Η κρίση είναι βέβαιη, το μόνο που δεν ξέρουμε είναι πότε θα ξεσπάσει. Ένα από τα σημαντικά ζητήματα που θα τεθούν στην περίπτωση μιας χρηματοπιστωτικής κατάρρευσης είναι το εάν τα κράτη θα έχουν τη δύναμη να περιορίσουν τις συνέπειες.

Σω­ρευ­τι­κές δια­δι­κα­σί­ες οδη­γούν σε επι­βρά­δυν­ση της ανά­πτυ­ξης και  κα­θο­ρί­ζουν την κί­νη­ση της πα­γκό­σμιας οι­κο­νο­μί­ας τόσο στις χώρες του ΟΟΣΑ (Βό­ρεια Αμε­ρι­κή και Ευ­ρώ­πη) [1] όσο και στην Κίνα, ενώ η Βρα­ζι­λία πα­ρα­μέ­νει σε μα­ρα­σμό και η Αρ­γε­ντι­νή βρί­σκε­ται σε ύφεση κ.λπ. Μόνο ορι­σμέ­νες χώρες, οι οποί­ες βρί­σκο­νται σε πο­ρεία κά­λυ­ψης της υστέ­ρη­σης (όπως η Ινδία), δια­τη­ρούν για την ώρα μια ανά­πτυ­ξη, σχε­δόν χωρίς σύν­νε­φα (αν εξαι­ρέ­σου­με τις ανι­σό­τη­τες και τις πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κές κα­τα­στρο­φές). Η υπερ­πα­ρα­γω­γή είναι προ­φα­νής στη σι­δη­ρουρ­γία και η ανά­πτυ­ξη στην πα­γκό­σμια αγορά αυ­το­κι­νή­των θα είναι σχε­δόν μη­δε­νι­κή για το 2019.

Αν και τα πο­σο­στά κέρ­δους δεν πα­ρου­σιά­ζουν ορατή τάση να βυ­θι­στούν, δεν φαί­νε­ται ωστό­σο να έχουν ξα­να­βρεί το επί­πε­δο του 2007. Ωστό­σο, οι μι­σθοί μέ­νουν στά­σι­μοι (εκτός από τους μι­σθούς ανώ­τε­ρων κα­τη­γο­ριών σε συ­γκε­κρι­μέ­νους κλά­δους) στις ανα­πτυγ­μέ­νες οι­κο­νο­μί­ες, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων και εκεί­νων που επι­δει­κνύ­ουν χα­μη­λά πο­σο­στά ανερ­γί­ας, όπως η Γερ­μα­νία και οι ΗΠΑ (στην τε­λευ­ταία αυτή χώρα υπάρ­χει πρό­βλη­μα εκτί­μη­σης της πραγ­μα­τι­κής ανερ­γί­ας: εκτός από τους ερ­γα­ζό­με­νους με με­ρι­κή απα­σχό­λη­ση που θα ήθε­λαν να δου­λεύ­ουν πε­ρισ­σό­τε­ρο, πολ­λοί ενή­λι­κοι έχουν στα­μα­τή­σει να ψά­χνουν για δου­λειά και άρα έχουν βγει από τις στα­τι­στι­κές, γε­γο­νός που με­τα­φρά­ζε­ται σε πτώση του πο­σο­στού συμ­με­το­χής στην αγορά ερ­γα­σί­ας). Τα κέρδη που προ­έ­κυ­ψαν για τις εται­ρεί­ες στρά­φη­καν κυ­ρί­ως στις συγ­χω­νεύ­σεις, στις αγο­ρές με­το­χών και τις κα­τα­νο­μές με­ρι­σμά­των, ή ακόμη πα­ρέ­μει­ναν σε ρευ­στό­τη­τα, ενώ οι ιδιω­τι­κές επεν­δύ­σεις πα­ρα­μέ­νουν πε­ριο­ρι­σμέ­νες. Οι δη­μό­σιες επεν­δύ­σεις είναι υπό πε­ριο­ρι­σμό από τις πο­λι­τι­κές λι­τό­τη­τας.

Ο κα­πι­τα­λι­σμός είναι πε­ρισ­σό­τε­ρο από ποτέ χρη­μα­το­πι­στω­τι­κο­ποι­η­μέ­νος. Οι χρη­μα­το­πι­στω­τι­κές δρα­στη­ριό­τη­τες  συ­νε­χί­ζουν στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα να αυ­ξά­νο­νται, μετά το σοκ του 2007-2009. Η πα­γκό­σμια κε­φα­λαιο­ποί­η­ση της χρη­μα­τι­στη­ρια­κής αγο­ράς (η χρη­μα­τι­στη­ρια­κή αξία των με­το­χών όλων των ει­σηγ­μέ­νων εται­ρειών στις χρη­μα­τι­στη­ρια­κές αγο­ρές) είχε φτά­σει σε επί­πε­δο ρεκόρ το 2017. Μειώ­θη­κε κατά 15% το 2018, γε­γο­νός που απο­τυ­πώ­νει ταυ­τό­χρο­να την ανη­συ­χία των ανα­λυ­τών μπρο­στά στα επί­πε­δα απο­σύν­δε­σης των με­το­χών από την πο­ρεία των πραγ­μα­τι­κών εται­ρι­κών επι­δό­σε­ων, καθώς και την αβε­βαιό­τη­τα που απορ­ρέ­ει από το διε­θνές κλίμα. Είναι αξιο­ση­μεί­ω­το ότι οι ση­μα­ντι­κό­τε­ρες κε­φα­λαιο­ποι­ή­σεις στην αγορά είναι πλέον των GAFA (ΣτΜ: Gang of Four: οι με­γα­λύ­τε­ρες πο­λυ­ε­θνι­κές πα­ρο­χής online υπη­ρε­σιών ή λο­γι­σμι­κού. Πρό­κει­ται για τις Google, Amazon, Facebook, Apple και ενί­ο­τε συ­μπε­ρι­λαμ­βά­νε­ται και η Microsoft) και όχι οι βιο­μη­χα­νι­κές επι­χει­ρή­σεις. Η άνο­δος των τιμών των με­το­χών δια­τη­ρή­θη­κε λόγω της πο­λι­τι­κής των κε­ντρι­κών τρα­πε­ζών, οι οποί­ες από το 2009 έχουν διο­χε­τεύ­σει στις τρά­πε­ζες δω­ρε­άν ή σχε­δόν δω­ρε­άν ρευ­στό­τη­τα. Από το 2015, οι κε­ντρι­κές τρά­πε­ζες έχουν προ­σπα­θή­σει δι­στα­κτι­κά να πε­ριο­ρί­σουν τις εν λόγω πο­λι­τι­κές (χα­μη­λά επι­τό­κια και «πο­σο­τι­κή χα­λά­ρω­ση», δη­λα­δή επα­να­γο­ρά ομο­λό­γων), όμως αυτό δεν θα μπο­ρού­σε να διαρ­κέ­σει.

Στην Ευ­ρώ­πη, η επι­μο­νή στα χα­μη­λά επι­τό­κια που εφαρ­μό­ζο­νται από την Ευ­ρω­παϊ­κή Κε­ντρι­κή Τρά­πε­ζα είχε αντι­φα­τι­κές συ­νέ­πειες: από τη μία επέ­φε­ρε αύ­ξη­ση του δα­νει­σμού, από την άλλη, καθώς τα επι­τό­κια της Κε­ντρι­κής Τρά­πε­ζας δια­χέ­ο­νται στο σύ­νο­λο των επι­το­κί­ων, τα πε­ρι­θώ­ρια στα επι­τό­κια που ει­σπράτ­τουν οι τρά­πε­ζες από τα δά­νεια μειώ­θη­καν, γε­γο­νός που επι­βα­ρύ­νει την κερ­δο­φο­ρία τους (απ’ όπου ερ­μη­νεύ­ε­ται και μια πτώση των τιμών των τρα­πε­ζι­κών με­το­χών). Γε­νι­κά, η κα­τά­στα­ση αυτή δεν θα έθετε σε κίν­δυ­νο την υγεία των τρα­πε­ζών [2], εκτός από ιδιαί­τε­ρες πε­ρι­πτώ­σεις. Όμως θα επη­ρε­α­ζό­ταν από μια επι­βρά­δυν­ση της δρα­στη­ριό­τη­τας που θα επέ­φε­ρε μια αύ­ξη­ση των μη εξο­φλού­με­νων δα­νεί­ων.

