Το Εθνικό Σύστημα Υγείας παραμένει ανοχύρωτο στον «πόλεμο» με τον κορωνοϊό, με ατομική, πρωθυπουργική, κυβερνητική και νεοφιλελεύθερη ευθύνη του Μητσοτάκη, των υπουργών και των ειδικών του.
Παρακολουθώντας διαδικτυακά σημαντικά αποσπάσματα από την «ενημέρωση» του λοιμωξιολόγου, Σωτήρη Τσιόδρα και του υφυπουργού πολιτικής προστασίας, Νίκου Χαρδαλιά για την εξάπλωση του κορωνοϊού στην Ελλάδα και τα «πιο» νέα μέτρα που επιβάλλει η κυβέρνηση της ΝΔ και του Κυριάκου Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, σε μία απελπισμένη προσπάθεια να συγκρατήσει τη διασπορά, φουντώνοντάς την, αποκαλύφθηκε πως ο μεγάλος τρόμος της κυβέρνησης-«μεγάλου ασθενούς» είναι οι διοικητικές και υγειονομικές αντοχές του συστήματος υγείας και κυρίως του Εθνικού Συστήματος Υγείας και των δημόσιων νοσοκομείων μπροστά στην επανάκαμψη της πανδημίας.
Με άλλα λόγια, οι μήνες του λοκντάουν, που υποτίθεται ότι συν τοις άλλοις θα ήταν και μήνες προετοιμασίας και αναδιοργάνωσης του ΕΣΥ για τον «μακρό πόλεμο» με τον ιό, χάθηκαν και δεν αξιοποιήθηκαν. Από αυτή την άποψη, η Ελλάδα δεν βρίσκεται στο σημείο μηδέν, αλλά στο σημείο μείον δέκα, σε σχέση με τον περασμένο Μάρτιο.
Η ευθύνη για αυτήν την κατάσταση βαρύνει αποκλειστικά τον πρωθυπουργό, Κυριάκο Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, τους συναρμόδιους υπουργούς του και φυσικά, τους ειδικούς της ειδικής επιτροπής του υπουργείου Υγείας, με πρώτον και χειρότερο, τον Σωτήρη Τσιόδρα, που δεν έκαναν τον κόπο να εισακούσουν τις εκκλήσεις και τα αιτήματα των ανθρώπων της πρώτης γραμμής, των εργαζομένων στο ΕΣΥ, του υγειονομικού κόσμου που έδωσε και δίνει τη «μάχη» της καθημερινότητας στα νοσοκομεία και τις μονάδες εντατικής θεραπείας.
Σε αυτό το σημείο, ας μας επιτραπεί να κάνουμε μια σύγκριση με μία χώρα, που αφενός, διά του κυβερνητικού εκπροσώπου, Στέλιου Πέτσα είχε γίνει προσπάθεια να θεωρηθεί «αντιπαράδειγμα» για την αρχική αντίδραση της, στην πανδημία με σχετικό, συγκριτικό γράφημα στις 30 του Μάρτη, και αφετέρου, υποτίθεται ότι, σε κομβικά και θεμελιώδη θέματα του συστήματος υγείας και της κοινωνικής ασφάλισης, θα μπορούσε να αποτελέσει «πρότυπο» για τη νεοφιλελεύθερη κυβέρνηση της ελληνικής Δεξιάς, ειδικά σε μια κακοχωνεμένη αντιγραφή του ιδιωτικοποιημένου συστήματος ασφάλισης, στην υγεία και τη σύνταξη – αναφέρομαι στην Ολλανδία.
Βέβαια, τόσο το καθαυτό οργανωτικό και διοικητικό σχήμα του ολλανδικού κράτους που θυμίζει σε πάρα πολλά, καθημερινά και υγειονομικά, θέματα, συνομοσπονδία αυταρκών πόλεων όσο και το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης, που ανέκαθεν είχε στον πυρήνα του την ιδιωτική ασφάλιση και τη συμμετοχή των επιχειρήσεων του κλάδου, δεν έχουν και πάρα πολλές ομοιότητες ή αναλογίες με τα κρατούντα ή τα σχεδιαζόμενα στην Ελλάδα, ειδικά αν σκεφτούμε ότι υπάρχουν καπιταλισμοί και κατσαπλιαδισμοί, αστοί και αρχοντοχωριάτες, «ξεσκολισμένοι» παίκτες πρώτης παγκόσμιας ταχύτητας και κουτοπόνηροι ουραγοί από κάθε άποψη.
Αλλά τέλος πάντων, ας δούμε κάποια πράγματα, σήμερα, από τη στιγμή που οι δύο χώρες μάλλον αντιμετωπίζουν, σε πολλά ζητήματα και παραμέτρους, βίους αντίθετους στην εξέλιξη της πανδημίας και πέρα από τις εύλογες αντιρρήσεις, την κριτική και την ταξική πολεμική που οφείλουμε να διατηρούμε, είτε προς τη μία είτε προς την άλλη κατεύθυνση. Είτε προς τον ευρωπαϊκό Νότο, είτε προς τον ευρωπαϊκό Βορρά, εντός και εκτός της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Έτσι λοιπόν, στην «αποτυχημένη» Ολλανδία, στις 20 Μαρτίου, όταν το αρμόδιο υπουργείο Ιατρικής Περίθαλψης ανέλαβε ο σοσιαλδημοκράτης Μάρτιν φαν Ράιν, υπήρχαν, για πληθυσμό 17,5 εκατομμυρίων κατοίκων, 984 κλίνες ΜΕΘ. Όταν ο φαν Ράιν παρέδωσε το υπουργείο στις 9 Ιουλίου, στη λαϊκοδεξιά, Ταμάρα φαν Αρκ, οι κλίνες ΜΕΘ ήταν 2.066 με προοπτική να γίνουν 2.450. Παράλληλα, ιδρύθηκαν από τα μέσα Απριλίου και μετέπειτα, 16 ειδικά κέντρα υγείας για ασθενείς με covid-19 και διαμερισματικά, εξεταστικά κέντρα, στις πλέον κρίσιμες πόλεις με τη μεγαλύτερη διασπορά του ιού (Τίλμπουργκ, Μπρέντα, Άρνεμ, Χάγη, Αϊντχόβεν κ.α.), ενώ το Μητροπολιτικό Εκθεσιακό Κέντρο της Χάγης και το Κέντρο Ναυτικών Εκθέσεων του Ρότερνταμ, μετατράπηκαν σε νοσοκομεία, 2.500 και 4.000 κλινών αντίστοιχα, αποκλειστικά για ασθενείς του κορωνοϊού, με αντίστοιχη οργάνωση κλειστών γυμναστηρίων και εκθεσιακών κέντρων σε νοσοκομεία, και σε άλλες πόλεις (Αϊντχόβεν, Άμστερνταμ). Ταυτόχρονα, έχει ξεκινήσει και βρίσκεται σε εξέλιξη, ριζικό πρόγραμμα επανεκπαίδευσης προσωπικού, σε αστυνομικούς, πυροσβέστες, ναυαγοσώστες και κυρίως αεροσυνοδούς της KLM, ώστε αφενός να στελεχωθεί η πρωτοβάθμια φροντίδα, με διακομιστές, διασώστες και νοσοκόμους, και αφετέρου να καταπολεμηθεί η ανεργία του λοκντάουν και της οικονομικής ύφεσης, ειδικά στις αερομεταφορές.
Στο ίδιο πλαίσιο, οργανώθηκαν και στελεχώθηκαν 650 κινητές ομάδες υγείας, (πολλές προϋπήρχαν στο πλαίσιο της πρωτοβάθμιας φροντίδας και του οικογενειακού γιατρού) επιφορτισμένες με την εξέταση και την παρακολούθηση των ασθενών κατ’ οίκον. Τα τεστ που πραγματοποιούνται όπως και οι υφασμάτινες ή ιατρικές μάσκες, όπου έχουν διανεμηθεί και για όσες κατηγορίες εργαζομένων απαιτούνται, δεν βαρύνουν το πορτοφόλι των πολιτών – παρεμπιπτόντως, το μοριακό τεστ ανίχνευσης στοιχίζει 60 ευρώ, ενώ στην Ελλάδα, περίπου 300, και η απλή, ιατρική μάσκα, 0,55 λεπτά, την ώρα που στην Ελλάδα στοιχίζει τουλάχιστον 0,80 λεπτά του ευρώ. Εξαίρεση αποτελεί το αεροδρόμιο του Σίπχολ, όπου οι προσυσκευασμένες μάσκες για τους επιβάτες των πτήσεων, στοιχίζουν 5 ευρώ η μία (στην Ολλανδία, δεν υπάρχει θέσπιση γενικευμένης και καθημερινής χρήσης μάσκας στον πληθυσμό, με εξαίρεση τους δήμους του Ρότερνταμ και του Άμστερνταμ).
Με λελογισμένα αλλά και γενικής εφαρμογής μέτρα κοινωνικής αποστασιοποίησης, με βασικό την κάθετη απαγόρευση οποιασδήποτε συγκέντρωσης άνω των 10 ανθρώπων, η χώρα που μέτραγε έως τις αρχές Μαΐου, 1.500-1.800 νέα κρούσματα, «βαριά» κρούσματα, κάθε μέρα, και περίπου 400-420 νεκρούς, κάθε μέρα, μετρά σήμερα, λιγότερα από 480 νέα κρούσματα, «βαριάς» ή «ήπιας» μορφής και έχει λιγότερους από δύο νεκρούς, ανά τρεις-τέσσερις μέρες, ενώ οι νοσηλευόμενοι στα ειδικά κέντρα υγείας και τις ΜΕΘ δεν ξεπερνούν καθημερινά τους 90-95. Και οι αριθμοί με επιμέρους διακυμάνσεις σε άλλες υγειονομικές περιφέρειες σταθεροποιούνται και αλλού, μειώνονται, πάντα σε σύγκριση με την επικρατούσα κατάσταση τον Μάρτιο και τον Απρίλιο.
(παρένθεση : Για να μην ξεχνιόμαστε – μιλάμε για την ίδια κυβέρνηση ανοχής και συνεργασίας στην Ολλανδία, του Λαϊκού Κόμματος με πρωθυπουργό, τον Μαρκ Ρούτε, που χρειάστηκε μερικές εβδομάδες για να παραδεχτεί δημόσια, ότι δεν καταγράφει όλους τους νεκρούς από την covid-19, στη χώρα, παρά μόνο όσους καταλήγουν σε νοσοκομεία και ΜΕΘ και πως η πανδημία σε ολλανδικό έδαφος είχε τα πρώτα κρούσματα έξι ολόκληρες εβδομάδες, προτού διαπιστωθεί το πρώτο, «βαρύ» περιστατικό στις 26 Φεβρουαρίου, στο Τίλμπουργκ).
Παρόλα αυτά, η Ελλάδα του Κυριάκου Κωνσταντίνου Μητσοτάκη, τι αντίστοιχο, έχει κάνει;Ειδικά, στην οργάνωση και τη στελέχωση νέων νοσοκομείων και ΜΕΘ. Πόσα νέα νοσοκομεία έχουν ιδρυθεί, πόσες ΜΕΘ καινούργιες έχουν λειτουργήσει και στελεχωθεί, πόσο προσωπικό είτε έχει προσληφθεί είτε έχει επανεκπαιδευθεί. Ας σημειώσουμε και τούτο – ότι τα υγειονομικά μέτρα της Ολλανδίας βαρύνουν τον προϋπολογισμό και το μεικτό σύστημα ασφάλισης των πολιτών και χρηματοδότησης των νοσοκομείων κατά 2,2 δις ευρώ.
Προτού ορισμένα «ξυπνοπούλια» φωνάξουν πως «ορίστε, οι πλούσιοι Ολλανδοί και ο ευρωπαϊκός Βορράς, έχουν λεφτά για να ρίξουν στα νοσοκομεία τους, οι Νότιοι και οι Έλληνες δεν έχουμε», ας θυμηθούμε ότι τα 2,2 δις ευρώ είναι το σύνολο των περικοπών στον ελληνικό κρατικό προϋπολογισμό για την υγεία, και πιο συγκεκριμένα τη χρηματοδότηση του ΕΣΥ, όπως αυτές θεσπίστηκαν και εφαρμόστηκαν από το δεύτερο μνημόνιο και μετά, από τις διαδοχικές κυβερνήσεις της ΝΔ σε συνεργασία με το ΠΑΣΟΚ και τη ΔΗΜΑΡ, και του ΣΥΡΙΖΑ, σε συνεργασία με τους ΑΝΕΛ και διάφορους πρόθυμους.
Αυτές οι περικοπές οδήγησαν στην αποψίλωση του ΕΣΥ, το κλείσιμο νοσοκομείων και κέντρων υγείας, πάρα πολλά ήταν κομβικής σημασίας στο Λεκανοπέδιο, την εκμηδένιση των προσλήψεων, τη γενική μετανάστευση γιατρών και νοσηλευτών στο εξωτερικό, την αποδυνάμωση των ΜΕΘ, τον μαρασμό των μονάδων υγείας στην περιφέρεια και τα νησιά. Με άλλα λόγια, τα χρήματα, όπως και τα νοσοκομεία και οι επιστήμονες και οι κλινικές, υπήρχαν, αλλά, οι νεοφιλελεύθεροι κατσαπλιάδες εν Ελλάδι, τα εξαφάνισαν και τα λεηλάτησαν. Και σήμερα, βγάζουν στρατοπεδικές διαταγές της σειράς, για την… ατομική ευθύνη και τη… μάσκα!
Έτσι, χθες, φτάσαμε στο σημείο, να επανεμφανίζεται, ουσιαστικά έντρομος ο Τσιόδρας και να ομολογεί, καθαρά, ότι η επανάκαμψη της πανδημίας και η άνοδος στους αριθμούς των καταγεγραμμένων κρουσμάτων φοβίζουν την κυβέρνηση, επειδή το σύστημα υγείας δεν θα αντέξει.
Με άλλα λόγια, η κυβέρνηση Μητσοτάκη, ο «μεγάλος (νεοφιλελεύθερος) ασθενής» της χώρας, δεν αξιοποίησε τον πολύτιμο χρόνο του λοκντάουν για να ενισχύσει το σύστημα υγείας, αλλά τον εκμεταλλεύτηκε κυνικά και πανάθλια, για να κάνει μπίζνες με τους βαρόνους των ΜΜΕ, μικρούς, μεγάλους και μικρομεσαίους και με τον ιδιωτικό τομέα υγείας, είτε στα τεστ, είτε στις προμήθειες, είτε στις μάσκες και το κόστος τους.
Κάτι τελευταίο και ουσιώδες – αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι η καθημερινή «φωτογραφία» της στατιστικής των κρουσμάτων σε όλες τις χώρες, είναι μια μεταχρονολογημένη αποτύπωση που αναφέρεται περίπου 10-12 μέρες πίσω. Με άλλα λόγια, η σημερινή ή η αυριανή ή η μεθαυριανή ανακοίνωση κρουσμάτων παρουσιάζει την εξάπλωση του κορωνοϊού στα μέσα Ιουλίου. Το τι έχει συμβεί από τα μέσα Ιουλίου και μετά, θα φανεί στις επόμενες δύο εβδομάδες. Και ξέρουμε όλοι τι θα εμφανιστεί και ποιοι έχουν τις βασικές, εκτελεστικές και κυβερνητικές, απαράγραπτες ευθύνες για αυτό που θα εμφανιστεί.