Οικονομική κρίση, κρίση πολιτικής συνοχής και ενίσχυση των τάσεων για Ευρώπη πολλών «ταχυτήτων».

Όταν ένας οργανισμός αντιμετωπίζει ό,τι υπό «κανονικές συνθήκες» θα ήταν μια απλή αμυχή σαν να είναι ήδη γάγγραινα, αυτό είναι ο ασφαλέστερος δείκτης ότι είναι εξαιρετικά εξασθενημένος και γι’ αυτό αντιδρά ενεργοποιώντας «πρωτόκολλα» πανικού ακόμη και μπροστά σε ήσσονος σημασίας απειλές. Αυτή ακριβώς είναι η κατάσταση στην ιμπεριαλιστική «Ευρώπη», δηλαδή την Ευρωζώνη και την ΕΕ αλλά και το σύστημα συμμαχιών και «ολοκληρώσεων» που υφαίνεται γύρω απ’ αυτές. Μόλις τον τελευταίο χρόνο, οι απειλές από το δημοψήφισμα για την ανεξαρτησία στη Σκωτία αλλά και την Καταλονία προκάλεσαν κύμα νευρικότητας και πανικού στις ευρωπαϊκές καγκελαρίες αλλά και τις αγορές. Στην πρώτη περίπτωση το «μοιραίο» αποφεύχθηκε, αλλά στη δεύτερη όχι. Από αυτό το γεγονός δεν προέκυψε βέβαια κάποια συνολική «καταστροφή», αλλά ήταν ένας πολιτικός σπασμός που επέτεινε και εμβάθυνε την κρίση στο Ισπανικό κράτος, που ζει το τέλος της δικής του μεταπολίτευσης και μια πολιτική κρίση η οποία απειλεί τα βάθρα του πολιτικού συστήματος και των συνταγματικών ρυθμίσεων της μεταφρανκικής αστικής δημοκρατίας. Γενικότερα, η ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ολοκλήρωση εμφανίζεται τρομερά ευάλωτη σε εστίες κρίσεων που πολλαπλασιάζονται προκαλώντας μια συνολικότερη «κρίση συνοχής» και αναδεικνύοντας έντονα όψεις στρατηγικού αδιεξόδου.      

Μέχρι και τα τέλη περίπου του 2014, η οικονομική ήταν η κυρίαρχη πλευρά της κρίσης. Παρά τη σχετική σταθεροποίηση της Ευρωζώνης από το 2012, ύστερα από την οξεία κρίση του 2009-2011, και παρά το γεγονός ότι διάφορες εκτός ελέγχου «εστίες» της κρίσης όπως η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία, η Κύπρος κ.λπ. τέθηκαν υπό σχετικό έλεγχο, οι βαθύτερες-δομικές αιτίες της κρίσης δεν έχουν ελεγχθεί και παραμένουν ενεργές, παρόλο που απωθήθηκαν από την επιφάνεια και το προσκήνιο σε σχετικά υπόγειες διαδρομές. Αντίθετα, «ωριμάζουν» με πολύ απειλητικό τρόπο - και γι’ αυτή την πραγματικότητα έχουν πλήρη επίγνωση οι εκπρόσωποι του συστήματος. Ενώ λοιπόν παραμένουν και «ωριμάζουν» τα δομικά στοιχεία της οικονομικής κρίσης, από το 2015 έχουν εισέλθει σε μια νέα φάση όπου η κρίση περνάει από την οικονομική βάση στο πολιτικό, θεσμικό και ιδεολογικό εποικοδόμημα, ενώ στην αυγή του 2016 η πολιτική και θεσμική πλευρά της κρίσης γίνεται κυρίαρχη. Ο κύκλος κλείνει με τη νευρικότητα, τους «πανικούς» και την αστάθεια που μεταφέρει στην ίδια την οικονομική βάση η πολιτική, θεσμική και ιδεολογική κρίση, δημιουργώντας τους όρους κρίσης συνοχής και στρατηγικού αδιεξόδου.
Ας δούμε τώρα, συνοπτικά, πώς εκφράζονται όλα αυτά συγκεκριμένα.

Η οικονομική πλευρά του αδιεξόδου

Τα θεμελιώδη οικονομικά δεδομένα -όπου παρά τις πολλές «ταχύτητες», αναδεικνύονται κοινοί παρονομαστές- δείχνουν ένα αδιέξοδο που παραμένει. Η ανάπτυξη είναι τόσο οριακή, ώστε στην πραγματικότητα έχουμε κατάσταση χρονίζουσας οικονομικής στασιμότητας. Τα στοιχεία για το τελευταίο τρίμηνο του 2015 μιλούν για ανάπτυξη 0,3% στο σύνολο της Ευρωζώνης, όσο και της Γερμανίας, της πιο «εύρωστης» από τις ισχυρές οικονομίες. Στην Ιταλία, που έρχεται από 3 διαδοχικά χρόνια ύφεσης, ήταν 0,1%, στη Γαλλία 0,2%. Και σε όλες τις περιπτώσεις, ήταν μειωμένη σε σχέση με το προηγούμενο τρίμηνο.

Όσον αφορά, το άλλο βασικό μέγεθος, τον πληθωρισμό, έχουμε πλέον επισήμως αποπληθωρισμό στο σύνολο της Ευρωζώνης: -0,1% το Μάρτιο, σε σχέση με -0,2% το Φεβρουάριο. Και αυτό, παρά την τεράστια ένεση ρευστότητας στην οικονομία με το πρόγραμμα «ποσοτικής χαλάρωσης» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.

Αναιμική ανάπτυξη και αποπληθωρισμός σημαίνει ότι τα κρατικά χρέη σαν ποσοστό του ΑΕΠ αυξάνονται. Σε αυτό συντείνουν και τα κρατικά ελλείμματα, που παρά τις τεράστιες περικοπές δαπανών των τελευταίων χρόνων, παραμένουν. Η Κομισιόν κάνει διαρκώς εκκλήσεις για συγκράτηση των ελλειμμάτων χωρών-μελών (η πιο πρόσφατη, αφορούσε τα ελλείμματα Γαλλίας, Ιταλίας, Ισπανίας και Πορτογαλίας, που θεωρούνται «εκτός ελέγχου»), αλλά «συνταγή» για να γιατρευτεί το διαβρωτικό μίγμα οικονομικής στασιμότητας και αποπληθωρισμού δεν διαθέτει.  

Έτσι, το αποτέλεσμα είναι πως η πολυαναμενόμενη «απομόχλευση» που λένε οι νεοφιλελεύθεροι, δηλαδή η απαλλαγή από αυτό που με μαρξιστικούς όρους θα λέγαμε υπερσυσσώρευση και υπερπίστωση, όχι μόνο δεν έρχεται αλλά απομακρύνεται. Χαρακτηριστική είναι η κατάσταση βασικών χωρών όσον αφορά το κρατικό χρέος. Σύμφωνα με προβλέψεις της Κομισιόν, το γαλλικό κρατικό χρέος θα προσεγγίσει το 100% (99,8%) του ΑΕΠ το 2016, που σημαίνει ότι η Γαλλία εισέρχεται σε κατάσταση κρίσης χρέους που ωριμάζει πολύ γρηγορότερα σε σχέση με τις προβλέψεις των προηγούμενων χρόνων. Το χρέος της Ιταλίας έχει «ξεφύγει» και πλησιάζει ταχύτατα το 140% του ΑΕΠ, ενώ πάνω από το 100% είναι το χρέος του Βελγίου, της Πορτογαλίας, της Ιρλανδίας, της Κύπρου και φυσικά της «πρωταθλήτριας» Ελλάδας όπου κινείται σε επίπεδα περί το 180% του ΑΕΠ!

Συνολικά, τόσο το κρατικό χρέος όσο και το ιδιωτικό (χρέος επιχειρήσεων και νοικοκυριών) έχει αυξηθεί σημαντικά στα χρόνια ύστερα από το ξέσπασμα της κρίσης.

Ο συνδυασμός μηδενικής ή αναιμικής ανάπτυξης με αποπληθωρισμό και αύξηση των κρατικών και ιδιωτικών χρεών παραπέμπει σε απόλυτο, στρατηγικού χαρακτήρα αδιέξοδο. Το αδιέξοδο αυτό υπογραμμίζει και επιτείνει ακόμη περισσότερο η επιβράδυνση των λεγόμενων Αναδυόμενων οικονομιών (BRICKS και όχι μόνο), που μεταξύ άλλων έχει συνέπεια τη μείωση του όγκου του παγκόσμιου εμπορίου, άρα της εξωτερικής ζήτησης για προϊόντα και υπηρεσίες που παράγονται στην Ευρωζώνη και την ΕΕ. Το αποτέλεσμα είναι ότι τα πλεονάσματα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, τόσο της Ευρωζώνης συνολικά όσο και της «πρωταθλήτριας» Γερμανίας αλλά και της Γαλλίας, μειώνονται.  

Η μείωση της εσωτερικής ζήτησης λόγω λιτότητας ταυτόχρονα με τη μείωση της εξωτερικής ζήτησης λόγω της επιβράδυνσης στις Αναδυόμενες οικονομίες οδηγεί σε στρατηγικό αδιέξοδο, αφού στα χρόνια της κρίσης οι αρνητικές επιπτώσεις της λιτότητας στην ανάπτυξη αντισταθμίζονταν σε ένα βαθμό από τις μεγάλες εξαγωγικές επιδόσεις των βασικών χωρών της Ευρωζώνης. Τώρα, αυτή η στρατηγική δεν είναι αποτελεσματικός «θώρακας» ούτε για την ίδια τη Γερμανία.

Οι φόβοι για νέα τραπεζική κρίση

Αφήσαμε τελευταίο σε αυτό το υποκεφάλαιο, το πρόβλημα που μπορεί να αποβεί  ξανά καθοριστικό, όπως και στο ξεκίνημα της κρίσης: το πρόβλημα των ευρωπαϊκών τραπεζών. Η σπερμολογία περί επανεμφάνισης του κινδύνου τραπεζικής κρίσης -με ορίζοντα μάλιστα τον ερχόμενο Ιούνιο- έχει σοβαρή υλική βάση και παραπέμπει σε τρία βασικά προβλήματα: Πρώτο, η οικονομική στασιμότητα υπονομεύει τις προοπτικές κερδοφορίας των ευρωπαϊκών τραπεζών, δεύτερο, η «ποσοτική χαλάρωση» του Μάριο Ντράγκι δεν απέτυχε μόνο σαν γιατρικό στον αποπληθωρισμό αλλά και σαν μέτρο για τη διολίσθηση της ισοτιμίας του ευρώ, που καθώς ενισχύεται απέναντι στο δολάριο και με αρνητικά επιτόκια, αποτυγχάνει στον παγκόσμιο πόλεμο για την προσέλκυση κεφαλαίων, τρίτο, τα ανοίγματα των ευρωπαϊκών τραπεζικών μεγαθηρίων στις Αναδυόμενες αγορές είναι μεγάλα και μεταφράζονται σε δυνητικά τρομακτικό ύψος ζημιών. Με πίεση στα κέρδη τους, με αύξηση των «κόκκινων» δανείων λόγω μείωσης των εισοδημάτων, με μείωση των δανειοδοτήσεων λόγω οικονομικής στασιμότητας αλλά και «ανοιγμάτων» και αποδυναμωμένες όσον αφορά τη δυνατότητα να προσελκύσουν διεθνή κεφάλαια, οι ευρωπαϊκές τράπεζες φλερτάρουν με μια νέα κρίση.

Ο αρθρογράφος των Financial Times κ. Mark Whitehouse προσθέτει και δύο ακόμη παράγοντες: α) ότι οι ευρωπαϊκές αρχές σπρώχνουν τα προβλήματα «κάτω από το χαλί» επιτρέποντας στις ευρωπαϊκές τράπεζες να έχουν επίπεδα κεφαλαιακής επάρκειας 2 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από τα αντίστοιχα των τραπεζών των ΗΠΑ και του ηνωμένου Βασιλείου και β) ότι ταυτόχρονα επιτρέπουν να συνεχίζεται και να κλιμακώνεται το «πάρτι» με την απόδοση μερισμάτων και μπόνους σε μετόχους και μεγαλοστελέχη, που αδυνατίζει ακόμη περισσότερο την κεφαλαιακή βάση, άρα και τη δυνατότητα παροχής δανείων, άρα και την κερδοφορία. Τα ποσά που επιστράφηκαν στους μετόχους και στα μεγαλοστελέχη αυξήθηκαν από λιγότερο από 50 δισ. ευρώ το 2007 σε 250 δισ. ευρώ στα τέλη του 2010 και σε 400 δισ. ευρώ στα τέλη του 2015!  

Όλα αυτά «σκάνε» με τη μορφή προβλημάτων ακόμη και σε τραπεζικά μεγαθήρια όπως η Deutsche Bank (αύξηση «ανοιγμάτων» σε συνδυασμό με σημαντική μείωση κερδών), αλλά και με τη μορφή άμεσης ανάγκης τραπεζικών αναδιαρθρώσεων, όπως πρόσφατα στην Πορτογαλία και την Αυστρία, ενώ όλοι «κοιτούν» με τρόμο προς τις ισπανικές και ιταλικές τράπεζες.  

Έχει σημασία να θυμόμαστε ότι η κρίση του 2008 εκδηλώθηκε αρχικά σαν κρίση υπερπίστωσης και χτύπησε πρώτα τον τραπεζικό τομέα…  

Η πολιτική και θεσμική πλευρά της κρίσης

Στο έδαφος του οικονομικού στρατηγικού αδιεξόδου γονιμοποιείται η πολιτική και θεσμική κρίση, που είναι επίσης εκτός ελέγχου. Αν ένα χρόνο ή λίγους μήνες πριν μιλούσαμε για τα δημοψηφίσματα ανεξαρτησίας σε Σκωτία και Καταλονία, τώρα μιλάμε για κάτι πολύ σημαντικότερο: για το βρετανικό δημοψήφισμα για παραμονή ή όχι της Μ. Βρετανίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αν το ΟΧΙ, που προηγείται στις δημοσκοπήσεις, νικήσει, θα είναι ένα σεισμικό γεγονός που επιταχύνει δραματικά την κρίση συνοχής και τα διαλυτικά φαινόμενα στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την Ευρωζώνη. Ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά του μάλιστα, έχει ήδη προκαλέσει μια μη αντιστρέψιμη μεταβολή: την ενίσχυση των τάσεων για μια Ευρώπη πολλών «ταχυτήτων».

Οι συζητήσεις αλλά και οι προτάσεις και πρωτοβουλίες σε αυτή την κατεύθυνση αυξάνονται και πληθύνονται. Ιδού πώς συνοψίζει τα πράγματα σε άρθρο του στους Financial Times στις 6 Απριλίου o John Plender:

«Η απόφαση του Ντέιβιντ Κάμερον να διεξάγει δημοψήφισμα για την παραμονή του Ηνωμένου Βασιλείου στην Ε.Ε. αποτέλεσε, ηθελημένα ή αθέλητα, το έναυσμα για μια ευρύτερη πολιτική κίνηση αναδιοργάνωσης της Ε.Ε. (…) Η συζήτηση για μια Ευρώπη πολλών ταχυτήτων γίνεται φυσικά εδώ και αρκετό καιρό. Αλλά ποτέ πριν δεν είχε υιοθετηθεί από τόσο πολλές από τις βασικές δυνάμεις πίσω από το ευρωπαϊκό εγχείρημα».

Πράγματι, ποτέ άλλοτε στην ιστορία τους η Ευρωζώνης και η ΕΕ δεν βρέθηκαν τόσο έντονα μπροστά στο δίλημμα είτε της αναδιοργάνωσης με βάση την κεντρική ιδέα των πολλών «ταχυτήτων» είτε μια διαλυτική παρακμή.  

Καθώς το «μπαζούκα» του Ντράγκι έχει αχρηστευτεί, οι πολιτικές πρωτοβουλίες δίνουν και παίρνουν. Όμως -φευ!- οι επιδιώξεις των επιμέρους αστικών τάξεων είναι τόσο διαφορετικές και μη συντιθέμενες, ώστε το τοπίο γίνεται πιο χαοτικό. Για το βρετανικό δημοψήφισμα, που στριμώχνει τον εμπνευστή του Κάμερον πολύ περισσότερο απ’ ό,τι η ανάμιξή του στα panama papers, μιλήσαμε ήδη. Ο Ολάντ, για λογαριασμό του γαλλικού ιμπεριαλισμού, θέλει ο γαλλο-γερμανικός «άξονας» να γίνει ο ανθεκτικός καμβάς της πρώτες ταχύτητας της Ευρωζώνης, αλλά η πολιτική πυγμής (συνδυασμός επιτάχυνσης της λιτότητας και κράτους έκτακτης ανάγκης) βρίσκει αντιστάσεις στο κίνημα αντίστασης αλλά και σε τμήματα της γαλλικής άρχουσας τάξης, η δε γαλλική οικονομία είναι τόσο βαλτωμένη, ώστε αδυνατεί να στηρίξει τα μεγαλεπήβολα σχέδια του γαλλικού ιμπεριαλισμού.     

Ακόμη περισσότερο στον «αέρα» είναι η φιλοδοξία του ιταλικού καπιταλισμού να βρει μια θέση στην «πρώτη σειρά της πρώτης ταχύτητας». Τους τελευταίους μήνες, η Ιταλία έχει αναλάβει μια οιονεί καμπάνια για τη συγκρότηση «πρώτης ταχύτητας» στην Ευρωζώνη, που θα βαθύνει όχι μόνο την οικονομική αλλά και τη θεσμική - πολιτική, ακόμη και την αμυντική, ενοποίηση. Ο Ρέντσι το λέει σε κάθε ευκαιρία, ενώ ο υπουργός του των Εξωτερικών απέστειλε επιστολή προς τα άλλα πέντε ιδρυτικά μέλη της Ε.Ε. για να προτείνει ένα τέτοιο σχέδιο. Ταυτόχρονα, κοινό άρθρο των υπουργών Εξωτερικών της Μ. Βρετανίας και της Ιταλίας ήδη από τον περασμένο Δεκέμβριο, υποστηρίζει μια πιο χαλαρή σχέση της Μ. Βρετανίας με την ΕΕ. Είναι φανερό: ο κ. Ρέντσι θέλει Ευρώπη (ΕΕ αλλά και Ευρωζώνη) πολλών «ταχυτήτων», ο ίδιος προτιμά την πρώτη «ταχύτητα» της Ευρωζώνης αλλά στηρίζει το δικαίωμα της Μ. Βρετανίας για πιο «χαλαρή» σχέση. Όμως -φευ- προς το παρόν η μόνη πρώτη «ταχύτητα» στην οποία συμμετέχει ο ιταλικός καπιταλισμός είναι της οικονομικής στασιμότητας, του αποπληθωρισμού και πάνω απ’ όλα του κρατικού χρέους…   

Όλα αυτά θέτουν το ύστατο και θεμελιώδες ερώτημα: ποια είναι η στρατηγική του γερμανικού ιμπεριαλιστικού κέντρου; Μπορεί και θέλει να αποτελέσει τη δύναμη που θα εγγυηθεί μια τέτοια πολιτική και θεσμική αναδιάρθρωση της ιμπεριαλιστικής Ευρώπης και θα την εγγυηθεί σε ρόλο ηγεμόνα; Πρόσφατα η Γερμανίδα καγκελάριος Άνγκελα Μέρκελ έκανε μια δήλωση γεμάτη πικρή αυτογνωσία: είπε ότι η Γερμανία πρέπει να ανταποκριθεί καλύτερα στο διεθνή πολιτικό της ρόλο. Το γεγονός ότι ο γερμανικός καπιταλισμός είναι σε συγκριτικά καλύτερη θέση από τους άλλους, δεν σημαίνει ότι δεν αντιμετωπίζει κι ο ίδιος στρατηγικού χαρακτήρα οικονομικά προβλήματα και διλήμματα. Το μεγάλο του έλλειμμα ωστόσο εντοπίζεται στο πολιτικό, διπλωματικό και στρατιωτικό του «κεφάλαιο». Καθώς λοιπόν η πολιτική και θεσμική κρίση μαίνεται και το «αίτημα» για Ευρώπη πολλών «ταχυτήτων» κερδίζει διαρκώς οπαδούς, καθώς οι «πληγές» μιας διαλυτικής θεσμικής και πολιτικής κρίσης πολλαπλασιάζονται (το προσφυγικό ανέδειξε όλες τις πληγές), ο γερμανικός ιμπεριαλισμός βρίσκεται ενώπιον κρίσιμων αποφάσεων. Η αίσθηση πάντως πως όσο ο άξονας των εξελίξεων μετατοπίζεται από την οικονομία στην πολιτική ο γερμανικός ιμπεριαλισμός δεν μπορεί να παίξει έναν ενοποιητικό ηγεμονικό ρόλο, εντείνεται… 

Το ολλανδικό δημοψήφισμα και ο φόβος του «μοιραίου»

Με τόσα συσσωρευμένα αδιέξοδα, δεν είναι λοιπόν τυχαίος ο παθολογικός φόβος που κυριεύει τα αστικά μίντια και τους αναλυτές του συστήματος σε όλη την Ευρώπη μπροστά σε δυσάρεστα ξαφνιάσματα της συγκυρίας, καθώς αυξάνονται και πληθύνονται οι «Κασσάνδρες» που προβλέπουν μεγάλα δεινά ύστερα από κάθε πρόβλημα ή «αστοχία» που παρουσιάζεται. Αυτός ο φόβος μπορεί ενίοτε να εκδηλώνεται με σχεδόν παθολογικά χαρακτηριστικά, αλλά είναι εντελώς βάσιμος, από τη στιγμή που είναι παγκοίνως γνωστά τα αρνητικά θεμελιώδη δεδομένα αλλά και εντελώς πρόδηλη η «τάση προς το χειρότερο». 

Το πιο πρόσφατο παράδειγμα είναι οι αντιδράσεις και αναλύσεις που ακολούθησαν τη συντριπτική νίκη του ΟΧΙ στο ολλανδικό δημοψήφισμα. Πολλοί μίλησαν για «ανατροπή των δεδομένων στην ΕΕ», για πρόκριμα νίκης του ΟΧΙ στο βρετανικό δημοψήφισμα, για στρατηγικό πλήγμα στον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της Ουκρανίας κ.λπ. Πράγματι, αν εξαιρέσουμε ίσως τους δραματικούς τόνους, όλα αυτά έχουν βάση. Ο «άνεμος του ΟΧΙ» στη Μ. Βρετανία δυναμώνει σε ευθεία αναλογία με τέτοια «επεισόδια» όπου, σύμφωνα με μια στρατηγικού ύφους δήλωση της Μαρίν Λεπέν, κερδίζει νίκες η «Ευρώπη των κυρίαρχων εθνών». Και το ολλανδικό δημοψήφισμα ήταν όντως μια τέτοια περίπτωση, με σοβαρές «παράπλευρες απώλειες» στο ευαίσθητο πρότζεκτ του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της Ουκρανίας. Και όλα αυτά, παρά το γεγονός ότι το δημοψήφισμα δεν έχει αποφασιστικό παρά μόνο συμβουλευτικό χαρακτήρα! 

Τώρα, ο φόβος που στοιχειώνει τις ευρωπαϊκές καγκελαρίες είναι να νικήσει το ΟΧΙ στο βρετανικό δημοψήφισμα ή να εκδηλωθεί και νέα κρίση των ευρωπαϊκών τραπεζών ή, ακόμη χειρότερα, και τα δύο μαζί. Οι φόβοι για δευτερεύουσες «θρυαλλίδες», όπως μια υποτροπή της ελληνικής κρίσης ή πιθανή αστοχία των κυβερνητικών σχημάτων στην Ισπανία και την Πορτογαλία, επενδύονται σε αυτούς τους δύο κεντρικούς καμβάδες.       

Ιδεολογική κρίση και στρατηγικές απαντήσεις: οι κυρίαρχες δυνάμεις, η ακροδεξιά και η Αριστερά

Η άνοδος της ακροδεξιάς σε όλη την Ευρώπη, οι όψεις στρατηγικού αδιεξόδου, η οργιάζουσα κινητικότητα στην κατεύθυνση της Ευρώπης των πολλών «ταχυτήτων» και οι σωρευόμενες νίκες στη στρατηγική κατεύθυνση της «Ευρώπης των κυρίαρχων εθνών», αποκαλύπτουν και μια προϊούσα ιδεολογική κρίση: την κρίση της «ευρωπαϊκής ιδέας». Με τόσες διαψεύσεις και καταρρεύσεις, με το μαστίγιο της λιτότητας να σφυρίζει πάνω από τα κεφάλια των Ευρωπαίων εργαζομένων, με τις τράπεζες και τα κέρδη να είναι τα μοναδικά προστατευόμενα είδη στην ευρωπαϊκή επικράτεια, με τη Σένγκεν νεκρή, με την κάθε είδους ανασφάλεια να κυριαρχεί, με τον κίνδυνο του χειρότερου να καραδοκεί διαρκώς, με έναν καπιταλισμό που όχι μόνο δεν «αντέχει» τις ιστορικές δημοκρατικές και κοινωνικές κατακτήσεις που έδωσαν περιεχόμενο στην πάλαι ποτέ προοδευτική εκδοχή του «ευρωπαϊσμού» (από τη Γαλλική Επανάσταση μέχρι το μεταπολεμικό κοινωνικό κράτος) αλλά είναι μια γιγάντια μηχανή που τις καταστρέφει συστηματικά, δεν είναι τυχαίο που η «ευρωπαϊκή ιδέα» είναι νεκρή και η αμφισβήτηση της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης διαρκώς διογκώνεται.     

Στο έδαφος των στρατηγικών αδιεξόδων και αυτής της ιδεολογικής κρίσης, ανεβαίνουν ξανά στην ιστορική σκηνή οι δυνάμεις που εκπροσωπούν τις στρατηγικές, δηλαδή τις ολοκληρωμένες-«οριστικές», απαντήσεις:

Πρώτο, οι κυρίαρχες συστημικές δυνάμεις, που στην ενότητα και τον ανταγωνισμό τους υποστηρίζουν μια στρατηγική γραμμή με βασικά συστατικά την υπερλιτότητα (με δευτερεύουσας σημασίας αποχρώσεις), «δημοκρατικές» εκδοχές ύπαρξης και νομιμοποίησης του κράτους «έκτακτης ανάγκης» και μια αναδιοργάνωση της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης με κάποια εκδοχή της γενικής φόρμουλας της Ευρώπης των πολλών «ταχυτήτων». Είναι η γραμμή όπου συγκλίνουν οι κυρίαρχες μερίδες του χρηματιστικού κεφαλαίου, τα δε ρήγματα και αρρυθμίες οφείλονται στη διάσπαση της «κοινής θέλησης» εξαιτίας των διαφορετικών αναγκών και συμφερόντων των επιμέρους κυρίαρχων αστικών τάξεων. Στο στρατόπεδο αυτό κυριαρχεί η ενότητα κι όχι ο ανταγωνισμός, αλλά στις δυναμικές που αναπτύσσονται μαζί με τα στρατηγικά αδιέξοδα, οι πιθανότητες να αδυνατίσει τόσο η ενότητα, ώστε κάποια στιγμή να πάρει το προβάδισμα ο ανταγωνισμός μόνο αμελητέες δεν είναι.

Δεύτερο, οι δυνάμεις της «λαϊκής», εθνικιστικής και φασίζουσας ακροδεξιάς με στρατηγική γραμμή την «Ευρώπη των κυρίαρχων εθνών». Με ανάκτηση της «εθνικής κυριαρχίας», ώστε το αναγκαίο μίγμα λιτότητας και κρατικού αυταρχισμού να μην κανοναρχείται από τις Βρυξέλλες, αλλά να επιλέγεται με βάση το «μεγαλείο» των επιμέρους εθνών, δηλαδή με βάση τις ανάγκες των επιμέρους αστικών τάξεων. Πιο επιθετικές μορφές ρατσισμού και του κράτους «έκτακτης ανάγκης» είναι βασικά συστατικά αυτής της στρατηγικής, που παραμένει μια εναλλακτική για το χρηματιστικό κεφάλαιο αλλά όχι η βασική επιλογή.

Τρίτο, οι δυνάμεις της Αριστεράς, οι οποίες διχάζονται ανάμεσα σε δύο στρατηγικές: τη στρατηγική της μεταρρύθμισης της «υπαρκτής» Ευρωζώνης και ΕΕ, από τη μια, και τη στρατηγική της ρήξης όχι μόνο με τη λιτότητα, τον κρατικό αυταρχισμό και το ρατσισμό της Ευρώπης-«φρούριο», αλλά και με την ίδια την Ευρωζώνη και την ΕΕ. Καθώς η στρατηγική της μεταρρύθμισης έχει αποτύχει σε όλες τις δοκιμασίες, χρειαζόμαστε μια πιο στιβαρή επεξεργασία της στρατηγικής της ρήξης, που κατά τη γνώμη μας πρέπει να εμπνέεται ταυτόχρονα από δύο στρατηγικές ιδέες: α) τη στρατηγική ιδέα του «αδύναμου κρίκου»: ότι εκεί που ωριμάζουν οι συνθήκες για μια ρήξη με τη λιτότητα, το κράτος «έκτακτης ανάγκης» και το ρατσισμό, η ρήξη αυτή θα πρέπει να ολοκληρώνεται αναπόφευκτα με έξοδο από την Ευρώπη αλλά και με ρήξη και απείθεια προς την ΕΕ με πιθανότατη αν όχι βέβαιη κατάληξη την έξοδο και από την ΕΕ, β) τη στρατηγική ιδέα της ανατροπής-διάλυσης της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής ολοκλήρωσης όχι για να οικοδομήσουμε την «Ευρώπη των κυρίαρχων εθνών ή κρατών» (δεν υπάρχει «αριστερή» εκδοχή της στρατηγικής της ακροδεξιάς), αλλά για να οικοδομήσουμε την ευρωπαϊκή σοσιαλιστική ομοσπονδία, ένα πανευρωπαϊκό σοσιαλιστικό σχέδιο σαν απάντηση στην καπιταλιστική κρίση, την ιμπεριαλιστική ευρωπαϊκή ολοκλήρωση και την κρίση της. Οι δύο αυτές στρατηγικές ιδέες όχι μόνο δεν είναι αντιφατικές ή ανταγωνιστικές, αλλά μπορούν και πρέπει να συγχωνευτούν σε μια ενιαία σοσιαλιστική στρατηγική, που θα ενσωματώνει τόσο την ανισόμετρη ανάπτυξη των αντιστάσεων και της δυναμικής της ρήξης στις επιμέρους ευρωπαϊκές χώρες όσο και την ανάγκη κοινού, διεθνιστικού σχεδίου, στόχων πάλης και στρατηγικού προσανατολισμού. Ώστε η ωρίμανση των προϋποθέσεων να σπάσουν αδύναμοι κρίκοι της ευρωπαϊκής ιμπεριαλιστικής αλυσίδας να «επενδύεται» σε μια κοινή - πανευρωπαϊκή σοσιαλιστική στρατηγική και αντίστροφα, η κοινή - πανευρωπαϊκή σοσιαλιστική στρατηγική να επιταχύνει και να δημιουργεί ευνοϊκό περιβάλλον για την ωρίμανση των «αδύναμων κρίκων».            

Η συγχώνευση σε μια ενιαία στρατηγική των δύο αυτών στρατηγικών ιδεών δεν είναι συμψηφισμός ούτε προσπάθεια να μένουν ανοιχτές οι γέφυρες με τη στρατηγική της μεταρρύθμισης της «υπαρκτής» ΕΕ και Ευρωζώνης, αλλά ο αναγκαίος «συγχρονισμός» και ολοκλήρωση της στρατηγικής της ρήξης. 

Η τύχη της Ελλάδας σε μια Ευρώπη «πολλών ταχυτήτων»

Υπ’ αυτούς τους όρους και σε ένα κλίμα που καλλιεργεί την αίσθηση της προσωρινότητας και ταυτόχρονα, ακόμη και αυθόρμητα ή υποσυνείδητα, την ιδέα ότι «όλα είναι πιθανά», αξίζει να αναρωτηθούμε για τη θέση και την τύχη του ελληνικού καπιταλισμού στο ενδεχόμενο να ξεδιπλωθούν εξελίξεις με βάση τη φόρμουλα της Ευρώπης των πολλών «ταχυτήτων»… Ότι η Ελλάδα θα είναι στην τελευταία «ταχύτητα» της Ευρωζώνης, θα πρέπει να θεωρείται περισσότερο από βέβαιο. Δεν είναι όμως καθόλου αμελητέα η πιθανότητα να μην περιλαμβάνεται καν στην «τελευταία ταχύτητα», αλλά να αποβληθεί με πρωτοβουλία των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών χωρών.

Σε κάθε περίπτωση, όταν σύμπασα η ιμπεριαλιστική Ευρώπη αντιμετωπίζει στρατηγικό αδιέξοδο, το να περιμένουμε ότι ο ελληνικός καπιταλισμός θα σταθεροποιηθεί, είναι ένδειξη υπερβολικής αισιοδοξίας για λογαριασμό του. Αντίθετα, το ενδεχόμενο να επανέλθει οξεία η ηγεμονική κρίση της άρχουσας τάξης, είναι μια δυνατότητα εγγεγραμμένη στη δυναμική των εξελίξεων. Αυτό έχει μεγάλη σημασία, και πρέπει να αποτελέσει το έδαφος για μια αναγκαία «άσκηση προσανατολισμού» και «πολιτικής ευθυγράμμισης» για την ελληνική Ριζοσπαστική και Αντικαπιταλιστική Αριστερά.

Ετικέτες