Η  κυβέρνηση του Μητσοτάκη επιδίωξε την πρόκληση/πόλωση της κοινωνίας προκειμένου να τσακίσει τον ιδεολογικοπολιτικό συσχετισμό που διαμορφώθηκε στα χρόνια της Μεταπολίτευσης και να εγκαθιδρύσει το νεοφιλελεύθερο, αυταρχικό καθεστώς στην οικονομία και στο κράτος, για βάθος χρόνου.

Αποτελεί μείγμα νεοφιλελευθερισμού με ακροδεξιά -για πρώτη φορά με τέτοια απροκάλυπτη συμμετοχή σε κυβέρνηση μετά  την χούντα- και πρωτοφανή επιθετικότητα ενάντια στο κοινωνικό κράτος και στο μαζικό κίνημα.  

Το σύνθημα «να πέσει η κυβέρνηση Μητσοτάκη απ’ τα κάτω και απ’ τ’ αριστερά» εκφράζει και «ενοποιεί» σήμερα τον αριστερό κόσμο. Ωστόσο κανένα τμήμα της πολιτικής Αριστεράς δεν μπορεί να το διεκδικήσει στο σύνολό του.

Απέναντι στη μεροληπτική ταξικά κυβέρνηση, αυταρχική και διεφθαρμένη, δεν εμφανίζεται γενικευμένη κοινωνική και πολιτική δυναμική ανατροπής παρά ορισμένους επίμονους και εμβληματικούς αγώνες όπως στην Υγεία και στην Παιδεία. Το πρόσφατο σιδηροδρομικό δυστύχημα μπορεί δυνητικά να λειτουργήσει ως «σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι της οργής» επηρεάζοντας απρόβλεπτα το προεκλογικό σκηνικό. Όμως δεν μπορεί να υπερβεί τους πολιτικούς όρους που έχουν διαμορφωθεί στην περίοδο.

Η εικόνα του πολιτικού συστήματος απέχει πολύ απ’ αυτή ενός ορισμένου δικομματισμού, ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, που κυριάρχησε για σχεδόν 4 δεκαετίες μετά την Μεταπολίτευση. Το πλαίσιο αυτό κατέρρευσε στην κρίση των μνημονίων και της κοινωνικής αντίδρασης που αποκαθήλωσε από τον πρωταγωνιστικό, κυβερνητικό ρόλο του το ΠΑΣΟΚ και ανέδειξε το ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός ωστόσο δεν αποτελεί σοσιαλδημοκρατικό υπόδειγμα χτισμένο στις πολιτικές και οργανωτικές σχέσεις με τα ταξικά και εκλογικά του ακροατήρια, ηγετική παρουσία στα συνδικάτα και μνήμη από τη συμμετοχή σε μεγάλους και νικηφόρους αγώνες, ακόμα και «αριστερής κυβέρνησης» με αναδιανεμητικό πρόγραμμα. Εδώ, φευ, η μνήμη είναι το μνημόνιο του 2015 με την  ανατροπή του δημοψηφίσματος, που «εμποδίζει» την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να υποσχεθεί ...σχεδόν οτιδήποτε! Σ’ όλη την διάρκεια της κυβερνητικής θητείας της Δεξιάς δεν έχει καταφέρει να συγκροτήσει κοινωνικό και πολιτικό ρεύμα ανατροπής. 

Η διαφορετική και ασταθής αυτή πολιτική και εκλογική «γεωμετρία» θέτει πρωτόγνωρες προκλήσεις στα κόμματα στ’ αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ. Η κομμουνιστική, η εξωκοινοβουλευτική, η επαναστατική Αριστερά για μια ολόκληρη περίοδο που την καθόρισαν το Πολυτεχνείο και ο «διεθνής Μάης» της δεκαετίας του ‘70, ακολούθησε πολλές, διαφορετικές και αντιφατικές εκλογικές τακτικές («αλλαγή δεν γίνεται χωρίς το ΚΚΕ» ή και «ψήφο στο ΠΑΣΟΚ χωρίς αυταπάτες» έως το «πέντε κόμματα δύο πολιτικές» και μέχρι «άκυρο – λευκό – αποχή») που, όμως, όλες καθορίζονταν από το στοιχείο πως πρακτικά την εκδίωξη της Δεξιάς από την κυβέρνηση αναλάμβανε το ΠΑΣΟΚ. 

Στις προσεχείς εκλογές την ανατροπή της κυβέρνησης Μητσοτάκη διεκδικεί ο ΣΥΡΙΖΑ (σε διάφορα κυβερνητικά «μείγματα»). Στην πραγματικότητα υπάρχει μεγάλη αντίφαση μεταξύ των προσδοκιών και  της ιδεολογικοπολιτικής ταυτότητας μεγάλου μέρους του δυνητικού εκλογικού ακροατηρίου του ΣΥΡΙΖΑ και της φυσιογνωμίας και των επιλογών της ηγεσίας του, η οποία μεταφράζεται σε έλλειμμα δυναμικής. Αν θα εμφανιστεί μεγάλη αποχή αριστερού κόσμου ευνοϊκή για την Δεξιά ή πόλωση της «τελευταίας ώρας» ευνοϊκή προς τον ΣΥΡΙΖΑ θα το μάθουμε στις εκλογές. 

Το βέλτιστο θα ήταν να υπήρχε στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ μια μεγάλη συσπείρωση δυνάμεων που θα διεκδικούσε στις εκλογές αυτές το μήνυμα ότι υπάρχει άλλος δρόμος, ριζοσπαστικός, που διεκδικεί ανατροπές από το πεζοδρόμιο ως το εκλογικό/κοινοβουλευτικό επίπεδο. 

Το ΚΚΕ επιλέγει σταθερά την «στρατευμένη αποχή» με πυρήνα την θέση ότι είναι αδιάφορο ποια είναι η κυβέρνηση. Η τακτική αυτή συνιστά «αφαίρεση» δυνάμεων από τη σύγκρουση με την Δεξιά. Γι’αυτό το ΚΚΕ θα καταγράψει, ξανά, ένα ποσοστό ασύμμετρο με την οργανωτική και κοινωνική του «γείωση». 

Οι υπόλοιπες δυνάμεις, ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ΜΕΡΑ25, ΛΑΕ, οργανώσεις της επαναστατικής Αριστεράς, με πολύτιμη παρουσία στο κίνημα και πολιτικές και εκλογικές καταγραφές, δεν μπόρεσαν να συγκροτήσουν ευρύ συσχετισμό καθώς διάφορα σχέδια που επιχειρήθηκαν έμειναν όλα στη ...μέση. Παρά ταύτα η εκλογική καταγραφή και ακόμη η πιθανότητα κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης έχουν σημασία.

Επομένως «ψήφο στην Αριστερά», για να φύγει ο Μητσοτάκης, όπως ο καθένας/μια κρίνει.

Τα πολιτικά, συνδικαλιστικά, κινηματικά/ κοινωνικά στελέχη της Αριστεράς, οργανώσεις και συλλογικότητες, το  δυναμικό που μπορεί, υπό όρους, να δώσει συνέχεια, είναι σήμερα εκλογικά διάσπαρτο. Μετά τις εκλογές θα χρειαστεί να συνεχίσει την συζήτηση και τις προσπάθειες για την συγκρότηση της αναγκαίας μαζικής Αριστεράς, ριζοσπαστικής,  αντικαπιταλιστικής, αντιπολεμικής και διεθνιστικής. 

*Αντικαπιταλιστική Πολιτική Ομάδα