Πού βρισκόμαστε σήμερα;

Είναι γνωστό ότι οι άνθρωποι, με τη μαζική δράση τους από τα κάτω, γράφουν την ιστορία. Σε συνθήκες, όμως, όχι της δικής τους επιλογής.

Το αποτέλεσμα των αγώνων της προηγούμενης εποχής, δηλαδή ο κληρονομημένος συσχετισμός μεταξύ των βασικών κοινωνικών δυνάμεων, το επίπεδο της πολιτικοποίησης, το επίπεδο των κοινωνικών και πολιτικών οργανώσεων που έχουν στη διάθεσή τους οι εργαζόμενοι και οι λαϊκές δυνάμεις, είναι παράγοντες που «βαραίνουν» στις εξελίξεις.

Το εκλογικό αποτέλεσμα της 25ης Ιανουαρίου έχει τις ρίζες του στη μεγάλη έκρηξη της κοινωνικής αντίστασης ενάντια στην πολιτική που ονομάστηκε «μνημόνια», στα χρόνια 2010-2012: στις μεγάλες γενικές απεργίες, στις μαζικές διαδηλώσεις των εκατοντάδων χιλιάδων, στο «κίνημα» των πλατειών, στις διαδοχικές κλαδικές απεργίες που συντάραξαν το σύνολο, σχεδόν, των εργαζομένων.

Για την Αριστερά, ειδικότερα για το κομουνιστικό τμήμα της, το άριστο σενάριο θα ήταν να φτάσουν αυτοί οι αγώνες άμεσα στη νίκη, να κατορθώσουν να ανατρέψουν τη συμμαχία της ντόπιας κυρίαρχης τάξης με τους διεθνείς «δανειστές». Όμως αυτό δεν έγινε. Ο κόσμος αντιμετώπισε τη γυμνή δύναμη του κράτους και την ανυποχώρητη στάση των «από πάνω», που δήλωναν ότι μόνο μια νικηφόρα λαϊκή εξέγερση θα τους ανάγκαζε να υποχωρήσουν από τη γραμμή που επέλεξαν για να αντιμετωπίσουν την κρίση.

Αυτή ήταν η βάση της «στροφής» στον «εκλογικισμό», που διαδέχθηκε την περίοδο της λαϊκής επιθετικότητας με επίκεντρο την Πλατεία Συντάγματος. Ήταν μια «στροφή» ανθεκτική, γιατί εμπεριείχε αποφασιστικούς αγώνες (ΕΡΤ, καθαρίστριες, διαθέσιμοι…) έστω σε μικρότερη κλίμακα από αυτήν της προηγούμενης περιόδου. Ήταν μια «στροφή» που επέμενε να κοιτά αριστερά, γιατί ο κόσμος συνέχισε να απορρίπτει σταθερά την υποταγή στα μνημόνια (σε αντίθεση με το τι συνέβη π.χ. σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες…) και να εναποθέτει τις ελπίδες του σε μια πολιτική νίκη της Αριστεράς, που θα τον απάλλασσε από το βραχνά της λιτότητας μέσα, τώρα, από τον «εύκολο δρόμο» της κάλπης.

Σε αυτή την περίοδο έχει τις ρίζες της η νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Μια νίκη που, πριν γίνει εκλογική, υπήρξε πολιτική και ιδεολογική στο εσωτερικό της Αριστεράς. Η ερμηνεία είναι απλή. Ο ΣΥΡΙΖΑ διέθετε ενιαιομετωπική συγκρότηση (το κάλεσμα για «ενότητα στη δράση όλης της Αριστεράς»), μεταβατική αντίληψη στο πρόγραμμα (σε διάκριση με τα «σχέδια» επί χάρτου που άλλοι εκπονούσαν) και την καίρια απάντηση στο ζήτημα της πολιτικής εξουσίας: κυβέρνηση της Αριστεράς. Αυτά τα «όπλα», μαζί με τη συνεδριακή απόφαση καταδίκης της κεντροαριστερής στρατηγικής, εκτόξευσαν τον ΣΥΡΙΖΑ από το 4% στο 36%...

Όμως, παρ’ όλα αυτά, ο ΣΥΡΙΖΑ νίκησε σε… εκλογές. Μετά από δύο χρόνια κινηματικής ύφεσης που βαραίνουν πάνω στις δυνατότητες κινητοποίησης του κόσμου. Αυτό κάνει τις ευθύνες της ηγεσίας του, όπως και τις ευθύνες του «όλου ΣΥΡΙΖΑ», καθοριστικές για τη συνέχεια των εξελίξεων.

Την επομένη της κάλπης, η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ υποχρεώθηκε να μπει σε διαπραγμάτευση με τους δανειστές. Είναι φυσιολογικό να αναζητά έναν κάποιον συμβιβασμό: έναν τόπο για να προλάβει να σταθεί και κάποιο χρόνο για να αναπνεύσει. Αυτό το κατάλαβε ο κόσμος που κατέβηκε στο δρόμο με μια διπλή γραμμή. Αφενός, στήριξη στην κυβέρνηση, μέσα στη σύγκρουση με τους δανειστές. Αφετέρου, όμως (και αυτό μόνο οι τυφλοί δεν μπόρεσαν να το δουν), την απαίτηση για ανθεκτική στάση, το σύνθημα «Ούτε βήμα πίσω!» (που, παρεμπιπτόντως, ξεκίνησε από τα ίδια τα μέλη του ΣΥΡΙΖΑ…). Και σωστά. Γιατί υπάρχει συμβιβασμός που θα μπορούσε να θεωρηθεί έντιμος, αν επιτρέπει στον ΣΥΡΙΖΑ να ξεδιπλώσει το πρόγραμμα της αντιλιτότητας. Υπάρχουν όμως και συμβιβασμοί που ισοδυναμούν με πολιτική αυτοκτονία. Αν π.χ. τα μνημόνια μετονομαστούν, απλώς, σε Πρόγραμμα και η τρόικα βαπτιστεί με κάποιο άλλο όνομα μηχανισμού επιτήρησης.

