Ο Ουκρανικός εθνικισμός και η φασιστική απειλή
Η συζήτηση για την ακροδεξιά σε όλον τον «μετασοβιετικό» χώρο, πρέπει να έχει ως αφετηρία τη σκοτεινή πολιτική κατάσταση που επικρατεί σε αυτές τις χώρες, λόγω της προϊστορίας τους και των εθνικισμών. Η Ουκρανία δεν αποτέλεσε εξαίρεση. Από την επομένη της ανακήρυξης της ανεξαρτησίας της οι ντόπιες ελίτ φόρεσαν τον «εθνικό μανδύα», ως νομιμοποιητική βάση της εξουσίας τους στη μετασοβιετική περίοδο.
Ο ουκρανικός εθνικισμός πήρε μια επιπλέον ώθηση από την «Πορτοκαλί Επανάσταση» του 2004. Οι μαζικές κινητοποιήσεις ενάντια στην εκλογική νοθεία έγιναν αντιληπτές ως «εθνική» επανάσταση που ολοκληρώνει τη -μετέωρη- ρήξη με τη σχέση εξάρτησης από τη Ρωσία. Το φιλοδυτικό τμήμα των ολιγαρχών και του πολιτικού τους προσωπικού, προώθησε αυτό το αφήγημα, παίζοντας με τις αυταπάτες σοβαρών τμημάτων του ουκρανικού λαού ότι η λύση στη διαφθορά και την ανισότητα είναι «να γίνουν ευρωπαϊκή χώρα». Σε αυτό το φόντο άνθισε το Σβόμποντα, που εξελίχθηκε από περιθωριακή νεοναζιστική ομάδα σε μαζική-εκλογική έκφραση της ουκρανικής ακροδεξιάς (10,5% το 2012 και ισχυρή παρουσία στους Δήμους).
Μετά το Μεϊντάν
Η εξέγερση του Μεϊντάν υπήρξε το επόμενο σημείο καμπής. Η αιφνίδια στροφή του Γιανουκόβιτς -να μην επικυρώσει τη συμφωνία με την ΕΕ που είχε ψηφίσει η Βουλή- και να προχωρήσει σε στρατηγικό δανεισμό από τη Ρωσία, προκάλεσε τις διαδηλώσεις φοιτητών που έβλεπαν στην «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» μια εναλλακτική λύση στη μετασοβιετική στασιμότητα. Η καταστολή και μια σκληρή νομοθεσία αυταρχικοποίησης του κράτους μαζικοποίησε τις διαδηλώσεις, που κλιμακώθηκαν. Το Σβόμποντα έπαιξε ρόλο. Αν και μειοψηφία, κινητοποιούσε οργανωμένα μέλη, παρείχε την κομματική-αυτοδιοικητική «υποδομή» του (ιδιαίτερα στις κινητοποιήσεις στις άλλες πόλεις και λιγότερο στο Κίεβο) και ενίσχυε την «εθνική» ρητορική.
Μετά την κλιμάκωση της κρατικής καταστολής και των συγκρούσεων, ενισχύθηκε ο ρόλος του «Δεξιού Τομέα», μιας επιχειρησιακής «ομπρέλας» των νεοναζιστικών δυνάμεων που ξεπερνούσαν το μετριοπαθές (στα μάτια τους) Σβόμποντα. Συγκροτήθηκε αρχικά για την εκδίωξη των αριστερών, αναρχικών, προοδευτικών ακτιβιστών από τις κινητοποιήσεις και εξελίχθηκε σε «ένοπλη πρωτοπορία» κατά τις συγκρούσεις με την αστυνομία στο Κίεβο.
Τους μήνες που ακολούθησαν την ανατροπή Γιανουκόβιτς, οι φασίστες δήλωναν ότι θα πάνε «την εθνική επανάσταση μέχρι τέλους». Το όργιο μαύρης τρομοκρατίας αφορά κυρίως τους σκοτεινούς εκείνους μήνες του 2014, όταν το ουκρανικό κράτος τρέκλιζε. Τα γεγονότα στις ανατολικές επαρχίες (βλ. παρακάτω), ενίσχυσαν το ρόλο τους, όταν το νέο καθεστώς του Κιέβου, χωρίς ισχυρό στρατό κι αστυνομία στη διάθεσή του, χρειάστηκε «ετοιμοπόλεμες» δυνάμεις.
Τα επόμενα χρόνια, της σχετικής σταθεροποίησης του ουκρανικού κράτους, επικράτησε ο (γνώριμος και στη Δύση) συνδυασμός «κρατικού χαλιναριού» και πριμοδότησης της δράσης ή των απόψεών τους. Πολλοί κατέλαβαν κρατικά πόστα, κηρύσσοντας σιωπηλά ή και φωναχτά τοτέλος της «εθνικής επανάστασης». Άλλοι επέμειναν στην «εθνική επανάσταση μέχρι τέλους» κι αντιμετώπισαν κρατική καταστολή. Αρκετοί ελίσσονται στη λεπτή γραμμή μεταξύ σχετικής «αυτονομίας» κι «ενσωμάτωσης» (πχ. το διαβόητο Τάγμα Αζόφ).
Αυτός ο «γαλαξίας» βρέθηκε υπό την σκέπη του πρώην υπουργού Εσωτερικών Αβάκοφ, που υπηρέτησε υπό διαδοχικές κυβερνήσεις στην ίδια θέση, μέχρι την ρήξη του με την κυβέρνηση Ζελένσκι, το περασμένο καλοκαίρι.
Όπως όλα τα φασιστικά κινήματα, «άνθισαν» κυρίως στην περίοδο που το κράτος ήταν αδύναμο ή απρόθυμο να επιτελέσει τον ένοπλο ρόλο του. Και επίσης «άνθισαν» στο φόντο μιας «εθνικής ταπείνωσης», όπως έγινε πλατιά αντιληπτή η απώλεια της Κριμαίας και ο κίνδυνος απώλειας του Ντονμπάς το 2014.
Μετά το 2014, η εκλογική επιρροή της ακροδεξιάς έχει μετρηθεί δύο φορές κι έχει αποδειχθεί εξαιρετικά μειοψηφική. Στις πρώτες εκλογές μετά το Μεϊντάν, το Σβόμποντα έπεσε από τα παλιά διψήφια ποσοστά του στο 4,7% κι ο Δεξιός Τομέας κατέγραψε μόλις 1,8%. Στις τελευταίες εκλογές τα πράγματα έγιναν γι’ αυτούς ακόμα χειρότερα, καθώς μια σύμπραξη όλων των φυλών (το Σβόμποντα, ο πολιτικός βραχίονας του Αζόφ, ο Δεξιός Τομέας και 3-4 ακόμα σκληρές υπερ-εθνικιστικές δυνάμεις) βρέθηκε στο 2%. Η εκλογή του Ζελένσκι -ενός Εβραίου, Ρωσόφωνου, με «πρόγραμμα» την ειρήνη στο Ντονμπάς- με συντριπτικά ποσοστά, μπορεί να μη λέει πολλά για τον ίδιο, αλλά λέει πολλά για την ουκρανική κοινή γνώμη. Τα οργανωτικά μεγέθη των νεοναζί παρέμειναν περιορισμένα σε αναλογία με τον πληθυσμό και όχι πολύ διαφορετικά από τα ανάλογα σε πολλές ανατολικοευρωπαϊκές (αλλά και δυτικοευρωπαϊκές) χώρες.
Οι κίνδυνοι
Όμως έχουν δύο ισχυρά κι επικίνδυνα πλεονεκτήματα -και τα δύο συνέπεια του διαρκώς εμπόλεμου στάτους της Ουκρανίας εδώ και 8 χρόνια: Είναι οπλισμένοι (πολύ πιο βαριά και πολύ πιο νόμιμα από τους διεθνείς ομοϊδεάτες τους που διατηρούν «κρύπτες») και κολυμπάνε σαν ψάρια μέσα στο εθνικιστικό νερό. Γι’ αυτό, είναι πραγματικά επικίνδυνοι σήμερα, στις συνθήκες που διαμορφώνονται μετά τη ρωσική εισβολή.
Οι δισταγμοί των διαδοχικών κυβερνήσεων να υλοποιήσουν τις Συμφωνίες του Μινσκ και να αναδιπλωθούν από την «πολεμική» πρακτική (κινήσεις που έγιναν λιγότερο επί Ποροσένκο, και περισσότερο επί Ζελένσκι) αποτυπώνουν μια διπλή συνθήκη: Είτε το φόβο απέναντι στην ένοπλη δύναμη των ακροδεξιών, είτε τον πολιτικό δισταγμό απέναντι σε ένα πολύ ευρύτερο εθνικιστικό κλίμα, που έβλεπε το ίδιο το Μινσκ ως συνθηκολόγηση απέναντι στη Ρωσία.
