Μπλοκ αντεργατικής επίθεσης

Ο νόμος Χατζηδάκη είναι «τομή», προωθείται ως σημείο στρατηγικής καμπής στο συσχετισμό δύναμης μεταξύ του κεφαλαίου και της εργατικής τάξης στην Ελλάδα. Θα υποστηριχτεί με «συνοδευτικά» μέτρα (αντιμεταρρύθμιση στο Ασφαλιστικό, επιτάχυνση ιδιωτικοποιήσεων, λεηλασία των κοινωνικών δαπανών από επιχειρήσεις…). Ήδη θωρακίζεται για να αντέξει στο χρόνο, αφού η βιωσιμότητά του συνδέεται ευθέως με τις ευρωπαϊκές ενισχύσεις.

Έχουμε κατ’ επανάληψη υποστηρίξει ότι ο άνεμος αισιοδοξίας που καλλιεργούν τα καθεστωτικά ΜΜΕ, σχετικά με τις προοπτικές αναπτυξιακής εκτίναξης του ελληνικού καπιταλισμού στην μετά-την-πανδημία περίοδο, στερείται αξιοπιστίας και σοβαρότητας. Οι καπιταλιστές γνωρίζουν ότι κατά την περίοδο της υπερδεκαετούς κρίσης, η μείωση του ΑΕΠ κατά περίπου 25% απεικονίζει μια υποβάθμισή τους στην παγκόσμια κατάταξη, γνωρίζουν ότι η μείωση της παραγωγής σε κρίσιμους κλάδους μετά την πανδημία έχει προκαλέσει σοβαρές καθυστερήσεις, γνωρίζουν ότι βαδίζουν με ταχύτητα προς μια νέα «παγίδα χρέους», με αρχή το 2023 και μια νέα δύσκολη επαναδιαπραγμάτευση των δημοσιονομικών πολιτικών με την ΕΕ και το ΔΝΤ. Γι’ αυτό απαιτούν γρήγορα, εδώ και τώρα, μέτρα αύξησης του ποσοστού εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης. Ο στόχος τους είναι σαφής: να υποχρεωθούν οι εργάτες να δουλέψουν περισσότερο, με την ίδια ή και μικρότερη αμοιβή.

Το πεδίο στο οποίο θα επέμβει ο νόμος Χατζηδάκη είναι ήδη εξαιρετικά αρνητικό για την εργατική τάξη. Σε αντίθεση με τη χυδαία προπαγάνδα, οι εργάτες στην Ελλάδα δουλεύουν περισσότερες ώρες ετησίως από όλες τις χώρες-μέλη της ΕΕ, αλλά και σε σύγκριση με πολλές άλλες χώρες στον κόσμο. Οι μισθοί τους μειώθηκαν κατά 50% σε σχέση με το 2008 και παραμένουν χαμηλότερα του 2011. Είναι το αποτέλεσμα των μνημονιακών μεταρρυθμίσεων, αλλά και του τι έκανε (ή δεν έκανε) η κυβέρνηση Τσίπρα μεταξύ 2015 και 2019. Ο Δ. Κουτσούμπας είχε απολύτως δίκιο στη Βουλή, όταν υπογράμμισε τις ευθύνες όσων «έστρωσαν αυτή την κατάσταση», πάνω στην οποία «χτίζει» τώρα ο Μητσοτάκης.

