Πέρασε μια δεκαετία από την εξέγερση του Δεκέμβρη του 2008, μια εξέγερση που καθόρισε μια ολόκληρη γενιά.
Τη γενιά που είδε στον Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο, ένα φίλο της να πέφτει νεκρός και που αναζήτησε τον εαυτό της μέσα από τους αγώνες ενάντια σε ένα σύστημα που καταπιέζει τη νεολαία, που τσακίζει κάθε προοπτική και που καμιά φορά δολοφονεί. Ο «Δεκέμβρης ήταν ερώτηση και όχι απάντηση» κραύγαζαν οι τοίχοι των Εξαρχείων, όμως, αν δεν επιχειρήσουμε να δώσουμε απαντήσεις, τότε το ερωτηματικό δεν θα γίνει ποτέ θαυμαστικό.
Τα γεγονότα
Η δολοφονία του Αλέξη από τον ειδικό φρουρό Επαμεινώνδα Κορκονέα μέσα στην καρδιά των Εξαρχείων δεν ήταν απλώς μια παρασπονδία μέσα σε ένα κλίμα ησυχίας. Ήταν το περιστατικό που ανέδειξε την επίπλαστη ευημερία που υπήρχε εκείνη την περίοδο, βγάζοντας στην επιφάνεια κραυγαλέες κοινωνικές αντιθέσεις. Το πολιτικό και μιντιακό σύστημα της εποχής, ενθυμούμενο τους φοιτητικούς αγώνες του 2006-2007 και θορυβημένο, προσπαθούσε να ενσωματώσει τη νεολαία σε μια νέα κανονικότητα. Την κανονικότητα που θα ερχόταν λίγα χρόνια αργότερα και με τη βούλα, όταν η χώρα θα έμπαινε στη μνημονιακή εποχή. Η νεολαία είχε γίνει ο σάκος του μποξ ανάμεσα σε αυτούς που την υποτιμούσαν ως τη «γενιά των 700 ευρώ» και σε αυτούς που την κατηγορούσαν ως τη «γενιά του καναπέ».
Ο Δεκέμβρης του 2008, μέσα από τις αντιφάσεις του, ανέδειξε μια νεολαία που έσπασε τα καλούπια στα οποία προσπαθούσαν να τη χωρέσουν και διεκδίκησε το ρόλο της στο δρόμο, στα σχολεία και στα πανεπιστήμια. Οι σχολικές καταλήψεις, οι πλημμυρισμένοι δρόμοι, οι αγωνιστικές αποφάσεις φοιτητικών συλλόγων, οι συγκρούσεις με τα ΜΑΤ, η αλληλεγγύη των εργαζομένων, οι επιθέσεις στα αστυνομικά τμήματα, τα επιτόπια καλλιτεχνικά δρώμενα, η διακοπή του προγράμματος της ΕΡΤ, η κατάληψη της Λυρικής, οι συμβολικοί ακτιβισμοί έξω από τη ΓΑΔΑ και το καμένο χριστουγεννιάτικο δέντρο του Νικήτα Κακλαμάνη στην πλατεία Συντάγματος, αποτελούν ψηφιδωτά μιας μεγαλύτερης εικόνας που παραλίγο να ανατρέψει την κυβέρνηση Καραμανλή. Για ένα μήνα, σχεδόν σε όλη την Ελλάδα ο κόσμος βρισκόταν στο δρόμο, διαμαρτυρόμενος για τη δολοφονία Γρηγορόπουλου και εκδηλώνοντας την αντίθεσή του στις κυβερνητικές πολιτικές φτωχοποίησης και καταστολής.
Η πολιτική αντιμετώπιση
Σύσσωμος ο δικομματισμός και τα κόμματα που εκπροσωπούσαν το σύστημα έσπευσαν να καταδικάσουν την εξέγερση. Οι τριγμοί όμως που προκάλεσε η μαζική είσοδος των μαζών στο προσκήνιο ήταν τόσο μεγάλοι, που δεν αρκούσε απλώς μια καταδίκη των επεισοδίων ή η ηχητική αλλοίωση του βίντεο της δολοφονίας από μεγάλο τηλεοπτικό σταθμό. Ο Προκόπης Παυλόπουλος, τον οποίο μάλιστα ο ΣΥΡΙΖΑ πρότεινε ως Πρόεδρο της Δημοκρατίας 7 χρόνια αργότερα, ήταν Υπουργός Δημόσιας Τάξης και πολιτικά υπεύθυνος για τη δολοφονία. Ο ίδιος αναγκάστηκε να υποβάλει την παραίτησή του, η οποία δεν έγινε δεκτή, ενώ παράλληλα στο υπουργικό συμβούλιο συγκεκριμένοι υπουργοί πρότειναν να παρέμβει ο στρατός για την καταστολή του εξεγερμένου πλήθους. Τα αστικά κόμματα βρίσκονταν σε τεράστια αδιέξοδα, βλέποντας να απομακρύνονται από την εκλογική τους βάση, αλλά και τα δημοσκοπικά ποσοστά τους να καταρρέουν.
Ενδιαφέρον όμως παρουσιάζει και η στάση της τότε κοινοβουλευτικής Αριστεράς. Το ΚΚΕ εκείνες τις μέρες υιοθέτησε μια αποκρουστική γραμμή, η οποία προμήνυε και τις θέσεις που θα είχε λίγα χρόνια αργότερα. Μπροστά σε μια αυθόρμητη έκρηξη της νεολαίας και του κόσμου της εργασίας, δεν θέλησε να παρέμβει οργανωμένα και να συνδεθεί με τους εξεγερμένους. Απεναντίας καταδίκασε τα επεισόδια, συντασσόμενο με την εθνική αφήγηση της κυβέρνησης, τονίζοντας δια στόματος της ίδιας της Αλέκας Παπαρήγα ότι «στην πραγματική επανάσταση δεν θα σπάσει ούτε μία βιτρίνα».
Αντίθετα ο τότε ΣΥΡΙΖΑ, δεν κρύφτηκε πίσω από το δάχτυλό του. Κάλεσε τους διαδηλωτές να συνεχίσουν να βγαίνουν στο δρόμο και ήταν το μόνο κόμμα που προσπάθησε να εκφράσει στο κοινοβούλιο αυτούς που διαμαρτύρονταν στο δρόμο. Αυτή η στάση οδήγησε στη στοχοποίησή του από τα υπόλοιπα κόμματα και στη συκοφάντηση στελεχών του. Παρ’ όλα αυτά αντιλαμβάνεται κανείς τη διαφορά ανάμεσα στον ΣΥΡΙΖΑ του 2008 με τον αντίστοιχο του 2018. Τότε βρισκόταν από τη μεριά των διαδηλωτών, ενώ σήμερα από τη μεριά της αστυνομίας.
Ο δικός μας Δεκέμβρης
Η έκρηξη του Δεκέμβρη του 2008 οδήγησε στην εξαγωγή πληθώρας συμπερασμάτων και μάλιστα από διαφορετικές πλευρές. Μια μερίδα της αναρχίας αποθέωσε το αυθόρμητο, φετιχοποίησε τη βία και πλέον μετατρέπει την 6η Δεκέμβρη σε μια ετήσια σύγκρουση με την αστυνομία γύρω από συγκεκριμένους δρόμους των Εξαρχείων. Η αντίληψη αυτή αποβάλλει την πολιτική χροιά του Δεκέμβρη και στρατιωτικοποιεί το κίνημα απέναντι στις μονάδες καταστολής, αδιαφορώντας για τη σημασία της μαζικής απεύθυνσης και της κεντρικότητας που είχαν οι μάχες του 2008. Από την άλλη, κομμάτια της τότε Αριστεράς αντιδραστικοποιήθηκαν εστιάζοντας μόνο στον κοινοβουλευτικό στίβο, απομακρυνόμενα από το δρόμο, τα συνδικάτα και τις πραγματικές ανάγκες του κόσμου. Αυτά τα κομμάτια πιθανότατα σήμερα επικροτούν τη χρησιμοποίηση της αύρας για την καταστολή των διαδηλωτών, αν δεν έχουν μάλιστα δώσει τα ίδια την εντολή.
Πολλά μπορούν να ειπωθούν για το αν ο Δεκέμβρης νίκησε ή έχασε. Εμείς θα ισχυριστούμε ότι έμεινε στη μέση. Ο Δεκέμβρης θα αποκτούσε άλλη βαρύτητα και άλλη δυναμική, αν κατάφερνε το εργατικό κίνημα να αποτελέσει ένα οργανικό κομμάτι του και όχι έναν θεατή των εξελίξεων με μικρές παρεμβάσεις. Η σύνδεση της νεολαίας, που αυθόρμητα εναντιωνόταν σε ένα σύστημα καταπίεσης και καταστολής, με το οργανωμένο εργατικό κίνημα θα μπορούσε να έχει επιφέρει άλλες εξελίξεις. Οι ευθύνες γι’ αυτό όμως βαρύνουν πρωτίστως τις γραφειοκρατικές ηγεσίες των συνδικάτων και τη φοβική Αριστερά απέναντι στις πρωτοβουλίες και τους αγώνες του κόσμου.
Μετά 10 χρόνια από το Δεκέμβρη του 2008 τίποτα δεν είναι ίδιο με τότε. Η καπιταλιστική κρίση που ακολούθησε, έφερε τον μνημονιακό οδοστρωτήρα που γέννησε νέους αγώνες και νέα καθήκοντα. Ο Δεκέμβρης προμήθευσε αυτούς τους αγώνες με ανθρώπους που τότε αντιλήφθηκαν για πρώτη φορά ότι απέναντί τους είχαν ένα σύστημα που δεν διορθώνεται, αλλά ανατρέπεται. Οι οργισμένοι 15χρονοι του 2008 είναι οι απελπισμένοι άνεργοι ή ελαστικώς εργαζόμενοι 25χρονοι του 2018. Αυτοί πρέπει να ξαναβγούν στο δρόμο, να ξαναδιεκδικήσουν το ρόλο τους στο κίνημα και να επανανοηματοδοτήσουν τους κάθε λογής Δεκέμβρηδες.
Είναι χρέος της ριζοσπαστικής Αριστεράς να τους βρει και να τους γνωρίσει τόσο στους 15χρονους που διαδηλώνουν σήμερα ενάντια στις εθνικιστικές καταλήψεις στα σχολεία, όσο και στους εργαζόμενους που παλεύουν καθημερινά ενάντια στις πολιτικές λιτότητας στους χώρους δουλειάς. Αυτοί αποτελούν το δικό μας Δεκέμβρη και με αυτούς πρέπει να τον επανακαθορίσουμε στους αγώνες που έρχονται.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά