για όποιον δια­θέ­τει μνήμη [του πι­νο­σε­τι­κού πα­ρελ­θό­ντος]. Οι κι­νη­μα­τι­κές δυ­νά­μεις της Χιλής, ανοι­χτά επι­κρι­τι­κές απέ­να­ντι στο με­τριο­πα­θή προ­σα­να­το­λι­σμό του Μπό­ριτς, πήραν γρή­γο­ρα την από­φα­ση να εντα­χθούν στην προ­ε­κλο­γι­κή κα­μπά­νια για να δια­σφα­λί­σουν τον θρί­αμ­βό του και πάνω από όλα να επι­βά­λουν μια συ­ντρι­πτι­κή ήττα στην πι­νο­σε­τι­κή υπο­ψη­φιό­τη­τα του Καστ.

Αυτό έγινε πράξη στις 19 Δε­κέμ­βρη, με ένα εκλο­γι­κό απο­τέ­λε­σμα που δεν είχε προη­γού­με­νο με διά­φο­ρους τρό­πους. Πρώ­τον, ο Μπό­ριτς (με 55,9% των ψήφων) εξε­λέ­γη με προ­βά­δι­σμα πάνω από 11 μο­νά­δων απέ­να­ντι στον Καστ (44,1%). Δεύ­τε­ρον, η συμ­με­το­χή αυ­ξή­θη­κε ση­μα­ντι­κά σε σχέση με τον πρώτο γύρο (55,7%, σε σύ­γκρι­ση με 47,3%). Ήταν η υψη­λό­τε­ρη εκλο­γι­κή συμ­με­το­χή μετά την κα­τάρ­γη­ση της υπο­χρε­ω­τι­κής ψη­φο­φο­ρί­ας το 20212. Τέλος, ο Μπό­ριτς είναι ο πρό­ε­δρος που εξε­λέ­γη με τις πε­ρισ­σό­τε­ρες ψή­φους στην ιστο­ρία της Χιλής (4.620.671). Πρό­κει­ται για ένα συν­δυα­σμό γε­γο­νό­των άνευ προη­γού­με­νου σε μια χώρα με μακρά πε­ρί­ο­δο υψη­λής απο­χής από τις εκλο­γές, με την εξαί­ρε­ση του Δη­μο­ψη­φί­σμα­τος για το Νέο Σύ­νταγ­μα τον Οκτώ­βρη του 2020. Το Δε­κέμ­βρη, ψή­φι­σαν για πρό­ε­δρο πε­ρί­που ένα εκα­τομ­μύ­ριο πε­ρισ­σό­τε­ροι άν­θρω­ποι από όσους συμ­με­τεί­χαν στο δη­μο­ψή­φι­σμα για σύ­νταγ­μα (7.562.173, 50,9% του εκλο­γι­κού σώ­μα­τος).

Σε μια όμορ­φη αντι­στρο­φή [της 21ης Νο­έμ­βρη], ένα αί­σθη­μα νίκης κα­τέ­κλυ­σε τη νύχτα της 19ης Δε­κέμ­βρη αυτού του πολύ μα­κρού 2021 για το λαό της Χιλής. Εκα­το­ντά­δες χι­λιά­δες άν­θρω­ποι βγή­καν στους δρό­μους σε όλη τη Χιλή για να πα­νη­γυ­ρί­σουν από κοντά αυτό που αι­σθά­νο­νταν ως έναν δικό τους θρί­αμ­βο: Νί­κη­σαν τον Πι­νο­σε­τι­σμό και κρά­τη­σαν ανοι­χτό τον κύκλο με­τα­σχη­μα­τι­σμού που άνοι­ξε με την λαϊκή εξέ­γερ­ση του Οκτώ­βρη του 2019. Το αί­σθη­μα δεν ήταν μόνο χαρά, αλλά πάνω από όλα ανα­κού­φι­ση. Το φε­μι­νι­στι­κό κί­νη­μα και η ΛΟ­ΑΤ­ΚΙ+ κοι­νό­τη­τα αντι­λαμ­βά­νο­νταν πολύ κα­θα­ρά την απει­λή του νε­ο­φα­σί­στα Καστ, όπως προ­δια­γρα­φό­ταν μέσα από το προη­γού­με­νο των Τραμπ, Μπολ­σο­νά­ρο και Ορ­μπάν. Έχο­ντας ελά­χι­στες αυ­τα­πά­τες για τον Μπό­ριτς, ήταν αυτές οι δυ­νά­μεις που έσπευ­σαν άμεσα να δια­σφα­λί­σουν τη νίκη του στον δεύ­τε­ρο γύρο. Κά­ποιες πρώ­τες ανα­λύ­σεις της ψήφου για τον Μπό­ριτς ήδη δεί­χνουν την τε­ρά­στια ση­μα­σία που είχε η γυ­ναι­κεία και νε­ο­λαι­ί­στι­κη ψήφος για αυτή τη νίκη.

Από την εξέ­γερ­ση στην αντι-εξέ­γερ­ση

Πώς φτά­σα­με σε ένα τόσο επι­κίν­δυ­νο σε­νά­ριο; Δεν υπάρ­χουν απλές απα­ντή­σεις, αλλά υπάρ­χουν κά­ποια αναμ­φί­βο­λα στοι­χεία. Όπως και άλλες χώρες της πε­ριο­χής και του πλα­νή­τη, η Χιλή περνά μια μακρά πε­ρί­ο­δο πο­λω­μέ­νης πο­λι­τι­κο­ποί­η­σης, που έχει τη βάση της στην κοι­νω­νι­κή και πο­λι­τι­κή αστά­θεια που προ­κα­λούν οι πολ­λα­πλές οι­κο­λο­γι­κές, οι­κο­νο­μι­κές και κοι­νω­νι­κές κρί­σεις. Ένας κύ­κλος οι­κο­νο­μι­κής ανά­πτυ­ξης κατά τη δε­κα­ε­τία του 1990 και του 2000, εγ­γυό­ταν την στα­θε­ρό­τη­τα για τη νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη δια­χεί­ρι­ση της με­τά­βα­σης στη δη­μο­κρα­τία. Αλλά με τις τιμές των πρώ­των υλών να πέ­φτουν γύρω στο 2009, αυτή η στα­θε­ρό­τη­τα άρ­χι­σε να εξα­φα­νί­ζε­ται για τα λαϊκά στρώ­μα­τα που αρ­χί­ζουν να βλέ­πουν ότι οι ζωές τους γί­νο­νται όλο και πιο επι­σφα­λείς. Η Χιλή είναι μια χώρα χωρίς εγ­γυ­η­μέ­νη κα­θο­λι­κή πρό­σβα­ση στην υγεία, τη σύ­ντα­ξη, την παι­δεία και τη στέ­γα­ση. Αυτές οι πτυ­χές της ζωής είναι ιδιω­τι­κο­ποι­η­μέ­νες, είτε βρί­σκο­νται στα χέρια ιδιω­τι­κών επι­χει­ρή­σε­ων είτε πέ­φτουν στους ώμους των οι­κο­γε­νειών. Αυτό το βάρος πέ­φτει ιδιαί­τε­ρα στα κο­ρί­τσια, τη νε­ο­λαία και τις γυ­ναί­κες που έχουν την ευ­θύ­νη της φρο­ντί­δας. Μέσα σε ένα τέ­τοιο πλαί­σιο, οι αλ­λα­γές στις μα­κρο-οι­κο­νο­μι­κές συν­θή­κες έχουν άμεσο αντί­κτυ­πο στην κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα των ερ­γα­ζο­μέ­νων.

Αυτή η δια­δι­κα­σία αυ­ξα­νό­με­νης επι­σφά­λειας δια­σταυ­ρώ­νε­ται με μια απί­στευ­τα πε­ριο­ρι­σμέ­νη δη­μο­κρα­τία, κλη­ρο­νο­μιά ενός συ­ντάγ­μα­τος που ενέ­κρι­νε η δι­κτα­το­ρία το 1980. Πρό­κει­ται για ένα ρυθ­μι­στι­κό πλαί­σιο που συ­γκε­ντρώ­νει την πο­λι­τι­κή δύ­να­μη στην Εκτε­λε­στι­κή και στο Κο­γκρέ­σο, χωρίς να αφή­νει χώρο για τις κοι­νό­τη­τες και τις πε­ριο­χές. Υψώ­νει τε­ρά­στια εμπό­δια σε πι­θα­νές τρο­πο­ποι­ή­σεις, με πολ­λές αλ­λα­γές να μπλο­κά­ρο­νται λόγω απαι­τού­με­νης κοι­νο­βου­λευ­τι­κής υπερ-πλειο­ψη­φί­ας. Είναι μια δη­μο­κρα­τία των απο­κλει­σμών, κομ­μέ­νη και ραμ­μέ­νη στα μέτρα των με­γά­λων αστι­κών κομ­μά­των και ενι­σχυ­μέ­νη από μη­χα­νι­σμούς που τεί­νουν να απο­κλεί­ουν τις γυ­ναί­κες, τους ιθα­γε­νείς λαούς και τους ανέ­ντα­χτους πο­λι­τι­κά.

Αυτός ο εκρη­κτι­κός συν­δυα­σμός οδή­γη­σε στην εξέ­γερ­ση του 2019, όπου η σπίθα της μα­θη­τι­κής εξέ­γερ­σης ενά­ντια στην αύ­ξη­ση των ει­σι­τη­ρί­ων στις συ­γκοι­νω­νί­ες, έβαλε φωτιά σε έναν κάμπο γε­μά­το θυμό, χρέη και απελ­πι­σία. Η εξέ­γερ­ση ήταν η πύλη με­τά­βα­σης σε μια νέα εποχή, που συ­νο­δευό­ταν από την πο­λι­τι­κή βία που χα­ρα­κτη­ρί­ζει κάθε λαϊκή αφύ­πνι­ση. Αλλά ήταν επί­σης ένα σοκ για την άρ­χου­σα τάξη, που γρή­γο­ρα ενερ­γο­ποί­η­σε τους αυ­ταρ­χι­κούς και ιδε­ο­λο­γι­κούς μη­χα­νι­σμούς μάχης για να αντι­με­τω­πί­σει αυτή τη λαϊκή αφύ­πνι­ση. Ο πρό­ε­δρος Σε­μπα­στιάν Πι­νιέ­ρα κή­ρυ­ξε πό­λε­μο ενά­ντια στο λαό, βγά­ζο­ντας το στρα­τό για να κα­τα­στεί­λει την εξέ­γερ­ση. Πο­λι­τι­κά και σε επί­πε­δο ΜΜΕ, άρ­χι­σε να ανα­δύ­ε­ται μια αφή­γη­ση που έφερ­νε σε αντι­πα­ρα­βο­λή την κα­τα­στρο­φι­κή βία στους δρό­μους με τη νέα κοι­νω­νι­κή συμ­φω­νία που δια­πραγ­μα­τευό­ταν μέσα στο Κο­γκρέ­σο.

Η πρώτη στιγ­μή της εξέ­γερ­σης έληξε με τη συμ­φω­νία της 15 Νο­έμ­βρη. Άρ­χι­σε έτσι η θε­σμι­κή πα­γί­ω­ση της αντι­νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρης αμ­φι­σβή­τη­σης, η οποία οδή­γη­σε στο να ανοί­ξει πο­λι­τι­κός χώρος για την αντι-εξέ­γερ­ση, που ορ­γα­νω­νό­ταν γύρω από την κα­μπά­νια του «Όχι» στο Δη­μο­ψή­φι­σμα για ένα Νέο Σύ­νταγ­μα. Αυτή η συν­θή­κη δη­μιουρ­γού­σε εντά­σεις μέσα στο στρα­τό­πε­δο που υπο­στή­ρι­ζε ένα δη­μο­ψή­φι­σμα: Υπέρ ή κατά αυτής της Συμ­φω­νί­ας και της θε­σμο­ποί­η­σής της. Αυτές είναι γνώ­ρι­μες σκη­νές για τα λαϊκά κι­νή­μα­τα σε όλο τον κόσμο: οι πα­ρα­τε­τα­μέ­νες και θερ­μές συ­ζη­τή­σεις γύρω από τους κιν­δύ­νους και τις ευ­και­ρί­ες που δη­μιουρ­γεί μια ξαφ­νι­κή στρο­φή από αυτό που ορα­μα­τι­ζό­μα­στε προς την θε­σμο­ποι­η­μέ­νη μορφή του.

Δύο χρό­νια μετά την εξέ­γερ­ση, είναι εμ­φα­νές ότι η δια­δι­κα­σία πο­λι­τι­κο­ποί­η­σης που βιώ­νει η Χι­λια­νή κοι­νω­νία, δεν είναι μο­νο­με­ρής προς τα αρι­στε­ρά. Η εμπλο­κή χι­λιά­δων αν­θρώ­πων στην πο­λι­τι­κή δράση συμ­βαί­νει και στα αρι­στε­ρά και στα δεξιά. Αυτό δεν ση­μαί­νει ότι η χώρα έχει απλώς διαι­ρε­θεί σε δύο ίσα μέρη. Οι λαϊ­κές δυ­νά­μεις έχουν υιο­θε­τή­σει μια πο­λι­τι­κή-κοι­νω­νι­κή δράση με φε­μι­νι­στι­κό και αρι­στε­ρό προ­σα­να­το­λι­σμό. Συμ­με­τεί­χαν σε εδα­φι­κές/το­πι­κές συ­νε­λεύ­σεις για να υπε­ρα­σπι­στούν τα αν­θρώ­πι­να δι­καιώ­μα­τα ή για να συ­ζη­τή­σουν το πε­ριε­χό­με­νο ενός νέου συ­ντάγ­μα­τος. Ενε­πλά­κη­σαν ενερ­γά σε κα­μπά­νιες εκλο­γής αντι­προ­σώ­πων στην Συ­ντα­κτι­κή Συ­νέ­λευ­ση, ή εντά­χθη­καν σε κοι­νω­νι­κές και πο­λι­τι­κές ορ­γα­νώ­σεις για να ανα­λά­βουν ενερ­γό ρόλο στη δια­δι­κα­σία της αλ­λα­γής.

Από τη μεριά της, η Δεξιά ορ­γα­νώ­νει τη δική της βάση, σε συ­ντη­ρη­τι­κούς και αντι­κομ­μου­νι­στι­κούς κύ­κλους πα­ρα­πλη­ρο­φό­ρη­σης, σε αντι­δρα­στι­κές ευαγ­γε­λι­κές εκ­κλη­σί­ες και σε νε­ο­φα­σι­στι­κές συμ­μο­ρί­ες που έχουν εμ­φα­νι­στεί στους δρό­μους με δυ­νά­μεις που δεν εί­χα­με ξα­να­δεί από την εποχή της Λαϊ­κής Ενό­τη­τας το 1970-73. Αυτά τα τάγ­μα­τα εφό­δου επι­τί­θε­νται σε σύμ­βο­λα της εξέ­γερ­σης και τρο­μο­κρα­τούν το λαϊκό κί­νη­μα.

Η δρα­στη­ριό­τη­τα των αρι­στε­ρών κοι­νω­νι­κών κι­νη­μά­των είναι μα­ζι­κή, ανοι­χτή, αυ­τό-δια­χει­ρι­ζό­με­νη, συμ­με­το­χι­κή και εποι­κο­δο­μη­τι­κή, με πολ­λα­πλές φωνές, ενώ η πο­λι­τι­κο­ποί­η­ση στα δεξιά είναι αντι­δρα­στι­κή, στη­ριγ­μέ­νη σε μι­κρό­τε­ρες ομά­δες που χρη­μα­το­δο­τού­νται από επι­χει­ρη­μα­τί­ες και δια­θέ­τει πιο πα­ρα­δο­σια­κές πο­λι­τι­κές εκ­προ­σω­πή­σεις. Ένας τέ­τοιος εκ­πρό­σω­πος είναι ο Χοσέ Αντό­νιο Καστ, πρώην μα­χη­τής και βου­λευ­τής της Κα­θο­λι­κής, συ­ντη­ρη­τι­κής, αυ­ταρ­χι­κής και εθνι­κι­στι­κής Δε­ξιάς που έγινε ηγέ­της του νέου Ρε­που­μπλι­κα­νι­κού Κόμ­μα­τος. Το Ρε­που­μπλι­κα­νι­κό Κόμμα ενο­ποιεί τους πιο εξέ­χο­ντες υπο­στη­ρι­κτές του Πι­νο­σέτ με το νε­ο­φα­σι­σμό. Λει­τουρ­γεί έξω από τον πα­ρα­δο­σια­κό δεξιό συ­να­σπι­σμό Chile Vamos.

Ο Καστ είχε υπάρ­ξει ξανά υπο­ψή­φιος σε προ­ε­δρι­κές εκλο­γές το 2017, τερ­μα­τί­ζο­ντας την κούρ­σα με χα­μη­λό εκλο­γι­κό απο­τέ­λε­σμα. Έκτο­τε, έχει κα­το­χυ­ρώ­σει με­γά­λη υπο­στή­ρι­ξη ως η φωνή της αντί­δρα­σης ενά­ντια στη φι­λο­δο­ξία της Αρι­στε­ράς να αλ­λά­ξει το σύ­νταγ­μα και τη χώρα. Οι φρα­στι­κές επι­θέ­σεις του στο­χεύ­ουν κυ­ρί­ως στο Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμμα και στο Frente Amplio, όπως και στο φε­μι­νι­στι­κό και το ΛΟ­ΑΤ­ΚΙ+ κί­νη­μα, το κί­νη­μα των ιθα­γε­νών Μα­πού­τσε και τις κοι­νω­νι­κές-πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κές ορ­γα­νώ­σεις. Η εξέ­γερ­ση και ιδιαί­τε­ρα ο εκλο­γι­κός κύ­κλος του 2020-21, του έδω­σαν την ευ­και­ρία να κα­το­χυ­ρώ­σει την ηγε­σία του ως ο εκ­πρό­σω­πος του «Όχι» σε μια συ­ντα­κτι­κή συ­νέ­λευ­ση και ως ο ηγέ­της μιας εκλο­γι­κής εναλ­λα­κτι­κής για το χώρο της αντι-εξέ­γερ­σης. Η παν­δη­μία του έδωσε την ευ­και­ρία να προ­βά­λει τις αντι-επι­στη­μο­νι­κές και αντι-πα­γκο­σμιο­ποι­η­τι­κές του από­ψεις, αν και με πιο δια­κρι­τι­κό τρόπο από ό,τι οι ακρο­δε­ξιές ηγε­σί­ες διε­θνώς.

Αυτές οι ευ­και­ρί­ες που του έδινε η συ­γκυ­ρία, μαζί με την αδυ­να­μία των υπο­ψη­φί­ων του [πα­ρα­δο­σια­κού δε­ξιού] Chile Vamos, έκα­ναν τον Καστ επι­κε­φα­λής της δε­ξιάς εκλο­γι­κής μάχης σε αυτές τις προ­ε­δρι­κές εκλο­γές. Πώς φτά­σα­με λοι­πόν σε αυτό το ση­μείο; Οι πολ­λα­πλές κρί­σεις του κα­πι­τα­λι­σμού στη Χιλή δεν γέν­νη­σαν μόνο μια με­τα­σχη­μα­τι­στι­κή, αντι­νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρη, φε­μι­νι­στι­κή και πο­λυ­ε­θνι­κή εναλ­λα­κτι­κή, αλλά δη­μιούρ­γη­σαν χώρο και για τα τέ­ρα­τα του Πι­νο­σε­τι­σμού και του αυ­ταρ­χι­σμού. Αυτά προ­σφέ­ρουν μια άλλη εναλ­λα­κτι­κή: Κα­τα­πί­ε­ση των με­τα­να­στών, νο­σταλ­γία για τη σκλη­ρή πα­τριαρ­χία της επο­χής της δι­κτα­το­ρί­ας και οι­κο­νο­μι­κή ασφά­λεια για τις με­γά­λες επι­χει­ρή­σεις. 

Οι δύο πόλοι του στρα­το­πέ­δου του με­τα­σχη­μα­τι­σμού: Ο Μπό­ριτς και η Συ­ντα­κτι­κή Συ­νέ­λευ­ση

Σε αυτή την ανα­διά­τα­ξη του πο­λι­τι­κού χάρτη της Χιλής, όπου οι πα­ρα­δο­σια­κές δυ­νά­μεις της Δε­ξιάς και της Κε­ντρο­α­ρι­στε­ράς απο­δεί­χθη­καν εξα­ντλη­μέ­νες και χωρίς νέες ιδέες, άνοι­ξε ένας χώρος για με­τα­σχη­μα­τι­σμό. Σε αυτόν το χώρο, συ­νυ­πάρ­χουν δύο δια­φο­ρε­τι­κές δυ­νά­μεις: Από τη μία, ο Μπό­ριτς και ο συ­να­σπι­σμός Apruebo Dignidad (που πε­ρι­λαμ­βά­νει το Frente Amplio και το Κομ­μου­νι­στι­κό Κόμμα) και από την άλλη, οι δυ­νά­μεις των κοι­νω­νι­κών κι­νη­μά­των και των ιθα­γε­νών λαών, που κα­τά­φε­ραν να κα­τα­λά­βουν άνευ προη­γού­με­νου χώρο στη Συ­ντα­κτι­κή Συ­νέ­λευ­ση, με τις νίκες των ψη­φο­δελ­τί­ων των Συ­ντα­κτι­κών Κοι­νω­νι­κών Κι­νη­μά­των, της Λί­στας του Λαού και των αντι­προ­σώ­πων των Ιθα­γε­νών Λαών. Είναι μια συ­νύ­παρ­ξη που έχει εντά­σεις, αλλά του­λά­χι­στον έχει ως κοινό έδα­φος την φι­λο­δο­ξία για δο­μι­κές αλ­λα­γές στο κα­θε­στώς του 1980.

Ενώ ο Μπό­ριτς πέ­τυ­χε την ετε­ρο­γε­νή μα­ζι­κή υπο­στή­ρι­ξη που πε­ριέ­γρα­ψα στην αρχή, οι λαϊ­κές συ­ντα­κτι­κές δυ­νά­μεις αντλούν τη δική τους δύ­να­μη από το γε­γο­νός ότι η κα­μπά­νια για ένα νέο σύ­νταγ­μα είναι σή­με­ρα στο επί­κε­ντρο του τρέ­χο­ντος πο­λι­τι­κού κύ­κλου στη Χιλή. Οι πρό­σφα­τες εκλο­γές απο­τε­λούν μια έν­δει­ξη αυτού του φαι­νο­μέ­νου. Κάθε φορά που το επί­δι­κο είναι η συ­ντα­κτι­κή δια­δι­κα­σία, η συμ­με­το­χή είναι ψηλή και τεί­νει κυ­ρί­ως να αφορά τον πόλο του με­τα­σχη­μα­τι­σμού. Αυτό συ­νέ­βη στη ψη­φο­φο­ρία για το δη­μο­ψή­φι­σμα, με το 80% υπέρ του «Ναι» σε νέο σύ­νταγ­μα και στην εκλο­γή των μελών της Συ­ντα­κτι­κής, όπου οι ανοι­χτά αντι­νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες δυ­νά­μεις άγ­γι­ξαν την πλειο­ψη­φία στη Συ­νέ­λευ­ση. Συ­νέ­βη επί­σης στο δεύ­τε­ρο γύρο των προ­ε­δρι­κών εκλο­γών, όπου η απει­λή μιας κυ­βέρ­νη­σης Καστ που θα κα­τέ­στρε­φε τις όποιες προ­ό­δους στα δι­καιώ­μα­τα και θα μπλό­κα­ρε το δρόμο για ένα νέο σύ­νταγ­μα που άνοι­ξε η εξέ­γερ­ση, ήταν πραγ­μα­τι­κή. Δεν συ­νέ­βη το ίδιο στις κοι­νο­βου­λευ­τι­κές εκλο­γές, όπου δεν υπήρ­χαν οι αντί­στοι­χες δη­μο­κρα­τι­κές εγ­γυ­ή­σεις για τη συμ­με­το­χή των ανέ­ντα­χτων, των κοι­νω­νι­κών αγω­νι­στών και των ιθα­γε­νών λαών. Μπο­ρού­με πλέον σή­με­ρα να ισχυ­ρι­στού­με ότι οι λαϊ­κές δυ­νά­μεις, αυτές που εγ­γυού­νται την συ­ντα­κτι­κή δια­δι­κα­σία, επι­λέ­γουν σοφά τις εκλο­γι­κές τους μάχες μέσα σε αυτό το πλαί­σιο πε­ριο­ρι­σμέ­νης δη­μο­κρα­τί­ας.

Μια κυ­βέρ­νη­ση Μπό­ριτς θα είναι ευ­νοϊ­κά δια­κεί­με­νη προς τη συ­ντα­κτι­κή δια­δι­κα­σία, δη­μιουρ­γώ­ντας ευ­και­ρί­ες στις λαϊ­κές δυ­νά­μεις που δια­τη­ρούν την ανε­ξαρ­τη­σία τους απέ­να­ντι στην κυ­βέρ­νη­ση, ακόμα κι αν έχουν κά­ποιους κοι­νούς στό­χους. Το επί­δι­κο για τις λαϊ­κές δυ­νά­μεις μέσα κι έξω από τη συ­ντα­κτι­κή συ­νέ­λευ­ση είναι να εκ­με­ταλ­λευ­τούν το πλε­ο­νέ­κτη­μα της πα­ρου­σί­ας μιας σχε­τι­κά φι­λι­κής κυ­βέρ­νη­σης προ­κει­μέ­νου να ωθή­σουν τη δια­δι­κα­σία της συ­ντα­κτι­κής συ­νέ­λευ­σης όσο πιο μα­κριά γί­νε­ται, προ­κει­μέ­νου να ανοί­ξουν έναν ευ­ρύ­τε­ρο και πιο μακρύ κύκλο δο­μι­κών με­τα­σχη­μα­τι­σμών στο οι­κο­νο­μι­κό μο­ντέ­λο, το πο­λι­τι­κό σύ­στη­μα και την εγ­γύ­η­ση των κοι­νω­νι­κών δι­καιω­μά­των.