Η διαπραγμάτευση με τους δανειστές έχει, δυστυχώς, ήδη συνδεθεί με το πρόγραμμα του ΣΥΡΙΖΑ και τις προοπτικές εφαρμογής του. Κατά την προεκλογική περίοδο η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, μέσα από τα πιο υπεύθυνα χείλη, υποσχόταν ότι οι δεσμεύσεις της ΔΕΘ θα εφαρμοστούν άμεσα και ανεξάρτητα από τη θέληση των δανειστών. Σημειωνόταν, μάλιστα, ότι οι δεσμεύσεις της ΔΕΘ είναι αυτά που άμεσα «μπορούμε» και όχι αυτά που «θέλουμε», δηλώνοντας –σωστά– την πρόθεση να βαδίσουμε το ταχύτερο δυνατόν προς «αυτά που θέλουμε». Σήμερα, ο πυρήνας «ταξικής μονομέρειας» του προγράμματος της ΔΕΘ οδηγείται, τουλάχιστον, σε αναβολή 10-12 μηνών. Παρουσιάζεται ως προτεραιότητα η αντιμετώπιση της «ανθρωπιστικής κρίσης».

Θυμίζω ότι η αντίληψη ότι αυτό που χρειάζεται η κοινωνία είναι ένα «δίχτυ προστασίας» του κόσμου που εκπίπτει στην απόλυτη φτώχεια και εξαθλίωση, είναι μια αντίληψη σοσιαλδημοκρατική και μάλιστα της σοσιαλφιλελεύθερης περιόδου. Αντίθετα, η κομουνιστική Αριστερά έδινε πάντα την έμφαση στα εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα που εμποδίζουν την πτώση στη φτώχεια και στην εξαθλίωση. Ο ΣΥΡΙΖΑ θα (πρέπει να) πιεστεί άμεσα να δώσει την προτεραιότητα στο μισθό, στη σύνταξη, στις δαπάνες για τα δημόσια σχολεία και νοσοκομεία, στους πόρους για το ασφαλιστικό σύστημα… Διαρρηγνύοντας έτσι, πραγματικά, το δίχτυ της λιτότητας που εγκατέστησαν τα μνημόνια.

Άμεσα δεμένο με το πρόγραμμα είναι το ζήτημα των πολιτικών συμμαχιών που θα επιχειρεί να εκφράσει η νέα κυβέρνηση. Η κυβερνητική συμμαχία με τους ΑΝΕΛ υπήρξε μια μονομερής ηγετική επιλογή, για την οποία εκφράσαμε την αντίθεσή μας. Όμως έχει ήδη εμφανιστεί ένα σημαντικότερο πρόβλημα: η ύπαρξη ενός σοσιαλδημοκρατικού πόλου στο εσωτερικό της κυβέρνησης, με κρίσιμο βάρος στην οικονομία και στις τράπεζες. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές δεν είναι (σε εμάς) γνωστή η επιλογή για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Αν επιβεβαιωθούν τα σενάρια «συγκατοίκησης», τότε θα έχουμε στην κυβερνητική εξουσία ένα «μέτωπο», μια εκδοχή κυβέρνησης εθνικής ενότητας, όπου δεν θα εκπροσωπείται μόνο η σαμαρική Δεξιά και η Χρυσή Αυγή. Αυτό το αποτέλεσμα είναι ένα καινούργιο πολιτικό σχέδιο, διαφορετικό από το σχέδιο «κυβέρνηση της Αριστεράς» (και μάλιστα της ριζοσπαστικής Αριστεράς) που εκπόνησε το συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ.

Πρόκειται για τέλος διαδρομής; Η απάντηση είναι καθαρή: Όχι. Οι αντιφάσεις στην απόπειρα συμβιβασμού με τους δανειστές είναι τεράστιες. Η εισβολή του κόσμου στο προσκήνιο, με τα αιτήματα, τις ελπίδες και τις προσδοκίες που έχει συσσωρεύσει η μνημονιακή βαρβαρότητα, είναι ο παράγοντας που μπορεί να τα αλλάξει όλα σε θετική κατεύθυνση. Και ο παράγοντας «κόμμα ΣΥΡΙΖΑ» δεν θα ήταν φρόνιμο να υποτιμηθεί από κανέναν. Ένα πανελλαδικό δίκτυο ακτιβιστών και πολιτικών αγωνιστών, που στα προηγούμενα χρόνια «ζυμώθηκε» μαζί με τις εργατικές και λαϊκές αντιστάσεις, θα πρέπει, μέσα στις νέες συνθήκες, να βρει το δρόμο του, να τον ανοίξει και για τους άλλους, επιμένοντας στους στόχους της ανατροπής της λιτότητας και της μεταβατικής, ριζοσπαστικής, αριστερής πολιτικής.

Ετικέτες