Επι­πλέ­ον, το χρέος των κρα­τών και κυ­ρί­ως των μη χρη­μα­το­πι­στω­τι­κών εται­ρειών (επι­χει­ρή­σεις) αυ­ξή­θη­κε και πάλι. Το πα­γκό­σμιο άθροι­σμα  ομο­λό­γων που εκ­δό­θη­καν από τις μη χρη­μα­το­πι­στω­τι­κές επι­χει­ρή­σεις έφτα­σε στο ρεκόρ των 13.000 δι­σε­κα­τομ­μυ­ρί­ων αμε­ρι­κα­νι­κών δο­λα­ρί­ων στο τέλος του 2018. Αυτό αντι­κα­το­πτρί­ζει, σύμ­φω­να με τον ΟΟΣΑ, το δι­πλά­σιο του δα­νει­σμού τους, σε πραγ­μα­τι­κές τιμές, πριν από την οι­κο­νο­μι­κή κρίση του 2008. Πάντα σύμ­φω­να με τον ΟΟΣΑ, υπάρ­χει ένας εκ­φυ­λι­σμός της ποιό­τη­τας των ομο­λό­γων που εκ­δό­θη­καν από τις επι­χει­ρή­σεις, που θα μπο­ρού­σε να οδη­γή­σει σε πε­ρί­πτω­ση οι­κο­νο­μι­κής ύφε­σης σε αύ­ξη­ση της απο­τυ­χί­ας ή της απο­φυ­γής απο­πλη­ρω­μής των δα­νεί­ων. Η φε­ρεγ­γυό­τη­τα των δα­νει­ζο­μέ­νων είναι πράγ­μα­τι με­τα­βλη­τή: μια πα­ρα­τε­τα­μέ­νη οι­κο­νο­μι­κή ύφεση ή μια βίαιη επι­δεί­νω­ση των οι­κο­νο­μι­κών συν­θη­κών, θα μπο­ρού­σε να βα­ρύ­νει πάνω στη δυ­να­τό­τη­τα των χρε­ω­μέ­νων εται­ρειών να απο­πλη­ρώ­σουν τα χρέη τους. Αυτό είναι ένα μεί­ζον ση­μείο της αστά­θειας της κα­τά­στα­σης. Σύμ­φω­να με την Τρά­πε­ζα Διε­θνών Δια­κα­νο­νι­σμών, πα­ρα­κο­λου­θού­με μετά από το 2008, τον πολ­λα­πλα­σια­σμό των «εται­ρειών ζόμπι», που επι­βιώ­νουν μόνο χάρη στα χρέη και εκ­με­ταλ­λευό­με­νες τα χα­μη­λά επι­τό­κια: το με­ρί­διο των εται­ρειών ζόμπι εκτι­μά­ται στο 6% κατά μέσο όρο στις 14 με­γα­λύ­τε­ρες ανα­πτυγ­μέ­νες χώρες.

Τέλος, αυτό που απο­κα­λού­με «shadow banking», δη­λα­δή οι χρη­μα­το­πι­στω­τι­κές ανταλ­λα­γές που δεν υπό­κει­νται στον τρα­πε­ζι­κό δια­κα­νο­νι­σμό (κάτι που δεν ση­μαί­νει ότι πρό­κει­ται ανα­γκα­στι­κά για πα­ρά­νο­μες δρα­στη­ριό­τη­τες), έχει αυ­ξη­θεί έντο­να, ιδιαί­τε­ρα στην Κίνα. Αντι­προ­σώ­πευε, στο τέλος του 2017, το 14% των πα­γκό­σμιων χρη­μα­το­οι­κο­νο­μι­κών δρα­στη­ριο­τή­των. Σαν να μην έφτα­ναν αυτά, πα­ρα­κο­λου­θού­με την επι­στρο­φή, με και­νούρ­γιες μορ­φές, των «δο­μη­μέ­νων προ­ϊ­ό­ντων» που πυ­ρο­δό­τη­σαν την οι­κο­νο­μι­κή κρίση του 2007-2008, δη­λα­δή των προ­ϊ­ό­ντων που συν­θέ­τουν σχε­τι­κά ασφα­λείς τί­τλους μαζί με πλή­θος άλλων χα­μη­λό­τε­ρης δια­σφά­λι­σης, με ισχυ­ρό πι­θα­νό ρίσκο για εκεί­νους που τα αγο­ρά­ζουν (λόγω των υψη­λών απο­δό­σε­ών τους).

Ολό­κλη­ρος ο κό­σμος βρί­σκε­ται δυ­στυ­χώς κάτω από την κυ­ριαρ­χία του κε­φα­λαί­ου: δεν υπάρ­χουν πια νέες πε­ριο­χές των οποί­ων το «άνοιγ­μα» θα μπο­ρού­σε να αυ­ξή­σει ση­μα­ντι­κά το μέσο πο­σο­στό κέρ­δους (κάτι που δεν ση­μαί­νει ότι πολ­λές βιο­μη­χα­νί­ες δεν θα συ­νε­χί­σουν το κυ­νή­γι των κα­τώ­τα­των μι­σθών, όπως οι κλω­στο­ϋ­φα­ντουρ­γί­ες που με­τα­φέ­ρο­νται στην Αι­θιο­πία). Σή­με­ρα, ένα νέο επε­κτα­τι­κό «μακρύ κύμα» θα προ­ϋ­πέ­θε­τε νέες τε­χνο­λο­γί­ες, που απαι­τούν εξ ορι­σμού υψη­λές επεν­δύ­σεις, ικα­νές να απο­δώ­σουν αύ­ξη­ση πα­ρα­γω­γι­κό­τη­τας και να δη­μιουρ­γή­σουν θέ­σεις ερ­γα­σί­ας σε μια πολύ ση­μα­ντι­κή κλί­μα­κα. Τα ηλε­κτρι­κά-αυ­τό­νο­μα οχή­μα­τα, για πα­ρά­δειγ­μα, δεν μπο­ρούν εκ φύ­σε­ως να στη­ρί­ξουν μια τέ­τοια δια­δι­κα­σία, ενώ θα προ­κα­λέ­σουν ανα­τα­ρά­ξεις στην αυ­το­κι­νη­το­βιο­μη­χα­νία (πα­ρα­γω­γούς και κα­τα­σκευα­στές εξαρ­τη­μά­των), όπου μαζί με τους επω­φε­λού­με­νους –τα ορυ­χεία (για τα ορυ­κτά που χρη­σι­μο­ποιού­νται για τις μπα­τα­ρί­ες) και τους πα­ρα­γω­γούς ηλε­κτρι­κής ενέρ­γειας– θα υπάρ­ξουν και οι χα­μέ­νοι της δια­δι­κα­σί­ας (οι πε­τρε­λαιά­δες) [3].

Μπρο­στά σε αυτήν την κα­τά­στα­ση, ένας ορι­σμέ­νος αριθ­μός ανα­λυ­τών έχει την τάση να υπο­γραμ­μί­ζει ότι εάν ξε­σπά­σει ένα νέο οι­κο­νο­μι­κό κραχ, τα κράτη θα έχουν λι­γό­τε­ρα μέσα απ’ ό,τι το 2009 για να το αντι­με­τω­πί­σουν: τα δη­μό­σια χρέη είναι ήδη υψηλά (γε­γο­νός που θα  απα­γό­ρευε να βου­τή­ξουν στα δη­μο­σιο­νο­μι­κά ελ­λείμ­μα­τα) και τα επι­τό­κια των κε­ντρι­κών τρα­πε­ζών δεν θα μπο­ρού­σαν να μειω­θούν πε­ραι­τέ­ρω παρά μόνο ορια­κά [4]. Αυτή η υπό­θε­ση της ανι­κα­νό­τη­τας των κρα­τών (που ανα­πτύσ­σε­ται από διά­φο­ρους οι­κο­νο­μο­λό­γους, όπως ο Nouriel Roubini που προ­α­ναγ­γέλ­λει την επό­με­νη κρίση για το 2020) [5] είναι συ­ζη­τή­σι­μη: εάν μια κρίση έθετε σε σο­βα­ρό κίν­δυ­νο την οι­κο­νο­μι­κή στα­θε­ρό­τη­τα, μπο­ρού­με να θε­ω­ρή­σου­με πι­θα­νό ότι τα κράτη και οι κε­ντρι­κές τρά­πε­ζες δεν θα δί­στα­ζαν να «απε­λευ­θε­ρω­θούν» από αυ­τούς τους πε­ριο­ρι­σμούς, δυ­σα­ρε­στώ­ντας τους πιο φι­λε­λεύ­θε­ρους και εφαρ­μό­ζο­ντας στιγ­μιαία ορι­σμέ­να απο­λύ­τως «ετε­ρό­δο­ξα» και δυ­σά­ρε­στα μέτρα σε συ­γκε­κρι­μέ­νους χρη­μα­το­οι­κο­νο­μι­κούς θε­σμούς. Εξάλ­λου, τόσο η Ευ­ρω­παϊ­κή Κε­ντρι­κή Τρά­πε­ζα όσο και η Ομο­σπον­δια­κή Τρά­πε­ζα των ΗΠΑ επα­γρυ­πνούν και είναι έτοι­μες να επα­να­λά­βουν τη μεί­ω­ση των επι­το­κί­ων και τις εξα­γο­ρές ομο­λό­γων. Όσον αφορά την Κίνα, ανα­κοί­νω­σε πολλά μέτρα υπο­στή­ρι­ξης της οι­κο­νο­μί­ας, από την αρχή του έτους.

Ωστό­σο, τί­θε­ται ένα άλλο ερώ­τη­μα: υπάρ­χει ακόμη πι­λό­τος στο πα­γκό­σμιο αε­ρο­πλά­νο ικα­νός να ανα­λά­βει την τό­νω­ση­συ­ντο­νι­σμέ­νων δρά­σε­ων; Πριν από κά­ποιες δε­κα­ε­τί­ες, ο Αμε­ρι­κα­νός οι­κο­νο­μο­λό­γος Charles Kindleberger ανέ­δει­ξε μια εν­δια­φέ­ρου­σα ανά­λυ­ση [6] ανα­φο­ρι­κά με τις αι­τί­ες που η κρίση του 1929 ήταν τόσο πα­ρα­τε­τα­μέ­νη και βαθιά: γι’ αυτόν η κρίση δια­τη­ρή­θη­κε από τους δι­σταγ­μούς των ΗΠΑ να ανα­λά­βουν την ηγε­σία της πα­γκό­σμιας οι­κο­νο­μί­ας τη στιγ­μή που, μετά τον Α' Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο, η Με­γά­λη Βρε­τα­νία δεν μπο­ρού­σε πια να επω­μι­στεί αυτόν το ρόλο. Σύμ­φω­να με τον Kindleberger, η πα­γκό­σμια κα­πι­τα­λι­στι­κή οι­κο­νο­μία έχει ανά­γκη από κά­ποιον που θα τη στα­θε­ρο­ποιεί, από ένα ηγε­τι­κό κρά­τος. Στα χνά­ρια του Kindleberger, άλλοι οι­κο­νο­μο­λό­γοι όρι­σαν τα χα­ρα­κτη­ρι­στι­κά που θα έπρε­πε να έχει ένα τέ­τοιο κρά­τος: ικα­νό­τη­τα να δη­μιουρ­γεί διε­θνείς νό­μους και να επι­βάλ­λει το σε­βα­σμό σε αυ­τούς, θέ­λη­ση να το κάνει, κυ­ριαρ­χία σε οι­κο­νο­μι­κούς, τε­χνο­λο­γι­κούς και στρα­τιω­τι­κούς το­μείς.

Οι ΗΠΑ έχουν δια­δρα­μα­τί­σει έναν τέ­τοιο ρόλο μετά τον Β' Πα­γκό­σμιο Πό­λε­μο (και το εκ­με­ταλ­λεύ­τη­καν). Σή­με­ρα, αδιαμ­φι­σβή­τη­τα βρί­σκο­νται σε σχε­τι­κή πτώση, αν και δια­τη­ρούν την πρώτη θέση. Ο Τραμπ χρη­σι­μο­ποιεί κάθε μέσο για να υπε­ρα­σπι­στεί το κα­θε­στώς και τα συμ­φέ­ρο­ντα του αμε­ρι­κα­νι­κού κα­πι­τα­λι­σμού, τόσο τα οι­κο­νο­μι­κά όσο και τα πο­λι­τι­κά και στρα­τιω­τι­κά. Πολ­λα­πλα­σιά­ζει τις μο­νο­με­ρείς πρω­το­βου­λί­ες και δεν δι­στά­ζει να πυ­ρο­δο­τεί δια­μά­χες ανά­με­σα στους αντι­πά­λους και τους συμ­μά­χους των ΗΠΑ, επι­βε­βαιώ­νο­ντας για πα­ρά­δειγ­μα τις επα­να­λαμ­βα­νό­με­νες δη­λώ­σεις υπέρ ενός σκλη­ρού «Brexit». Ιδιαί­τε­ρα, οι ΗΠΑ αντι­πα­ρα­τί­θε­νται με την Κίνα, την ανερ­χό­με­νη δύ­να­μη: σκο­πός τους είναι να πε­ριο­ρί­σουν το αμε­ρι­κα­νι­κό εμπο­ρι­κό έλ­λειμ­μα, να ανα­κό­ψουν τη με­τα­φο­ρά αμε­ρι­κα­νι­κών τε­χνο­λο­γιών προς την Κίνα, να βά­λουν τέλος στις επι­χο­ρη­γή­σεις προς τις κρα­τι­κές επι­χει­ρή­σεις, καθώς και στις συμ­φω­νί­ες για τις συ­ναλ­λαγ­μα­τι­κές ισο­τι­μί­ες και να συ­νε­χί­σουν να δια­τη­ρούν τη στρα­τιω­τι­κή υπε­ρο­χή στη ζώνη Ασί­ας-Ει­ρη­νι­κού. Και σε αυτό το πλαί­σιο, οι ΗΠΑ σχε­τι­κο­ποιούν δρα­στι­κά το ρόλο των διε­θνών θε­σμών, συ­μπε­ρι­λαμ­βα­νο­μέ­νων εκεί­νων όπου μόνο τα με­γά­λα κράτη εκ­προ­σω­πού­νται (G7 και G20). Οι Αμε­ρι­κα­νοί εξα­κο­λου­θούν να έχουν τη δύ­να­μη να επι­βά­λουν ορι­σμέ­νους κα­νό­νες, όπως μέσω του ρόλου του δο­λα­ρί­ου, γε­γο­νός που τους επέ­τρε­ψε να επι­βά­λουν τη δια­κο­πή των σχέ­σε­ων με το Ιράν καθώς επί­σης και με τις επι­χει­ρή­σεις κρα­τών που θε­ω­ρούν ότι η πυ­ρη­νι­κή συμ­φω­νία δεν πα­ρα­βιά­στη­κε. Ωστό­σο, δεν κα­τα­φέρ­νουν να ακυ­ρώ­σουν το κι­νε­ζι­κό πρό­γραμ­μα του νέου «δρό­μου του με­τα­ξιού» και δεν είναι βέ­βαιο ότι θα επι­τύ­χουν στην επί­θε­σή τους, με σκοπό να μπλο­κά­ρουν σε ολό­κλη­ρο τον κόσμο την επέ­κτα­ση της Huawei.

Δεν είναι επο­μέ­νως σί­γου­ρο ότι, σε πε­ρί­πτω­ση νέων χρη­μα­το­πι­στω­τι­κών κρί­σε­ων, οι ΗΠΑ θα έχουν την δυ­να­τό­τη­τα ή και τη θέ­λη­ση να συ­γκε­ντρώ­σουν υπό την αι­γί­δα τους τα άλλα κα­πι­τα­λι­στι­κά κράτη, ή αντί­θε­τα θα ορ­θώ­σουν εμπό­δια στις προ­σπά­θειες συ­νερ­γα­σί­ας για να κα­λυ­φθούν τα κενά... Αυτό θα μπο­ρού­σε να είναι (όπως ήταν στην  πε­ρί­πτω­ση του 1929, και χωρίς να θέ­λου­με να εξο­μοιώ­σου­με τις δύο κα­τα­στά­σεις) ση­μα­ντι­κός πα­ρά­γο­ντας εμ­βά­θυν­σης της κρί­σης.

[1] Από τον Ιού­νιο του 2009, οι ΗΠΑ γνώ­ρι­σαν 10 χρό­νια αδιά­κο­πης  ανά­πτυ­ξης, κατά τη διάρ­κεια των οποί­ων το ΑΕΠ αυ­ξή­θη­κε αθροι­στι­κά κατά 22%. Είναι σί­γου­ρα μία από τις επε­κτα­τι­κές πε­ριό­δους στην αμε­ρι­κα­νι­κή ιστο­ρία, όμως κατά την προη­γού­με­νη δε­κα­ε­τία συ­νε­χούς ανά­πτυ­ξης, το ΑΕΠ των ΗΠΑ είχε αυ­ξη­θεί κατά 45%...

[2] Τα τε­λευ­ταία χρό­νια ενερ­γο­ποι­ή­θη­καν με­γά­λες επι­χει­ρή­σεις διά­σω­σης ση­μα­ντι­κών ιδιω­τι­κών τρα­πε­ζών, κυ­ρί­ως στην Ευ­ρώ­πη (Αυ­στρία, Ισπα­νία, Πορ­το­γα­λία, Ιτα­λία...).

[3] Η Goldman Sachs χα­ρα­κτη­ρί­ζει το λίθιο ως «και­νούρ­για βεν­ζί­νη». Με ορί­ζο­ντα το 2025, η πα­γκό­σμια ζή­τη­ση σε λίθιο θα μπο­ρού­σε να φτά­σει στους 150.000 - 180.000 τό­νους, με μέση αύ­ξη­ση 18% ανά έτος.

[4] Η συ­γκέ­ντρω­ση του τρα­πε­ζι­κού συ­στή­μα­τος έχει αυ­ξη­θεί από το 2008 στις ΗΠΑ, όπως και στην Ευ­ρώ­πη. Τρά­πε­ζες-με­γι­στά­νες έχουν ανα­πτυ­χθεί. Αν χρεια­στεί να σώ­σουν αυτές τις τρά­πε­ζες θα έπρε­πε να μπο­ρούν να  κι­νη­το­ποι­ή­σουν ση­μα­ντι­κούς πό­ρους.

[5] Γρά­φει: «Τέλος, μόλις εμ­φα­νι­στεί η εν λόγω κα­ται­γί­δα, τα πο­λι­τι­κά μέσα που μπο­ρούν να βοη­θή­σουν μοι­ραία θα λεί­πουν. Το πε­ρι­θώ­ριο κι­νη­το­ποί­η­σης των προ­ϋ­πο­λο­γι­σμών έχει ήδη μειω­θεί από ένα ογκώ­δες δη­μό­σιο χρέος. Η δυ­να­τό­τη­τα νέων μη συμ­βα­τι­κών νο­μι­σμα­τι­κών πο­λι­τι­κών θα είναι πε­ριο­ρι­σμέ­νη από υπερ­τρο­φι­κούς ισο­λο­γι­σμούς και από την έλ­λει­ψη δυ­να­τό­τη­τας μεί­ω­σης των επι­το­κί­ων. Επι­πλέ­ον, οι δια­σώ­σεις στον οι­κο­νο­μι­κό τομέα θα είναι αφό­ρη­τες για τις χώρες που χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται από την επα­νεμ­φά­νι­ση λαϊκών κι­νη­μά­των και κα­θο­δη­γού­νται από κυ­βερ­νή­σεις οι οποί­ες βρί­σκο­νται σχε­δόν σε πτώ­χευ­ση».

https://​www.​les-​crises.​fr/​les-​ingredients-​dune-​recession-​et-​crise-​financiere-​dici-​2020-​par-​nouriel-​roubini-​brunello-​rosa/

[6] «La Grande Crise mondiale 1929-1939», πρώτη αμε­ρι­κα­νι­κή έκ­δο­ση το 1973.

Ετικέτες