Η επίγνωση ότι πολλές αντιδραστικές αλλαγές έχουν ήδη προωθηθεί στην πράξη, δεν επιτρέπεται να οδηγεί σε υποτίμηση των συνεπειών που θα έχει ο νόμος Χατζηδάκη. Γιατί δεν περιορίζεται απλώς στο να τις «νομιμοποιήσει», να τις αναδείξει ως στοιχεία μιας «κανονικότητας» που θα πρέπει να δεχθούμε ως μακρά, αλλά επιδιώκει να τις επιταχύνει και να τις γενικεύσει. Για παράδειγμα, η ευέλικτη «διευθέτηση του χρόνου εργασίας» εισήλθε στην εργατική νομοθεσία επί εκσυγχρονιστικού ΠΑΣΟΚ. Αφορούσε περιορισμένες περιοχές (Τοπικά Σύμφωνα Απασχόλησης -ΤΣΑ) ή κλάδους που βρίσκονταν σε κρίση. Κυρίως, όμως, προϋπέθετε συλλογική συμφωνία (σύμβαση μεταξύ εργοδοτών και συνδικάτων) και γι’ αυτό τα διαβόητα ΤΣΑ τελικά δεν επεκτάθηκαν. Ο νόμος Χατζηδάκη μετατρέπει τη «διευθέτηση» (δηλαδή την κατάργηση του 8ωρου και της υποχρεωτικής πληρωμής υπερωριών) σε αντικείμενο ατομικής συμφωνίας, μεταξύ του κάθε εργάτη ξεχωριστά και του εργοδότη του, ενώ επεκτείνει αυτή τη δυνατότητα πάνω στο σύνολο της εργατικής τάξης. Στη βιομηχανία (εκεί όπου κατά τεκμήριο η εργασία είναι εξουθενωτική για το κορμί και το μυαλό), η επέκταση των υπερωριών στις 150 ετησίως (δηλαδή η προσθήκη εργάσιμου χρόνου 4 εβδομάδων!), με σοβαρό κίνδυνο αυτές να είναι απλήρωτες, και με το λαιμό στη θηλιά της «ατομικής συμφωνίας», θα δημιουργήσει κολασμένες συνθήκες στον «κορμό», στη ραχοκοκκαλιά του συνολικότερου εργατικού κινήματος. Η κυβέρνηση γνωρίζει ότι σε αυτή την πολιτική θα υπάρξει αναπόφευκτα εργατική αντίσταση. Και γι’ αυτό, ο νόμος Χατζηδάκη περιλαμβάνει δρακόντεια μέτρα κατά του δικαιώματος στην απεργία, αλλά και σημαντικές απειλές κατά της νόμιμης δράσης και λειτουργίας των συνδικάτων, τουλάχιστον αυτών των συνδικάτων που αισθάνονται ακόμα την υποχρέωση να υπερασπίσουν τους εργάτες-μέλη τους.

Η αύξηση του ποσοστού εκμετάλλευσης είναι η «ψυχή» του προγράμματος Μητσοτάκη και προς την κατεύθυνση αυτή συντονίζονται όλα τα σφυριά των κυβερνητικών παρεμβάσεων στις συνθήκες της διαφαινόμενης (αλλά όχι ακόμα δεδομένης…) εξόδου από την πανδημία. Η ιδιωτικοποίηση του Δημόσιου Συστήματος Κοινωνικών Ασφαλίσεων, αρχίζοντας από την Επικούριση (άλλος ένας τομέας όπου η δουλειά του Μητσοτάκη «στρώθηκε» από τα πεπραγμένα του ΣΥΡΙΖΑ και του νόμου Κατρούγκαλου…) θα δώσει πεδίο δράσης στις ιδιωτικές ασφαλιστικές και στις τράπεζες, βάζοντας σε άμεσο κίνδυνο τις καταβαλλόμενες συντάξεις. Η διάθεση των πόρων των ευρωπαϊκών ενισχύσεων κατευθύνεται αποκλειστικά προς τις επιχειρήσεις και κατά ιδιαίτερη προτεραιότητα προς τις πιο δυναμικές επιχειρήσεις (ενέργεια, logistics, τηλεπικοινωνίες, μεγάλες κατασκευές, ηλεκτρονικοποίησηκ.ο.κ.). Σε αυτούς τους κλάδους η κυβέρνηση υποστηρίζει συνειδητά μια «σύμφυση» δραστηριοτήτων, με στόχο μια γρήγορη και σημαντική συγκέντρωση του κεφαλαίου. Τα logistics συνδέονται με τα datacentersκαι τις μεταφορές, με στόχο ντόπιους «κόμβους» των Παγκόσμιων Αλυσίδων Αξίας/Εφοδιασμού. Στην ενέργεια «εισβάλουν» οι κατασκευαστικές και κάποιοι βαρώνοι της βιομηχανίας. Το ΤΑΙΠΕΔ -υπό νέα διοίκηση- δεσμεύεται να «τρέξει» τις ιδιωτικοποιήσεις μεγάλων δημόσιων περιουσιακών στοιχείων (λιμάνια, αεροδρόμια, δίκτυα, μαρίνες κ.ά.), για να συμβάλει στην ανάδυση αυτών των νέων «εθνικών πρωταθλητών».

Ο ελληνικός αστισμός, μετά από 10 χρόνια βαλτώματος στην κρίση, πράγματι ανασκουμπώνεται, επιχειρεί να συγκροτήσει «κοινωνικό μπλοκ» μέσω του οποίου θα διεκδικήσει την καλύτερη δυνατή έξοδο από την κρίση με μια ασύστολη επιθετικότητα απέναντι στην εργατική τάξη και τις λαϊκές δυνάμεις. Στην επιχείρησή του αυτή, έχει πρόγραμμα, τακτική, επικοινωνία, στρατηγική. Έχει επίσης σημαντικά προβλήματα: οι χειρισμοί του χρέους και της επαναδιαπραγμάτευσης με την ΕΕ, οι προσανατολισμοί στο γεωπολιτικό ανταγωνισμό με την Τουρκία (Χάγη ή όχι;), οι αδυναμίες ηγετικού ελέγχου της ΝΔ και όλου του πολιτικού σκηνικού από τον Μητσοτάκη κ.ο.κ., είναι ζητήματα που μπορούν να δημιουργήσουν αστάθειες και διχασμούς. Όμως, προς το παρόν, όλα αυτά υποτάσσονται στις σκοπιμότητες της άμεσης επίθεσης στα εργατικά δικαιώματα. Το επιβεβαιώνει η χυδαία στάση των ΜΜΕ στις μέρες συζήτησης του νόμου Χατζηδάκη, που σάλπισαν ομόφωνα ότι «η αντεργατική πολιτική απελευθερώνει», αποσκοπώντας στη μείωση των αντιδράσεων και τη φιλική πρόσδεση των μεσοστρωμάτων.

Συμμεριζόμαστε την πεποίθηση ότι τελικά ο νόμος Χατζηδάκη θα ανατραπεί στην πράξη. Όμως δεν θα ανατραπεί εύκολα. Δεν είμαστε ούτε στο 2015, ούτε στο 1992. Η κατάσταση στο εργατικό κίνημα είναι διαφορετική, αλλά και η αστική τάξη στέκεται σήμερα πολύ πιο ενωμένη και αποφασιστική.

Για την ανατροπή, που είναι αναγκαία και εφικτή, θα χρειαστεί σοβαρή, επίμονη, οργανωμένη και απαιτητική δουλειά και δράση από το «λαό της Αριστεράς», με ιδιαίτερα καθήκοντα στις οργανωμένες δυνάμεις της πολιτικής Αριστεράς.

Τί αντιπολίτευση;

Το κείμενο των Αντώνη Λιάκου και Μυρσίνης Ζορμπά, έβαλε στο ακροατήριο του ΣΥΡΙΖΑ όλες αυτές τις διαγνώσεις σε σχέση με την επίθεση της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Οι μετέπειτα παρεμβάσεις πιο κεντρικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, απέδειξαν ότι υπάρχει πλέον ανοιχτή συζήτηση επ’ αυτών.

Είναι αστείο, αλλά οι Λιάκος και Ζορμπά προτείνουν να αντιμετωπιστεί αυτή η επίθεση του αστικού μπλοκ, με ταχύτερη στροφή του ΣΥΡΙΖΑ προς τα… δεξιά. Με έμφαση στις ρεαλιστικές και συγκεκριμένες εναλλακτικές προτάσεις, με υποταγή στις σκοπιμότητες συγκρότησης μιας φαρδυπλατιάς εκλογικής συμμαχίας και -τελικά- με την «απελευθέρωση της Αριστεράς από τη μορφή Κόμμα» (οποίος πρωτότυπος νεωτερισμός!).

Το τραγικό είναι ότι αυτές οι «συστάσεις» αξιολογούνται ως δημιουργικές από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ. Η απόφαση του Τσίπρα να υπερψηφίσει στη Βουλή 55 άρθρα του νόμου Χατζηδάκη, ήταν κυριολεκτικά τραγική. Δεν έχει απολύτως καμία σημασία τι έλεγαν τα άρθρα αυτά και επί ποιου θέματος. Το πολιτικό μήνυμα προς την κυρίαρχη τάξη ήταν ότι μπροστά σε μια κορυφαία επίθεση, όπως ο νόμος Χατζηδάκη, ο ΣΥΡΙΖΑ επέλεξε να μην πει ένα καθαρό ΟΧΙ, επέλεξε να μην κόψει τις γέφυρες και στράφηκε σε μια τακτική διαπραγμάτευσης και αναζήτησης «θετικών» και «αρνητικών» σημείων και σχετικών άρθρων. Ήταν μια ακόμα πράξη κοινοβουλευτικής ντροπής, που προστίθεται στη θετική ψήφο υπέρ της σύμβασης ξεπουλήματος του Ελληνικού και της σύμβασης της αγοράς των Ραφάλ.

Η «προγραμματική» αντιπολίτευση είναι απολύτως ανίσχυρη μπροστά σε μια επίθεση σαν τη σημερινή. Δεν μπορεί να ανακόψει τον αντίπαλο και καταλήγει να εσωτερικεύει τις πιέσεις του. Και αυτό εξηγεί τη σημερινή εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ, που δεν μπορεί να κερδίσει τίποτα ουσιαστικό από την αποκάλυψη των προθέσεων του Μητσοτάκη, ενώ στο εσωτερικό του προοδεύει η κατάτμηση και η έλλειψη πολιτικής εμπιστοσύνης στις βαρύγδουπες διακηρύξεις. Ο στόχος μιας «προοδευτικής κυβέρνησης» που «θα ανατρέψει τα αντεργατικά μέτρα Μητσοτάκη» είναι παντελώς αναξιόπιστος. Ο νόμος Χατζηδάκη είναι πλέον συνδεδεμένος με τη συνέχεια της ροής των ευρωπαϊκών ενισχύσεων. Όσο κάποιος δεν προβάλει μια «συνολική αφήγηση», έναν συνολικό «σκοπό» στην πολιτική του, που θα πείθει ότι σκοπεύει να σπάσει αυτόν το φαύλο κύκλο, δεν μπορεί και δεν πρόκειται να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τον Μητσοτάκη, τουλάχιστον όσο αυτός διαθέτει την υποστήριξη της κυρίαρχης τάξης.

Αντίθετα, η «κινηματική αντιπολίτευση», ο δρόμος που ακολούθησε το εργατικό και λαϊκό κίνημα, είτε το 1989-92, είτε το 2010-12, ήταν η προσπάθεια να σπάσει στο δρόμο το κυρίαρχο αστικό μπλοκ, να διαρραγεί η επιρροή του στα μεσοστρώματα, να ενοποιηθούν οι λαϊκές δυνάμεις σε μια προοπτική ευρύτερης ανατροπής. Η μετέπειτα εξέλιξη αφορά τα κόμματα και τις ηγεσίες που είχαν ή απέκτησαν το δικαίωμα πολιτικής εκπροσώπησης των μαζών. Όμως η μέθοδος του κινήματος και των μαζών ήταν αναμφισβήτητα αυτή.

Αυτό πρέπει να το κρατήσουμε καλά στο μυαλό μας. Γιατί αυτή τη μέθοδο θα χρειαστούμε ξανά στην παρατεταμένη περίοδο που βρίσκεται μπροστά μας.

Ετικέτες