Ενώ για τα προηγούμενα σοσιαλιστικά επαναστατικά εγχειρήματα, όπως της Παρισινής Κομμούνας του 1871 και της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917, τα πράγματα έχουν αναλυθεί κριτικά, σε έκταση και με επάρκεια, εντούτοις το εγχείρημα της δημοκρατικής σοσιαλιστικής μετάβασης της Χιλής και της αιματηρής της καταστολής, που οδήγησε στην εξόντωση της χιλιανής Αριστεράς για ολόκληρες δεκαετίες, στοιχειώνει τη σκέψη όσων αριστερών, κομμουνιστών, ριζοσπαστών επιχειρούν να βρουν απαντήσεις στη σημερινή ιστορική περίοδο για τα ερωτήματα που έθεσε αυτή η τελευταία ιστορική εμπειρία.
Θεσσαλονίκη – Μάρτιος 2013
Μια αριστερή μνήμη που πεισματικά επιμένει
Το αφιέρωμα του 15ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης, που πραγματοποιείται αυτή την εβδομάδα, στον Πατρίσιο Γκουσμάν, με την προβολή ενός σημαντικού μέρους της κινηματογραφικής του δημιουργίας (από τον «Σταυρό του νότου» μέχρι το «Νοσταλγώντας το φως»), και ιδιαίτερα της συγκλονιστικής του τριλογίας «Η μάχη της Χιλής : Ο αγώνας ενός άοπλου λαού», ήρθε παρόλη την χρονική απόσταση των 40 σχεδόν χρόνων από το γύρισμά της, να ξαναθέσει στην επικαιρότητα τα κρίσιμα ερωτήματα της επανάστασης στη Χιλή την περίοδο 1970 – 73, που συνεχίζουν και σήμερα να παραμένουν επίκαιρα και αναπάντητα. Τα τρία μέρη αυτών των ολοζώντανων ντοκιμαντέρ : «Η εξέγερση της μπουρζουαζίας» (1975), «Το πραξικόπημα» (1976) και «Η δύναμη του λαού» (1979), που πραγματικά συγκλονίζουν με την αμεσότητα, την αντικειμενικότητα και το βαθειά πολιτικοποιημένο βλέμμα του δημιουργού τους, ήρθαν να υπενθυμίσουν με τον πλέον κατηγορηματικό τρόπο ότι η μνήμη της επανάστασης έχει μεγάλη επιμονή.
Ενώ για τα προηγούμενα σοσιαλιστικά επαναστατικά εγχειρήματα, όπως της Παρισινής Κομμούνας του 1871 και της Οκτωβριανής Επανάστασης του 1917, τα πράγματα έχουν αναλυθεί κριτικά, σε έκταση και με επάρκεια, εντούτοις το εγχείρημα της δημοκρατικής σοσιαλιστικής μετάβασης της Χιλής και της αιματηρής της καταστολής, που οδήγησε στην εξόντωση της χιλιανής Αριστεράς για ολόκληρες δεκαετίες, στοιχειώνει τη σκέψη όσων αριστερών, κομμουνιστών, ριζοσπαστών επιχειρούν να βρουν απαντήσεις στη σημερινή ιστορική περίοδο για τα ερωτήματα που έθεσε αυτή η τελευταία ιστορική εμπειρία. Κι’ αυτό γιατί πραγματοποιήθηκε μέσα σε μια μακρόχρονη αστική κοινοβουλευτική παράδοση και ανέδειξε τα θεμελιώδη ζητήματα του επαναστατικού μετασχηματισμού με δημοκρατικούς λαϊκούς όρους, καθώς και τα αδιέξοδα που αντιμετώπισε και τελικά την συντριβή της από τα αστικά και μικροαστικά στρώματα με τη διαμεσολάβηση των αστικών κατασταλτικών μηχανισμών.
Μια διπλή αιτία εμπόδισε και συνεχίζει να συσκοτίζει την μέχρι σήμερα εξαγωγή των αναγκαίων και χρήσιμων συμπερασμάτων από αυτή την έφοδο της εργατικής τάξης στον ουρανό και την ανώμαλη προσγείωσή της στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, στις εξοντώσεις και στους βασανισμούς των δεκάδων χιλιάδων αριστερών αγωνιστών της. Κι’ αυτό είναι αναγκαίο να γίνεται, όχι μόνον γιατί σε έξη μήνες (11-Σεπτεμβρίου-2013) συμπληρώνονται σαράντα χρόνια από την επιβολή του πραξικοπήματος του Α. Πινοσέτ, αλλά γιατί οι σημερινές προκλήσεις της βαθύτατης καπιταλιστικής κρίσης και των τραγικών συνεπειών του επικρατούντος ολοκληρωτικού νεοφιλελευθερισμού εγκαλούν το αριστερό κίνημα, και σε κάθε περίπτωση τη Ριζοσπαστική Αριστερά, να στοχαστεί γόνιμα και αποτελεσματικά πάνω σ’ αυτή την εμπειρία. Γιατί μόνον εξάγοντας τα χρήσιμα συμπεράσματα από αυτήν και άλλες ήττες, όπως προτρέπει ο Κ. Μαρξ, η εργατική τάξη θα μπορέσει να βρει τους δρόμους για την επιτυχή μετάβαση της αστικής κοινωνίας στη σοσιαλιστική διέξοδο της καθολικής λαϊκής χειραφέτησης.
Η λήθη της επανάστασης από την ευρωπαϊκή Αριστερά
Από τη μια πλευρά, η συντριβή της επανάστασης στη Χιλή οδήγησε το ιταλικό ΚΚ στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970, και κατ’ επέκταση το συνολικό ευρωκομμουνιστικό κίνημα, στην μεταστροφή του «ιστορικού συμβιβασμού», γιατί αφού ο επαναστατική σοσιαλιστική μετάβαση γινόταν ανέφικτη με την σχετική πλειοψηφία της Λαϊκής Ενότητας (44% στις εκλογές των αρχών του 1973) και την επαναστατική έξαρση που επικρατούσε στις προλεταριακές δυνάμεις στη βιομηχανική παραγωγή, εθνικοποιημένη ή υπονομευόμενη από την αστική τάξη, τότε δεν απέμενε ανοιχτός παρά ο δρόμος της «μακρόσυρτης, μακροπρόθεσμης, σταδιακής, ειρηνικής, κοινοβουλευτικής» μετάβασης μέσα από τον συμβιβασμό με τα μεσαία κοινωνικά στρώματα (που στην Χιλή διαδραμάτισαν τον ρόλο της αντιδραστικής εμπροσθοφυλακής της αστικής τάξης) και τις πολιτικές δυνάμεις της Χριστιανοδημοκρατίας. Είτε θέλει κανείς να το παραδεχθεί είτε όχι (και με βάση άλλωστε την ίδια την κριτική του «ιστορικού συμβιβασμού», που ασκήθηκε ήδη έγκαιρα στο τέλος της δεκαετίας του 1970, στη μελέτη για τον «Ευρωκομμουνισμό» του Φ. Κλαουντίν), αυτή η επιλογή οδήγησε στον ιστορικό εκφυλισμό του ισχυρότερου ΚΚ της Δυτικής Ευρώπης και την μετατροπή του στη σημερινή ιταλική κεντροαριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος, ενώ η σύμφυση μ’ αυτή την κεντροαριστερά οδήγησε στη συνέχεια και στον εκφυλισμό των δυνάμεων που επεδίωξαν την «Κομμουνιστική Επανίδρυση».
Μια τέτοια απάντηση του ευρωπαϊκού κομμουνισμού, που στην ελληνική πραγματικότητα βρήκε το αντίστοιχό της με την «Εθνική Δημοκρατική Αντιδικτατορική Ενότητα» και τους «Στόχους του Έθνους» του μεταπολιτευτικού ΚΚΕ εσωτερικού, εμπόδισε καίρια και επί μακρόν την συστηματική διερεύνηση των όρων της πραγματοποίησης της σοσιαλιστικής επανάστασης με την ταυτόχρονη διασφάλιση της ίδιας της δημοκρατίας των εργαζομένων παραγωγών (οι συνεχείς μαζικότατες λαϊκές διαδηλώσεις και οι προσανατολισμοί των συνδικάτων στη χιλιανή βιομηχανία ξεκινούσαν με το σύνθημα «Ας δημιουργήσουμε λαϊκή εξουσία» και τελείωναν με το σύνθημα «Εδώ και τώρα εργατική εξουσία»). Εφόσον η προοπτική του σοσιαλισμού για σημαντικές δυνάμεις της ευρωπαϊκής Αριστεράς χάνονταν στον ορίζοντα του «ιστορικού υπερπέραν» και τη θέση τους έπαιρναν τα ατελείωτα «ενδιάμεσα στάδια» του «ειρηνικού, κοινοβουλευτικού, αργόσυρτου» δρόμου, επόμενο ήταν η εμπειρία της Χιλής (ο συνδυασμός δηλαδή ριζικών τομών εθνικοποιήσεων μεγάλων επιχειρήσεων με τις μορφές της άμεσης εργατικής λαϊκής δημοκρατίας και εξουσίας), να τεθεί στα ιστορικά αζήτητα, εφόσον η πραξικοπηματική κατάπνιξή της στο αίμα συνηγορούσε πλέον για την αποφυγή της.
Άλλωστε βέβαια και η εξέγερση των κομμουνάρων (όπως εύστοχα περιγράφει τα πρωτοποριακά της χαρακτηριστικά η Έ. Παππά στη σχετική της μελέτη για την «επανάσταση του μέλλοντος») θα έπρεπε εξίσου να ρίχνεται στην πυρά, στο μέτρο που χωρίς να συμπληρωθεί ζωή ούτε τριών μηνών καταπνίγηκε στο αίμα των σφαγών του Θιέρσου. Ο σοσιαλισμός μετατράπηκε σε επίκληση του «μέλλοντος», η δημοκρατία ταυτίστηκε με τον αστικό κοινοβουλευτισμό, η συγκρουσιακή ταξική φύση των αντιπαραθέσεων έδωσε τη θέση της στην «ειρηνικότητα» της μετάβασης, η συντριβή του αστικού ρόλου των κρατικών μηχανισμών έδωσε τη θέση της στον «εκδημοκρατισμό» τους, και ο ρόλος του μαζικού εργατικού κινήματος στην καπιταλιστική παραγωγή μετατράπηκε σε λαϊκό συμπλήρωμα του αριστερού κυβερνητισμού. Η μνήμη της χιλιανής επανάστασης, με χαρακτηριστικά ποιοτικά αντίστοιχα της οκτωβριανής επανάστασης , επιχειρήθηκε να σβηστεί από τις αριστερές συνειδήσεις, επικράτησε η σιωπή, πολύ πιο εύκολη λύση από την ατελείωτη επιστημονική μαρξιστική βάσανο. Άλλωστε και οι αναλύσεις του Ν. Πουλαντζά (στο «Κράτος, εξουσία, σοσιαλισμός») δεν μπόρεσαν να βρουν γόνιμο έδαφος στη Δυτική Ευρώπη με την διάσπαση της γαλλικής Ένωσης της Αριστεράς στο δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1970, με αποτέλεσμα το γαλλικό ΣΚ να διολισθαίνει συστηματικά στο νεοφιλελευθερισμό, και το γαλλικό ΚΚ να οδηγείται στη σταδιακή του συρρίκνωση.
Ο συνδυασμός επανάστασης και λαϊκής δημοκρατίας
Αλλά και από την άλλη πλευρά, το «ορθόδοξο» σοβιετικού τύπου κομμουνιστικό κίνημα βρήκε ευθύς εξαρχής το εύκολο και αβασάνιστο επιχείρημα ότι η ήττα της επανάστασης στη Χιλή αποδείκνυε τον ανέφικτο συνδυασμό σοσιαλιστικής μετάβασης (με τα άμεσα ρηξικέλευθα χαρακτηριστικά των κοινωνικοποιήσεων που της προσέδιδε η κυβέρνηση του προέδρου Σ. Αλλιέντε) και εργατικής λαϊκής δημοκρατίας. Προηγούνταν κατ’ αυτή την άποψη η αναγκαιότητα ενός είδους στρατιωτικής επιβολής μιας κομματικής – κρατικής εξουσίας, που όπως ιστορικά αποδείχθηκε ούτε στο σοσιαλισμό μπορούσε να οδηγήσει, ούτε στην εξασφάλιση των δημοκρατικών λαϊκών ελευθεριών και εργατικών δικαιωμάτων. Έτσι και από αυτό το ρεύμα η χιλιανή εμπειρία πετάχθηκε στο «πυρ το εξώτερο», δεν διερευνήθηκε κατά κανέναν τρόπο, και εξοβελίστηκε από το προσκήνιο της πολιτικής προοπτικής του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος.
Αν είναι έτσι τα πράγματα, τότε γιατί δεν υπάρχει ούτε ένας αριστερός αγωνιστής που να μην συγκλονίζεται βλέποντας αυτά τα εξαίσια ντοκιμαντέρ του Π. Γκουσμάν, που φαίνονται σύγχρονα, επίκαιρα, άμεσα, εξεγερτικά, παρόλη την παρέλευση μιας σαρακονταετίας από το γύρισμά τους ; Γιατί ακριβώς ούτε η μία ούτε η άλλη εκδοχή αντιμετώπισης της εμπειρίας της χιλιανής επανάστασης δεν μπορούν να πείσουν τις ριζοσπαστικές συνειδήσεις για την αλήθεια και την ορθότητά τους. Και γιατί ταυτόχρονα, η σημερινή συγκυρία της απροσμέτρητης κρίσης υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, ο κοινωνικός όλεθρος που προκαλεί η εφαρμογή των τριών αλλεπάλληλων μνημονίων, καθιστούν άμεση την επικοινωνία μ’ αυτή τη μνήμη που επιμένει, εγκαλεί, θέτει ζωτικά ζητήματα και δύσκολα ερωτήματα, απαιτεί λύσεις για την σημερινή εξαιρετικά γκρίζα κοινωνική πραγματικότητα. Η εμπειρία της Χιλής που πληρώθηκε με το αίμα των χιλιάδων αγωνιστών της, που έκλεισε τον κύκλο των επαναστάσεων του 20ου αιώνα, είναι περισσότερο επίκαιρη παρά ποτέ, γιατί η σημερινή περίοδος φέρνει στην επιφάνεια, μέσα από διαφορετικούς δρόμους, τα ίδια κρίσιμα ερωτήματα του σοσιαλισμού ως απάντησης στην καπιταλιστική κρίση, του δημοκρατικού χαρακτήρα της μεταβατικής διαδικασίας από την άποψη της εργατικής λαϊκής εξουσίας, της συγκρουσιακής φύσης της με όρους ανειρήνευτης ταξικής διαπάλης, της δημοκρατίας των εργαζομένων παραγωγών.