Η πορεία προς τη Μικρασιατική Εκστρατεία - Μέρος Α’

Ο ελληνοτουρκικός πόλεµος του 1919-22, στην Τουρκία γνωστός ως İzmir'in Yunanlar tarafından işgali (ελληνική εισβολή της Σµύρνης) ή Kurtuluş Savaşı Batı Cephesi (Δυτικό Μέτωπο του τουρκικού πολέµου της Ανεξαρτησίας) αποτέλεσε τη µεγαλύτερη ιµπεριαλιστική εκστρατεία του ελληνικού καπιταλισµού στον 20ό αιώνα που ωστόσο κατέληξε σε ήττα. Όσον αφορά τους τακτικούς στρατούς, πολλοί κάνουν λόγο για περίπου 45.000 Έλληνες νεκρούς και αγνοούµενους φαντάρους και 25.000 Τούρκους νεκρούς και αγνοούµενους φαντάρους (ωστόσο οι περισσότερες απώλειες ενόπλων από τουρκικής πλευράς αφορούσε άτακτα σώµατα). Οι νεκροί άµαχοι ανήλθαν σε πολλές εκατοντάδες χιλιάδες, χωρίς να υπάρχει µέχρι σήµερα ένας ακριβής υπολογισµός. Οι κακουχίες και οι αναγκαστικές µετακινήσεις πληθυσµών που ακολούθησαν εξολόθρευσαν έναν επιπλέον καθόλου ευκαταφρόνητο αριθµό ανθρώπων. Στο άρθρο αυτό αναφερόµαστε στο ιστορικό υπόβαθρο και στην πορεία προς τη Μικρασιατική Εκστρατεία.

Μετά τους Βαλκανικούς Πολέµους

Αν µετά την έκβασή της η Μικρασιατική Εκστρατεία  φαντάζει παράφρων πολεµική περιπέτεια, τότε δεν φάνταζε καθόλου έτσι. Τις παραµονές της εκστρατείας, η Ελλάδα είχε συνέλθει από την ήττα του 1897, είχε αποκτήσει έναν πολύ αξιόλογο στρατό µε βαρύ οπλισµό και, κυρίως, είχε πετύχει συντριπτικές νίκες και στους δύο Βαλκανικούς Πολέµους (1912-13) επεκτείνοντας το έδαφός της κατά 70% και σχεδόν διπλασιάζοντας τον πληθυσµό της (από 2,7 εκατ. σε 4,8 εκατ.).

Όµως το πιο σηµαντικό είναι ότι οι ελληνικές κυβερνήσεις του Βενιζέλου εντάχθηκαν µε ενθουσιασµό στο ένα από τα δύο µεγάλα ιµπεριαλιστικά στρατόπεδα (όπως εν πολλοίς συµβαίνει και σήµερα όσον αφορά την τακτική της Ελλάδας απέναντι στην Τουρκία).

Η αλήθεια είναι ότι η Ελλάδα δεν συµµετείχε στα πρώτα χρόνια του µεγάλου ιµπεριαλιστικού σφαγείου, του Α’ Παγκόσµιου Πολέµου. Όπως εξηγούσε εκείνη ακριβώς την εποχή ο Β. Ι. Λένιν, ο καπιταλισµός είχε φτάσει στο ιµπεριαλιστικό του στάδιο, βασικό χαρακτηριστικό του οποίου, τόνιζε, αποτελούσε η προσπάθεια για ξαναµοίρασµα του κόσµου και των σφαιρών επιρροής µεταξύ των µεγάλων καπιταλιστικών χωρών. Αυτός ήταν ο σκοπός του πολέµου και µετά το τέλος του οι νικητές ήταν αυτοί που θα έπαιρναν τη µερίδα του λέοντος.