Το αντίπαλο δέος βρίσκεται σε μια άλλη όψη των συνεπειών της εισβολής: τον «εξισοτισμό των καταφυγίων», της δημιουργίας δομών αλληλεγγύης, της ενότητας διαφορετικών κοινοτήτων απέναντι στην εισβολή και τις συνέπειές της. Γνωρίζουμε ότι οι αριστερές δυνάμεις στην Ουκρανία είναι αδύναμες, αλλά στους ώμους τους πέφτει το δύσκολο καθήκον να ενισχύσουν τη δεύτερη τάση -κι έχουν την πλήρη στήριξή μας σε αυτό.
Γενικότερα, στην Ουκρανία ξεδιπλώνονται οι αντιδραστικές δυναμικές μιας καθυστερημένης και πολλαπλά ματαιωμένης «εθνικής ενοποίησης». Η πλούσια και σύνθετη εμπειρία μιας πολύ πιο ρευστής «ταυτότητας» πολλών απλών ανθρώπων, που μπορεί να είναι δίγλωσσοι, που μπορεί να είναι ουκρανόφωνοι αλλά να τιμούν τη ρωσική καταγωγή τους, που μπορεί να είναι ρωσόφωνοι αλλά να νιώθουν Ουκρανοί, που δηλώνουν και Ουκρανοί και Εβραίοι κ.ο.κ. αποτελεί μια πολύ πιο υγιή κληρονομιά που αποτελεί βάση αντίστασης στην υποκίνηση των εθνικιστικών παθών του πολέμου.
Για τη διεθνή συζήτηση, οφείλουμε να σταθούμε σε τρία πράγματα.
Το ένα αφορά την ανάγκη αποκάλυψης της ρωσικής προπαγάνδας για το «ναζιστικό καθεστώς» του Κιέβου, χωρίς να κλείνουμε τα μάτια στο πρόβλημα των νεοναζί, αλλά εντοπίζοντάς το στις πραγματικές διαστάσεις του. Κυρίως, επιμένοντας ότι το πρόβλημα δεν δίνει καμία «αντιφασιστική» νομιμοποίηση στην εισβολή.
Το δεύτερο, αφορά τις ευθύνες των «δημοκρατικών κυβερνήσεων» της Δύσης που δε διστάζουν να αξιοποιήσουν στρατιωτικά την ένοπλη ακροδεξιά. Διαδοχικές αποφάσεις του αμερικανικού Κογκρέσου (για «εμπάργκο» στο Αζόφ) έχουν ανατραπεί υπό την επιμονή του Πενταγώνου.
Το τρίτο αφορά γενικότερα τον κίνδυνο του εθνικισμού. Ιδιαίτερα στην ευαίσθητη γωνιά των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου, οι σκελετοί στις δικές μας ντουλάπες θα επέβαλλαν μια φειδώ στην ταμπέλα «ναζί» για την περιγραφή των αντιδραστικών πτυχών του ουκρανικού εθνικισμού. Γνωρίζοντας πολύ καλά ότι τα εθνικιστικά πάθη δε χρειάζεται να αφεθούν να εξυψωθούν στο «ανώτατο στάδιο» του φασισμού για να γίνουν επικίνδυνα, αλλά και ότι πρέπει να ιεραρχηθεί ψηλά η καταπολέμησή τους από τους εργαζόμενους και την Αριστερά.
Αντιφασισμός και μεγαλορώσικος σοβινισμός
Το πολιτικό τοπίο στις αυτονομημένες επαρχίες του Ντονιέτσκ και του Λουγκάνσκ, έχει μεγάλες δόσεις «αντικατοπτρισμού» του κλίματος και των πολιτικών εξελίξεων στα δυτικά.
Οι κινητοποιήσεις του «Αντι-Μεϊντάν», μετά την ανατροπή του Γιανουκόβιτς (που συνέχιζε να υποστηρίζεται από ολιγάρχες με βάση στην Αν. Ουκρανία, όπως ο πανίσχυρος Ρινάτ Αχμέτοφ), θυμίζουν έντονα το ίδιο το «Μεϊντάν». Ξεκίνησαν ως έκφραση διαφωνίας στον προσανατολισμό της νέας κυβέρνησης, απέκτησαν μαζικότητα ως απάντηση στη βία που δέχτηκαν (από τις φασιστικές/εθνικιστικές συμμορίες), κλιμακώθηκαν από πολιτικές δυνάμεις (τμήμα του Κόμματος Περιφερειών που έμεινε πιστό στο Γιανουκόβιτς, μηχανισμοί του Αχμέτοφ κ.ά.) και τελικά ηγεμονεύτηκαν από επαγγελματίες στρατιωτικούς και πολιτικούς συνδεδεμένους με τη Ρωσία.
Όπως έγραψε αργότερα, ο επικεφαλής των ενόπλων δυνάμεων των «Λαϊκών Δημοκρατιών», ο Ιγκόρ Στρέλκοφ (ο Ρώσος αξιωματικός Ιγκόρ Γκίρκιν): «τότε, πυροδότησα την ένοπλη σύγκρουση». Ο Στρέλκοφ έχει μακρύ παρελθόν στις ρωσικές ειδικές δυνάμεις, με προϋπηρεσία στους πολέμους στην Τσετσενία, στην Υπερδνειστερία, στη Βοσνία, αλλά και στην προετοιμασία της προσάρτησης της Κριμαίας.
Στο πλευρό του «υποργού Άμυνας» Στρέλκοφ, την «πολιτική ηγεσία» στο Ντονιέσκ ανέλαβε ως Πρωθυπουργός ο Αλεξάντερ Μποροντάι. Παλιός συνεργάτης του Στρέλκοφ, αστέρας τότε της ρωσικής ακροδεξιάς και σήμερα βουλευτής του κόμματος του Πούτιν.
Αυτή η ηγεσία δεν έκρυβε τους στόχους της, κάνοντας από την πρώτη στιγμή λόγο για «Νοβορωσία» και συνδέοντας εξαρχής την «αυτονομία» με την προοπτική ένταξης στη Ρωσική Ομοσπονδία.
Όταν ο Στρέλκοφ «πάτησε τη σκανδάλη», βρήκε απέναντι έναν ουκρανικό στρατό απρόθυμο και ανίκανο να πολεμήσει. Σύντομα όμως στη θέση του άρχισαν να παρατάσσονται οι φασιστικές ομάδες του Δεξιού Τομέα και άλλων εθνικιστικών-εθελοντικών ταγμάτων. Αυτές διέπραξαν φρικτά εγκλήματα πολέμου, που βάθυναν το ρήγμα. Καθώς οι «Λαϊκές Δημοκρατίες» δεν έκρυβαν τον προσανατολισμό της προσχώρησης στη Ρωσία, το ρήγμα βάθαινε κι από την άλλη μεριά. Όταν συγκροτήθηκε πλέον η Ουκρανική Εθνοφρουρά, ο Στρέλκοφ διαπίστωνε μια αλλαγή: «Είχαν πλέον πραγματικό κίνητρο. Ήταν πεισμένοι ότι πολεμούν μισθοφόρους της Ρωσίας».
Σταδιακά, η «γραμμή επαφής» σταθεροποιήθηκε και η εκεχειρία του Μινσκ «πάγωσε» τη σύγκρουση. Οι πρωτεργάτες επέστρεψαν στη Μόσχα. Άλλοι εξαργυρώνοντας τη δράση τους, όπως ο Μποροντάι, που πήρε θέση στη Δούμα, άλλοι ως εκ δεξιών αντιπολιτευόμενοι, με πικρία που ο Πούτιν «άφησε τη δουλειά στη μέση», όπως ο Στρέλκοφ-Γκίρκιν.
Ο ρόλος της Μόσχας
Όλη εκείνη την περίοδο, υπήρχε ένα ερωτηματικό για τις προθέσεις της Μόσχας, που αποτυπωνόταν στις κριτικές που δεχόταν ο Πούτιν για «λειψή υποστήριξη» στο Ντονμπάς. Στην πράξη, υπήρχε μια όχι πάντα αρμονική συνύπαρξη των ντόπιων οπλαρχηγών και κάποιων «διανοουμένων» (του κλίματος Ντούγκιν, Πριλέπιν κ.ά.), που έδιναν την έμφαση στην άμεση απόσχιση του Ντονμπάς, απέναντι στους χειρισμούς των «στρατηγιστών» του Κρεμλίνου, που ήθελαν να ελέγξουν το Ντονμπάς, όχι (ή όχι ακόμα…) για να το προσαρτήσουν, αλλά για να το χρησιμοποιούν ως «μοχλό» αποσταθεροποίησης όλης της Ουκρανίας.
Είναι κοινό μυστικό ότι ο αρχιτέκτονας των «Λαϊκών Δημοκρατιών» και του σχεδίου «Νοβορωσία» είναι ο Βλάντισλαφ Σούρκοφ. Πρόκειται για τον λεγόμενο και «γκρίζο καρδινάλιο», που είναι στο πλευρό του Πούτιν από το 1999 και ήταν προσωπικός σύμβουλος του Ρώσου προέδρου για την «ουκρανική πολιτική» από το 2013 ως το 2020. Ο Σούρκοφ περιγράφει τα γεγονότα του 2014 ως «επανακατάκτηση» και δεν κρύβει ότι είναι «περήφανος για το ρόλο που έπαιξε» σε αυτή.
Πάντως σε κάθε περίπτωση, ακόμα και σε όσους διατηρούν μια άλλη ανάγνωση για το 2014, σήμερα είναι πια καταφανές ότι τα «αυτόνομα» κρατίδια δεν έχουν καμία αυτονομία. Η νέα φρουρά που βρίσκεται τα τελευταία χρόνια στην ηγεσία των «Λαϊκών Δημοκρατιών» είναι ακόμα πιο ελεγχόμενη: Τόσο ο πρωθυπουργός της ΛΔ Ντονιέτσκ, όσο και ο πρωθυπουργός της ΛΔ Λουγκάνσκ, είναι μέλη του κόμματος του Πούτιν, με προϋπηρεσία σε υψηλές διοικητικές θέσεις του ρωσικού κράτους.
Κατά τη διαπίστωση του Ιταλού αριστερού δημοσιογράφου Αντρέα Σερεζίνι, «το σφυροδρέπανο, στο Ντονιέτσκ δεν έρχεται σε ιδιαίτερη αντίθεση με τα πορτρέτα του Τσάρου Νικόλαου του Δεύτερου και τις απόψεις των οπαδών της Ρωσικής Ανωτερότητας -δεν είναι καθόλου δύσκολο να συνυπάρχουν». Ο Σερεζίνι έμεινε πολύ στο Ντονμπάς, «ελπίζοντας να καταγράψει ένα νέο Ισπανικό Εμφύλιο», αλλά απέκτησε μια πολύ καθαρή εικόνα της νοηματοδότησης που έχουν αυτά τα σύμβολα και η ρητορική στο πλαίσιο του μεγαλορωσικού εθνικισμού.
Όπως γράφει:
«Συνειδητοποίησα ότι ο αντιφασισμός στο Ντονιέτσκ είναι πολύ διαφορετικός από τον δικό μας… Η κόκκινη σημαία συμβολίζει εκεί τη δύναμη της σοβιετικής αυτοκρατορίας, η οποία αντικατέστησε το στόχο της ισότητας με το όνειρο της κυριαρχίας».
Ειλικρινής αντιφασισμός, και ειλικρινής αγωνία ενάντια στους Ουκρανούς φασίστες, είμαστε σίγουροι ότι υπάρχουν ανάμεσα στις γραμμές κάποιων από τους πολιτοφύλακες. Αλλά τέτοια αισθήματα μπορεί να βρει κανείς και από την άλλη πλευρά του «σημείου επαφής» των στρατευμάτων, μεταξύ των ανθρώπων που στέκονται ενάντια στο σχέδιο «Νοβορωσία», και πολύ περισσότερο μέσα στις γραμμές όσων σήμερα αντιστέκονται στη ρωσική εισβολή. Άλλωστε αυθόρμητες «αντι-ολιγαρχικές τάσεις», εμφανίστηκαν τόσο στο «Μεϊντάν», όσο και στο «Αντι-Μεϊντάν», αλλά δεν ήταν αυτές που επηρέασαν τελικά την έκβασή τους.
Γράφει ο Σερεζίνι:
«Στην μικρή πόλη Τορέζ –πήρε το όνομα από τον Μορίς Τορέζ, πρώην ηγέτη του ΚΚ Γαλλίας- χιλιάδες ανθρακωρύχοι είχαν μείνει άνεργοι από την αρχή του πολέμου. Σήμερα, πολλοί από αυτούς δουλεύουν στο Kopankas, στα παράνομα ορυχεία μηδενικού κόστους… Το 2015, ο μισθός ήταν 700 χρίβνιες τη βδομάδα, ή λίγο πάνω από 30 ευρώ. Δούλευαν 6 μέρες τη βδομάδα σε ακραία εκμεταλλευτικές συνθήκες και πολύ συχνά πληρώνονταν με σακούλες κάρβουνο. Το υλικό που είχαν εξορύξει με σκληρή δουλειά, πωλούνταν στους “εχθρούς” στο Κίεβο και αυτοί που έλεγχαν τη διαδρομή -βγάζοντας χρήματα από αυτό- ήταν συνήθως οι ίδιοι οι ηγέτες των σεπαρατιστών».
Kαταλήγει το άρθρο του Ιταλού δημοσιογράφου στην εφημερίδα «Μανιφέστο»:
«Τι σχέση έχει ο αντιφασισμός με όλα αυτά; Όπως φαίνεται, καμία. Είναι απλά μια λέξη, όπως το άγαλμα του Λένιν είναι απλά ένα άγαλμα -το οποίο αν μπορούσε να ζωντανέψει, θα ντρεπόταν που βρίσκεται εκεί».
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά