Η σταδιακή αποχώρηση των ξένων στρατευμάτων επιβεβαιώνει τον ισχυρισμό του προέδρου του Καζακστάν, Κάσιμ Γιομάρτ Τοκάγιεφ, ότι «αποκαθίσταται η τάξη» μετά την άγρια καταστολή των κινητοποιήσεων της πρώτης εβδομάδας του 2022. Παρόλα αυτά, η εργατική εξέγερση στο Καζακστάν αποτέλεσε ένα σημαντικό γεγονός.
Καταρχήν, προσέθεσε έναν ακόμα κρίκο στη μεγάλη διεθνή αλυσίδα αγώνων κι εξεγέρσεων που ξεσπούν τα τελευταία χρόνια σε όλο τον πλανήτη, στέλνοντας μήνυμα για τις προοπτικές και του 2022. Καθώς οι λόγοι που έβγαλαν τους εργαζόμενους του Καζακστάν στους δρόμους (ακρίβεια και ενεργειακή φτώχεια, στο φόντο καθήλωσης του εργατικού εισοδήματος και ακραίων ανισοτήτων), είναι πολύ γνώριμοι για τους «από κάτω» διεθνώς, αυτή η προειδοποίηση γίνεται ακόμα πιο ισχυρή.
Έπειτα, η εξέγερση δείχνει να αφήνει ισχυρό «αποτύπωμα» στο εσωτερικό της χώρας, παρά την καταστολή της. Προκάλεσε ή επιτάχυνε μια μεγάλη «αναδιάταξη» στην κορυφή του κράτους, της οποίας το περιεχόμενο μένει να αποκρυσταλλωθεί το επόμενο διάστημα. Όσον αφορά τη ζωή των «από κάτω», ο Τοκάγιεφ επιχειρεί να εκτονώσει τη λαϊκή δυσαρέσκεια κάνοντας λόγο για «δίκαιη κατανομή του εισοδήματος» και «μείωση του χάσματος» πλούσιων και φτωχών. Είναι σαφές ότι τα μέτρα που ανακοινώθηκαν εν τω μέσω της εξέγερσης και όσα επιχειρήσουν να δώσουν στοιχειώδη αξιοπιστία στη «φιλολαϊκή» δημαγωγία σήμερα, δεν θα είχαν υπάρξει αν δεν είχε εξεγερθεί ο λαός του Καζακστάν.
Το ξέσπασμα της εξέγερσης
Η αφορμή της εξέγερσης υπήρξε ο διπλασιασμός της τιμής του υγροποιημένου φυσικού αερίου. Αυτή η πρόκληση προκάλεσε ιδιαίτερη οργή στους εργαζόμενους μιας χώρας που παράγει και εξάγει σημαντικές ποσότητες πετρελαίου και αερίου, ενώ τα κέρδη καταλήγουν στις μεγάλες πολυεθνικές του κλάδου που δραστηριοποιούνται στη χώρα. Και -φυσιολογικά- η οργή υπήρξε ακόμα μεγαλύτερη στους εργάτες του συγκεκριμένου κλάδου, αυτούς των οποίων η σκληρή δουλειά εξασφαλίζει τη διαθεσιμότητα και την κυκλοφορία των ενεργειακών πόρων. Αυτοί οι εργάτες έπαιξαν πρωτοπόρο ρόλο (και χρονικά αλλά και πολιτικο-κοινωνικά) στο ξέσπασμα των κινητοποιήσεων. Άλλωστε οι εργάτες στα πετρέλαια έχουν και παράδοση αγώνων, αλλά και προϊστορία γύρω από το αίτημα της εθνικοποίησης του κλάδου.
Καθόλου τυχαία, οι κινητοποιήσεις ξεκίνησαν την Πρωτοχρονιά στην Ζαναόζεν, εκεί όπου το Μάη του 2011, μια πολυήμερη απεργία των εργατών στα πετρέλαια είχε κατασταλεί άγρια, αφήνοντας πίσω της 14 (σύμφωνα με το κράτος) νεκρούς απεργούς. Εξαπλώθηκαν γρήγορα σε όλη την περιφέρεια Μανγκιστάου αλλά και στις γειτονικές περιφέρειες του δυτικού Καζακστάν. Επίσης καθόλου τυχαία: Τα δυτικά της χώρας έχουν εγκαταλειφθεί οικονομικά και υπάρχει μεγάλη ανεργία -εκτός από τον πετρελαϊκό τομέα. Οι εργαζόμενοι σε αυτόν, που η εργασία τους προσπαθεί να συντηρήσει ολόκληρες οικογένειες ενώ παράγει υπερκέρδη για τις πολυεθνικές πετρελαϊκές, αντιμετώπιζαν ήδη μεγάλες εργοδοτικές επιθέσεις. Στο δυτικό Καζακστάν είχε προηγηθεί το σοκ της απόλυσης 30-40 χιλιάδων εργαζομένων από την Tengiz Oil (με κεντρικό το ρόλο της Chevron) στην περιφέρεια Ατιράου στο τέλος του χρόνου.
Από τις 3 Γενάρη, ο ξεσηκωμός κλιμακώθηκε. Στα δυτικά και ιδιαίτερα στις περιφέρειες Μανγκιστάου και Ατιράου, ξεδιπλώθηκε μια άτυπη γενική απεργία, καθώς μετά το πετρέλαιο, στο απεργιακό κίνημα άρχισαν να προσχωρούν εργαζόμενοι σε εταιρίες παροχής υπηρεσιών, σε λιμάνια, σε επιχειρήσεις κοινής ωφέλειας, ανθρακωρύχοι, μεταλλωρύχοι κ.ά. Οι διαδηλώσεις έγιναν πιο μαχητικές (αποκλεισμοί αεροδρομίων, κεντρικών δρόμων κλπ) αλλά και οργανωμένες (μόνιμη «κατασκήνωση» σε δημόσιο χώρο, δημιουργία «συμβουλίων», δομές αλληλεγγύης στους απεργούς). Παράλληλα οι κινητοποιήσεις εξαπλώθηκαν γεωγραφικά σε μια σειρά περιφέρειες της χώρας.
Αιτήματα όπως η γενναία αύξηση (ως και διπλασιασμός) των μισθών, η μείωση της ηλικίας συνταξιοδότησης και το δικαίωμα στην ελεύθερη συνδικαλιστική δράση υψώθηκαν από τους εργαζόμενους σε μια σειρά πόλεις και κλάδους. Ήταν η συσσωρευμένη δυσφορία που εξερράγη στους δρόμους του Καζακστάν, με την τιμή του υγροποιημένου αερίου να λειτουργεί ως σταγόνα που ξεχείλισε το ποτήρι και τις εργατικές κινητοποιήσεις της Πρωτοχρονιάς στη Ζαναόζεν να λειτουργούν ως πυροκροτητής.
Τη νύχτα της 4ης Γενάρη, υπήρξαν σκληρές συγκρούσεις με τις δυνάμεις καταστολής σε διάφορες πόλεις. Στο Αλμάτι, όπου σύμφωνα με το Σοσιαλιστικό Κίνημα συμμετείχαν «κυρίως άνεργοι νέοι και εσωτερικοί μετανάστες που ζουν στα προάστια της πόλης», οι συγκρούσεις υπήρξαν πιο άγριες, με αποτέλεσμα μια –προσωρινή– κατάληψη του κυβερνείου. Με αυτήν την αφορμή, ο πρόεδρος Τοκάγεφ κήρυξε κατάσταση έκτακτης ανάγκης. Αυτή επιβλήθηκε στο Αλμάτι, αλλά και στην περιφέρεια Μανγκιστάου, όπου οι πιο οργανωμένες εργατικές κινητοποιήσεις επιχειρούσαν να αποφύγουν προκλήσεις και την καταστολή –αν και αντιμετώπισαν προσπάθειες βίαιης διάλυσης των συγκεντρώσεών τους στο Ακτάου και στη Ζαναόζεν. Είναι σαφές ότι η προεδρική καταγγελία για «τρομοκράτες» αφορούσε όλους τους απεργούς και διαδηλωτές, που βρέθηκαν στο στόχαστρο των δυνάμεων καταστολής.
Παρόλα αυτά η εξάπλωση των κινητοποιήσεων συνέχισε από τις 5 του μήνα, αγγίζοντας και περιφερειακά κέντρα του βόρειου και ανατολικού Καζακστάν, ενώ σε μια σειρά πόλεις έγιναν επιθέσεις σε περιφερειακά κυβερνεία. Στις διαδηλώσεις εμφανίστηκε ένα πιο πολιτικό σύνθημα, «Να φύγει ο Γέρος!», μια αναφορά στον Νουρσουλτάν Ναζαρμπάγεφ, πρώην πρόεδρο και ντε φάκτο ηγέτη του καθεστώτος.
Ο Ναζαρμπάγεφ
Ο Ναζαρμπάγεφ υπήρξε σπλάχνο από τα σπλάχνα του σοβιετικού κράτους. Κορυφαίο κομματικό και κρατικό στέλεχος, με τον Γκορμπατσόφ να τον προτείνει για αντιπρόεδρο της ΕΣΣΔ, ενώ σύμφωνα με τις αφηγήσεις παλιότερων, αποτελούσε ένα από τα στελέχη που αναλάμβανε αποστολές στο εξωτερικό για να παραδώσει μαθήματα «μαρξιστικής ορθοδοξίας» στα Κομμουνιστικά Κόμματα. Κατά την κατάρρευση, κινήθηκε όπως και η υπόλοιπη κομματική-κρατική γραφειοκρατία, που από τις γραμμές της προέκυψαν οι μετέπειτα οικονομικοί «ολιγάρχες» στη Ρωσία, και οι «εθνικοί ηγέτες» στις χώρες-δορυφόρους της κατά την ανεξαρτοποίησή τους. Ο Ναζαρμπάγεφ έγινε ο ηγέτης του ανεξάρτητου Καζακστάν, συγκεντρώνοντας γύρω από μια οικογενειακή-φιλική κλίκα όλο τον πλούτο, αλλά και την πολιτική εξουσία. Παρέμεινε πρόεδρος της χώρας από το 1991 ως το 2019, όταν και «αποσύρθηκε» (στο φόντο διαδηλώσεων) από τη θέση. Διατήρησε ωστόσο την θέση του ισόβιου επικεφαλής του Συμβουλίου Ασφαλείας και την ηγεσία του κυβερνητικού κόμματος, ενώ ο Τοκάγιεφ, που έλαβε το χρίσμα της διαδοχής στην προεδρία, θεωρούταν ένα «έπιπλο» που τοποθέτησε ο πανίσχυρος ηγέτης. Μια από τις πρώτες πράξεις του νέου προέδρου ήταν άλλωστε η μετονομασία της πρωτεύουσας Αστάνα σε… Νουρ Σουλτάν, το μικρό όνομα του «εθνάρχη» (τίτλος που του απονεμήθηκε και επίσημα).
Κλιμάκωση και καταστολή
Γυρνώντας στο Γενάρη του 2022, οι Αρχές που επέμεναν ότι «τις τιμές τις καθορίζει η αγορά», αίφνης «ανακάλυψαν» ότι μπορούν τελικά να ακυρώσουν την αύξηση της τιμής του αερίου. Επιπλέον, ο Τοκάγεφ ανακοίνωσε τη διάλυση της κυβέρνησης, αλλά και την απομάκρυνση του Ναζαρμπάγεφ (!) από την ηγεσία του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας. Ωστόσο ήταν αργά για να ανακοπούν οι κινητοποιήσεις. Στη Ζαναοζέν, το άτυπο «στρατηγείο» της εξέγερσης, οι εργαζόμενοι είχαν υψώσει και νέα, πολιτικά αιτήματα όπως η παραίτηση του Τοκάγεφ, η αποκατάσταση του συντάγματος του 1993 με την ελευθερία συγκρότησης και δράσης πολιτικών κομμάτων και συνδικαλιστικών οργανώσεων, η απελευθέρωση των πολιτικών κρατουμένων. Από τη μεριά του καθεστώτος, μετά το «καρότο», ήρθε το «μαστίγιο» με μεταφορά στρατευμάτων στο Αλμάτι, στο Ακτάου, στη Ζαναοζέν και τις δολοφονίες διαδηλωτών να ξεκινάνε στις 5-6 Γενάρη.
Καθώς η βία στο Αλμάτι κλιμακωνόταν (με τα λόγια ενός ντόπιου ακτιβιστή: «δεν υπήρχε αστυνομία ή στρατός στους δρόμους. Υπήρξαν λεηλασίες και σε κάποιες γειτονιές άνθρωποι εισέβαλαν στα αστυνομικά τμήματα»), ο Τοκάγεφ ζήτησε τη συνδρομή του Συμφώνου Συλλογικής Άμυνας, ένα αντίστοιχο «ΝΑΤΟ» υπό ρωσική ηγεμονία. Ρωσικές ειδικές δυνάμεις, μαζί με αποσπάσματα από τα άλλα κράτη-μέλη του Συμφώνου, ανέλαβαν την φύλαξη στρατηγικών κτιρίων και εγκαταστάσεων, «απελευθερώνοντας» τον στρατό ο οποίος είχε πλέον ρητή εντολή από τον πρόεδρο «να ρίχνει χωρίς προειδοποίηση».
Η εξέγερση κατεστάλη και οι κινητοποιήσεις τερματίστηκαν σχετικά σύντομα μετά από αυτή την καθεστωτική αντεπίθεση. Από τις 7-8 Γενάρη οι δυνάμεις καταστολής είχαν ανακτήσει τον έλεγχο της κατάστασης. Ο αριθμός των νεκρών είναι άγνωστος (οι Αρχές απέσυραν τον αρχικό επίσημο αριθμό των 164). Υπάρχουν 8-10 χιλιάδες συλληφθέντες, ουρές συγγενών διαδηλωτών που αναζητούν «αγνοούμενους» και πληροφορίες για εκτεταμένες συλλήψεις ή «εξαφανίσεις» συνδικαλιστικών στελεχών.
Η ενδοκαθεστωτική κρίση
Όπως πολλές (αν όχι όλες οι) εξεγέρσεις ιστορικά, και αυτή στο Καζακστάν αλληλοτροφοδοτήθηκε με μια κρίση στις γραμμές των «από πάνω».
Ο Τοκάγεφ κατήγγειλε ότι επικεφαλής τμημάτων της Επιτροπής Εθνικής Ασφάλειας εγκατέλειψαν τα κτίρια και τον οπλισμό τους, διέταξε τη σύλληψη του επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών (για εσχάτη προδοσία), ενώ εκκαθαρίστηκαν από κρατικές θέσεις μια σειρά από στελέχη που ήταν κοντά στον Ναζαρμπάγεφ.
Στο διάγγελμά του μετά την κρίση, ο Τοκάγεφ έγινε ξαφνικά λάβρος κατά του πρώην προέδρου. Το «έπιπλο» που 3 χρόνια πριν «βάφτιζε» την πρωτεύουσα της χώρας για να τιμήσει τον «εθνάρχη», εξαπέλυσε ένα δριμύ κατηγορώ στην εποχή Ναζαρμπάγεφ, στην οποία απέδωσε τα φαινόμενα διαφθοράς και ακραίας ανισότητας στη χώρα, ενώ εκτόξευσε απειλές (πχ. ονοματίζοντας τις συνέπειες του «ανεξέλεγκτου» εμπορίου στα σύνορα με την Κίνα) που θίγουν οικονομικά συμφέροντα μελών της οικογένειας Ναζαρμπάγεφ.
Είτε οι ισχυρισμοί για σκόπιμη αδράνεια τμημάτων του κράτους απέναντι στην εξέγερση έχουν δόσεις αλήθειας και ο Τοκάγεφ καθοδηγεί σήμερα μια «αντεπίθεση» ενάντια σε αυτά τα τμήματα του καθεστώτος που τον άφησαν ανοχύρωτο. Είτε ο πρόεδρος αξιοποιεί την εξέγερση ως αφορμή για να ενισχύσει τη θέση του εις βάρος άλλων καθεστωτικών μερίδων. Σε κάθε περίπτωση είναι εμφανές ότι υπάρχει ένας ενδοαστικός «εμφύλιος» για αναδιανομή της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας.
Άλλωστε τέτοιες «κρίσης κορυφών» που δημιουργούν «ρωγμή» αποτελούν βασικό χαρακτηριστικό που διευκολύνει το ξέσπασμα μαζικών εξεγέρσεων ή επαναστάσεων, οι οποίες με τη σειρά τους βαθαίνουν αυτές τις κρίσεις.
Τα γεγονότα στο Αλμάτι και η αξιοποίησή τους
Τα όποια «σκοτεινά» σημεία όσον αφορά την παράλυση του κατασταλτικού βραχίονα του κράτους στο Αλμάτι, δεν έχουν σχέση με τον ισχυρισμό του Τοκάγεφ για «επίθεση 20 χιλιάδων ενόπλων» και μάλιστα με καθοδήγηση (ή και προέλευση των ίδιων) από το εξωτερικό.
Σύμφωνα με ακτιβιστή από την πόλη, στις γραμμές των ειρηνικών διαδηλωτών «σταδιακά προστέθηκαν ομάδες περιθωριοποιημένων νέων κυρίως από την ύπαιθρο, οργισμένων με την κοινωνικο-οικονομική τους κατάσταση και τη διαφθορά. Στο Αλμάτι, αυτοί έγιναν η πλειοψηφία -νέοι άνεργοι από την περιφέρεια που εκφράζουν την αγανάκτησή τους ενάντια στην αδικία. Είχαν θιχτεί σκληρά από τις ανατιμήσεις και την πανδημία. Δεν έχουν καμιά εμπιστοσύνη στις Αρχές και την Αστυνομία».
Αυτό το πλήθος μπορούσε να αποκτήσει πρόσβαση σε οπλισμό κατά την παράλυση του κατασταλτικού μηχανισμού, όταν -πέρα από τη λεηλασία οπλοπωλείων- ολόκληρα αστυνομικά τμήματα εγκαταλείφθηκαν στην τύχη τους, όπως ισχυρίζονται ότι συνέβη και αντικαθεστωτικές και καθεστωτικές πηγές.
Το ερώτημα που αφορά πιο «σκοτεινές» πτυχές, είναι αν τα αστυνομικά τμήματα εγκαταλείφθηκαν από αδυναμία ή από πρόθεση κάποιων τμημάτων του κρατικού μηχανισμού -και η πιθανότητα δράσης άλλων μειοψηφικών ένοπλων ομάδων με δική τους ατζέντα που βρήκαν «χώρο» μέσα στη γενικευμένη κλιμάκωση της βίας.
Τίποτε από αυτά όμως δεν στηρίζει τον ισχυρισμό για «επίθεση από 20.000 τρομοκράτες στο Αλμάτι» (με προέλευση από το Αφγανιστάν, την Κεντρική Ασία, τη Μέση Ανατολή…). Αυτός ο ισχυρισμός χρησιμοποιήθηκε για να δικαιολογήσει και να δώσει νομιμοποίηση στην ενεργοποίηση του Συμφώνου και την ξένη στρατιωτική επέμβαση.
Από την ίδια την γρήγορη εξέλιξη και λήξη των οδομαχιών στις 6-7 Γενάρη, έγινε σαφές ότι δεν υπήρχε τέτοιας κλίμακας «ένοπλη απειλή» και ότι αυτή η διεθνής επέμβαση είχε λιγότερο επιχειρησιακό (δεν χρειάστηκε καν η συνδρομή των ξένων δυνάμεων) και περισσότερο πολιτικό χαρακτήρα: Να στείλει ο Τοκάγιεφ το μήνυμα ότι διαθέτει και μπορεί να υπολογίζει στη ρωσική -ένοπλη και όχι μόνο- υποστήριξη.
Αυτό το μήνυμα απευθυνόταν στους απεργούς και τους διαδηλωτές, που από τις 7-8 Γενάρη υποχώρησαν βάζοντας λιγότερο ή περισσότερο συντεταγμένο τέλος στις κινητοποιήσεις τους. Αλλά κατά πάσα πιθανότητα είχε και άλλους αποδέκτες, στις «κορυφές» του κράτους και της κοινωνίας, όπου πλέον προχωρά το «ξήλωμα» ή έστω «κόντεμα» του κύκλου του Ναζαρμπάγιεφ.
Η διαφαινόμενη πολιτική «πατροκτονία» και η αυτονόμηση του νυν προέδρου του Καζακστάν από την αγκαλιά του μέντορά του είναι ένα διεθλασμένο αποτέλεσμα της εξέγερσης, που έκανε μαζικό το σύνθημα «να φύγει ο γέρος!» και συνέβαλε στην πτώση του ανθρώπου που συγκέντρωνε την απόλυτη οικονομική και πολιτική εξουσία γύρω από τον ίδιο, τους συγγενείς και την κλίκα του επί 30 χρόνια. Αλλά για να μπορέσει να υλοποιήσει ο Τοκάγιεφ μια τέτοια ρήξη με το παρελθόν, με τρόπο συντεταγμένο κι «από τα πάνω», χωρίς τον φόβο ενός «ξεχειλώματος» της διαδικασίας από το μαζικό κίνημα, ασφαλώς έπαιξε κρίσιμο ρόλο η ρωσική «ψήφος εμπιστοσύνης» που ενίσχυσε το χέρι του.
Γεωπολιτική
Η σημασία του Καζακστάν, λόγω γεωγραφικής τοποθεσίας (στον Καύκασο, με πρόσβαση στην Κασπία, αλλά και στο κινεζικό «Δρόμο του Μεταξιού») και ορυκτού πλούτου (πετρέλαιο, αέριο, ουράνιο, πολύτιμα μεταλλεύματα) ασφαλώς το καθιστά και πεδίο ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών. Ο Ναζαρμπάγεφ ανήκε στη σχολή ηγετών που έπαιζαν αριστοτεχνικά το παιχνίδι της πολυδιάστατης εξωτερικής πολιτικής: Στενές πολιτικοστρατιωτικές σχέσεις με τη Ρωσία, συμμετοχή στον οργανισμό τουρκικών κρατών, στενοί εμπορικοί δεσμοί με την Κίνα, παραχώρηση της μερίδας του λέοντος των ορυκτών κοιτασμάτων σε δυτικές και κυρίως αμερικανικές πετρελαϊκές εταιρίες, αγορές γαλλικών όπλων. Λίγα χρόνια πριν, ο Ναζαρμπάγεφ είχε προσλάβει ως «σύμβουλο» τον Τόνι Μπλερ με 2ετές συμβόλαιο και 5 εκατομμύρια ευρώ αποδοχές. Αυτή η ισορροπία εξασφάλιζε διεθνή στήριξη στις Αρχές του Καζακστάν και αποτυπώθηκε και κατά την εξέγερση, όπου όλοι οι βασικοί «παίκτες» τάχθηκαν στο πλευρό του Τοκάγιεφ. Ρωσία, Κίνα, ΗΠΑ, ΕΕ, Τουρκία κινήθηκαν σε ένα φάσμα που ξεκινούσε από τη θερμή υποστήριξη και έφτανε το πολύ μέχρι τις γενικόλογες εκκλήσεις για «αυτοσυγκράτηση» και την «ανησυχία για τη βία από όλες τις πλευρές».
Αυτή η πραγματικότητα της ομόφωνης στήριξης στη σταθερότητα του καθεστώτος, δεν εμπόδισε ασφαλώς τα ΜΜΕ διάφορων χωρών να αναζητήσουν ερμηνείες «έξωθεν υποκίνησης» που βόλευαν το αφήγημα της κάθε χώρας (έχουν παρουσιαστεί ως τώρα οι θεωρίες του ρωσικού δάκτυλου, του τουρκικού δάκτυλου, του δυτικού δάκτυλου, της διεθνούς τζιχάντ).
Φεύγοντας από το θέμα της εξέγερσης καθαυτής, που είχε τη δική της δυναμική, και περνώντας στη σφαίρα των γεωπολιτικών επιπτώσεων της κρίσης που προκλήθηκε, μπορεί κανείς να μιλήσει μόνο επί των τετελεσμένων: Και εκεί έχουμε μια σημαντική επιτυχία του ρωσικού κράτους. Σε μια δύσκολη στιγμή, ο Τοκάγιεφ είτε επέλεξε είτε υποχρεώθηκε να καταφύγει στην προστασία της Μόσχας. Αυτή η εξέλιξη αφορά ασφαλώς το μέλλον της στρατηγικής ισορροπίας του Καζακστάν μεταξύ «Δύσης» και Ρωσίας. Διόλου τυχαία, η παρουσία ρωσικών στρατευμάτων υπήρξε το μοναδικό σημείο τριβής με τον Τοκάγιεφ στη «συλλογική Δύση», που αν και διακριτικά, έσπευσε να εκφράσει τις ανησυχίες της για αυτή την εξέλιξη. Αλλά η ενεργοποίηση του Αμυντικού Συμφώνου αφορά και το περιφερειακό παιχνίδι, καθώς το Καζακστάν «παίζει» και με την Κίνα και με την Τουρκία, δυνάμεις που ανταγωνίζονται τη Ρωσία σε επιρροή στον Καύκασο και έχουν τους δικούς τους διεθνείς «οργανισμούς» όπου συμμετέχει και το Καζακστάν, τους οποίους όμως δεν «προτίμησε» ο Τοκάγιεφ τη στιγμή της κρίσης.
Αρκετοί εκτιμούν ότι ο Τοκάγιεφ θα έχει την πορεία του Λουκασένκο: η ρωσική βοήθεια για να επιβιώσει στην εξουσία θα έρθει με αντίτιμο την πιο στενή πρόσδεση στο άρμα της Μόσχας. Ανεξάρτητα από αυτό το πολύ πιθανό ενδεχόμενο, ο Πούτιν έχει ήδη κατακτήσει «πόντους», αποδεικνύοντας σε εχθρούς και φίλους τη «χρησιμότητα» και την αποτελεσματικότητα του «ρωσικού ΝΑΤΟ». Άλλωστε η παρέμβαση στο Καζακστάν προστίθεται σε μια αλυσίδα γεγονότων, όπως η κινητοποίηση ρωσικού στρατού στο Ναγκόρνο-Καραμπάχ ως «εγγυητή» της εκεχειρίας μεταξύ Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν, αλλά και η ρωσική στρατιωτική διείσδυση στην Αφρική και ειδικά στην περιοχή του Σαχέλ, στο φόντο της σχετικής γαλλικής αναδίπλωσης. Εκ του αποτελέσματος, η κρίση στο Καζακστάν δεν αποδείχθηκε «νέος πονοκέφαλος» για το Κρεμλίνο, αλλά «νέα ευκαιρία»…
Επίλογος
Σήμερα «τάξη βασιλεύει στο Αλμάτι». Παρά τις όποιες παραχωρήσεις έκανε ο Τοκάγεφ για να σταθεροποιηθεί στην εξουσία και το γκρέμισμα του ίδιου του κάποτε πανίσχυρου Ναζαρμπάγεφ (μετά τα αγάλματά του), τα αιτήματα που πυροδότησαν την εξέγερση παραμένουν αδικαίωτα. Η πάλη ενάντια στη φτώχεια και την ανεργία, ο αγώνας για τη νομιμοποίηση της δράσης των αριστερών κομμάτων, τις γενικότερες πολιτικές ελευθερίες, το δικαίωμα στο συνδικαλισμό, την απεργία, τη διαδήλωση, την απελευθέρωση των κρατουμένων, μπορεί και ευχόμαστε να παράξει ξανά σύντομα ειδήσεις από το Καζακστάν. Και ελπίζουμε αυτός ο εργατικός ξεσηκωμός την πρώτη εβδομάδα του 2022 να λειτουργήσει ως «ποδαρικό» και για άλλες χώρες…