Ο Ελ. Βενιζέλος ήταν ο πολιτικός που κατανόησε ότι αν οι Έλληνες αστοί ήθελαν και αυτοί µερίδιο από αυτό το ξαναµοίρασµα του κόσµου, θα έπρεπε να συµµετέχουν στο «παιχνίδι». Επίσης ο Βενιζέλος κατανόησε ότι θα έπρεπε να λυθεί και ένα άλλο «πρόβληµα»: οι πόλεµοι του 1912-13 µπορεί να είχαν αυξήσει τον πληθυσµό και την επικράτεια της χώρας, ωστόσο, για πρώτη φορά από την ίδρυσή της, η Ελλάδα είχε στο έδαφός της µεγάλο αριθµό εθνικών και θρησκευτικών µειονοτήτων (µουσουλµάνων, εβραίων, Τούρκων, Σλάβων). Υπήρχαν δηλ. περιοχές στη Βόρεια Ελλάδα που έπρεπε µε κάποιο τρόπο να… εξελληνιστούν.

Ωστόσο, η άρχουσα τάξη και οι εκπρόσωποί της παρέµεναν διχασµένοι ως προς το µε ποια µεριά θα έπρεπε να βγουν στον πόλεµο: η κυβέρνηση των µοναρχικών και ο ίδιος ο βασιλιάς Κωνσταντίνος Α’ ήταν σίγουροι ότι οι Κεντρικές Δυνάµεις (Αυστροουγγαρία, Γερµανία) θα ήταν οι νικήτριες του πολέµου, αλλά επειδή αναγνώριζαν την ανωτερότητα του βρετανικού ναυτικού πρόκριναν ως καλύτερη στάση την ουδετερότητα, καθώς η χώρα περιβαλλόταν από θάλασσα.

Οι βενιζελικοί ήθελαν συνεργασία µε την Αντάντ (τους Αγγλογάλλους), καθώς µάλιστα η Οθωµανική Αυτοκρατορία, τα εδάφη της οποίας εποφθαλµιούσε η ελληνική πλευρά, από ένα σηµείο και µετά µπήκε στον πόλεµο στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάµεων. Ο Βενιζέλος πίστευε ότι νικήτρια του πολέµου θα ήταν η Αγγλία και -σε αντίθεση µε τους µοναρχικούς που εξέφραζαν την παλιά αστική τάξη της νότιας Ελλάδας- πίσω του στοίχιζε την αστική τάξη των υπό κατάκτηση περιοχών, καθώς και τη µεσαία ιεραρχία του στρατού που είχε αναδυθεί µετά το κίνηµα στο Γουδή και τους Βαλκανικούς Πολέµους.

Από την πλευρά της η Μ. Βρετανία, διαβλέποντας τις ελληνικές ορέξεις στη Μ. Ασία, εντελώς κυνικά υποσχόταν, µέσω του υπ. Εξωτερικών Γκρέι, την παραχώρηση του βιλαετίου του Αϊδίνιου στην Ελλάδα, αν αυτή έβγαινε στο πόλεµο. Από τη δική του πλευρά, προκειµένου να πείσει και άλλες βαλκανικές χώρες να µπουν στον πόλεµο στο πλευρό της Αντάντ, ο Βενιζέλος πρότεινε –εξίσου κυνικά– ως αντάλλαγµα στη Βουλγαρία την παραχώρηση της Δράµας και της Καβάλας, ενώ ανάλογες παραχωρήσεις έκανε και προς τη Σερβία όσον αφορά τη Δ. Μακεδονία.

Σχίσµα

Ήταν τέτοια η σύγκρουση στο εσωτερικό της ελληνικής άρχουσας τάξης σχετικά µε το ζήτηµα του πολέµου, ώστε το 1916 η χώρα διαιρέθηκε πρακτικά σε δύο κράτη: ένα στην Αθήνα υπό τον βασιλιά, το οποίο έλεγχε την παλιά Ελλάδα, και ένα στη Θεσσαλονίκη υπό την βενιζελική Προσωρινή Κυβέρνηση, το οποίο ήλεγχε τα νησιά και την ελληνική Μακεδονία, έχοντας την υποστήριξη της Στρατιάς της Ανατολής (δηλ. το στρατό της Αντάντ που είχε στρατοπεδεύσει στη Θεσσαλονίκη).

Στη σύγκρουση πήρε µέρος ο Τύπος που αποδύθηκε σε µια ακραία προπαγάνδα κιτρινισµού εκατέρωθεν, καθώς και η Εκκλησία. Ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Θεόκλητος αφόρισε τον Βενιζέλο, ωστόσο αργότερα εκθρονίστηκε και οι βενιζελικοί πήραν τον έλεγχο και στην Εκκλησία.

Είναι προφανές ότι δεν υπήρχαν «καλοί» σε κάποια πλευρά. Δεν υπήρχε κάποια πλευρά που ήταν υπέρ των λαϊκών συµφερόντων, που να λάµβανε υπόψη τις πραγµατικές ανάγκες του πληθυσµού. Δεν υπήρχε αντι-ιµπεριαλιστική πλευρά έστω και σε εθνικιστική βάση: και οι δύο αστικές µερίδες ήταν βαθύτατα αντιδραστικές, φιλοπόλεµες, έτοιµες να συνεργαστούν µε τη µία ή τη άλλη µεγάλη ιµπεριαλιστική δύναµη για να αυξήσουν την επικράτεια την οποία έλεγχαν. Ο Βενιζέλος, π.χ., δεν είχε πρόβληµα όταν, προκειµένου να πειστεί η κυβέρνηση της Αθήνας να βγει στον πόλεµο µε την Αντάντ, αγγλογαλλικά στρατεύµατα αποβιβάστηκαν στον Πειραιά και ήρθαν σε σύγκρουση µε το στρατό της Αθήνας. Μετά την εκδίωξη αυτού του σώµατος οι µοναρχικοί, από την πλευρά τους, άρχισαν άγριους διωγµούς ενάντια στους βενιζελικούς µε δολοφονίες, συλλήψεις κ.λπ. Συµµετρικά, όταν οι βενιζελικοί επικράτησαν και στην Αθήνα, οι διωγµοί των πολιτικών τους αντιπάλων υπήρξαν εξίσου λυσσαλέοι.

Συµµετοχή στον πόλεµο

Τελικά τον Ιούνη του 1917 τα γαλλικά στρατεύµατα προχωρούν προς το νότο της Ελλάδας καταλαµβάνοντας επιτελικές θέσεις και εξαναγκάζοντας το βασιλιά Κωνσταντίνο σε παραίτηση (ωστόσο άφησε στο… πόδι του τον γιο του –δεν παρατάει κανείς για ψύλλου πήδηµα ένα τέτοιο πόστο). Τον ίδιο µήνα 1917 ο Βενιζέλος εγκαταστάθηκε στην Αθήνα ως πρωθυπουργός και οι ηγέτες των µοναρχικών κοµµάτων (ανάµεσά τους και ο πρώην πρωθυπουργός Δ. Γούναρης) στάλθηκαν στην εξορία, είτε στην Κορσική είτε σε ελληνικά νησιά. Απολύθηκαν 9.500 υπάλληλοι και έγιναν εκτεταµένες εκκαθαρίσεις στο στρατό. Στις 28 Ιουνίου του 1917 η Ελλάδα κήρυξε τον πόλεµο στις Κεντρικές Δυνάµεις. Παρά τις δυσκολίες στρατολογήθηκαν 300.000 άνδρες και στάλθηκαν να ενισχύσουν τη Στρατιά της Ανατολής στη Θεσσαλονίκη.

