Με τον Τραμπ να είναι αδιαμφισβήτητα ο υποψήφιος πρόεδρος του Ρεμπουμπλικάνικου Κόμματος (ποιος να το έλεγε 4 χρόνια πριν…), το ενδιαφέρον της προεκλογικής χρονιάς στις ΗΠΑ επικεντρώνεται στις ανοιχτές προκριματικές εκλογές για τον υποψήφιο πρόεδρο του Δημοκρατικού Κόμματος.

Το άρθρο αυτό γράφεται πριν γίνουν γνωστά τα αποτελέσματα της «Σούπερ Τρίτης». Είναι η μέρα που γίνονται ταυτόχρονα εκλογές σε πολλές Πολιτείες, ευρέος κι «αντιπροσωπευτικού» φάσματος (κοινωνικά, πληθυσμιακά, οικονομικά, πολιτισμικά κ.ο.κ.) και γι’ αυτό θεωρούνται σοβαρή «πανεθνική» αναμέτρηση. Φέτος, την Τρίτη 3 Μάρτη, σε 14 Πολιτείες κρίνονταν οι προτιμήσεις 1.344 κομματικών αντιπροσώπων στο εκλογικό συνέδριο των Δημοκρατικών –δηλαδή το 34% του συνόλου. Είναι προφανές ότι εκείνη τη μέρα κρίνονται πολλά. 

Ωστόσο, κάποια πράγματα που προκύπτουν από τις εκλογές στις πρώτες 4 Πολιτείες βοηθούν να παρακολουθήσει κανείς καλύτερα τα αποτελέσματα της «Σούπερ Τρίτης», ενώ υπάρχουν ήδη πολιτικά ζητήματα που άπτονται της προεκλογικής μάχης στις ΗΠΑ και έχουν πιο διαχρονική αξία. 

Ρεύμα Σάντερς

Από την έναρξη της κούρσας για το χρίσμα των Δημοκρατικών έχει γίνει εμφανές ότι το «ρεύμα Σάντερς» είναι ανθεκτικό. Το γνωρίζαμε από τις επιμέρους εκλογικές επιτυχίες «ριζοσπαστών» ή και «σοσιαλιστών» σε χαμηλότερες βαθμίδες του πολιτικού συστήματος (Αλεξάνδρα Οκάσιο-Κορτέζ κλπ) που μεσολάβησαν ανάμεσα στον αιφνιδιασμό του 2016 και στο σήμερα. Κυρίως το γνωρίζαμε γιατί πρόκειται για μια ριζοσπαστικοποίηση που έχει πιο βαθιά ποιοτικά χαρακτηριστικά (η δημοφιλία του «σοσιαλισμού» –λέξη βρισιά στις ΗΠΑ μέχρι πρότινος–, οι ριζοσπαστικές ιδέες στη νεολαία σε μια σειρά κοινωνικά ζητήματα, οι ελπιδοφόροι εργατικοί αγώνες κ.ο.κ.). Αλλά έχει σημασία να μετρηθεί, 4 χρόνια μετά τον αιφνιδιασμό του 2016, κατά πόσο εξακολουθεί ένα σημαντικό τμήμα της αμερικανικής κοινωνίας να επιδιώκει την εκλογή στην προεδρία των ΗΠΑ ενός ανθρώπου που αυτοπροσδιορίζεται  ως «σοσιαλιστής».  

Η σύγκριση με το 2016 είναι ως τώρα δύσκολη, πριν αρχίσει να ξεκαθαρίζει το τοπίο (με τις παραδοσιακές αποσύρσεις υποψηφίων που μένουν πίσω στην κούρσα). Τότε ήταν εξαρχής μια μάχη δύο ατόμων: όποιος δεν ήθελε τη Χίλαρι Κλίντον ψήφιζε Μπέρνι Σάντερς –και φυσικά το αντίστροφο. Φέτος η κούρσα ξεκίνησε με έναν «κήπο» υποψηφίων για διάφορες προτιμήσεις, που προκάλεσε έναν αρχικό κατακερματισμό ποσοστών (και αντιπροσώπων) που «πίεσε» προς τα κάτω τους αριθμούς του Σάντερς σε σχέση με το 2016. Άλλωστε είναι κοινό μυστικό ότι κάποιες υποψηφιότητες πιο «σοφτ» προοδευτισμού ή ριζοσπαστισμού (όπως της Ελίζαμπεθ Γουόρεν) σε μεγάλο βαθμό επιτελούν ακριβώς αυτόν το ρόλο: επιχειρούν να αποσπάσουν από τον «Μπέρνι» ένα τμήμα της βάσης των Δημοκρατικών, που είναι αρκετά «προοδευτικό» για να μην αντέχει υποψηφιότητες τύπου Χίλαρι, αλλά όχι και τόσο ριζοσπαστικό για να επιμένει στην «ακραία» επιλογή Σάντερς. 

Ωστόσο επιβεβαιώνεται η αντοχή του ρεύματος Σάντερς ακόμα και σε αυτές τις πιο δύσκολες συνθήκες. Ο Σάντερς ετοιμαζόταν για την «Σούπερ Τρίτη» όντας  πρώτος μετά από τις εκλογές στις 4 πρώτες Πολιτείες, έχοντας συγκεντρώσει την υποστήριξη 58 συνέδρων (από τους 149).

Το κομματικό κατεστημένο

Μια άλλη σύγκριση με το 2016 προκάλεσε αρχικά ανησυχία στα ηγετικά επιτελεία των Δημοκρατικών. Το αντίστοιχο της Χίλαρι Κλίντον για φέτος, δηλαδή ο εκλεκτός του κόμματος, ο «μπαρουτοκαπνισμένος σε κρατικές θέσεις ευθύνης» και ο –τάχα– «εκλόγιμος» λόγω της μη-πολωτικής, διακομματικής αποδοχής (δηλαδή, αρκετά δεξιός) είναι ο Τζο Μπάιντεν. Μετά τις πρώτες 3 μάχες, το «φαβορί» έδειχνε να παραπαίει. Τέταρτος στην Αϊόβα, πέμπτος στο Νιού Χάμσαϊρ, δεύτερος στη Νεβάδα (αλλά 26 μονάδες πίσω από τον Σάντερς). Η καθαρή πρωτιά στη Βόρεια Καρολίνα (που του απέφερε 35 συνέδρους) τον επανέφερε στην κούρσα, φτάνοντας σε μια νύχτα τους 50 συνέδρους και τη δεύτερη θέση. Στην «Σούπερ Τρίτη» περιμένει να αποδειχθεί ότι το θλιβερό ξεκίνημα αφορούσε τοπικές «αναποδιές» και να αποκατασταθεί η «κομματική κανονικότητα» που τον θέλει φαβορί. Μετά την αντοχή του Σάντερς, είναι ένα από τα σημεία που αξίζει να εστιάσει κανείς στη μάχη στις 3 Μάρτη: το αν ο εκλεκτός του κόμματος θα επιβληθεί ή αν η απόρριψη των «κομματικών κατεστημένων» από την κοινωνική τους βάση (έκφραση της οποίας υπήρξε –στα δεξιά– και ο Τραμπ) είναι τόσο βαθιά. 

Στο μεταξύ, η χλωμή εκκίνηση του Μπάιντεν έφερε «στον αφρό» άλλες επιλογές, που επιχείρησαν να διεκδικήσουν το χρίσμα του «αντι-Σάντερς». Τα φώτα έπεσαν κυρίως στον Πιτ Μπούτιτζετζ που μετά από αρκετά καλές επιδόσεις στις 3 πρώτες Πολιτείες, εμφανίστηκε ως ο βασικός αντίπαλος του Σάντερς σε δημοφιλία. Η άνοδος του Μπάιντεν στην Βόρεια Καρολίνα έκλεισε τη σχετική συζήτηση, με τον Μπούτιτζετζ να αποσύρεται από την κούρσα χωρίς να περιμένει καν την «Σούπερ Τρίτη».

Είναι ένα ακόμα ζήτημα που θα ξεκαθάριζε σε ένα βαθμό στις 3 Μάρτη, για το ποιος ή ποια θα παραμείνει στην κούρσα και με αξιώσεις. 

Μπλούμπεργκ για πρόεδρος;

Σε αυτή τη συζήτηση, σημειώστε το όνομα του Μάικλ Μπλούμπεργκ. Ο Αμερικανός μεγιστάνας αποφάσισε να διεκδικήσει το χρίσμα των Δημοκρατικών, εισηγούμενος μια «τραμπική» μέθοδο αναζήτησης του «αντι-Τραμπ»: Ποιος είναι ο καλύτερος αντίπαλος ενός δισεκατομμυριούχου; Ένας άλλος δισεκατομμυριούχος! Οι προοπτικές του εγχειρήματος Μπλούμπεργκ είναι άγνωστες, καθώς συγκεντρώνει τις επικρίσεις όλων των κομματικών υποψηφίων ως «παρείσακτος». Τέτοιες επικρίσεις δέχτηκε και ο Τραμπ από τους «βαρόνους» των Ρεπουμπλικάνων στην αρχή της κούρσας του 2016. Ο Μπλούμπεργκ επέλεξε να μην κατέβει καν στις πρώτες εκλογικές αναμετρήσεις, για να συγκεντρώσει την κατεύθυνση της θηριώδους οικονομικής του προεκλογικής δαπάνης κατευθείαν στη μάχη της Σούπερ Τρίτης. Το αποτέλεσμα της προσπάθειας σίγουρα θα έχει ενδιαφέρον. 

Πάντως σε κάθε περίπτωση, η λειτουργία των Δημοκρατικών ως «πλατιά εκλογική τέντα», που επιχειρεί να σκεπάσει τους πάντες και τα πάντα, έφτασε φέτος στο απόλυτο ξεχείλωμα του «πλάτους» της, όπου στην ευγενή εσωκομματική άμιλλα διεκδικούν τη στήριξη των συνέδρων, μεταξύ άλλων, κι ένας σοσιαλιστής κι ένας δισεκατομμυριούχος…

Το Δημοκρατικό Κόμμα

Ωστόσο, όσον αφορά τις προοπτικές –ειδικά του Σάντερς– αξίζει να θυμόμαστε ότι πίσω από τη (χρήσιμη ψηφοθηρικά) εμφάνιση της «πλατιάς τέντας» και του «χαλαρού εκλογικού μηχανισμού» λειτουργεί ένας «στενός πυρήνας» με έναν «σκληρό κομματικό μηχανισμό» που διαμορφώνει τις κατευθύνσεις των Δημοκρατικών. Η διασπορά «αντι-Σάντερς» υποψηφίων (και συνέδρων), οι πολιτικές-οργανωτικές-ιδεολογικές τρικλοποδιές στον «Μπέρνι», οι διαβόητοι «υπερ-σύνεδροι» (του βαθέως κόμματος) που συχνά κρίνουν το αποτέλεσμα του συνεδρίου και άλλες «ρυθμίσεις», θα κάνουν τα πάντα για να διασφαλίσουν ότι δεν θα πάρει το χρίσμα ο Σάντερς. Αν δεν προκύψει εμφανές «φαβορί» για να τον αντιμετωπίσει μέσα από την εκλογική κούρσα, υπάρχει πάντα η παράδοση εμφάνισης «υποψηφίου κοινής αποδοχής» στη διάρκεια του ίδιου του συνεδρίου, που αναλαμβάνει «να ενώσει το κόμμα» πάνω στην κατεύθυνση που θέλει να χαράξει η ηγεσία του…    

Οι Δημοκρατικοί είναι ένα από τα πιο έμπειρα και ικανά αστικά κόμματα διεθνώς και είναι εξαιρετικά απίθανο να επιτρέψουν αμαχητί μια «εξ εφόδου» κατάληψή τους από την «πλέμπα» των οπαδών του Σάντερς. Η Χίλαρι έχει ξεκινήσει τον πόλεμο ήδη δημόσια (δηλώνοντας εμμέσως πλην σαφώς ότι δεν πρόκειται να στηρίξει Σάντερς στην απίθανη περίπτωση που πάρει το χρίσμα), ενώ σε ετοιμότητα είναι πιο βαριά όπλα, όπως ο Μπαράκ Ομπάμα. Αυτός, με τη δημοφιλία που έχει και σε πιο «προοδευτικά» κοινά, επιφυλάσσεται για «δημόσια παρέμβαση» (αντι-Σάντερς), αν τελικά κριθεί αναγκαίο.  

Τα περισσότερα κορυφαία στελέχη μάλλον τον απεχθάνονται περισσότερο από τον Τραμπ και δεν δείχνουν καμιά πρόθεση να τον στηρίξουν στην περίπτωση που κερδίσει τις προκριματικές εκλογές. Δυστυχώς δεν ισχύει και το αντίστροφο. Όπως και το 2016, έτσι και φέτος, ο Μπέρνι δεσμεύεται ήδη ότι θα στηρίξει όποιον υποψήφιο του Δημοκρατικού Κόμματος κερδίσει το χρίσμα, παραμένοντας μέχρι τέλους δεσμευμένος στη λογική που για δεκαετίες προωθεί τη στήριξη στους Δημοκρατικούς ως «μονόδρομο»…

Αυτό το ζήτημα υπήρξε διαχρονικό πρόβλημα στην αμερικανική Αριστερά. Φέτος είναι αλήθεια ότι εμφανίζεται σε πρωτόγνωρες συνθήκες (η απειλή Τραμπ, η δυνατότητα Σάντερς, η κοινωνική πόλωση), που δημιουργούν ένα δύσκολο μίγμα πειρασμών κι ελπίδων, δυνατοτήτων και πιέσεων. Αλλά κάποιες «σταθερές» στο πρόβλημα που λέγεται «Δημοκρατικό Κόμμα» συνεχίζουν να ισχύουν. Πάνω σε αυτά και τη μορφή που παίρνουν στον φετινό διάλογο στη ριζοσπαστική Αριστερά στις ΗΠΑ, θα επανέλθουμε…

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες