Στα κρυφά και λίγες μέρες πριν τη λήξη της τρίμηνης προθεσμίας, το ελληνικό κράτος ζήτησε από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου την επανεξέταση της καταδικαστικής για την Ελλάδα απόφασης για τα εγκλήματα κατά των μεταναστών εργατών γης στη Μανωλάδα Ηλείας. Τέσσερα χρόνια μετά τα εγκλήματα στα φραουλοχώραφα, που προκάλεσαν διεθνή κατακραυγή, η κυβέρνηση φαίνεται ότι προτιμά να αμφισβητεί την παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και να καθυστερεί την καταβολή των αποζημιώσεών τους. «Δεν ερωτηθήκαμε» η πρώτη απάντηση του υπουργείου Δικαιοσύνης. «Η κυβέρνηση μπορεί ακόμα να ανακαλέσει την αίτηση» λέει το Ελληνικό Παρατηρητήριο Συμφωνιών του Ελσίνκι

Τον Απρίλιο του 2013, επιστάτες πυροβόλησαν δεκάδες μετανάστες εργάτες γης, όταν αυτοί, όντας απλήρωτοι για μήνες και ζώντας σε άθλιες συνθήκες, διεκδίκησαν τα δεδουλευμένα τους σε φυτείες φράουλας της Μανωλάδας, στο νομό Ηλείας. Επρόκειτο για μια ιστορία που έλαβε διεθνείς διαστάσεις και άφησε εμβρόντητη την ελληνική κοινωνία. Η απονομή δικαιοσύνης, όμως, αποδείχθηκε δαιδαλώδης, αφού τα ελληνικά δικαστήρια αθώωσαν ή επέβαλαν ποινές-χάδια στους κατηγορούμενους. Χρειάστηκε να περάσουν τέσσερα χρόνια, από όταν έγιναν γνωστά τα εγκλήματα στη Μανωλάδα, για να δικαιωθούν τα θύματα, αφού στις 30 Μαρτίου 2017, το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΔΔΑ) έκρινε ότι οι 42 εργάτες ήταν πράγματι θύματα εμπορίας ανθρώπων. Σήμερα, όμως, η ελληνική κυβέρνηση, αντί να συμμορφωθεί με την απόφαση του Δικαστηρίου και να καταβάλει τις αποζημιώσεις (από 12.000 μέχρι 16.000 ευρώ) σε κάθε ένα από τα θύματα, προβαίνει σε μια κίνηση που εκ πρώτης όψεως δείχνει ανεξήγητη. 



Ενώ όλα έδειχναν ότι η υπόθεση της Μανωλάδας είχε κλείσει οριστικά και (τουλάχιστον) τα θύματα είχαν δικαιωθεί, φαίνεται ότι, ελάχιστες μέρες πριν να λήξει η σχετική προθεσμία (30 Ιουνίου) για πιθανή αίτηση επανεξέτασης, η ελληνική κυβέρνηση αποφάσισε ουσιαστικά να ασκήσει «έφεση» κατά της απόφασης, ζητώντας να εξεταστεί η υπόθεση από την ευρεία σύνθεση του Δικαστηρίου. Το αίτημα αυτό εμφανίζεται τόσο στη σελίδα της απόφασης του ΕΔΔΑ για την υπόθεση, όπου αναφέρεται ότι έχει γίνει αίτημα επανεξέτασης, ενώ παράλληλα κοινοποιήθηκε και στον δικηγόρο των 42 θυμάτων της Μανωλάδας.





Η πρώτη σελίδα της απόφασης της 30ης Μαρτίου για την υπόθεση της Μανωλάδας, όπου έχει προστεθεί το αίτημα για «παραπομπή στην ευρεία σύσκεψη του Δικαστηρίου»

 

Τι σημαίνει η αίτηση επανεξέτασης



«Για κάθε υπόθεση που εξετάζει το ΕΔΔΑ και μέσα σε προθεσμία ενός τριμήνου, η κάθε χώρα έχει το δικαίωμα να κάνει αίτηση επανεξέτασης, και σε αυτή την περίπτωση γίνεται επανεξέταση της υπόθεσης από Συμβούλιο πέντε δικαστών. Το περιεχόμενο της αίτησης δεν γνωστοποιείται. Επί του παρόντος, δηλαδή, ούτε ο δικηγόρος των μεταναστών, εργατών γης στη Μανωλάδα γνωρίζει το εν λόγω περιεχόμενο» τονίζει στο TPP o Παναγιώτης Δημητράς, εκπρόσωπος του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι (ΕΠΣΕ), στο οποίο υπόκειται και η πρωτοβουλία «Παρατηρητήριο Ρατσιστικών Εγκλημάτων», που δημοσιοποίησε την κίνηση της ελληνικής κυβέρνησης. 



«Το παραπάνω Συμβούλιο συνέρχεται κάθε μήνα για να αποφασίσει ποιες από τις αιτήσεις επανεξέτασης που έχει λάβει πράγματι θα επανεξεταστούν. Αν η υπόθεση εξεταστεί πράγματι εκ νέου, η απόφαση που θα εκδοθεί είναι πλέον τελεσίδικη.

Εμπειρικά, το Συμβούλιο δέχεται περίπου τριάντα αιτήσεις επανεξέτασης και στέλνει προς επανεξέταση από μηδέν έως δυο-τρεις, για τις οποίες κρίνει ότι υπήρχε μια άλλη ανάγνωση των γεγονότων, η οποία θα έπρεπε να οδηγήσει σε άλλο αποτέλεσμα» προσθέτει ο κ.Δημητράς, ενώ εκτιμά ότι «για την αίτηση επανεξέτασης για την υπόθεση της Μανωλάδας, την οποία κατέθεσε η ελληνική κυβέρνηση, αναμένεται να αποφανθεί το Συμβούλιο την επόμενη φορά που θα συνέλθει (λόγω της διακοπής του Αυγούστου, αυτό πιθανολογείται να γίνει στις αρχές Σεπτεμβρίου)».



Από την πλευρά του, ο πληρεξούσιος δικηγόρος των 42 προσφευγόντων στο ΕΔΔΑ, Βασίλης Κερασιώτης, επιβεβαιώνει ότι του έχει κοινοποιηθεί το αίτημα της Ελλάδας για επανεξέταση της υπόθεσης, χωρίς ούτε αυτός να γνωρίζει το περιεχόμενο της αίτησης, καθώς κάτι τέτοιο δεν προβλέπεται από τη διαδικασία. «Με τη συγκεκριμένη ενεργεια η κυβερνηση επί της ουσιας συγκαλύπτει την εμπορία ανθρώπων στην Μανωλάδα, την οποία η ίδια στο παρελθόν κατήγγελλε» δηλώνει ο κ.Κερασιώτης στο TPP. 

 

Εν αγνοία του υπουργείου;



Η κίνηση της κυβέρνησης προκαλεί αλγεινές εντυπώσεις και πολλά ερωτήματα. Θεωρητικά, σε αυτά μπορεί (και θα πρέπει) να απαντήσει το υπουργείο Δικαιοσύνης, αφού βάσει της διαδικασίας οι λεπτομέρειες για τους λόγους μιας αίτησης επανεξέτασης, που κατατίθεται από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους, δεν δημοσιοποιούνται. Το υπουργείο Δικαιοσύνης όμως δηλώνει «άγνοια». Σύμφωνα με τη Μαρία Γιαννακάκη, Γενική Γραμματέα Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων του υπουργείου, «το Υπουργείο και η Γενική Γραμματεία ουδέποτε ερωτήθηκαν», τοποθέτηση που προκαλεί ακόμα περισσότερα ερωτηματικά. «Στο γραφείο μου αλλά και στο γραφείο του υπουργού κ. Κοντονή δεν κοινοποιήθηκε ποτέ η αίτηση επανεξέτασης» υποστηρίζει η κ.Γιαννακάκη, που προσθέτει μιλώντας στο TPP ότι, «Ρωτήθηκε, όμως, από το [αρμόδιο] Νομικό Συμβούλιο του Κράτους ο Άρειος Πάγος και οι δικαστικές αρχές της Πάτρας [αν επιθυμούν την επανεξέταση]. Ο Άρειος Πάγος απάντησε θετικά, δηλαδή υπέρ της αίτησης επανεξέτασης».



Η κ. Γιαννακάκη, μάλιστα, είναι επικεφαλής του Εθνικού Μηχανισμού Εποπτείας της Εφαρμογής των Αποφάσεων του ΕΔΔΑ που συγκροτήθηκε τον Μάιο του 2017 και τόνιζει στο TPP ότι ο Μηχανισμός «ούτε έχει τη δικαιοδοσία, ούτε θα έπραττε ποτέ κάτι τέτοιο». 

 

Αναζητούνται (και) τα κίνητρα



Όσον αφορά τα κίνητρα της απόφασης, άνθρωποι που έχουν ασχοληθεί ενδελεχώς με τέτοιες υποθέσεις μπορούν να κάνουν μόνο λογικές εκτιμήσεις. Το σίγουρο είναι πάντως, ότι αφού η Ελλάδα εξαντλεί τα νόμιμα μέσα και προσπαθεί να εξεταστεί η υπόθεση «σε δεύτερο βαθμό», καθυστερεί και να καταβάλει τις αποζημιώσεις (περίπου 600.000 ευρώ συνολικά) στους εργάτες της Μανωλάδας, που κρίθηκαν από το ΕΔΔΑ θύματα εμπορίας ανθρώπων και αποφασίστηκε ομόφωνα ότι παραβιάστηκαν τα ανθρώπινα δικαιώματά τους. Σίγουρο είναι, επίσης, ότι το κίνητρο για την επανεξέταση της υπόθεσης -αν φτάσει να γίνει- δεν είναι φυσικά να βγει μία νέα απόφαση προς μεγαλύτερο όφελος των θυμάτων.



Αν πρόκειται για κυβερνητική απόφαση που προς το παρόν αποσιωπάται, το πιθανότερο σενάριο φαίνεται να είναι ότι η κυβέρνηση επιδιώκει να μειώσει το ύψος των αποζημιώσεων που επιδικάστηκαν από το ΕΔΔΑ στα 42 θύματα της Μανωλάδας. «Δεδομένου και τι έλεγε τότε ο ΣΥΡΙΖΑ, δυσκολευόμαστε πολύ να καταλάβουμε τι προσπαθεί να κάνει το ελληνικό κράτος» απαντάει ο Παναγιώτης Δημητράς. «Εκτιμάμε ότι, επειδή είναι μισό εκατομμύριο ευρώ η αποζημίωση στους προσφεύγοντες [σ.σ. 12.000 έως 16.000 ευρώ στον καθένα από τους 42 εργάτες-προσφεύγοντες και 4.363 ευρώ για δικαστικά έξοδα], η Ελλάδα προσπαθεί να μειώσει τα χρήματα της αποζημίωσης επικαλούμενη τις οικονομικές δυσκολίες λόγω της κρίσης. Αν δεν το πετύχει, θα πει ότι, 'Τουλάχιστον εμείς προσπαθήσαμε, αλλά είπε 'όχι' το δικαστήριο'». 





Δύο από τους 35 μετανάστες που τραυμαστίστηκαν από τις επιθέσεις των επιστατών στις καλλιέργειες φράουλας.



Η προσπάθεια για να μειωθεί το «πρόστιμο» για το ελληνικό κράτος φαίνεται μάλιστα να είναι συνήθης πρακτική της χώρας σε τέτοιες υποθέσεις. «Η Ελλάδα, τα τελευταία δύο χρόνια επικαλούμενη οικονομικές δυσκολίες λόγω της κρίσης, ζητεί από το ΕΔΔΑ να της επιβάλει ηπιότερες χρηματικές ποινές και πράγματι, σε αρκετές υποθέσεις, οι αποζημιώσεις είναι χαμηλότερες από ό,τι παλαιότερα. Όσο εκκρεμεί η αίτηση επανεξέτασης, δεν καταβάλλεται η αποζημίωση στους εργάτες.Με την κίνηση, δηλαδή, της επανεξέτασης, η Ελλάδα αποφεύγει να πληρώσει εντός του τριμήνου από την έκδοση της απόφασης (30 Ιουνίου-30 Σεπτεμβρίου), όπως απαιτείται, το μισό εκατομμύριο» προσθέτει ο κ.Δημητράς. Σε περίπτωση μάλιστα που η αίτηση επανεξέτασης γίνει αποδεκτή, είναι εύλογο ότι η καταβολή των αποζημιώσεων στους 42 εργάτες θα καθυστερήσει ακόμα παραπάνω.



Σύμφωνα με τον Παναγιώτη Δημητρά, υπάρχει κι ένα ακόμα σενάριο, λιγότερο πιθανό, που όμως συμπίπτει με την αντίδραση της κ.Γιαννακάκη. «Υπάρχει μια περίπτωση, αν και δύσκολο, να πίεσαν την Ελλάδα μέσα από τον δικαστικό κύκλονα κάνει αίτηση επανεξέτασης, μιας και ο Άρειος Πάγος δε συμπαθεί να εκτίθεται όταν το ΕΔΔΑ βγάζει αντίθετες αποφάσεις από αυτόν. Αλλά το πιο πιθανόν είναι να ισχυριστούν πως προσπάθησαν για να μειωθεί η αποζημίωση. Αλλιώς τι επιδιώκουν; Να ανατραπεί η απόφαση του ΕΔΔΑ;» αναρωτιέται κι ο ίδιος. 

 

Δυνατότητα ανάκλησης της αίτησης επανεξέτασης



Υπάρχει, όμως, ακόμα περιθώριο να ανακληθεί η αίτηση επανεξέτασης. Σύμφωνα με τον εκπρόσωπο του Ελληνικού Παρατηρητηρίου των Συμφωνιών του Ελσίνκι, Παναγιώτη Δημητρά, «Η αίτηση επανεξέτασης γίνεται από όποιον έχει νόμιμη εξουσιοδότηση, Μπορεί να κατατεθεί από το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους αλλά, για παράδειγμα, και από τον πρέσβη του Στρασβούργου. Σε κάθε περίπτωση, η αίτηση γίνεται στο όνομα της ελληνικής κυβέρνησης. Η κυβέρνηση μπορεί να ανακαλέσει την αίτηση επανεξέτασης ανά πάσα στιγμή πριν να συνέλθει το Συμβούλιο που θα αποφασίσει ποιες υποθέσεις θα ανοίξουν τελικά εκ νέου για εξέταση». 



Ανεξάρτητα, δηλαδή, από το ποιος πήρε την απόφαση κατάθεσης της αίτησης (που θα πρέπει να διερευνηθεί), η ελληνική κυβέρνηση έχει αφενός την ευθύνη, αφετέρου τη δυνατότητα να διορθώσει το λάθος.

 

Ασκήσεις πολιτικής επικοινωνίας 



Εντύπωση προκαλεί επίσης, το ότι τόσο ο υπουργός Δικαιοσύνης, Σταύρος Κοντονής, όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνονταν μόλις πριν λίγους μήνες να αποδέχονται την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου, χαρακτηρίζοντας την «κόλαφο» για την συγκυβέρνηση ΝΔ – ΠΑΣΟΚ, επί της οποίας τελέστηκε η επίθεση στους εργάτες, και επιρρίπτοντας ευθύνες τόσο σε αυτήν όσο και στις αθωωτικές αποφάσεις της ελληνικής Δικαιοσύνης για την υπόθεση.



«Καλό θα είναι οι δικαστικές ενώσεις να μην εξαντλούν τη μαχητικότητά τους σε αντιπολιτευτική ρητορική, αλλά να τοποθετούνται σε αποφάσεις της Δικαιοσύνης που εγείρουν σοβαρές αντιδράσεις της κοινωνίας σε υποθέσεις που άπτονται του σκληρού πυρήνα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων» έλεγε τότε ο κ.Κοντονής, ο οποίος μάλιστα είχε προαναγγείλει ότι θα αποστείλει έγγραφο στον Άρειο Πάγο και στην Επιθεώρηση Εργασίας για να διερευνηθούν οι συνθήκες που οδήγησαν τα ελληνικά δικαστήρια στο να αθωώσουν τους παραγωγούς φράουλας. 



«Η καταδικαστική απόφαση που εξέδωσε το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων εναντίον της Ελλάδας για τα αιματηρά γεγονότα που συνέβησαν το 2013 στις καλλιέργειες φράουλας της Νέας Μανωλάδας Ηλείας, αποτελεί κόλαφο για την κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου. Τόσο η απόφαση όσο και το σκεπτικό που τη συνοδεύει, καταδεικνύουν πως η ΝΔ του κ. Σαμαρά δεν αδιαφορούσε απλώς για τις καταστάσεις ζούγκλας που επικρατούσαν στην εν λόγω περιοχή, αλλά έδειχνε ανοχή σε εγκληματικές πράξεις», τόνιζε σε ανακοίνωση του ο ΣΥΡΙΖΑ, που μάλιστα υποσχόταν ότι, «Η σημερινή κυβέρνηση, είναι αποφασισμένη να επιβάλει την τήρηση της  νομοθεσίας και να προστατεύσει με κάθε τρόπο τα εργασιακά δικαιώματα όλων».

 

Η κυβέρνηση εναντίον των θυμάτων (για δεύτερη φορά)



Ωστόσο, αυτό που δεν είχε γίνει ευρέως γνωστό όταν δημοσιεύτηκε η απόφαση του ΕΔΔΑ, ήταν ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ- ΑΝΕΛ κατά την εξέταση της υπόθεσης τάχθηκε ενάντια στους προσφεύγοντες μετανάστες, υποστηρίζοντας ότι δεν υπήρχε παραβίαση των ανθρώπινων δικαιωμάτων και δεν πρόκειται για θύματα εμπορίας ανθρώπων. Η εξέταση της υπόθεσης από το ΕΔΔΑ ξεκίνησε το 2015 και οι απόψεις της Ελλάδας υποβλήθηκαν στο Δικαστήριο το 2016, κάτι που σημαίνει ότι ήταν η τωρινή κυβέρνηση αυτή που βρέθηκε απέναντι στους μετανάστες στη διαμάχη τους με το ελληνικό κράτος.



Η κυβέρνηση, σύμφωνα με τη δημοσιευμένη απόφαση της καταδίκης της Ελλάδας, υποστήριξε μεταξύ άλλων ότι, «Το Δικαστήριο δεν έχει αρμοδιότητα να υποκαταστήσει με την δική του εκτίμηση εκείνη των εισαγγελέων, οι οποίοι, στον

πρώτο βαθμό και κατ’ έφεση, κατέληξαν στην έλλειψη της ιδιότητας θύματος

εμπορίας ανθρώπων για τους προσφεύγοντες αυτούς». Το Δημόσιο, δηλαδή, τo 2016 υπερασπίστηκε ενώπιον του ΕΔΔΑ τις αποφάσεις της ελληνικής Δικαιοσύνης, τις ίδιες αποφάσεις για τις οποίες ο κ.Κοντονής ζήτησε θεωρητικά περαιτέρω διερεύνηση.



Η Ελλάδα υποστήριξε, επίσης, ότι «η εργασία των προσφευγόντων δεν απαιτήθηκε κάτω από την απειλή μιας ποινής» και ότι «κανένα δικαίωμα ιδιοκτησίας δεν ασκήθηκε σε βάρος τους, γεγονός που θα υποβίβαζε την νομική υπόστασή τους σε εκείνη των αντικειμένων». Υποστήριξε, ακόμα, ότι «τα στοιχεία του φυσικού ή ψυχικού καταναγκασμού δεν υφίστανται». 







Ίσως, όμως, το πιο ανατριχιαστικό επιχείρημα της Ελλάδας ήταν το ότι υπερασπίστηκε ενώπιον του ΕΔΔΑ το σκεπτικό των ελληνικών δικαστηριών, σχετικά με το ότι «Δεν υπήρξε, επίσης, αδυναμία για τους προσφεύγοντες να αλλάξουν την κατάσταση για την οποία αυτοί παραπονούνταν: ως προς τούτο, τονίζει ότι αυτοί δεν υποχρεώθηκαν να εργαστούν, ότι είχαν την δυνατότητα να διαπραγματευθούν τους όρους εργασίας τους και ότι ήταν ελεύθεροι να εγκαταλείψουν την απασχόλησή τους όταν το ήθελαν προκειμένου να αναζητήσουν άλλη».



Θα πρέπει να τονιστεί εδώ ότι όπως αποκαλύφθηκε, οι 42 μετανάστες δούλευαν χωρίς να τους καταβάλλονται τα δεδουλευμένα τους επί έξι μήνες, ζώντας σε άθλιες συνθήκες, σε παράγκες χωρίς τρεχούμενο νερό και τουαλέτα, ενώ κατά την εργασία τους φρουρούνταν από ενόπλους.



Στην υπόθεση αυτή δηλαδή, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ - ΑΝΕΛ επέλεξε από την αρχή το δρόμο της σύγκρουσης με τους 42 εργάτες, παρά τη διαφορετική επικοινωνιακή διαχείριση και την προσπάθεια να ενοχοποιήσει μόνο τους προηγούμενους. Το περίεργο εδώ είναι ότι όπως αναφέρει ο κ.Δημητράς και συμβαίνει συχνά σε ανάλογες διαμάχες κρατών - πολιτών, το ελληνικό κράτος θα μπορούσε να έχει έρθει σε συμβιβασμό, να πληρώσει αποζημίωση στους εργάτες και να αποφύγει μία ντροπιαστική καταδίκη. «Η υπόθεση εκδικάστηκε επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ. Ειδικά λόγω των αντιδράσεων του ΣΥΡΙΖΑ όταν έγινε η επίθεση στη Μανωλάδα, το λογικό θα ήταν η Ελλάδα από την αρχή της προσφυγής, να παραδεχτεί ότι υπήρξε παραβίαση και να ζητήσει φιλικό διακανονισμό. Όταν μια χώρα κάνει φιλικό διακανονισμό -και αυτό το κάνουν αρκετά κράτη συχνά- δίνει πάντα λιγότερα χρήματα και κλείνει η υπόθεση αμέσως, αποκλείοντας και το ενδεχόμενο της καταδίκης. Η Ελλάδα κάνει φιλικούς διακανονισμούς σε άλλες υποθέσεις, αλλά εδώ επέλεξε να μην το κάνει».

 

Το χρονικό της υπόθεσης



Τον Απρίλιο του 2013, 42 εργαζόμενοι με καταγωγή από το Μπαγκλαντές που δούλευαν σε καλλιέργεια φράουλας στην περιοχή της Μανωλάδας αποφάσισαν να διεκδικήσουν τα δεδουλευμένα τους, όντες απλήρωτοι για 6 μήνες. Όταν συγκεντρώθηκαν στον χώρο εργασίας τους οι επιστάτες άνοιξαν πυρ εναντίον τους με καραμπίνες, με αποτέλεσμα των τραυματισμό 35 εξ αυτών και την διακομιδή τους στο νοσοκομείο.



Η είδηση για τις ματωμένες φράουλες στη Μανωλάδα ξεπέρασε τα ελληνικά σύνορα, ενώ για πρώτη φορά στην Ελλάδα εξετάστηκε σε δίκη το αδίκημα της εμπορίας ανθρώπων για εργασιακές συνθήκες, και όχι για σεξουαλική κακοποίηση. Οι έρευνες αποκάλυψαν ότι οι μετανάστες ζούσαν υπό καθεστώς δουλείας, έμεναν σε πρόχειρες παράγκες χωρίς τουαλέτες ή τρεχούμενο νερό και δούλευαν 12 ώρες την ημέρα απλήρωτοι και με επίβλεψη από ένοπλους φρουρούς.





Αφίσα για κάλεσμα σε µποϊκοτάζ στις φράουλες Μανωλάδας. 



Ωστόσο η ελληνική Δικαιοσύνη άνοιξε εκ νέου πυρ στους εργάτες. Το Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Πάτρας που εξέτασε την υπόθεση, αθώωσε πλήρως τον ιδιοκτήτη – παραγωγό κι έναν επιστάτη, ενώ οι άλλοι δύο επιστάτες κρίθηκαν ένοχοι με την κατηγορία πρόκλησης σοβαρών σωματικών βλαβών και απλή συνέργεια σε πρόκληση σωματικών βλαβών αντίστοιχα, με την ποινή τους να έχει ανασταλτικό χαρακτήρα. Όλοι οι κατηγορούμενοι κρίθηκαν αθώοι, με ψήφους 7-0 μάλιστα, για την κατηγορία της εμπορίας ανθρώπων και αφέθηκαν ελεύθεροι. Οι ποινές παρέμειναν ως είχαν και στο αρμόδιο Εφετείο, ενώ ακολούθησε παρέμβαση του Αρείου Πάγου, ο οποίος, μολονότι ζήτησε να διαβιβαστεί άμεσα σε εκείνον η απόφαση ώστε να διερευνηθεί αν συντρέχει λόγος αναίρεσης για το αθωωτικό σκέλος της, τελικά έκρινε ότι δεν συντρέχει κάποιος λόγος για να ανοίξει ξανά ο φάκελος της υπόθεσης.



Έπρεπε να παρέμβει το ΕΔΔΑ για να δικαιωθούν επιτέλους τα 42 θύματα της Μανωλάδας. Δικαίωση που το ελληνικό κράτος δεν ενστερνίζεται ακόμη...

Ετικέτες