Η κρίση στην ΠΑΣΚΕ είναι δεδομένη. Το πιο τρανταχτό παράδειγμα είναι οι δηλώσεις του Φωτόπουλου προέδρου της ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ για απεργίες και καταλήψεις διαρκείας και η αντιπαράθεση που ακολούθησε με τον πρόεδρο της ΓΣΕΕ και της ΠΑΣΚΕ Παναγόπουλο. Ποια πρέπει να είναι η στάση της ριζοσπαστικής αριστεράς απέναντι στα «υψηλά» στελέχη της ΠΑΣΚΕ που απαρτίζουν επί πολλά χρόνια τον κορμό της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας ιδιαίτερα στα τριτοβάθμια όργανα και σήμερα διαφοροποιούνται?

Η ΠΑΣΚΕ παρά την κρίση της ηγεμονεύει ακόμα στα συνδικάτα. Η σταδιακή μετάλλαξη του σοσιαλφιλελεύθερου ΠΑΣΟΚ  την οδήγησε στον γραφειοκρατικό εκφυλισμό και τους ατέλειωτους συμβιβασμούς, μετέτρεψε το δίκτυο της κυρίως σε κομματική πελατεία ρουσφετιών. Όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι το δίκτυο και η δύναμη της στήθηκε γιατί κατάφερε να εκφράσει τις προσδοκίες των εργατικών αγώνων της μεταπολίτευσης (επιχειρησιακά σωματεία- αλλαγή ενάντια στην δεξιά). Δεν πρόκειται λοιπόν για ένα παρασιτικό στρώμα που φυτεύτηκε στην εργατική τάξη από τους αστούς αλλά ένα στρώμα που συνδέεται  με πραγματικούς δεσμούς με την εργατική τάξη  που άνοιγε και έκλεινε τους αγώνες των εργαζομένων με κριτήριο την διαπραγματευτική δύναμη με τις εργοδοτικές οργανώσεις και τις κυβερνήσεις.
Σήμερα όλα αυτά αλλάζουν ραγδαία…
Στο νέο τοπίο της καπιταλιστικής επίθεσης με αιχμή τα μνημόνια, ο ρόλος του διαμεσολαβητή ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία υποσκάπτεται και όσο προχωράει η κρίση ακυρώνεται εντελώς. Από την μια κυβέρνηση και εργοδότες δεν μπαίνουν σε κανένα διάλογο, ανατρέπουν κάθε κεκτημένο. Από την άλλη η οργή των εργαζομένων όπως εκδηλώνεται στις γενικές απεργίες και τις διαδηλώσεις και η μαζική πολιτική στροφή αριστερά στις εκλογές των συνδικάτων και στις βουλευτικές εκλογές πιέζουν αφόρητα την ΣΓ.
Η δυνατότητα να υπερασπιστούν -πόσο μάλλον να πετύχουν νέες κατακτήσεις- έχει πάει περίπατο. Είναι μεταρρυθμιστές χωρίς μεταρρυθμίσεις και κινδυνεύουν να απολέσουν ολοκληρωτικά  την επιρροή τους στην εργατική βάση. Επιπλέον πολλοί προσβλέπουν σε μια «ομαλή» προοπτική κυβέρνησης της αριστεράς  για να αποκαταστήσουν τις σχέσεις εκπροσώπησης και διαμεσολάβησης που κατέχουν.
Σε αυτές τις συνθήκες το πρώτιστο καθήκον είναι η συμπαράταξη της αριστεράς, η κοινή δράση της  πάνω στο πλαίσιο και τις μορφές πάλης που έχει βάλει ο ίδιος ο κόσμος της εργασίας με την κίνηση του: Ο απεργιακός αγώνας με διάρκεια, οι μαχητικές καταλήψεις και οι διαδηλώσεις με στόχο την ανατροπή της κυβέρνησης και των μνημονίων.
Αν υπήρχε μια τέτοια ενότητα στη δράση οι δυνατότητες κίνησης των συνδικάτων, η μαζικοποίηση των διαδικασιών βάσης, η συγκρότηση νέων σωματείων, η αποτελεσματική αντίσταση και ανατροπή θα ήταν πολύ πιο ρεαλιστική και πάνω σε αυτήν τη κίνηση, με το κριτήριο της πράξης, θα κρινόταν η ειλικρινής και συνεπή προσχώρηση τμημάτων της ΠΑΣΚΕ που διαφοροποιούνται.
Όμως δυστυχώς η κατάσταση δεν είναι έτσι. Η Αυτόνομη Παρέμβαση σε πολλές περιπτώσεις  κινείται με  μια στατική λογική «μέσου όρου» και αλλαγής συσχετισμών από τα πάνω με συμμαχίες  με τμήματα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας της ΠΑΣΚΕ. Συμμαχίες που μπορεί προσωρινά να δίνουν καλύτερα εκλογικά αποτελέσματα  εν όψει και του συνεδρίου της ΓΣΕΕ αλλά δεν έχουν κανένα αντίκρισμα στο στόχο της ανατροπής  ενώ παράλληλα αναβαπτίζουν την ΣΓ σε ένα  νέο συντηρητικό ρόλο.
