Στις 4 Μάρτη στην Ιταλία ψηφίζουμε για την εκλογή κοινοβουλίου με ένα νέο εκλογικό σύστημα που προβλέπει την εκλογή του 1/3 των βουλευτών με πλειοψηφικό και μονοεδρικό σύστημα και τα 2/3 με ένα αναλογικό σύστημα και με τον φραγμό του 3%.
Μετά τις εκλογές του 2013 ακολούθησαν τρεις κυβερνήσεις όπου προήδρευαν στελέχη του Δημοκρατικού Κόμματος (Ενρίκο Λέτα ως τον Φεβρουάριο 2014, Ματέο Ρέντσι ως το Δεκέμβρη 2016 και Πάολο Τζεντιλόνι το 2017) και οι οποίες στηρίζονταν από μια πλειοψηφία ευρέων συναινέσεων που συμπεριελάμβανε τη Νέα Κεντροδεξιά του Αλφάνο.
Η περίοδος των ευρέων συναινέσεων ανάμεσα στο Δημοκρατικό Κόμμα και την κεντροδεξιά είχε κιόλας γεννηθεί από το προηγούμενο νομοθετικό σώμα (από το Νοέμβρη 2011), με την συνενωτική υποστήριξη στην «τεχνοκρατική» κυβέρνηση του Μάριο Μόντι.
Το Δημοκρατικό Κόμμα διαχειρίστηκε, λοιπόν, τα τελευταία έξι χρόνια στην Ιταλία τις πολιτικές λιτότητας και περικοπών στις δημόσιες υπηρεσίες, οι οποίες οδήγησαν σε αύξηση των ανισοτήτων, της φτώχειας και της ανεργίας, η οποία –παρά τη μέτρια επανεκκίνηση της οικονομίας– παραμένει σε επίπεδα αρκετά πιο ψηλά από εκείνα της περιόδου που προηγήθηκε της κρίσης του 2008.
Σε αυτά τα χρόνια πραγματοποιήθηκαν δομικές αλλαγές που ακύρωσαν τις κύριες κατακτήσεις δεκαετιών αγώνων του εργατικού κινήματος. Η μεταρρύθμιση Φορνέρο στις συντάξεις επιφέρει σταθεροποίηση της ηλικίας σύνταξης στα 70 έτη. Το Jobs Act ακύρωσε το δικαίωμα αποκατάστασης αδίκως απολυθέντων εργαζομένων, που είχε κατακτηθεί με τη νομοθεσία των εργατικών δικαιωμάτων το 1970. Η μεταρρύθμιση του «καλού σχολείου» εισήγαγε τις υπερεξουσίες των σχολικών διευθυντών με την αξιολόγηση ευθέως των καθηγητών.
Με την εναλλαγή σχολείου-εργασίας, το σχολείο γίνεται το μέρος στο οποίο προσφέρεται δωρεάν χειρωνακτική εργασία στις επιχειρήσεις και το οποίο ωθεί τη νεολαία να αποδεχθεί, σαν φυσικό νόμο, το ρόλο υποδεέστερου και ευέλικτου εμπορεύματος για τις ανάγκες της αγοράς και τα κέρδη των επιχειρήσεων.
Σήμερα στην Ιταλία υπάρχουν 10 εκατομμύρια φτωχοί, 7,5 εκατομμύρια άνθρωποι στους οποίους λείπει ολοκληρωτικά ή εν μέρει η εργασία, 10 εκατομμύρια χωρίς πρόσβαση στην υγεία είτε γιατί δεν έχουν τα μέσα, είτε επειδή το δημόσιο σύστημα μπάζει νερά από παντού. Το 2017 το 20% των πιο πλούσιων Ιταλών κατείχε πάνω από το 66% του καθαρού εθνικού πλούτου, ενώ το 60% των Ιταλών μόλις το 14,8%.
Ένα τμήμα των υπερ-προνομιούχων (1% -η μεγάλη μπουρζουαζία) κατέχει πλούτο 240 φορές περισσότερο από όσον κατέχει, στο σύνολό του, το 20% των πιο φτωχών του πληθυσμού.
Το εισόδημα του φτωχότερου 10% των Ιταλών την τελευταία δεκαετία κατρακύλησε κατά 28%, ενώ σχεδόν το μισό της αύξησης των εισοδημάτων, που καταγράφηκε την ίδια περίοδο, ήταν προνόμιο του πλουσιότερου 20%.
Ο διαταραγμένος κοινωνικός ιστός και η αδυναμία του εργατικού κινήματος σε αυτή την ιστορική φάση, με τη συνυπευθυνότητα του μεγαλύτερου ιταλικού συνδικάτου, της CGIL, με τις πολιτικές λιτότητας που προωθήθηκαν από «φιλικές» κυβερνήσεις του Δημοκρατικού Κόμματος, καθόρισαν την ανάδυση ξενοφοβικών και ρατσιστικών τάσεων σε μεγάλα τμήματα μαζών, την ανάκτηση επιρροής από τους πολιτικούς σχηματισμούς της άκρας Δεξιάς και των φασιστών.
Η δημόσια συζήτηση στην προεκλογική εκστρατεία επισκιάστηκε από θέματα ασφαλείας και από αντιμεταναστευτικά ζητήματα, και οι τρεις κύριες πολιτικές δυνάμεις (ο συνασπισμός της κεντροδεξιάς, το Κίνημα Πέντε Αστέρων και το Δημοκρατικό Κόμμα) ανταγωνίζονται στο πεδίο των προτάσεων για την προστασία της δημόσιας τάξης και εναντίον των μεταναστών.
Έτσι το Δημοκρατικό Κόμμα μπορεί να καυχιέται για το έργο του υπουργού Minniti, ο οποίος προώθησε νόμους που περιορίζουν τα πολιτικά δικαιώματα των προσφύγων και αποδίδουν υπερεξουσίες στους δημάρχους, για να εμποδίζουν την πρόσβαση στο κέντρο των πόλεων σε άτομα που θεωρούνται ανεπιθύμητα (άνθρωποι χωρίς σταθερή κατοικία, μετανάστες κλπ). Ο ίδιος ο υπουργός Minniti του Δημοκρατικού Κόμματος προσπάθησε να απαγορεύσει την αντιφασιστική διαδήλωση στις 18 Φλεβάρη στη Ματσεράτα.
Στα αριστερά του Δημοκρατικού Κόμματος παρουσιάζονται στις εκλογές δύο συνασπισμοί: Το Liberi e Uguali (Ελεύθεροι και Ίσοι) και το Potere Al Popolo (Εξουσία στο Λαό).
Μετά την επίθεση στη δημοκρατία, που οργανώθηκε από το ίδιο το Δημοκρατικό Κόμμα του Ρέντσι, με την απόπειρα μεταρρύθμισης του Συντάγματος (η οποία ανάμεσα σε άλλα προτίθετο να καταργήσει τη Γερουσία και να μειώσει τον αριθμό των βουλευτών) που αποτράπηκε από το δημοψήφισμα της 4ης Δεκεμβρίου του 2016, ένα τμήμα του κόμματος αποφάσισε να αποσχισθεί και ίδρυσε το Movimento Democratico e Progressista (Δημοκρατικό και Προοδευτικό Κίνημα) και κατόπιν συγχωνεύτηκε με την Sinistra Italiana (Ιταλική Αριστερά), στον συνασπισμό Liberi e Uguali, του οποίου ηγείται ο πρόεδρος της Γερουσίας Pietro Grasso.
Οι ηγέτες του Movimento Democratico e Progressista (ο Μπερσάνι και ο Ντ’ Αλέμα σε πρώτη θέση) είναι όμως συνυπεύθυνοι για τη διαχείριση των πολιτικών του πολέμου και της λιτότητας (ΣτΜ: εκτός των παλιότερων γνωστών επεμβάσεων, εννοεί και την πρόσφατη αποστολή στρατού στη Νιγηρία) που προωθήθηκαν από το Δημοκρατικό Κόμμα τα τελευταία 20 χρόνια. Οι βουλευτές του MDP στήριξαν την κυβέρνηση Τζεντιλόνι σχεδόν ως το τέλος της κοινοβουλευτικής περιόδου και ο συνασπισμός «Ελεύθεροι και Ίσοι», ήδη εν μέσω προεκλογικής εκστρατείας, διακηρύσσει τη διαθεσιμότητά του σε τυχόν κυβερνητικές συμμαχίες με το Δημοκρατικό Κόμμα και τον Ρέντσι.
Το Potere Al Popolo γεννήθηκε από τη διακήρυξη ενός Κοινωνικού Κέντρου της Νάπολης, επικεφαλής ενός δικτύου Κοινωνικών και Συλλογικών Κέντρων σε διάφορες ιταλικές πόλεις που ονομάζεται Clash City Workers και το οποίο συνάντησε αμέσως τη στήριξη της Sinistra Anticapitalista, του κόμματος της Κομουνιστικής Επανίδρυσης, του δικτύου Eurostop και του Partito Comunista Italiano. Αυτός ο συνασπισμός σχεδόν απ’ την αρχή οδήγησε σε επανενεργοποίηση πολλών πολιτικών και κοινωνικών αγωνιστών, που συνενώθηκαν με τη θέληση να οικοδομήσουν μια πρόταση ριζικά εναλλακτική στην κεντροαριστερά και το Δημοκρατικό Κόμμα. Το πρόγραμμα και οι λίστες συζητήθηκαν σε δύο πανεθνικές συνελεύσεις με συμμετοχή χιλίων ατόμων η καθεμιά και επιπλέον 100 τοπικές συνελεύσεις σε εθνικό επίπεδο.
Το εκλογικό πρόγραμμα του Potere Al Popolo συντέθηκε από τις διεκδικήσεις που προέκυψαν από τις συνελεύσεις, σαν έκφραση πολλών αγώνων στους χώρους και ως αποτέλεσμα των εμπειριών των τελευταίων ετών από τις κινητοποιήσεις ενάντια στον Jobs Act, το νόμο Fornero, το «Καλό Σχολείο», την απόπειρα μεταρρύθμισης του συντάγματος του Ρέντσι, το ρατσισμό των νόμων Miniti-Orlando, τη βία εναντίον των γυναικών.
Δεν είναι ένα πολιτικό επαναστατικό πρόγραμμα, αλλά περιέχει μια σειρά ριζοσπαστικών προτάσεων που έρχονται ευθέως σε σύγκρουση με τον καπιταλισμό και τους θεσμούς του (ΕΕ), ανταποκρινόμενες στις πραγματικότητες που γίνονται αντιληπτές από τις μάζες των εργαζομένων, από τους καταπιεσμένους-ες και τους εκμεταλλευόμενους-ες.
Για να υπογραμμίσουμε μερικές από αυτές: Η μείωση του ωραρίου εργασίας σε 32 ώρες με ίδια αμοιβή, η επανασύσταση της αυτόματης τιμαριθμικής προσαρμογής (scala mobile), δικαίωμα στη σύνταξη στα 60 έτη ή μετά 35 έτη εργασίας, η καθιέρωση ενός μίνιμουμ εισοδήματος για τους ανέργους, η πραγματοποίηση επενδύσεων και θέσεων εργασίας στο δημόσιο, να δοθούν 1 εκατομμύριο κοινωνικά δημόσια καταλύματα, μπλοκάρισμα των ιδιωτικοποιήσεων και επανακρατικοποίηση του νερού και των δημόσιων υπηρεσιών, σταμάτημα των «Grandi opere» (μεγάλα έργα) και συμμετοχικός σχεδιασμός σε περιβαλλοντικά θέματα, εναλλακτικά στις μπίζνες της Green Economy, να μπει φόρος στην ιδιοκτησία, εθνικοποίηση της Banca d’ Italia και δημιουργία ενός δημόσιου οικονομικού πόλου και αναδιάρθωση του δημόσιου χρέους.
*Ο Francesco Locantore είναι αγωνιστής της Sinistra Anticapitalista, μέλος του Πανεθνικού Συντονιστικού του Potere Al Popolo
Μετάφραση: Τάσος Φάκος
Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά