Ο καπιταλισμός «προσφέρει» πλέον μόνον φασισμό, ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και λιτότητα
Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές μας χώριζαν τέσσερις ημέρες από το δημοψήφισμα στην Κριμαία. Την ίδια στιγμή υπήρχαν επεισοδιακές διαδηλώσεις στην Α. Ουκρανία οι οποίες ζητούσαν να γίνει και εκεί δημοψήφισμα. Η κορύφωση της αντιπαράθεσης των ΗΠΑ του ΝΑΤΟ και της ΕΕ από τη μια και της Ρωσίας από την άλλη, γύρω από μια περιοχή η οποία βρίσκεται μέσα στην Ευρώπη, από την οποία περνούν οι περισσότεροι αγωγοί υδρογονανθράκων και η οποία αποτελεί στρατιωτικά εξαιρετικά στρατηγικό σημείο για τις αντιμαχόμενες πλευρές, όχι μόνον αναβιώνει ένα ψυχροπολεμικό κλίμα αλλά μοιάζει τραγικά με τις παραμονές του 1914: Εκατό χρόνια μετά το ξέσπασμα του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου εμφανίζεται ξανά ένας αντίστοιχος κίνδυνος στην Ευρώπη, αλλά αυτή τη φορά με πρωταγωνιστές που διαθέτουν όλοι πυρηνικά όπλα.
Πώς έπεσε ο Γιανουκόβιτς
Υπάρχουν πολλές θεωρίες για την πτώση της κυβέρνησης Γιανουκόβιτς. Πολλοί θεωρούν ότι ήταν το κίνημα της Πλατείας Ανεξαρτησίας (το Μεϊντάν) αυτό που έριξε την κυβέρνηση. Άλλοι μιλούν για μια δημοκρατική επανάσταση των μαζών κι άλλοι για πραξικόπημα των ναζί και των εθνικιστών. Υπάρχουν κι αυτοί που στέκονται ανάμεσα στις δύο θεωρίες αποδίδοντας την κατάρρευση στη μετατόπιση μιας μεγάλης μερίδας των ολιγαρχών από τον Γιανουκόβιτς προς την πλευρά της αντιπολίτευσης (και πράγματι ένας μόνον ολιγάρχης ελέγχει 40 βουλευτές οι οποίοι υπάκουσαν αλλάζοντας πλευρά στο κοινοβούλιο). Σε κάθε περίπτωση ωστόσο, καταλυτικό ρόλο έπαιξε η οικονομική κρίση που οδήγησε τον Γιανουκόβιτς σε μια αδιέξοδη περιδίνηση μεταξύ ΕΕ και Ρωσίας, χωρίς να μπορέσει ποτέ να βρει οριστική λύση στο πρόβλημα του χρέους αλλά και συνολικά του οικονομικού προσανατολισμού της χώρας. Η κίνηση των ολιγαρχών ήρθε ως απάντηση σε αυτά τα στρατηγικά αδιέξοδα της κυβέρνησης.
Βέβαια η σύνθεση και κυρίως το είδος της πολιτικής ηγεμονίας που υπήρχε στο Μεϊντάν έπαιξαν καθοριστικό ρόλο. Οι ναζί του Δεξιού Τομέα και οι κρυπτοναζί του Σβόμποντα πήραν από ένα σημείο και μετά τον αποφασιστικό ρόλο στην αντιπαράθεση με τον Γιανουκόβιτς καθώς η ριζοσπαστική Αριστερά ήταν εξαιρετικά μικρή για να καθορίσει τα πράγματα, το δε ΚΚ Ουκρανίας είχε κάνει από καιρό στροφή στην Κεντροαριστερά στηρίζοντας την κυβέρνηση Γιανουκόβιτς. Ειδικά μετά την επίτευξη της –θνησιγενούς όπως αποδείχθηκε– συμφωνίας της 21/2 για επίσπευση των εκλογών και περιορισμό των εξουσιών του προέδρου μέσω της αλλαγής του συντάγματος (μια συμφωνία που προέκυψε με συνδιαλλαγή της κυβέρνησης και των δεξιών νεοφιλελεύθερων ηγετών, δηλ. του Γιάτσενιουκ, της Τιμοσένκο και του Κλίτσκο), οι ναζί πήραν την πρωτοβουλία να τινάξουν στον αέρα αυτή τη συμφωνία, περνώντας ουσιαστικά σε στρατιωτική αντεπίθεση και κατανικώντας την εντελώς απρόθυμη να αντισταθεί απέναντί τους, τοπική αστυνομία. Η μόνη δύναμη που αντιστάθηκε ήταν το διαβόητο ειδικό σώμα Μπερκούτ του Γιανουκόβιτς.
Σε πολλά ΜΜΕ προβλήθηκε η καταγεγραμμένη συνομιλία (25/2) του Εσθονού υπουργού Εξωτερικών με την υπεύθυνη εξωτερικής πολιτικής της ΕΕ Κάθριν Άστον, όπου ο πρώτος την ενημέρωνε ότι οι ελεύθεροι σκοπευτές που προκάλεσαν την αιµατοχυσία στο Κίεβο δεν ήταν άνθρωποι του Γιανουκόβιτς αλλά έµµισθα όργανα των πιο ακραίων στοιχείων της αντιπολίτευσης. Αυτό το στοιχείο μαζί με πλειάδα άλλων πληροφοριών κάνουν σαφές ότι στο τελευταίο στάδιο της εξέγερσης οι πλατιές μάζες δεν είχαν καθοριστικό ρόλο.
Εξάλλου δεν είναι τυχαίο ότι οι ναζί κατάφεραν να ανταλλάξουν τις στρατιωτικές επιτυχίες στους δρόμους του Κιέβου με συμμετοχή στη νέα κυβέρνηση, αλλά και με την επιβολή των πρώτων μέτρων αυτής της κυβέρνησης: Το νούμερο 2 του ακροδεξιού κόμματος Σβόμποντα (μέχρι το 2005 λεγόταν «εθνικοσοσιαλιστικό), ο Αλεξάντερ Ζιχ ανέλαβε αναπληρωτής πρωθυπουργός, ενώ το ίδιο κόμμα πήρε τα υπουργεία Άμυνας, Οικολογίας, Γεωργίας και Γενικής Εισαγγελίας. Ο Άντριι Παρούμπιι, ένας από τους ιδρυτές του Σβόμποντα και πρώην αρχηγός της παραστρατιωτικής οργάνωσης νεολαίας (αργότερα μπήκε στο νεοφιλελεύθερο κόμμα της Μητέρας Πατρίδας της Τιμοσένκο), είναι τώρα ο επικεφαλής του συμβουλίου εθνικής ασφάλειας και άμυνας.
Υπουργός Εσωτερικών διορίστηκε ο ναζιστής Β. Αβάκοφ. Στελέχη του Δεξιού Τομέα τοποθετήθηκαν σε θέσεις-κλειδιά στα υπουργεία, αλλά και στη Γενική Εισαγγελία, καθώς και στη θέση αξιωματικών του στρατού και των δυνάμεων καταστολής που απολύθηκαν.
Σύμφωνα με δημοσιεύματα, η νέα Βουλή αποφάσισε να βγάλει εκτός νόμου το ΚΚ Ουκρανίας, να καταργήσει το νόμο που ποινικοποιούσε τη ναζιστική προπαγάνδα, να καταργήσει την επίσημη χρήση των μειονοτικών γλωσσών (ρωσικά, ρουμανικά, ουγγρικά, ελληνικά), αλλά και να εκδώσει ψήφισμα για την… αντιμετώπιση των συνεπειών της σοβιετικής κατοχής της Ουκρανίας!
Λιτότητα
Οι νέοι άρχοντες του Κιέβου δεν είναι καθόλου νέοι αφού ουσιαστικά πρόκειται είτε για ένα τμήμα των ολιγαρχών που είχε βρεθεί στο περιθώριο το προηγούμενο διάστημα (π.χ. η Τιμοσένκο) ή είναι οι ολιγάρχες που ήταν με τον Γιανουκόβιτς και τώρα απλώς άλλαξαν πλευρά. Η νέα «κυβέρνηση» σχεδιάζει σε συνεργασία με την ΕΕ και το ΔΝΤ να πάρει ένα δάνειο, προκειμένου να αντιμετωπίσει τα δημοσιονομικά προβλήματα αλλά και τα προβλήματα εξωτερικού χρέους. Φυσικά, όπως καλά ξέρουμε στην Ελλάδα, αυτό θα έρθει σε συνδυασμό με πρόγραμμα λιτότητας, με πάγωμα μισθών, αύξηση της τιμής του φυσικού αερίου και περαιτέρω ιδιωτικοποιήσεις. Είναι χαρακτηριστικό ότι μία από τις επείγουσες αποφάσεις της Βουλής ήταν η υπερψήφιση του σχεδίου διατάγματος «για εισαγωγή δημοσιονομικών περιορισμών».
Εδώ η χρησιμότητα των ναζί και του ελέγχου που πιθανά θα αποκτήσουν στους κατασταλτικούς μηχανισμούς, θα είναι πολύ ουσιαστική για το σύστημα. Δεν θα χρειαστεί, όπως στην Ελλάδα, να «ξεστρατίσει» μια-τάχα- δημοκρατική κυβέρνηση σε ολοφάνερα αντιδημοκρατικές πρακτικές: θα είναι ήδη οι ναζί αυτοί που θα το κάνουν προκειμένου να περάσουν, διά πυρός και σιδήρου αν χρειαστεί, το ουκρανικό μνημόνιο. Και εδώ ο Πούτιν προσφέρει εξαιρετικές πολιτικές υπηρεσίες στους ναζί και τους νεοφιλελεύθερους του Κιέβου οι οποίοι πλέον θα επισείουν τους «εθνικούς κινδύνους» από τη Ρωσία για να επιβάλουν άγρια λιτότητα στον ήδη καθημαγμένο ουκρανικό λαό.
Τακτική Ρωσίας
Ασφαλώς αυτή η σχέση λειτουργεί και αντίστροφα: Οι απειλές της «κυβέρνησης» του Κιέβου ενάντια στους Ρώσους, επιτρέπει στον Πούτιν να εμφανίζεται ως ο εκδικητής Ζορό που θα σώσει Ρώσους και ρωσόφωνους, μη επιτρέποντας ωστόσο έτσι να αναπτυχθεί η αυτενέργεια των λαών.
Οι κάτοικοι της Κριμαίας, π.χ. καλούνται να σωθούν από τους ναζί του Κιέβου, καταφεύγοντας στην αγκαλιά της μαμάς Ρωσίας. Στο δημοψήφισμα καλούνταν να επιλέξουν ανάμεσα στην επιστροφή στο καθεστώς που ίσχυε για την Κριμαία το 1992 (ενισχυμένη αυτονομία) ή ένταξη στη Ρωσική Ομοσπονδία ως αυτόνομη δημοκρατία εντός μηνός! Το αποτέλεσμα ήταν εν πολλοίς προβλέψιμο καθώς οι δημοσκοπήσεις μεταξύ του -κατά πλειοψηφία ρωσικού και κατά συντριπτική πλειοψηφία (97%) ρωσόφωνου- πληθυσμού έδιναν ένα 60% υπέρ της απόσχισης από την Ουκρανία, καθώς μάλιστα οι προπαγανδιστές της προσχώρησης στη Ρωσία μιλούν για αύξηση του βιοτικού επιπέδου. Η προπαγάνδα αυτή έχει μια σοβαρή υλική βάση, καθώς το κατά κεφαλήν εθνικό εισόδηµα της Ουκρανίας σήµερα δεν φτάνει ούτε το 50% του 1990, ενώ τα αντίστοιχα ποσοστά για τη Ρωσία και το Καζακστάν κυµαίνονται στο 130% και 250% αντίστοιχα (Ρωσία, Καζακστάν και Λευκορωσία συμμετέχουν σε μια οικονομική ένωση, την Τελωνειακή Ένωση στην οποία ο Γιανουκόβιτς σχεδίαζε να εντάξει και την Ουκρανία).
Εξασφαλίζοντας την Κριμαία, ο Πούτιν θα συνεχίσει να διεκδικεί και άλλες ανατολικές περιφέρειες της Ουκρανίας όπου πλειοψηφεί ο ρωσικός πληθυσμός, όχι αναγκαστικά για να τις προσαρτήσει (κάτι τέτοιο είναι εξαιρετικά δύσκολο στρατιωτικά), αλλά για να καταφέρει, στην τελική διαπραγμάτευση με τη Δύση, ότι η Ουκρανία μπορεί μεν να συνδεθεί με την ΕΕ, αλλά δεν θα ενταχθεί στο ΝΑΤΟ και δεν θα δεχθεί στο έδαφός της αμερικανικές στρατιωτικές βάσεις (κάτι αντίστοιχο που ίσχυε για χρόνια και με τη Φινλανδία). Ενδιαφέρον παρουσιάζει το γεγονός ότι η άποψη για «φιλανδοποίηση» της Ουκρανίας δεν αγνοείται από την δυτικοευρωπαϊκή και την αμερικανική διπλωματία: την άποψη αυτή υποστηρίζει π.χ. ο Χένρι Κίσσιγκερ ως μόνη ρεαλιστική διέξοδο από την ουκρανική κρίση.
Οι κυρώσεις
Οι ΗΠΑ και η ΕΕ έπαιξαν ενεργό ρόλο στην ανατροπή Γιανουκόβιτς. Η εμπλοκή της Δύσης στις εξελίξεις στην πρώην ΕΣΣΔ είναι πολύ πιο άμεση απ’ ό,τι στην περίοδο των «πορτοκαλί» και των «ροζ» επαναστάσεων, καθώς πλέον είχαν το χρόνο και τα μέσα να συμμαχήσουν με δυνάμεις στο εσωτερικό αυτών των χωρών. Μάλιστα έφτασαν στο σημείο να αντιπαρατίθενται μεταξύ τους για το ποιος ακριβώς θα έχει το πάνω χέρι, η ΕΕ ή οι ΗΠΑ. Ωστόσο σήμερα η ΕΕ βρίσκεται σε οικονομική κρίση, ενώ ο αμερικάνικος ιμπεριαλισμός, παρότι παραμένει η πρώτη στρατιωτική δύναμη του πλανήτη, έχει υποστεί σειρά στρατιωτικές ήττες ή υποχωρήσεις: Ιράκ, Ιράν, Συρία. Από την άλλη η Ρωσία έχει ανακάμψει ως στρατιωτική και ως οικονομική δύναμη. Δεν μπορεί βέβαια να «παίζει» μακριά από τα σύνορά της αλλά κοντά σε αυτά τα έχει καταφέρει μια χαρά. Το πρόσφατο συντριπτικό χτύπημα κατά της Γεωργίας, της άλλης χώρας που θέλησε να αποτελέσει το μακρύ χέρι των ΗΠΑ στην περιοχή, είναι χαρακτηριστικό.
Γι’ αυτό και σήμερα οι «φωνές» των Δυτικών για την απόσχιση της Κριμαίας είναι ψοφοδεείς. Δεν απειλούν με βόμβες αλλά με… οικονομικές και διπλωματικές κυρώσεις.
Ποιος όμως θα πληγεί από πιθανή διακοπή των οικονομικών σχέσεων; Ο τουρισμός του ευρωπαϊκού νότου κατακλύζεται από ρωσικό χρήμα. Μόνον στην Ισπανία εισρέουν 2,35 δισ. ευρώ κάθε χρόνο από τους Ρώσους τουρίστες. Η γαλλική πολεμική ναυπηγική βιομηχανία έχει στα σκαριά μια ρωσική παραγγελία δύο πολεμικών πλοίων τύπου Μιστράλ συνολικού κόστους 1,1 δισ. ευρώ. Η ενεργοβόρα βιομηχανία της Γερμανίας βασίζεται κατά 40% στις εισαγωγές ρωσικού φυσικού αερίου και πετρελαίου, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό για όλη την ΕΕ φτάνει στο 30%. Το 2013 οι οικονομικές ανταλλαγές μεταξύ Γερμανίας και Ρωσίας έφτασαν τα 75 δισ. ευρώ. Είναι χαρακτηριστικό ότι η «επιχειρηματική κοινότητα» της Γερμανίας ζητά να υπάρξει διπλωματική λύση, ενώ σε δημοσκόπηση που δημοσιεύθηκε στις 9/3 στην «Bild», το 54% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι δεν είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν περισσότερο για πετρέλαιο και φυσικό αέριο προκειμένου να επιβληθούν κυρώσεις σε βάρος της Ρωσίας, ενώ το 63% απορρίπτει μια στάση της Γερμανίας έναντι της Ρωσίας που θα οδηγούσε σε ένα νέο ψυχρό πόλεμο.
Αλλά και οι απειλές του Ομπάμα και του Κέρι είναι κενές περιεχομένου, αφού οι ΗΠΑ δεν μπορούν να χρησιμοποιήσουν στην περιοχή το μοναδικό μεγάλο τους όπλο, τη στρατιωτική ισχύ. Οι απειλές για κυρώσεις στα… «πρόσωπα που πιθανόν θα οδηγήσουν σε διαμελισμό της Ουκρανίας» ακούγονται πραγματικά γελοίες στα αφτιά του Πούτιν και του Λαβρόφ. Ο επικεφαλής της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων των ΗΠΑ Ρίτσαρντ Χάας δήλωσε στο CNN χαρακτηριστικά: «Εδώ δεν πρόκειται για τη Συρία όπου οι ΗΠΑ είχαν πραγματικές εναλλακτικές λύσεις, άσχετα αν ο πρόεδρος διάλεξε να μη τις χρησιμοποιήσει. Σε αυτή την περίπτωση δεν έχουμε και πολλές επιλογές».
Ουκρανία και Αριστερά
Η αντιμετώπιση της ουκρανικής κρίσης από την Αριστερά είναι μέχρις στιγμής προβληματική σε πολλά σημεία. Το Κόμμα Ευρωπαϊκής Αριστεράς ενώ σωστά ζητά από το ΝΑΤΟ να μείνει έξω από την αντιπαράθεση και καταγγέλλει τη βία της ακροδεξιάς και των φασιστών κατά του ΚΚ Ουκρανίας, δεν λέει πολλά για τη συμμετοχή των φασιστών στην κυβέρνηση. Ακόμη χειρότερα δεν λέει τίποτε για το ρόλο της ΕΕ στην ουκρανική κρίση και δεν καταδικάζει την προοπτική βάρβαρης λιτότητας για τον ουκρανικό λαό που ετοιμάζουν από κοινού το Κίεβο και οι Βρυξέλλες.
Το ΚΚΕ, που έχει κληρονομήσει καλές σχέσεις και πηγές πληροφόρησης από την πρώην ΕΣΣΔ, είναι πολύ επιφυλακτικό καταγγέλλοντας –σωστά– και τις δύο ιμπεριαλιστικές πλευρές που επεμβαίνουν. Τονίζει ότι ούτε η ΕΕ ούτε η Ευρασιατική Ένωση του Πούτιν δεν θα βελτιώσουν το επίπεδο ζωής των Ουκρανών εργαζομένων. Σωστά στρέφεται ενάντια σε όλους τους ολιγάρχες, ανατολικής και δυτικής Ουκρανίας. Σωστά κατακρίνει το ΚΚ Ουκρανίας του Πιοτρ Σιµονένκο για την πρόθυμη συνεργασία του και τη συγκυβέρνηση με τον Γιανουκόβιτς. Ωστόσο, όπως και στην Ελλάδα, το ΚΚΕ τα εναποθέτει όλα στο μέλλον, όταν προφανώς η Ένωση Ουκρανών Κομουνιστών (με την οποία συνδέεται το ΚΚΕ) θα πάρει την κυβέρνηση σε καθεστώς «λαϊκής εξουσίας». Αυτό όχι μόνον δεν απαντά στα οικονομικά προβλήματα της εργατικής τάξης σήμερα, αλλά δυστυχώς αφήνει ελεύθερο το πεδίο στους ναζί του Κιέβου, καθώς δεν υπάρχει καμία τακτική αντιμετώπισής τους (και αυτό το ζήτημα θα λυθεί στο… σοσιαλισμό). Η μικρή αλλά υπαρκτή Ένωση Ουκρανών Κομουνιστών, αντίθετα θα έπρεπε και μπορούσε να προχωρήσει μια τακτική ενιαίου μετώπου με όλες ανεξαιρέτως τις αριστερές δυνάμεις απέναντι στον θανάσιμο για την εργατική τάξη και την Αριστερά, κίνδυνο του ναζισμού. Αλλά φαίνεται ότι η πολιτική παράδοση του σταλινισμού δεν μπορεί να ξεχωρίσει το ενιαίο μέτωπο -απέναντι σε ένα επείγον ζήτημα- από τη μόνιμη πολιτική συμμαχία και πολύ περισσότερο τη συγκυβέρνηση.
Αντίστοιχη μετάθεση επίλυσης των προβλημάτων στο σοσιαλιστικό μέλλον κάνει και ένα μεγάλο κομμάτι της άκρας Αριστεράς, ωστόσο το κύριο πρόβλημα που κατατρύχει την ελληνική Αριστερά –και μεγάλο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ– είναι η «ενστικτώδης» συμπάθεια προς τη ρωσική πλευρά. Είναι σωστό ότι καθήκον της Αριστεράς σε αυτές τις συνθήκες είναι να αντιπαρατεθεί και να καταδικάσει την επιθετικότητα της «δικής της» πλευράς δηλ. της ελληνικής αστικής τάξης και κατ’ επέκταση του ιμπεριαλισμού της ΕΕ –και συνολικά της Δύσης, του ΝΑΤΟ κ.λπ. Επίσης καθήκον, που πράγματι επιτελείται, είναι η ανάδειξη της υποκρισίας της ΕΕ και της ελληνικής κυβέρνησης που, ενώ υποτίθεται ότι διώκουν οργανώσεις όπως η Χρυσή Αυγή, συμπαρατάσσονται ολόθερμα με τους ναζί του Κιέβου.
