Ο Νίκος Τεμπονέρας έχει εγγραφεί εμβληματικά στην ιστορική και κινηματική μνήμη, καθώς μέσα από τη δολοφονία του ξεγυμνώθηκε το κράτος και το παρακράτος της εποχής.

Χιλιάδες νεολαίοι και εργαζόμενοι κατάλαβαν με τραγικό τρόπο ότι «όπου δεν πίπτει λόγος, πίπτει ράβδος». Κυριολεκτικά. Ο θάνατός του, όπως και τα όσα είχαν προηγηθεί και ακολούθησαν, δυστυχώς διατηρούν τη διαχρονικότητά τους μέχρι σήμερα. Σε ένα περιβάλλον πολιτικών λιτότητας και καταστολής είναι δύσκολο να ξεχάσουμε τι συνέβη στις 8 Γενάρη 1991.

Το υπόβαθρο

Το 1991 η κυβέρνηση Κων. Μητσοτάκη επεδίωκε να πάρει να πάρει μια πολιτική και ιστορική ρεβάνς απέναντι στο τεράστιο εργατικό και μαχητικό κίνημα της Μεταπολίτευσης που είχε πετύχει μια σειρά κατακτήσεων. Ιδιωτικοποιήσεις, περικοπές και καταστολή βρίσκονταν στην πρώτη γραμμή των προωθούμενων αντι-μεταρρυθμίσεων. Εκτός όμως από τους εργαζόμενους και τους συνδικαλιστές, μεγάλο «αγκάθι» για τη δεξιά πολιτική στροφή στην ελληνική κοινωνία, αποτελούσε και ο χώρος της εκπαίδευσης στο σύνολό της. Τα σχολεία και οι σχολές αποτελούσαν χώρους αμφισβήτησης, ζύμωσης και αγώνα. Χιλιάδες νεολαίοι πολιτικοποιούνταν και συμμετείχαν στις τεράστιες διαδηλώσεις των προηγούμενων δεκαετιών τόσο απέναντι στις κυβερνήσεις της δεξιάς όσο και στις υποκριτικές και υποχωρητικές πολιτικές του ΠΑΣΟΚ.

Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ο Υπουργός Παιδείας Βασίλης Κοντογιαννόπουλος, επιχειρεί να περάσει μια εκπαιδευτική μεταρρύθμιση που θα μετάλλασσε ολοκληρωτικά το εκπαιδευτικό σύστημα γυρίζοντάς το πολλά χρόνια πίσω. Οι άκρως συντηρητικές και οπισθοδρομικές πτυχές του πολυνομοσχεδίου που ετοιμαζόταν να φέρει στη βουλή προκάλεσαν έντονες αντιδράσεις στο εκπαιδευτικό κίνημα και η πλειονότητα των σχολείων και των σχολών βρισκόταν σε αναβρασμό. Συγκεκριμένα για τη δευτεροβάθμια εκπαίδευση προβλεπόταν κατάργηση των αδικαιολόγητων απουσιών, επανακαθιέρωση της προσευχής, της έπαρσης της σημαίας και του εκκλησιασμού, και το χειρότερο και πιο εξωφρενικό απ’ όλα: επιβολή «ομοιόμορφης» ενδυμασίας και εφαρμογή «πειθαρχικού ελέγχου» της εξωσχολικής ζωής. Την ίδια στιγμή στο κομμάτι των πανεπιστημίων ετοιμάζονταν περικοπές κοινωνικών παροχών σε φοιτητές και ιδιωτικοποίηση των ΑΕΙ.

Τα γεγονότα

Η μεγάλη πλειοψηφία της εκπαιδευτικής κοινότητας αντέδρασε έντονα στις παραπάνω προτεινόμενες αλλαγές. Το 70% των σχολείων της χώρας βρισκόταν υπό κατάληψη και χιλιάδες μαθητές, φοιτητές και εργαζόμενοι διαδήλωναν σε όλες τις μεγάλες πόλεις της χώρας. Σε πολλές περιπτώσεις οι μαθητές από κοινού με τους καθηγητές τους έκλειναν τα σχολεία και τα μετέτρεπαν σε κέντρα αγώνα. Ο κομματικός μηχανισμός της ΝΔ αντιλαμβανόμενος ότι χάνεται ο έλεγχος, αποφάσισε να λάβει ακόμη πιο σκληρά μέτρα. Μερίδες «αγανακτισμένων γονιών» άρχισαν να κάνουν την εμφάνισή τους σε υπό κατάληψη σχολεία και να απαιτούν το άνοιγμά τους, ανεξάρτητα από τις προωθούμενες κυβερνητικές αλλαγές. Η προσπάθεια όμως χτυπήματος του μαζικού εκπαιδευτικού κινήματος δεν περιορίστηκε απλώς στη δημιουργία κλίματος. Επεκτάθηκε και σε πιο άγριες καταστάσεις.

Το βράδυ της 8ης Γενάρη 1991, ομάδες κρούσης της ΟΝΝΕΔ επιχείρησαν να ανακαταλάβουν το 3ο Γυμνάσιο-Λύκειο της Πάτρας. Κρατώντας αλυσίδες, ρόπαλα και λοστάρια επιτέθηκαν σε μαθητές και τους χτύπησαν άσχημα. Επικεφαλής της ενέργειας ήταν ο Γιάννης Καλαμπόκας, πρόεδρος της ΟΝΝΕΔ Αχαΐας και δημοτικός σύμβουλος στην Πάτρα. Ο Νίκος Τεμπονέρας, καθηγητής μαθηματικών, στάθηκε στο πλευρό των αγωνιζόμενων μαθητών του και έσπευσε στο σημείο προκειμένου να υπερασπιστεί τον αγώνα τους. Στις συμπλοκές που ακολούθησαν ο Καλαμπόκας χτύπησε με λοστάρι στο κεφάλι τον άτυχο καθηγητή που έπεσε νεκρός μπροστά στην πόρτα του σχολείου. Η δολοφονία Τεμπονέρα ταράζει συθέμελα τον πολιτικό κόσμο. Την επόμενη ημέρα ο Υπουργός Παιδείας παραιτείται και ξεκινάει ένας τεράστιος γύρος διαδηλώσεων όπου εκατοντάδες χιλιάδες άνθρωποι βγαίνουν στους δρόμους. Τα συνθήματα αποκτούν νέο περιεχόμενο και από το «Αγώνας μαζικός, αγώνας διαρκείας είναι η απάντηση στον Υπουργό Παιδείας», πλέον ακούγεται το «Νομάρχη - Καλαμπόκα - φασίστες δολοφόνοι». Στις 10 Γενάρη, η μεγαλειώδης πορεία της Αθήνας θα σημαδευτεί από άλλους τέσσερις θανάτους στο κατάστημα «Κάπα-Μαρούσης» στην Πανεπιστημίου, λόγω πυρκαγιάς που ξέσπασε από αστυνομικό δακρυγόνο.

Η διαχρονικότητα

Οι ταξικές πολιτικές λιτότητας και φτωχοποίησης είτε μιλάμε για το 1991, είτε για το 2020, απαιτούν βία για να εφαρμοστούν. Είτε με «καρότο», είτε με «μαστίγιο», οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις ανέκαθεν προσπαθούσαν να πετύχουν τους στόχους τους. Σε αυτή την προσπάθεια, βέβαια, το νεολαιίστικο και εργατικό κίνημα έχει να μετρήσει αρκετούς νεκρούς. Σήμερα, η κυβέρνηση Μητσοτάκη και πάλι κατά τραγική ειρωνεία, επιχειρεί να πατήσει στα «κεκτημένα» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και να εντείνει ακόμη περισσότερο την επίθεση στα φτωχά και λαϊκά στρώματα. Η ιδιωτική πρωτοβουλία χαίρει κάθε είδους ασυλίας, την ώρα που χτυπιέται το πανεπιστημιακό άσυλο, καταρρέουν οι δημόσιες δομές και η κοινωνία βυθίζεται στη φτώχεια, την ανεργία και την έλλειψη προοπτικής. Η όποια αντίσταση καταστέλλεται άμεσα και στοχοποιούνται στο δημόσιο διάλογο οι συλλογικότητες και οι οργανώσεις του ευρύτερου κινήματος.

Το 1991 μπορεί να ήταν οι παρακρατικές ομάδες και οι ομάδες κρούσεις της ΟΝΝΕΔ που αναλάμβαναν τη «βρώμικη» δουλειά, ενώ σήμερα πέραν των φασιστικών ομάδων φαίνεται ότι μέσα στους κόλπους της αστυνομίας αναβιώνουν τα πιο αντιδραστικά και ακροδεξιά τμήματα τα οποία καταπατούν κάθε δικαίωμα. Η εισβολή στο πανεπιστημιακό άσυλο, η αστυνομοκρατία στα Εξάρχεια, η επιθέσεις σε αυτοδιαχειριζόμενους κοινωνικούς χώρους, οι αναίτιες συλλήψεις φοιτητών ή ακόμη και οι παράνομες είσοδοι σε σπίτια χωρίς καν χαρτί εισαγγελέα, μαρτυρούν κάτι γνωστό από παλιά. Μαρτυρούν ότι προϋπόθεση της υλοποίησης των πολιτικών που τσακίζουν την κοινωνική πλειοψηφία και αυγατίζουν τα κέρδη των καπιταλιστών, είναι η ύπαρξη έτοιμων κατασταλτικών μονάδων να δράσουν υπό οποιεσδήποτε συνθήκες και με κάθε τρόπο, απέναντι στο οργανωμένο κίνημα και τους ανθρώπους του.

Αν κάτι μας έμαθε η δολοφονία Τεμπονέρα, είναι ότι ο νεοφιλελεύθερος οδοστρωτήρας είτε του Μητσοτάκη του πρεσβύτερου, είτε του νεότερου, θα πατήσει ακόμη και επί πτωμάτων για να ολοκληρώσει το έργο του. Οφείλουμε όμως να αποδείξουμε ότι όπως και τότε, έτσι και σήμερα, αυτό δεν είναι κάτι εύκολο. Γιατί σαν το Νίκο Τεμπονέρα, υπάρχουν χιλιάδες άνθρωποι εκεί έξω, στα σχολεία, στις σχολές, στους εργατικούς χώρους, στην κοινωνία. Και αυτό πρέπει να τους το θυμίζουμε μέσα από τους αγώνες μας στο σήμερα.

Ετικέτες