Οι µεγαλοϊδεατικές εξορµήσεις έχουν βέβαια ένα πολύ υλικό κόστος που καλείται να το πληρώσει ο φτωχός λαός. Δεν είναι µόνον ο φόρος αίµατος που πρόκειται να δώσει τα επόµενα χρόνια: Το 1917 η Ελλάδα πήρε δάνειο από τις ΗΠΑ, τη Γαλλία και τη Βρετανία, συνολικού ύψους 100.000.000 φράγκων για την κάλυψη των ελλειµµάτων του προϋπολογισµού υπό δυσµενέστατους όρους και στη συνέχεια συνήφθησαν και άλλα δάνεια ύψους 50.000.000 φράγκων. Παρά το γεγονός ότι τα ποσά αυτά θεωρούνταν ήδη υψηλά για την εποχή, ο δανεισµός της Ελλάδας ξέφυγε κυριολεκτικά αφού το 1918 δανείστηκε άλλα 700.000.000 φράγκα για την κάλυψη στρατιωτικών αναγκών.

Γι’ αυτό οι πολεµικές προετοιµασίες δεν έγιναν δεκτές ούτε µε ενθουσιασµό από την πλευρά πολύ µεγάλου µέρους του λαού ούτε χωρίς αντιστάσεις: Υπάρχουν πολλές µαρτυρίες ότι ήδη, παρά τον εθνικιστικό παροξυσµό, στην τελευταία επιστράτευση που έγινε το 1918 παρουσιάστηκε «αποχή» της τάξης του 48% (βλ. Β. Δάβος: Η Μικρασιατική Εκστρατεία)! Εξάλλου το 1918 ήταν η χρονιά που στην Ελλάδα ιδρύθηκε το ΣΕΚΕ, ο πρόγονος του ΚΚΕ, µε βασική αιχµή του προγράµµατός του την αντίθεση σε κάθε πόλεµο.

Σε κάθε περίπτωση στο εξής ο ελληνικός στρατός µάχεται πλέον µε τις άλλες δυνάµεις της Αντάντ ενάντια στις Κεντρικές Δυνάµεις, κύρια τους Βουλγάρους, ο οποίες αρχίζουν να υποχωρούν. Ήταν στο πλευρό της Αντάντ ο ελληνικός στρατός όταν κινήθηκε και προς τη Θράκη. Ο πόλεµος τελείωσε µε τη συνθηκολόγηση της Αυστροουγγαρίας και της Οθωµανικής Αυτοκρατορίας το φθινόπωρο του 1918. Η ρωσική επανάσταση είχε φοβίσει τους αστούς ότι µπορεί ένας ατέλειωτος πόλεµος να οδηγήσει και σε άλλες επαναστάσεις (η βουλγαρική συνθηκολόγηση, π.χ., οφειλόταν σε µεγάλο βαθµό σε ανταρσίες των φαντάρων και σε αγροτικές εξεγέρσεις στα µετόπισθεν).

Το τέλος του πολέµου βρήκε την Ελλάδα στο πλευρό των νικητών, όπως ακριβώς σχεδίαζε ο Βενιζέλος, και κατάφερε έτσι να µοιραστεί λάφυρα: µε τη συνθήκη του Νεϊγί προσάρτησε τη Δυτική Θράκη αποσπώντας την από τη Βουλγαρία. Όµως για την ελληνική άρχουσα τάξη η όρεξη είχε ανοίξει και η µεγάλη εξόρµηση για την υλοποίηση της Μεγάλης Ιδέας (της Ελλάδας των δύο ηπείρων και των πέντε θαλασσών) µόλις ξεκινούσε.

Η αντεπαναστατική εκστρατεία στην Κριµαία

Προκειµένου να πάρουν ακόµη µεγαλύτερα ανταλλάγµατα στη µελλούµενη µοιρασιά της καταρρέουσας Οθωµανικής Αυτοκρατορίας, ο Βενιζέλος και η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισαν (στις αρχές του 1919) την πρώτη ελληνική υπερπόντια εκστρατεία, συµµετέχοντας στην ιµπεριαλιστική επίθεση κατά του πρώτου εργατικού κράτους στον κόσµο, της επαναστατηµένης Ρωσίας. 

Ο «δηµοκράτης» Ε. Βενιζέλος, µόλις πληροφορήθηκε τις διαθέσεις των Γάλλων για την εκστρατεία στην Κριµαία –µια εκστρατεία που σχεδιάστηκε στην προσπάθεια παλινόρθωσης του τσαρικού καθεστώτος που µόλις είχε καταρρεύσει–, έσπευσε αµέσως να χαιρετίσει την ιδέα, προσφέροντας µάλιστα στη διάθεσή τους, αρχικά, ολόκληρη δύναµη Σώµατος Στρατού, αποτελούµενη από τρεις µεραρχίες, δηλαδή µεγαλύτερη δύναµη από εκείνη µε την οποία εκστράτευσαν οι Γάλλοι. Χαρακτηριστικό ήταν το τηλεγράφηµα που έστειλε από το Λονδίνο, όπου βρισκόταν ο Βενιζέλος, στον Έλληνα πρέσβη στο Παρίσι: «Παρακαλώ δηλώσατε στον πρωθυπουργό και υπουργό Εξωτερικών ότι ο ελληνικός στρατός είναι στη διάθεσή τους και δύναται να χρησιµοποιηθεί δια κοινό αγώνα πανταχού, όπου η αποστολή του κρίνεται αναγκαία».

Τελικά η ελληνική συµµετοχή ήταν δύο µεραρχίες αλλά δεν αποτέλεσε, όπως πολλοί νοµίζουν, απλώς µια βοηθητική δύναµη στην αντεπαναστατική αυτή εκστρατεία. Αντίθετα αποτέλεσε τον κύριο κορµό της! Να από ποιους αποτελείτο το εκστρατευτικό σώµα: Δύο γαλλικές µεραρχίες, µία πολωνική µεραρχία, τµήµατα του στρατού των Λευκών υπό την ηγεσία του Ντενίκιν και το ελληνικό Α’ Σώµα Στρατού (που συγκροτούνταν από δύο µεραρχίες, τη 2η και τη 13η). Αξιοσηµείωτο από στρατιωτική άποψη ήταν ότι όταν ξεκίνησαν οι επιχειρήσεις οι παραπάνω δύο γαλλικές µεραρχίες ήταν ήδη «αποσκελετωµένες», καθώς από 15 ηµέρες πριν, µε δεδοµένη την ελληνική συµµετοχή, είχε αρχίσει η αποστράτευση των Γάλλων στρατιωτών και η παράδοση του οπλισµού τους. Έτσι η δύναµή τους είχε περιοριστεί συνολικά σε 12 τάγµατα µε 30 τυφέκια κατά λόχο.

Η επίσηµη οµογένεια έκανε δεκτό τον ελληνικό στρατό µε πανηγυρικό τρόπο: στις 27 Ιανουαρίου 1919 µετά την πανηγυρική δοξολογία στην εκκλησία της Αγίας Τριάδος, η ελληνική κοινότητα της Οδησσού δεξιώθηκε το επιτελείο του αφιχθέντος ελληνικού συντάγµατος στο Ροδοκανάκειο Παρθεναγωγείο που επί τούτου είχε στολιστεί µε ελληνικές σηµαίες και λάβαρα. Στην τελετή παρευρέθηκαν εκπρόσωποι όλης της καλής κοινωνίας. Τον πανηγυρικό εκφώνησε ο τότε πρόεδρος της ελληνικής κοινότητας Ελ. Παυλίδης (µετέπειτα βουλευτής Αθηνών-Πειραιώς). Ωστόσο υπήρχε και η «άλλη» οµογένεια: Οι Έλληνες µπολσεβίκοι της Οδησσού τύπωσαν και κυκλοφόρησαν στην ελληνική γλώσσα εκτενή προκήρυξη προς τους αφιχθέντες Έλληνες στρατιώτες µε την οποία τους καλούσαν στο τέλος να αυτοµολήσουν περνώντας «στην πλευρά εκείνων που έχουν κυβέρνηση εργατών, αγροτών και στρατιωτών».

Έκβαση

Παράλληλα βέβαια και γαλλόφωνοι κοµµουνιστές διέτρεχαν τους συµµαχικούς στρατώνες διαδίδοντας σε στρατιώτες και ναύτες ότι τους έστειλαν εκεί να θυσιαστούν για τα συµφέροντα Γάλλων τραπεζιτών και βιοµηχάνων, υπενθυµίζοντάς τους τη γαλλική επανάσταση. Ο αντίκτυπος αυτής της προπαγανδιστικής δουλειάς άρχισε να παρατηρείται από τις πρώτες συµµαχικές ήττες και γιγαντώθηκε όταν στασίασαν τα πληρώµατα των γαλλικών θωρηκτών, στη διάρκεια της ανακωχής που ακολούθησε, µε συνέπεια το «Γαλλο-ελληνικό επεισόδιο», δηλ. τη σύγκρουση των δύο στρατών εξαιτίας των επαναστατηµένων Γάλλων στρατιωτών.

Στο τέλος ο Κόκκινος Στρατός κατανίκησε τους εισβολείς και στις 20 Μαρτίου του 1919 ο ελληνικός στρατός διατάχθηκε να εγκαταλείψει την Οδησσό. Ωστόσο, οι ελληνικές µονάδες υποχώρησαν µε υποδειγµατική τάξη και παρατάχθηκαν στη δυτική όχθη του ποταµού Δνείστερου για να «υπερασπίσουν» την περιοχή της Βεσσαραβίας (σηµερινή Μολδαβία) από τις επιθέσεις του Κόκκινου Στρατού. Στην περιοχή της Κριµαίας παρέµεινε έως τις 14 Απριλίου 1919 το 2ο Σύνταγµα Πεζικού, που αντιµετώπισε αλλεπάλληλες επιθέσεις του Κόκκινου Στρατού και κατέστειλε την εξέγερση των εργατών της Σεβαστούπολης, µε τους οποίους είχαν ταχθεί και Γάλλοι ναύτες, οι οποίοι είχαν στασιάσει. Τελικά ο ελληνικός στρατός αποχώρησε από την περιοχή τον Ιούνιο του 1919. Οι συνολικές απώλειες του ελληνικού εκστρατευτικού σώµατος ανήλθαν σε 400 νεκρούς. Φυσικά και οι Έλληνες συνεργάτες των εισβολέων τιµωρήθηκαν από τον Κόκκινο Στρατό στις περιοχές που ανακατέλαβε.

Ανεξάρτητα όµως από την έκβαση της εκστρατείας στη Νότια Ρωσία, η συµµετοχή του ελληνικού εκστρατευτικού σώµατος σε αυτήν αποτέλεσε και το κυρίαρχο επιχείρηµα του Βενιζέλου υπέρ της «δικαίωσης» των ελληνικών αιτηµάτων στη συνδιάσκεψη Ειρήνης που ακολούθησε και στη Συνθήκη των Σεβρών.

Η εκστρατεία στην Κριµαία αποτέλεσε την τελική πρόβα τζενεράλε για τη Μικρασιατική Εκστρατεία. Είναι χαρακτηριστικό ότι αµέσως µετά την ήττα και την αποχώρηση από την Κριµαία, το ελληνικό εκστρατευτικό σώµα µεταφέρθηκε κατευθείαν στη Μικρά Ασία για µεταφέρει την «εµπειρία» του ενισχύοντας το µέτωπο της Μικρασιατικής Εκστρατείας που µόλις είχε ξεκινήσει.

Η ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία είχε αντλήσει στρατιωτικά µαθήµατα αλλά όχι πολιτικά µαθήµατα: δεν µπορείς να κρατήσεις για πολύ σε κατοχή έναν λαό που σε θεωρεί κατακτητή ούτε µπορείς να πείσεις τους φαντάρους να συνεχίσουν να πολεµούν έναν άδικο πόλεµο, ακόµη κι αν έχεις µε τη µεριά σου όλες τις ιµπεριαλιστικές δυνάµεις του κόσµου. Ειδικά αν έχεις απέναντί σου έναν επαναστατικό στρατό.