Ωστόσο, η λύση δεν είναι η συμπαράταξη με την άλλη πλευρά: Η συμπάθεια τμημάτων της Αριστεράς προς τη Ρωσία είναι προσαρμογή στα παλιά εθνικιστικά οράματα του ελληνικού αστισμού τα οποία σήμερα συντηρούνται από τις πιο αντιδραστικές θρησκόληπτες δυνάμεις της Δεξιάς και από τη Χρυσή Αυγή η οποία δεν διστάζει να διαχωρίζεται από τους Ουκρανούς ναζί μόνο και μόνο για να συμπαραταχθεί με τους Ρώσους ναζί.
Οι τελευταίοι, πολύ περισσότεροι και πολύ πιο επικίνδυνοι από τους Ουκρανούς ομοϊδεάτες τους, έχουν στηρίξει τον Πούτιν. Ο μεγαλορώσικος εθνικισμός παντρεμένος με ένα αυταρχικό καθεστώς, με ισχυρές ναζιστικές οργανώσεις, με ορθόδοξο φονταμενταλισμό, με πυρηνικά όπλα, αλλά και μεγάλη οικονομική ισχύ αποτελεί έναν εξαιρετικά επικίνδυνο ιμπεριαλισμό και έναν επίσης θανάσιμο κίνδυνο για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά. Την ώρα που ο Πούτιν διαμαρτύρεται για τον κίνδυνο καταπίεσης των δικαιωμάτων των ρωσικών πληθυσμών στην Ουκρανία, ο ίδιος καταπιέζει τα δικαιώματα δεκάδων εθνοτήτων στο εσωτερικό της Ρωσίας.
Ο Λένιν σε γράμμα του προς τον Κάμενεφ μετά την επανάσταση του 1917, με αφορμή τον τρόπο συγκρότησης του νέου κράτους και αντιστεκόμενος στις επιλογές του Στάλιν, έγραφε τα εξής:
«Σύντροφε Κάμενεφ! Κηρύσσω πόλεμο ζωής και θανάτου στο μεγαλορώσικο σωβινισμό. Μόλις απαλλαγώ από το καταραμένο δόντι, θα τον φάω με όλα τα υπόλοιπά μου δόντια. Πρέπει οπωσδήποτε ένας Ρώσος, ένας Ουκρανός, ένας Γεωργιανός κ.λπ. να προεδρεύουν διαδοχικά στην Κεντρική Εκτελεστική Επιτροπή της Ένωσης. Οπωσδήποτε!». (Μ. Λεβίν «Η τελευταία μάχη του Λένιν», εκδόσεις Παρουσία, σελ. 65).
Όταν τα έγραφε αυτά ο Λένιν η Ρωσία ήταν εργατικό κράτος! Μπορεί εύκολα κανείς να σκεφτεί σήμερα τι θα έγραφε γνωρίζοντας ότι η Ρωσία δεν είναι απλώς καπιταλιστική αλλά ένας από τους μεγαλύτερους ιμπεριαλισμούς του πλανήτη.
Για εμάς είναι σαφές, ότι ο αυθόρμητος αντιφασισμός των λαϊκών μαζών στην Ουκρανία, την Κριμαία, τη Ρωσία, αλλά και την Ελλάδα δεν πρέπει να μείνει στα χέρια των τοπικών εθνικισμών (και πολύ περισσότερο στα χέρια του ρώσικου ιμπεριαλισμού) αλλά πρέπει να διεκδικηθεί από την Αριστερά, τη μόνη δύναμη που μπορεί να τον αξιοποιήσει για τα συμφέροντα αυτών των μαζών.
Αυτά, χωρίς να χάνουμε από τα μάτια μας ωστόσο ότι ο βασικός αντίπαλος της Αριστεράς σε Ελλάδα και ΕΕ είναι η ηγεσία της ΕΕ που αποδέχεται ολόθερμα τους ναζί του Κιέβου προκειμένου να αρπάξει ένα τμήμα της ρωσικής επιρροής στην Ευρώπη και να επιβάλει ένα απάνθρωπο πρόγραμμα λιτότητας σε ακόμη έναν λαό.