Την ώρα που είναι απόλυτα αναγκαία η ύπαρξη και η δράση των συνδικάτων , η δημοσιοποίηση -χωρίς κανένα σχόλιο- στην Αυγή και η ανάρτηση στην επίσημη ιστοσελίδα της ΑΠ, του απαράδεκτου άρθρου του Α. Κολλά (που προτείνει την αντικατάσταση των  σωματείων από συμβούλια, συγχωνεύσεις Εργατικών Κέντρων και Ομοσπονδιών και μετατροπή τους σε ΚΕΠ, ελαστικοποίηση των ΣΣΕ με θεσμοθέτηση Περιφερικών ΣΣΕ) δείχνει ένα τέτοιο λανθασμένο προσανατολισμό.
Το ΠΑΜΕ από την άλλη συνεχίζει να  αρνείται την κοινή δράση και  χρησιμοποιεί  τη στάση  συνδικαλιστών της ΑΠ  για να δικαιολογεί την απομονωτική του στάση, αδυνατίζοντας έτσι το ταξικό μέτωπο ανατροπής.
Η κρίση στην ΠΑΣΚΕ πρέπει και μπορεί να αξιοποιηθεί από την ριζοσπαστική αριστερά. Πρέπει γιατί ακόμα και οι φραστικές «εμπρηστικές » διακηρύξεις  του Φωτόπουλου και του Μπαλασόπουλου ενθαρρύνουν  τον αγώνα των εργαζομένων. Και μπορεί γιατί η ριζοσπαστική αριστερά σήμερα παρ ότι μειοψηφία στα συνδικάτα είναι ηγεμονική κοινωνικά, εκφράζει την κοινωνική πλειοψηφία που απαιτεί ανατροπή.
Οι πιέσεις της κρίσης είναι τεράστιες. Τα κομμάτια της  ΠΑΣΚΕ πιέζονται  να τοποθετηθούν καθαρά και  η ριζοσπαστική αριστερά πρέπει να οξύνει αυτές τις πιέσεις, να καλέσει έμπρακτα τα κομμάτια της ΠΑΣΚΕ που διαφοροποιούνται να μπουν στην υπηρεσία του καθήκοντος της ανατροπής. Με το αλάνθαστο κριτήριο της πράξης πρέπει να δοκιμαστούν αυτά τα τμήματα της ΠΑΣΚΕ:  Υποστηρίζουν ένα πλαίσιο και ένα σχέδιο ανατροπής του μνημονίου? Οργανώνουν την καθημερινότητα των συνδικάτων? Προχωράνε στην οργάνωση αυτού του στόχου κινητοποιώντας  με περιοδείες και συνελεύσεις τους εργαζόμενους? Οργανώνουν απεργιακές φρουρές, απεργιακά ταμεία, την συμπαράσταση σε αγωνιζόμενους κλάδους?
Η άρνηση του ΠΑΜΕ αλλά και των συνδικαλιστικών δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε πολλές περιπτώσεις, για ενωτική δράση δεν πρέπει να γίνεται το άλλοθι  για ορισμένες συνδικαλιστικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ να τρέξουν να καλύψουν το δυσανάλογο κενό εκλογικών αποτελεσμάτων και συσχετισμών στα συνδικάτα  και την αύξηση της επιρροής στο εργατικό κίνημα με αντιμνημονιακές  αλλά χωρίς περιεχόμενο ευκαιριακές συγκολλήσεις  με τμήματα της συνδικαλιστικής γραφειοκρατίας.
Το κλειδί για να λυθεί το πρόβλημα της αντιμετώπισης του γραφειοκρατικού συνδικαλισμού της ΠΑΣΚΕ από την μια και  του συνδικαλισμού της περιχαράκωσης του ΠΑΜΕ από την άλλη, είναι η  κοινή δράση σε επίπεδο εργατικής βάσης στα πρωτοβάθμια σωματεία με την προσπάθεια να κερδηθούν τα μεγάλα τμήματα των εργαζομένων που αναφέρονταν στην ΠΑΣΚΕ και  σήμερα αποδεσμεύονται μαζικά και ριζοσπαστικοποιούνται  γρήγορα.
Η ριζοσπαστική αριστερά πρέπει να σταθεί στο ύψος  ιστορικών καθηκόντων, να εγκαταλείψει την πολιτική της  γραφειοκρατικής και εύκολης συμμαχίας  αλλά και την πολιτική του σεχταρισμού: Με την πολιτική της ενότητας στην δράση στα συνδικάτα με στόχο την ανατροπή. Με αυτή την πολιτική μπορούμε να ζωντανέψουμε τα συνδικάτα, με αυτό το καθήκον θα αναμετρηθούμε και θα κριθούμε όλοι…

Ετικέτες