Τον τελευταίο καιρό, με αφορμή τη μη-συμμόρφωση των (ελλειμματικών) προϋπολογισμών της Γαλλίας και της Ιταλίας με τα κριτήρια των ευρωπαϊκών συνθηκών, κυκλοφορεί στην Ελλάδα μια φιλολογία σύμφωνα με την οποία οι («σοσιαλιστικές» ή «κεντροαριστερές») κυβερνήσεις αυτών των χωρών «αμφισβητούν», εν μέρει ίσως αλλά τουλάχιστον εν τη πράξει, τις πολιτικές λιτότητας και τον «μερκελισμό» που τις ενσαρκώνει.

Ορισμένοι έφθασαν μάλιστα στο σημείο να βλέπουν τους Ολάντ και Ρέντσι ως συμμάχους μιας μελλοντικής ελληνικής αριστερής κυβέρνησης που θα ακύρωνε τα Μνημόνια και θα αμφισβητούσε τον ζυγό του χρέους.

Ας επισημάνουμε κατ' αρχήν ότι αυτή η εκτίμηση ξεκινά από μια λανθασμένη παραδοχή. Οι πολιτικές λιτότητας που σαρώνουν σήμερα στην Ευρώπη δεν είναι θέμα «μερκελισμού» ή «γερμανικής επιβολής» αλλά η ίδια η ουσία του νεοφιλελευθερισμού ως ταξικής πολιτικής γύρω από την οποία υπάρχει στρατηγική σύγκλιση των αρχουσών τάξεων σε όλη την Ε.Ε.

Η ίδια η Ε.Ε. δεν είναι παρά το εργαλείο που «κλειδώνει» αυτόν τον σκληρό νεοφιλελευθερισμό και τον οχυρώνει από κάθε ενδεχόμενη παρέκκλιση, γι' αυτό και δεν αμφισβητείται από καμιά εθνική αστική τάξη (με εξαίρεση ίσως τη βρετανική), συμπεριλαμβανομένων και αυτών που συγκαταλέγονται στους «χαμένους» του αδυσώπητου (ειδικά σε συνθήκες κρίσης) ενδοκαπιταλιστικού ανταγωνισμού. Και τούτο ακόμη και όταν, όπως στην περίπτωση των χωρών της περιφέρειας, η ίδια η δομή της Ε.Ε. και, πιο συγκεκριμένα, της ΟΝΕ παίζει πρωτεύοντα ρόλο στην εντεινόμενη περιθωριοποίησή τους και εξασφαλίζει στρατηγικά πλεονεκτήματα στο κεφάλαιο της Γερμανίας και των χωρών του ευρωπαϊκού κέντρου. Το θέμα λοιπόν, τουλάχιστον από μια αριστερή σκοπιά, δεν είναι η αμφισβήτηση του «μερκελισμού» αλλά η ανατροπή των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, που εφαρμόζονται παντού, χωρίς φυσικά να μας διαφεύγει ότι διαφορετικά τίθεται το ζήτημα στις μεγάλες ευρωπαϊκές χώρες, ή σε αυτές του κέντρου, από εκείνες που βρίσκονται σε καθεστώς Μνημονίων και μετατροπής σε «αποικίες χρέους».

Πέρα όμως από τη λανθασμένη συλλογιστική, η «αισιόδοξη» εκτίμηση για τις πολιτικές που ακολουθούν οι Ολάντ και Ρέντσι υποδηλώνει απώλεια της αίσθησης της πραγματικότητας. Οι κυβερνήσεις αυτών των χωρών ακολουθούν πολιτικές λιτότητας, δημοσιονομικών περικοπών και διάλυσης του κοινωνικού κράτους απολύτως συγκρίσιμες, και από ορισμένες απόψεις σκληρότερες, από αυτές των δεξιών προκατόχων τους. Το ότι διατηρούν, προς ώρας, ελλειμματικούς προϋπολογισμούς σημαίνει απλά ότι αφ' ενός τα (οικονομικά και πολιτικά) περιθώρια ελιγμών που διαθέτει έναντι της Κομισιόν μια Γαλλία ή μια Ιταλία είναι άλλα από αυτά μιας επιτηρούμενης χώρας της περιφέρειας, αφ' ετέρου ότι οι κυβερνήσεις αυτές αντιμετωπίζουν στο εσωτερικό τους ιδιαίτερο πρόβλημα πολιτικής νομιμοποίησης. Η προεδρία Ολάντ κυριολεκτικά καταρρέει κάτω από το βάρος μιας γενικευμένης λαϊκής κατακραυγής, ο δε Ρέντσι, παρά τη δημοτικότητά του, δεν ξεχνά ότι η αναρρίχησή του στην εξουσία οφείλεται σε εσωκομματικό πραξικόπημα και όχι στην ψήφο του εκλογικού σώματος.

Σε κάθε περίπτωση, για να κερδίσουν χρόνο στο μέτωπο της δημοσιονομικής πειθαρχίας, Ολάντ και Ρέντσι δεσμεύτηκαν να εντείνουν τις «δομικές μεταρρυθμίσεις» στις εργασιακές σχέσεις και να συμπιέσουν περαιτέρω το «κόστος της εργασίας», δηλαδή τους μισθούς. Στην Ιταλία προωθείται η κατάργηση του άρθρου 18, μια βασική κατάκτηση της δεκαετίας του 1970 που δίνει δικαίωμα προσφυγής ενάντια στις απολύσεις, στη δε Γαλλία η εργατική νομοθεσία ξηλώνεται με ταχείς ρυθμούς ενώ, μέσα στο γενικότερο κλίμα περικοπών, περιορίζονται δραστικά τα δικαιώματα των ανέργων. Και επειδή βεβαίως αυτά τα μέτρα προκαλούν κοινωνικές αντιδράσεις, συνοδεύονται από τη γνώριμη σκιά του νεοφιλελευθερισμού, τον αυταρχισμό. Στην Ιταλία, οι μαζικές διαδηλώσεις της Ρώμης, όπου ενάμισι εκατομύριο εργαζόμενοι κατέβηκαν στους δρόμους, και, πιο πρόσφατα, της Μπρέσια αντιμετωπίστηκαν με σκληρή αστυνομική καταστολή. Ο ηγέτης του συνδικάτου του μετάλλου Fiom-Cgil Μαουρίτσιο Λαντίνι δήλωσε ότι «ο επικεφαλής της ιταλικής κυβέρνησης πρέπει να καταλάβει και να πειστεί ότι ανοίγοντας πόλεμο με τον κόσμο της εργασίας, θα βρεθεί σε αδιέξοδο».

Ο«πόλεμος» που έχει εξαπολυθεί ενάντια στην κοινωνική διαμαρτυρία πήρε όμως μια δραματική τροπή στη Γαλλία, με τη δολοφονία του 21χρονου Ρεμί Φρες από δυνάμεις της χωροφυλακής που εδώ και δύο μήνες επιδίδονται σε μια κλιμακούμενη επιχείρηση καταστολής όσων αντιτίθενται στην κατασκευή ενός φράγματος στην προστατευμένη νοτιοδυτική περιοχή Τεστέ. Χρειάστηκε να περάσουν δύο ολόκληρα εικοσιτετράωρα μέχρι να εκδηλωθεί η παραμικρή αντίδραση από την πλευρά της κυβέρνησης. Και όταν αυτό έγινε, η κοινή γνώμη εμβρόντητη άκουσε τον υπουργό Εσωτερικών να δηλώνει ότι «δεν πρόκειται για παράπτωμα» και ότι είναι «υπερήφανος» για το έργο που επιτελούν οι δυνάμεις ασφαλείας. Ο δε πρωθυπουργός Μανουέλ Βαλς διευκρίνισε ότι «δεν έχει τίποτε να φοβηθεί» από τη διεξαγόμενη έρευνα για τις συνθήκες του θανάτου του Φρες και αρνήθηκε να εκφράσει την οποιαδήποτε θλίψη για την απώλεια του νέου, αναγκάζοντας τον Φρανσουά Ολάντ να προβεί σε μια μίνιμουμ δήλωση που κάλυπτε πλήρως την αστυνομία αλλά εξέφραζε μονολεκτικά «συμπόνια».

Οσοι λοιπόν διατηρούν ακόμη κάποια αμφιβολία για το δόκιμο της έκφρασης «πειραματόζωο» για τη μνημονιακή Ελλάδα δεν έχουν παρά να κοιτάξουν το πρόσωπο της Ευρώπης ως προχωρημένο φυλάκιο του νεοφιλελευθερισμού σε διεθνές επίπεδο, αυτό του εντεινόμενου αυταρχισμού και της κρατικής βίας.

* Καθηγητής Πολιτικής Φιλοσοφίας στο King's College του Λονδίνου

Ετικέτες