Από την άλλη, η με­γα­λύ­τε­ρη πρό­κλη­ση που θα αντι­με­τω­πί­σει η κυ­βέρ­νη­ση Μπό­ριτς θα είναι να κι­νη­θεί σε ένα διαι­ρε­μέ­νο Κο­γκρέ­σο εν μέσω μιας επι­δει­νού­με­νης οι­κο­νο­μι­κής κρί­σης. Σε αυτό το δύ­σκο­λο, αλλά όχι πρω­το­φα­νές, πλαί­σιο, ο Μπό­ριτς έχει την ευ­και­ρία να απο­φύ­γει να εξε­λι­χθεί σε μια επα­νά­λη­ψη των κυ­βερ­νή­σε­ων της Κον­σερ­τα­σιόν [τις νε­ο­φι­λε­λεύ­θε­ρες «κε­ντρο­α­ρι­στε­ρές» κυ­βερ­νή­σεις των δε­κα­ε­τιών του 1990 και του 2000]. Η επι­τυ­χία της κυ­βέρ­νη­σης Μπό­ριτς εξαρ­τά­ται εμ­φα­νώς από την υλο­ποί­η­ση της υπό­σχε­σης για αλ­λα­γή στους αν­θρώ­πους που πα­νη­γύ­ρι­σαν στους δρό­μους τη νύχτα των εκλο­γών και από το να μην πα­ρα­δο­θεί στους πο­λι­τι­κούς μαν­δα­ρί­νους που κερ­δί­ζουν χρόνο, πε­ρι­μέ­νο­ντας να λάθη της κυ­βέρ­νη­σης για να εμ­φα­νι­στούν και να πουν ότι οι ίδιοι θα τα κα­τά­φερ­ναν κα­λύ­τε­ρα.

Βρα­χυ­πρό­θε­σμα, θα δούμε μια ανα­διορ­γά­νω­ση της Δε­ξιάς: τα κόμ­μα­τα του Chile Vamos και το Ρε­που­μπλι­κα­νι­κό Κόμμα θα επι­διώ­ξουν να χτί­σουν πάνω στις ψή­φους που πήραν, καθώς αντα­γω­νί­ζο­νται για την ηγε­σία αυτή της κοι­νω­νι­κής βάσης στον νέο πο­λι­τι­κό κύκλο. Καθώς απο­τε­λούν μια μειο­ψη­φία στη Συ­ντα­κτι­κή Συ­νέ­λευ­ση, θα ρί­ξουν όλες τους τις δυ­νά­μεις στο Κο­γκρέ­σο. Και θα συ­νε­χί­σουν να επι­μέ­νουν στην αφή­γη­ση ότι «ο με­τριο­πα­θής Μπό­ριτς» κέρ­δι­σε τις εκλο­γές, ως μέ­θο­δο ρυ­μούλ­κη­σης της κυ­βέρ­νη­σης Μπό­ριτς προς «το κέ­ντρο». Θα δούμε επί­σης πα­λιούς πο­λι­τι­κούς της Κον­σερ­τα­σιόν να βρί­σκουν χώρο σε μια κυ­βέρ­νη­ση Μπό­ριτς, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας ένα μίγμα κο­λα­κεί­ας και έμ­με­σων απει­λών. Θα πα­ρου­σια­στούν ως εγ­γυ­η­τές της κυ­βερ­νη­σι­μό­τη­τας, ενώ θα συ­νε­χί­σουν να είναι η τε­λευ­ταία γραμ­μή άμυ­νας της Με­τά­βα­σης [από την πι­νο­σε­τι­κή δι­κτα­το­ρία στην πε­ριο­ρι­σμέ­νη δη­μο­κρα­τία]. Θα μοι­ρα­στούν από κοι­νού με τη Δεξιά το κα­θή­κον της ρυ­μούλ­κη­σης του Μπό­ριτς προς το κέ­ντρο, υπο­λο­γί­ζο­ντας και στην πολύ γνω­στή του τάση προς τους συμ­βι­βα­σμούς και τις συμ­φω­νί­ες σε κρί­σι­μες στιγ­μές.

Η πρώτη πρό­κλη­ση για τον Μπό­ριτς και το Apruebo Dignigdad θα είναι να απο­φα­σί­σουν αν θα αξιο­ποι­ή­σουν τον εκλο­γι­κό θρί­αμ­βο για να επι­βε­βαιώ­σουν το πρό­γραμ­μα δο­μι­κών με­ταρ­ρυθ­μί­σε­ων, ή αν ο φόβος της απόρ­ρι­ψής του από την παλιά δια­κομ­μα­τι­κή τάξη πραγ­μά­των θα τους οδη­γή­σει στη με­τριο­πά­θεια και θα τους απο­μα­κρύ­νει από την κοι­νω­νι­κή βάση που τους έδωσε μια νίκη την οποία δεν κα­τά­φε­ραν να κερ­δί­σουν από μόνοι τους στον πρώτο γύρο. 

Νέα κα­θή­κο­ντα για την αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κή Αρι­στε­ρά

Ενά­ντια στην αντί­λη­ψη ότι η κυ­βέρ­νη­ση Μπό­ριτς δεν μπο­ρεί παρά να είναι με­τριο­πα­θής και συμ­φι­λιω­τι­κή, τα εκλο­γι­κά απο­τε­λέ­σμα­τα δεί­χνουν ότι οι άν­θρω­ποι είναι πρό­θυ­μοι να υπε­ρα­σπι­στούν τη «συ­ντα­κτι­κή στιγ­μή» με όλη τους τη δη­μιουρ­γι­κό­τη­τα και την επι­θυ­μία για ρήξη με το υπάρ­χον κα­θε­στώς. Η δεξιά αφή­γη­ση περί «με­τριο­πά­θειας», την οποία απη­χούν και τα φι­λε­λεύ­θε­ρα τμή­μα­τα του Apruebo Dignidad, επι­διώ­κει να στεί­λει ένα μή­νυ­μα πει­θάρ­χη­σης: η ρι­ζο­σπα­στι­κή Αρι­στε­ρά και τα κοι­νω­νι­κά κι­νή­μα­τα καλά θα κά­νουν να σω­πά­σουν, αλ­λιώς θα είναι υπεύ­θυ­νοι για μια νέα ήττα, ή ακόμα χει­ρό­τε­ρα, για ένα νέο πρα­ξι­κό­πη­μα. Μας ζη­τά­νε να αφή­σου­με τον Μπό­ριτς να κάνει ό,τι νο­μί­ζει, χωρίς να δι­χά­ζου­με «τη δική μας πλευ­ρά» με κρι­τι­κές.

Αλλά η έμ­φα­ση στην πραγ­μα­τι­κή υλο­ποί­η­ση του προ­γράμ­μα­τος δεν είναι -όπως πι­στεύ­ουν κά­ποιοι- εμπό­διο στην πραγ­μα­το­ποί­η­ση του με­τα­σχη­μα­τι­σμού. Αντί­θε­τα, είναι η κα­λύ­τε­ρη εγ­γύ­η­ση για αυτό. Αυτοί οι με­τα­σχη­μα­τι­σμοί θα γί­νουν εφι­κτοί μόνο αν τους κα­θο­δη­γή­σει ένας πλα­τύς συ­να­σπι­σμός κοι­νω­νι­κών και πο­λι­τι­κών κι­νη­μά­των, που θα δια­τη­ρεί στο τρα­πέ­ζι τις αδια­πραγ­μά­τευ­τες πτυ­χές του προ­γράμ­μα­τος, θα κα­θι­στά την επι­λο­γή της κα­τα­στο­λής απα­ρά­δε­κτη και θα προ­ω­θεί την επεί­γου­σα ανα­γκαιό­τη­τα να ξε­πε­ρα­στεί το με­τριο­πα­θές σε­νά­ριο που προ­βλέ­πει να προ­χω­ρή­σου­με μόνο «ως εκεί που είναι εφι­κτό». Απέ­να­ντι σε μια κυ­βέρ­νη­ση ευά­λω­τη προς τη λαϊκή πίεση, θα είναι κρί­σι­μο να δια­τη­ρή­σου­με την πο­λι­τι­κή ανε­ξαρ­τη­σία των κοι­νω­νι­κών κι­νη­μά­των και της αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής Αρι­στε­ράς από την κυ­βέρ­νη­ση, υπο­στη­ρί­ζο­ντας τις προ­ό­δους και επι­κρί­νο­ντας τις υπο­χω­ρή­σεις, ώστε να μην πα­γι­δευ­τού­με στον πα­ντα­χού πα­ρό­ντα (και κενό νο­ή­μα­τος) πει­ρα­σμό της από­κτη­σης δύ­να­μης στις κυ­βερ­νη­τι­κές θέ­σεις με αντάλ­λαγ­μα την εγκα­τά­λει­ψη του στό­χου του κοι­νω­νι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού.

Ποια είναι αυτά τα αδια­πραγ­μά­τευ­τα ση­μεία του προ­γράμ­μα­τος; Άμεσα, μια φο­ρο­λο­γι­κή με­ταρ­ρύθ­μι­ση που θα πε­ριο­ρί­ζει την οι­κο­νο­μι­κή κρίση στα ερ­γα­τι­κά νοι­κο­κυ­ριά μέσα από την δια­γρα­φή των φοι­τη­τι­κών χρεών και την κα­θιέ­ρω­ση ενός κα­θο­λι­κού ει­σο­δή­μα­τος έκτα­κτης ανά­γκης. Με­σο­πρό­θε­σμα, η μεί­ω­ση της ερ­γά­σι­μης ημέ­ρας, ένα νέο συ­ντα­ξιο­δο­τι­κό σύ­στη­μα χωρίς το AFP [το φορέα δια­χεί­ρι­σης του ιδιω­τι­κο­ποι­η­μέ­νου συ­στή­μα­τος], ένα κα­θο­λι­κό ασφα­λι­στι­κό τα­μείο και ένα εθνι­κό σύ­στη­μα υγεί­ας, όπως η και η τρο­πο­ποί­η­ση των δια­δι­κα­σιών συλ­λο­γι­κής δια­πραγ­μά­τευ­σης και η εγ­γύ­η­ση του δι­καιώ­μα­τος στην απερ­γία. Μα­κρο­πρό­θε­σμα, να μπουν οι βά­σεις για μια οι­κο­λο­γι­κή με­τά­βα­ση όπου η επα­νε­θνι­κο­ποί­η­ση των πρώ­των υλών θα συ­νο­δεύ­ε­ται από έναν ανα­προ­σα­να­το­λι­σμό του πα­ρα­γω­γι­κού μο­ντέ­λου μέσα σε ένα πλαί­σιο αλ­λη­λεγ­γύ­ης και πε­ρι­φε­ρεια­κής ολο­κλή­ρω­σης.

Αλλά πέρα από αυτά, η νέα κυ­βέρ­νη­ση οφεί­λει να αντα­πο­κρι­θεί σε δύο επεί­γο­ντα αι­τή­μα­τα των δυ­νά­με­ων που δεν απο­τε­λούν μέρος του συ­να­σπι­σμού της αλλά την υπο­στή­ρι­ξαν στο δεύ­τε­ρο γύρο. Την απε­λευ­θέ­ρω­ση των Μα­πού­τσε πο­λι­τι­κών κρα­του­μέ­νων και όσων συ­νε­λή­φθη­σαν στην εξέ­γερ­ση του 2019, και το δι­καί­ω­μα σε ελεύ­θε­ρη, νό­μι­μη, ασφα­λή και δω­ρε­άν έκτρω­ση. Και τα δύο αι­τή­μα­τα απο­τε­λούν πρω­το­βου­λί­ες που μπλό­κα­ρε στο κοι­νο­βού­λιο η Δεξιά και η Κε­ντρο­α­ρι­στε­ρά. Η κυ­βέρ­νη­ση Μπό­ριτς έχει την ιστο­ρι­κή ευ­θύ­νη να επα­νορ­θώ­σει τις συ­στη­μα­τι­κές πα­ρα­βιά­σεις των αν­θρω­πί­νων δι­καιω­μά­των στο παρόν και στο πα­ρελ­θόν, και να δη­μιουρ­γή­σει ένα πλαί­σιο σε­ξουα­λι­κής ελευ­θε­ρί­ας και ανα­πα­ρα­γω­γι­κής δι­καιο­σύ­νης που θα εκ­φρά­ζει κα­θα­ρές προ­ό­δους για το φε­μι­νι­στι­κό κί­νη­μα και τις ΛΟ­ΑΤ­ΚΙ+ κοι­νό­τη­τες. 

Θα είναι λοι­πόν ανα­γκαίο για τις ποι­κι­λό­μορ­φες πο­λι­τι­κές και κοι­νω­νι­κές δυ­νά­μεις μέσα κι έξω από τη Συ­ντα­κτι­κή Συ­νέ­λευ­ση να δη­μιουρ­γή­σουν μια συμ­μα­χία που θα ενο­ποιεί τα κι­νή­μα­τα που υπο­στή­ρι­ξαν τις φε­μι­νι­στι­κές, φοι­τη­τι­κές, ιθα­γε­νι­κές και συν­δι­κα­λι­στι­κές κι­νη­το­ποι­ή­σεις των τε­λευ­ταί­ων δε­κα­ε­τιών μαζί με το αρ­χι­πέ­λα­γος της ρι­ζο­σπα­στι­κής Αρι­στε­ράς, σε μα­ζι­κή δράση. Αυτό θα με­τα­τρέ­ψει τις μα­χη­τι­κές τους  δυ­να­τό­τη­τες, που τόσο πολύ συ­νέ­βα­λαν σε αυτά τα κοι­νω­νι­κά κι­νή­μα­τα, σε πο­λι­τι­κές δυ­να­τό­τη­τες του λαού και όχι μόνο των μι­κρών ομά­δων. 

Μια τέ­τοια λαϊκή συμ­μα­χία θα αντι­με­τω­πί­σει ένα δύ­σκο­λο κα­θή­κον: να αντι­πα­ρα­τε­θεί με τη νέα ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποι­η­μέ­νη Δεξιά και την θέ­λη­σή της για ένα αντι­λαϊ­κό ρε­βαν­σι­σμό. Αυτή η αντι­πα­ρά­θε­ση θα εξε­λι­χθεί στους δρό­μους και θα αντλή­σει από τα μα­θή­μα­τα στην αυ­το­ά­μυ­να που προ­έ­κυ­ψαν δε­κα­ε­τί­ες πριν αλλά και πιο πρό­σφα­τα στην εξέ­γερ­ση του 2019. Αλλά ο πιο διαρ­κής τρό­πος να στα­μα­τή­σου­με την ακρο­δε­ξιά είναι να απο­σπά­σου­με τη δυ­νη­τι­κή της λαϊκή βάση με ένα σχέ­διο αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κού και φε­μι­νι­στι­κού με­τα­σχη­μα­τι­σμού. Αυτό επι­τυγ­χά­νε­ται μέσα από την κα­τά­κτη­ση κα­λύ­τε­ρων συν­θη­κών ζωής και αγώνα, φρά­ζο­ντας τη συ­ντη­ρη­τι­κή διέ­ξο­δο από την κρίση. Τον φα­σι­σμό τον αντι­με­τω­πί­ζου­με επί­σης στο έδα­φος της κα­θη­με­ρι­νής ζωής της πο­λυ­ε­θνι­κής ερ­γα­τι­κής τάξης της Χιλής.

Πάνω από όλα, μια τέ­τοια πο­λι­τι­κή και κοι­νω­νι­κή σύ­γκλι­ση έχει την ευ­και­ρία να γίνει η δύ­να­μη που θα δώσει σθε­να­ρή υπο­στή­ρι­ξη στη δια­μόρ­φω­ση και την έγκρι­ση του νέου Συ­ντάγ­μα­τος στο δη­μο­ψή­φι­σμα το 2022. Μπο­ρεί να διορ­θώ­νει τους δι­σταγ­μούς της νέας κυ­βέρ­νη­σης να υλο­ποι­ή­σει το πρό­γραμ­μά της σε κρί­σι­μες στιγ­μές. Με ένα μπλο­κα­ρι­σμέ­νο Κο­γκρέ­σο, η λαϊκή κι­νη­το­ποί­η­ση θα είναι κρί­σι­μη στη δια­μόρ­φω­ση συ­σχε­τι­σμών. Η πο­λι­τι­κή ανε­ξαρ­τη­σία και ο προ­γραμ­μα­τι­κός προ­σα­να­το­λι­σμός αυτής της κι­νη­το­ποί­η­σης θα είναι το κλει­δί σε αυτό το νέο κύκλο. 

*Ο Πά­μπλο Αμπου­φόμ είναι μέλος της αντι­κα­πι­τα­λι­στι­κής ορ­γά­νω­σης Solidaridad και της συ­ντα­κτι­κής επι­τρο­πής του Revista Posiciones. 

Ετικέτες