Επτά σημειώσεις για το «μεσοδιάστημα» και όχι μόνο

1. Καθώς αρχίζουν να κυκλοφορούν κάποια πρώτα «ποιοτικά» στοιχεία της ψήφου, αναδεικνύονται κάποιες πολύ σημαντικές πτυχές της επιτυχίας του Μελανσόν:

-Η πρωτιά στη νεολαία, που αρκετοί αποδίδουν στην υιοθέτηση της ρητορικής και των αιτημάτων της ριζοσπαστικής οικολογίας, καθώς η κλιματική αλλαγή αποτελεί την πλέον «υπαρξιακή» (κυριολεκτικά…) των γενιών που θα κληθούν να ζήσουν στα χειρότερα χρόνια του φλεγόμενου πλανήτη. 

-Η επανεμφάνιση της παλιάς εργατικής «Κόκκινης Ζώνης» του Παρισιού, αυτού του εκλογικού «χάρτη» που θύμιζε έντονα τις «διαχωριστικές» της εποχής της Παρισινής Κομμούνας και ο οποίος είχε θρυμματιστεί κατά τον σταδιακό εκφυλισμό και κατάρρευση του ΚΚ Γαλλίας.  

-Η σύγχρονη σύνθεση των εργατικών και φτωχών προαστίων αναδεικνύει και μια άλλη διάσταση. Ο Μελανσόν που εξασφάλισε ποσοστά άνω του 50% σε τέτοιες συνοικίες, εξασφάλισε επίσης συντριπτικά ποσοστά (άνω του 70%) μεταξύ των μουσουλμάνων, όπως και ευρύτερα της μη-λευκής Γαλλίας. Η αναβάθμιση της πάλης ενάντια στο ρατσισμό και την ισλαμοφοβία ήταν μια αναγκαία αλλά και πολύ «σκληρή» επιλογή στο σκοτεινό τοπίο που έχει διαμορφωθεί στη Γαλλία. Το γεγονός ότι μπόρεσε να εμπνεύσει και να συσπειρώσει γύρω από μια πολιτική έκφραση τους πλέον στιγματισμένους και κυνηγημένους πληθυσμούς είναι ίσως η πιο ευχάριστη είδηση των φετινών εκλογών. Απέκτησαν εκλογική έκφραση όλοι αυτοί και αυτές που ο γ.γ. του ΚΚΓ περιέγραφε προεκλογικά (για να επιτεθεί στον αντιρατσισμό του Μελανσόν) ως «ριζοσπαστικοποιημένο πληθυσμό κάποιων προαστίων» για να τους αντιπαραβάλει στον «πραγματικό» γαλλικό λαό.

-Μια άλλη κατηγορία «ξεχασμένων» επίσης βρήκε εκλογική έκφραση στα αριστερά. Στις υπερπόντιες κτήσεις της Γαλλίας στην Καραϊβική (Ρεγιουνιόν, Γουαδελούπη κλπ), ο Μελανσόν συγκέντρωσε 50-60%.

2. Στο βαθμό που μπορούμε να γνωρίζουμε τουλάχιστον, δεν εντοπίζει κανείς φέτος την ενδο-αριστερή ένταση του 2017 ως προς την εκλογική συμπεριφορά στο δεύτερο γύρο. Οι αιτίες δεν είναι καθόλου ευχάριστες. Για όσους κι όσες η επιλογή Μακρόν για να αποτραπεί η άνοδος της Λεπέν θεωρούταν εύκολη κι αυτονόητη την τελευταία φορά, μεσολάβησε μια προεδρική θητεία που ήταν τόσο σκληρή (ιδιαίτερα όσον αφορά την ακροδεξιά θεματολογία «νόμου και τάξης», ισλαμοφοβίας, ιδεολογικής επίθεσης στον «δικαιωματισμό») που τείνει να επιβεβαιώσει το παλιό γκράφιτι στους δρόμους του Παρισιού «Μακρόν 2017 = Λεπέν 2022». Αλλά αυτή η πραγματικότητα, δηλαδή το γεγονός ότι πλέον η Λεπέν διεκδικεί σοβαρά την εκλογική νίκη και δεν υπάρχει η παλιά εγγύηση της πλατιάς  «υγειονομικής ζώνης», πιέζει και την άλλη πλευρά να πάρει πολύ πιο σοβαρά υπόψη στο δημόσιο λόγο της την ακροδεξιά απειλή. Αν και οι λόγοι είναι δυσάρεστοι, γιατί αποτυπώνουν τον πολιτικό ζόφο που έχει δημιουργήσει το «ντούετο» Μακρόν-Λεπέν, η εξέλιξη (της απουσίας σκληρής ενδοαριστερής πολεμικής) είναι κατά τη γνώμη μου καλή. Όπως το έθεσε ο Ίαν Μπίρτσαλ, εξηγώντας τους λόγους που δεν επιτρέπουν (ή κάνουν εύκολη) ούτε μια έκκληση στήριξης του Μακρόν αλλά και ούτε και μια ενεργή προώθηση της αποχής: «Όπως έχουν τονίσει συχνά διάφοροι επαναστάτες, η ψήφος είναι μια απλή πράξη -χρειάζεται λίγα δευτερόλεπτα… Τίποτε δεν είναι πιο μάταιο για την Αριστερά από το να εμπλακεί σε διαφωνίες για το αν κάποιος άνθρωπος πρέπει ή δεν πρέπει να βάλει ένα σταυρό σε ένα κομμάτι χαρτί». 

3. H κινητοποίηση στους δρόμους (στις 16 Απρίλη) ανέδειξε τη δυνατότητα αγωνιστικής συνύπαρξης στο δρόμο ανθρώπων που ίσως κάνουν διαφορετικές επιλογές στις 24 Απρίλη.  Τα καλέσματα, τα συλλογικά πανώ, οι αυτοσχέδιες πικέτες αποτύπωναν ένα φάσμα που ξεκινούσε από το «ποτέ Λεπέν στο Μέγαρο Ηλυσίων», περνούσε από το «ενάντια στην ακροδεξιά και τις πολιτικές που την θρέφουν» κι έφτανε στο «Ούτε Μακρόν – Ούτε Λεπέν». Αυτές οι διαδηλώσεις, όπως και η κατάληψη της Σορβώνης, είναι τα πιο καλά νέα. Αλλά η έκταση και το μέγεθός τους δε συγκρίνεται με το 2002. Σε μια πρόσφατη εκδήλωση για την ευρωπαϊκή ακροδεξιά, ο Ούγκο Παλέτα (NPA), μεταφέροντας την εικόνα από τη Γαλλία, στάθηκε στο παράδειγμα της πλήρης απουσίας γενικευμένων καταλήψεων ή συνελεύσεων. Σημειώνοντας ότι «παλιά, δεν υπήρχε περίπτωση να μην γίνουν γενικές συνελεύσεις σε κάθε σχολείο/σχολή της χώρας, τουλάχιστον για να συζητηθεί συλλογικά μια τόσο σοβαρή εξέλιξη».

Αναδεικνύεται με τον πιο εμφατικό τρόπο η καρδιά του ευρωπαϊκού προβλήματος: η «κανονικοποίηση» της ακροδεξιάς, των ιδεών της και της εγκατεστημένης παρουσίας της στο πολιτικό φάσμα. Η αποστροφή στον Μακρόν είναι μέρος της ερμηνείας για την μείωση της εκλογικής διαφοράς με την Λεπέν. Αλλά η απουσία παλιότερων ανακλαστικών συλλογικής συζήτησης και δράσης στους δρόμους μπροστά στην γενικότερη άνοδο των ακροδεξιών δυνάμεων, καταδεικνύει ένα βαθύτερο πρόβλημα.  

4. Η ομιλία Μελανσόν υπήρξε υποδειγματική απέναντι σε αυτό το κλίμα. Όπως και το 2017, απέφυγε να δώσει «εκλογική γραμμή» και άρα «να εμπλακεί σε διαφωνίες για το αν κάποιος πρέπει ή δεν πρέπει να βάλει σταυρό σε ένα κομμάτι χαρτί». Έδωσε «πολιτική κάλυψη» και στις δύο εκλογικές συμπεριφορές. Αλλά απέναντι στο πρόβλημα διαρκούς  «κανονικοποίησης» της ακροδεξιάς, η έμφαση με την οποία υπογράμμισε το «Ούτε μια ψήφος δεν πρέπει να πάει στην κυρία Λεπέν», με το εμβληματικό «Ξέρουμε ποια δεν πρόκειται να ψηφίσουμε ποτέ…» τράβηξε μια κόκκινη διαχωριστική με μεγάλη «διαπαιδαγωγική» αξία στη σημερινή δύσκολη περίοδο…

5. Η κατάσταση πνευμάτων διαφέρει στην παραδοσιακή Δεξιά. Οι Ρεπουμπλικάνοι ήδη στον πρώτο γύρο λεηλατήθηκαν και από τις δύο πλευρές (Μακρόν και Λεπέν/Ζεμούρ). Η εκλογική συμπεριφορά των υπολειμμάτων τους δεν θα είναι καθόλου αυτονόητα «ρεπουμπλικανική». Η Βαλερί Πεκρέζ δήλωσε ότι «προσωπικά θα ψηφίσει» Μακρόν και περιορίστηκε να πει «σε όσους πιθανά θα κάνουν διαφορετική εκλογική επιλογή από τη δική μου, να το ξανασκεφτούν». Ο Ερίκ Σιοτί, εσωκομματικός αντίπαλος στις προκριματικές, έσπευσε να δηλώσει ότι «δεν πρόκειται να ψηφίσει ποτέ Μακρόν». Όσοι κι όσες έχουν δει την γαλλική κωμωδία «Θεέ μου, τι σου κάναμε!», ίσως θυμούνται τον όντως ξενοφοβικό πατέρα να αρνείται τις σχετικές κατηγορίες από την κόρη του με την επική επίκληση «Εγώ; Ρατσιστής; Μα εγώ είμαι γκωλικός!». Σήμερα ο «λαός της Δεξιάς» στη Γαλλία επιλύει αυτήν την «αντίφαση»…  

6. Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων περιορίζει τη «δεξαμενή» του Μακρόν. Δεν έχει να προσδοκά επιπλέον στήριξη από τα δεξιά του, ενώ έχει αποξενώσει το ακροατήριο στα αριστερά του. Η «Liberation» στις 13 Απρίλη κυκλοφόρησε με ένα εξαιρετικό πρωτοσέλιδο, με μια φωτογραφία του Μακρόν να τρέχει και συνοδευτική λεζάντα «Αγάπη μου, ξέχασα την Αριστερά!». Ο Γάλλος πρόεδρος ξαφνικά εντοπίζει «καλές ιδέες» στα προγράμματα των Πρασίνων (πρόσφατη η διαδήλωση των οικολόγων ακτιβιστών ενάντια στην αντι-οικολογική διάσταση των προγραμμάτων και των δύο υποψηφίων του δεύτερου γύρου) και των αριστερών κομμάτων, φτάνοντας να παρουσιάζεται διαλλακτικός στην εμβληματική συνταξιοδοτική του μεταρρύθμιση.

Αυτή η τροπή που έχει πάρει ο δημόσιος διάλογος μεταξύ των δύο γύρων προσφέρεται για διάφορες παρατηρήσεις.

α) Προεκλογικά, ο Τζον Μάλεν εξηγούσε τη σημασία της καμπάνιας της Ανυπότακτης Γαλλίας, αναφέροντας μεταξύ άλλων ότι αν ο Μελανσόν περάσει στο δεύτερο γύρο «ανάμεσα στους δύο γύρους, κάθε πολιτική συζήτηση θα είχε στο επίκεντρό της τη ριζοσπαστική αλλαγή». Δεν έγινε αυτό, αλλά το υψηλό σκορ του Μελανσόν στον πρώτο γύρο «ρίχνει τη σκιά του» και τώρα στην πολιτική συζήτηση. Το 2017, Μακρόν και Λεπέν συζητούσαν επί του περιορισμού της μετανάστευσης ή της ισλαμικής απειλής, ενώ όσον αφορά την οικονομία, ο Μακρόν επένδυε στη «διαχειριστική του επάρκεια» απέναντι στην «αναξιόπιστη» Λεπέν. Καμία σχέση με το φετινό «κυνήγι της αριστερής ψήφου»…

β) Το σύστημα των δύο γύρων από τη φύση του πάντοτε περιόριζε την πραγματικά δημοκρατική επιλογή, θέτοντας σκληρά διλλήματα. Η παρουσία της ακροδεξιάς στο δεύτερο γύρο, σε συνδυασμό με την παράδοση αυτονόητης άνευ όρων στήριξης στον υποψήφιο που στέκεται απέναντί της λειτουργούσε ως ακόμα μεγαλύτερη στρέβλωση. Θεωρούταν ιερή υποχρέωση των άλλων κομμάτων να «δώσουν την ψήφο τους», χωρίς καμία υποχρέωση από τον… υποψήφιο. Το γεγονός ότι ο Μακρόν δεν μπορεί να υπολογίζει σε «σίγουρη ψήφο», επαναφέρει μεταξύ των δύο γύρων φέτος μια στοιχειώδη στις εκλογικές διαδικασίες λειτουργία: Την υποχρέωση του υποψηφίου να μπει στον κόπο να… διεκδικήσει τη ψήφο των πολιτών. Στις μακρινές ΗΠΑ, ο Μάλκολμ Χ είχε εντοπίσει από τους πρώτους το γεγονός ότι το Δημοκρατικό Κόμμα δεν έκανε τίποτε για να βελτιώσει την κατάσταση των μαύρων, ακριβώς επειδή είχε δεδομένη την εκλογική τους στήριξη («You put the Democrats first, and they will put you last»). Φέτος στη Γαλλία, παρακολουθούμε την κρίση του επιχειρήματος του «μικρότερου κακού» ως επαρκές και τη σημασία που έχει να μην σε έχουν οι πολιτικές ηγεσίες «δεδομένο». Ο αλαζονικός το 2017 Μακρόν, που καλούσε να τον ψηφίσουν γιατί αν δεν το κάνουν θα είναι παλιοχαρακτήρες, σήμερα ομολογεί ότι «δεν μπορώ να ισχυρίζομαι ότι θέλω πλατιά ενότητα και να επιμένω σε πολιτικές που διχάζουν»…

γ) Το γεγονός ότι στο τραπέζι της άτυπης «διαπραγμάτευσης» μεταξύ Μακρόν και εκλογικού σώματος έχει βρεθεί ειδικά η συνταξιοδοτική μεταρρύθμιση έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον. Ασφαλώς ο Μακρόν δεν την αποσύρει. Παλινδρομεί μεταξύ θλιβερών τάχα βελτιώσεων (σύνταξη στα 64 κι όχι στα 65), γενικολογιών για «ενσωμάτωση απόψεων από τα αριστερά», αλλά και κάποιων πιο ενδιαφέρουσων αναφορών ότι θα τεθεί σε δημοψήφισμα, ή υπονοιών σοβαρής χρονικής αναβολής της. Ασφαλώς δεν υπάρχει περιθώριο εμπιστοσύνης σε ό,τι λέει για να επανεκλεγεί. Αλλά οι περιπέτειες αυτής της μεταρρύθμισης έχουν ενδιαφέρον. Παρουσιάστηκε ως η «ναυαρχίδα» του Μακρόν, μια εμβληματική επίδειξη δύναμης κι αδιαλλαξίας απέναντι στα συνδικάτα. Προκάλεσε ένα απεργιακό κύμα που καθυστέρησε επί μήνες την ψήφισή της (καθώς ο Μακρόν υποχρεωνόταν να μετατοπιστεί σε γραμμή «διαβουλεύσεων») μέχρι το ξέσπασμα της πανδημίας, όταν ο Γάλλος πρόεδρος υποχρεώθηκε να τη βάλει στο συρτάρι για χάρη της αναγκαίας «κοινωνικής εκεχειρίας». Στη διαδρομή, το προσωρινό πάγωμα έγινε απόσυρση στη διάρκεια όλης της προεδρικής θητείας, με τον Μακρόν να δηλώνει σε ανύποπτο χρόνο ότι τέτοια μεγάλη αλλαγή μπορεί να γίνει μόνο μετά από νέα λαϊκή εντολή στις κάλπες. Την επανέφερε όντως προεκλογικά, ως εμβληματικό σημείο του προγράμματός του. Και να ’μαστε σήμερα, να υποχρεώνεται εκ νέου να υιοθετήσει προφίλ προσεκτικής «διαβούλευσης». Πρόκειται για την πιο «παραγνωρισμένη» νίκη και υπενθύμιση της αντοχής της δύναμης του γαλλικού εργατικού κινήματος τα τελευταία χρόνια. Η Θάτσερ θα στριφογυρνά στον τάφο της με τους δισταγμούς του επίδοξου διαδόχου της…

7. Η μετατόπιση της κουβέντας στο «κοινωνικό ζήτημα», το καλό σκορ της Αριστεράς και η εκλογική έκφραση «των προαστίων του Παρισιού» δεν αναιρούν ασφαλώς την κεντρική εικόνα της δεξιάς μετατόπισης που τροφοδοτεί η επιβίωση του «ντουέτου» Μακρόν-Λεπέν. Συχνά παρουσιάζεται η μία πτυχή: ότι απέναντι στη Λεπέν, το καλό σκορ του Μακρόν μεταφράζεται (με λαθροχειρία) ως «λαϊκή εντολή» στο νεοφιλελεύθερο κέντρο. Αλλά υποτιμάται η άλλη (αν δεν παρουσιάζεται ως μια κάποια δίκαιη «λαϊκή τιμωρία»). Όπως σημείωσε ο Λεόν Κρεμιέ, «ένα υψηλό σκορ για αυτήν [Λεπέν], όχι μόνο δεν θα τιμωρήσει την αντιδραστική πολιτική του Μακρόν, αλλά θα τον ενθαρρύνει ακόμα περισσότερο να συνεχίσει τις ούλτρα νεοφιλελεύθερες και καταπιεστικές πολιτικές του».

Η μονοπώληση της αντιπαράθεσης από αυτό το ντουέτο είναι πολύ βολική και για τους δύο. Ο Μακρόν, έχοντας να αντιμετωπίσει τις «ανησυχίες» μιας ακροδεξιάς αμφισβήτησης, όντως κλιμακώνει τις δεξιές του επιθέσεις: Στη διάρκεια της θητείας του τέθηκαν εκτός νόμου αντιρατσιστικές οργανώσεις, έκλεισαν τζαμιά, ψηφίστηκαν ακροδεξιάς έμπνευσης νόμοι κατά των μουσουλμάνων, υιοθετήθηκε η δηλητηριώδης κατηγορία του «ισλαμο-αριστερισμού» (που θυμίζει ανατριχιαστικά  «εβραιομπολσεβικισμό»), κηρύχθηκε θεσμικός πόλεμος στην «δικαιωματική κουλτούρα στα πανεπιστήμια» (σπουδές φύλου, φυλετικές σπουδές, από-αποικιοποίηση). Η Λεπέν, ασφαλώς, επωφελείται κι αυτή από το να παρουσιάζεται ο Μακρόν ως η μόνη εναλλακτική στην ίδια. Το έκανε πολύ σαφές, σχολιάζοντας τις διαδηλώσεις μεταξύ των δύο γύρων ως εξής: «Το γεγονός ότι υπάρχουν άνθρωποι που διαδηλώνουν ενάντια στα εκλογικά αποτελέσματα είναι βαθιά αντιδημοκρατικό. Λέω σε όλους αυτούς τους ανθρώπους να πάνε απλά και να ψηφίσουν. Είναι τόσο απλό». Ήταν μια ενδεικτική δήλωση, γιατί αφενός έδειξε την απέχθειά της προς τον «δρόμο» και την αντίληψή της για τη «δημοκρατία». Αλλά και γιατί -καλώντας τους διαδηλωτές «απλά να πάνε να ψηφίσουν»- δείχνει ότι η Μαρίν δεν έχει κανένα πρόβλημα να συγκρούεται με τον Μακρόν στο επίπεδο της κάλπης. Όταν οι άνθρωποι «απλά» ψηφίζουν Μακρόν, δεν της κάνουν τη ζωή πιο δύσκολη. Όταν όμως διαδηλώνουν εναντίον της, ενοχλείται. Ένας πολύτιμος οδηγός για τα καθήκοντα ανεξαρτήτως έκβασης. Όπως το έθετε ένα πανώ (βλ. φωτό του Κόλιν Φαλκονέρ επάνω) απευθυνόμενο και στους δύο υποψηφίους, «ο τρίτος, κοινωνικός γύρος, αρχίζει τώρα!».

Ετικέτες