Το εκλογικό αποτέλεσμα ήταν για τη ΛΑΕ ένα πολιτικό σοκ.
Η παταγώδης αποτυχία στις ευρωεκλογές απέδειξε ότι η πολιτική γραμμή, το κεντρικό «μήνυμα» που εξέπεμπε η ηγετική εκφώνηση, όχι μόνο δεν απέδιδε αλλά αντίθετα αποσυσπείρωνε υπαρκτές δυνάμεις και απομόνωνε τη ΛΑΕ από αριστερά «ακροατήρια» για τα οποία θα έπρεπε, υπό φυσιολογικές συνθήκες, να είναι ο προνομιακός «συνομιλητής».
Το πολιτικό συμπέρασμα γίνεται πιο σκληρό αν συνυπολογιστούν τα καλύτερα αποτελέσματα της ΛΑΕ στις περιφερειακές και στις δημοτικές εκλογές: εκεί ένα υπαρκτό, οργανωμένο δυναμικό απέδειξε ότι εξακολουθεί να έχει πολιτικές σχέσεις με έναν ευρύτερο αριστερό κόσμο και ότι μπορεί, έστω εν μέρει, να τον εκφράζει πολιτικά.
Έχει σημασία να θυμόμαστε ότι η «ηγετική εκφώνηση» προωθήθηκε και κλιμακώθηκε με τρόπο αυθαίρετο κι αρχηγοκεντρικό που μόνο ως τελική καταφυγή αναφερόταν στην ύπαρξη μιας (σχετικής) πλειοψηφίας του Αριστερού Ρεύματος μέσα στα όργανα της ΛΑΕ. Κεντρικά σημεία αυτής της «εκφώνησης» που μπουμπουνίστηκαν στη δημόσια συζήτηση (πχ το γεωπολιτικό μνημόνιο, ο άμεσος κίνδυνος ακρωτηριασμού της χώρας, το εθνικό κράτος ως αποκούμπι των φτωχών κ.ο.κ.) δεν απέσπασαν ποτέ τη συναίνεση μιας σαφούς πλειοψηφίας, αφού ποτέ δεν συζητήθηκαν στην ΠΓ ή στο ΠΣ της ΛΑΕ.
Αυτό σημαίνει ότι στερούνταν το χαρακτήρα ενός συγκροτημένου πολιτικού σχεδίου, μιας σαφούς «γραμμής», που θα μπορούσε να διεκδικήσει πειθώ και πλειοψηφίες σε όργανα, ότι ρίχνονταν στη δημόσια συζήτηση ως ασυνάρτητα κι ασύνδετα συνθήματα, θολώνοντας κάθε φυσιογνωμικό χαρακτήρα και μεγεθύνοντας την πολιτική και εκλογική αποτυχία.
Μετά το ναυάγιο στις ευρωεκλογές, αυτή η «διολίσθηση» προς τα «εθνικά-πατριωτικά ακροατήρια» φανερώνει χαρακτηριστικά ενός πιο συγκροτημένου «σχεδίου». Κείμενο του εκπροσώπου του ΔΗΚΚΙ (που ακόμα παραμένει αναρτημένο στην Iskra) προτείνει ευθαρσώς την εκλογική και πολιτική συμμαχία με το ΕΠΑΜ, το Νότη Μαριά, τον Αλέξη Μητρόπουλο, τη Χριστανική Δημοκρατία, το ΑΚΚΕΛ (;), την Πυρίκαυστο Ελλάδα, τη Νέα Πολιτική, το Άρδην. Είναι εντυπωσιακή η ομοιότητα της πρότασης με την έγγραφη πρόσκληση «στελεχών του πατριωτικού χώρου» προς τον Π. Λαφαζάνη προεκλογικά, στην οποία ο Γραμματέας της ΛΑΕ απάντησε ευγενικά, υποσχόμενος «πρωτοβουλίες» αμέσως μετά τις ευρωεκλογές και πριν τις εθνικές εκλογές.
Σήμερα ο Γραμματέας της ΛΑΕ έχει παραιτηθεί, αναλαμβάνοντας την ευθύνη της εκλογικής αποτυχίας. Δεν συμμεριζόμαστε μια ανθρωποφαγική «παράδοση» μέσα στην Αριστερά: οι ευθύνες σχεδόν ποτέ δεν περιορίζονται σε ένα πρόσωπο, όσο «ψηλά» κι αν αυτό βρίσκεται, ενώ είναι ιδιαίτερα δυσάρεστο να φορτώνεται αυτό το φορτίο ένας άνθρωπος με μεγάλη διαδρομή μέσα στο κίνημα, μια διαδρομή στην οποία πολλές φορές έδειξε ότι αξίζει τον προσωπικό σεβασμό.
Παρόλα αυτά, ως πολιτικό γεγονός δεν μπορεί να υποτιμηθεί. Γιατί σηματοδοτεί το τέλος μιας γραμμής και μιας αντίληψης για τη λειτουργία και την παρέμβαση, που πρέπει να θεωρηθεί ως οριστικό για μια πλατύτατη πλειοψηφία μέσα στις γραμμές της ΛΑΕ.
Εμείς δεν ψηφίσαμε την πρόσφατη απόφαση του ΠΣ της ΛΑΕ, γιατί εκτιμούσαμε ως αναγκαία μια πιο θαρραλέα ανάδειξη των σημείων αυτοκριτικής και –κυρίως!– μια πιο φανερή ανάδειξη των σημείων «αριστερής στροφής» που θεωρούμε αναγκαία σε όποια συζήτηση για τη συνέχεια της ΛΑΕ. Όμως δεν μπορεί να υποτιμηθεί η πρόθεση για «αλλαγή σελίδας» μεγάλου τμήματος των μελών και στελεχών της ΛΑΕ.
Σε αυτό το καινούργιο τοπίο εντάσσεται η συζήτηση για τις εκλογές στις 7 Ιούλη.
Σε ό,τι μας αφορά, εκτιμούσαμε και εκτιμάμε ότι προϋπόθεση για μια αξιοπρεπή εκλογική παρέμβαση της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι μια τολμηρή «υπέρβαση» των μέχρι σήμερα υπαρκτών μετωπικών σχηματισμών. Το «μυστικό» αυτής της αναγκαίας υπέρβασης μας το έχουν απαντήσει πολλές φορές απλοί αγωνιστές/στριες, μας το έχουν εξηγήσει δημόσια ακόμα και οι δημοσκόποι: μια συμμαχία (ακόμα κι αν περιοριζόταν στην εκλογική συμπόρευση) της ΛΑΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και άλλων δυνάμεων της μαχόμενης Αριστεράς, θα άλλαζε το τοπίο. Θα γινόταν πιο πειστικός πόλος έλξης για την αριστερή δυσαρέσκεια προς τον ΣΥΡΙΖΑ, θα αυγάτιζε τις απώλειες του Τσίπρα προς τα αριστερά, ενώ δεν πρέπει να υποτιμηθεί ότι θα έφραζε το δρόμο στην ανάπτυξη των αρχηγικών εγχειρημάτων «αριστερού λαϊκισμού» τύπου Βαρουφάκη.
Η προοπτική αυτή, πριν τις ευρωεκλογές, υπονομεύτηκε από τα δεξιά λάθη της ηγεσίας της ΛΑΕ και από τη σεχταριστική προσήλωση της πλειοψηφίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην αδιέξοδη τακτική της «αυτόνομης καταγραφής».
Έχει σημασία να υπογραμμίσουμε ότι και το ποσοστό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ συνιστά παταγώδη πολιτική αποτυχία, μέσα στις συνθήκες της «απελευθέρωσης» 800.000 ψήφων από την κρίση κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της ΛΑΕ. Δεν είδαμε, όμως, καμιά σοβαρή αυτοκριτική από τις πλειοψηφικές δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αντίθετα διαβάσαμε ανακοινώσεις που σχεδόν πανηγύριζαν γιατί «ψόφησε η κατσίκα του γείτονα».
Μετά τις ευρωεκλογές εκδηλώθηκε μια ελπιδοφόρα πρωτοβουλία από τμήμα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (ΣΕΚ, Κομμουνιστικό Σχέδιο κ.ά.) που άφηνε ανοιχτό το ζήτημα μιας εκλογικής συνεργασίας με τη ΛΑΕ και άλλες δυνάμεις. Υποστηρίξαμε με θέρμη την πρόταση. Υπήρξε ομόφωνη αποδοχή της από τη ΛΑΕ. Δεν περπάτησε. Ίσως γιατί η πρωτοβουλία πάρθηκε αργά. Ίσως γιατί θα χρειαστεί μια ακόμα πολιτική/εκλογική αποτυχία για να γίνει συνείδηση ότι χρειάζεται μεγαλύτερη τόλμη.
Σε αυτές τις συνθήκες η απόφαση του ΠΣ της ΛΑΕ οδηγεί σε αυτόνομη εκλογική κάθοδο, με στόχο να κρατηθούν ανοιχτές οι προοπτικές μιας πολιτικής/οργανωτικής ανασυγκρότησης, που θα «μετρηθούν» στη Συνδιάσκεψη της ΛΑΕ το Σεπτέμβρη.
Σε αυτό το σχέδιο έχουμε εκφράσει διαφωνία, θεωρώντας ότι δεν υπάρχουν οι προϋποθέσεις για μια εκλογική παρέμβαση που θα στηρίζει προοπτικές ανασυγκρότησης.
Όμως δεν συνηθίζουμε να αλλάζουμε «εύκολα» κάποιες πάγιες τακτικές επιλογές, όπως η συμμετοχή σε ένα μετωπικό σχηματισμό και ιδίως όταν αυτός βρίσκεται ολοφάνερα σε φάση μετάβασης προς μια καινούργια κατάσταση.
Γι’ αυτό θα ψηφίσουμε ΛΑΕ. Θα συμμετάσχουμε στα ψηφοδέλτιά της με έναν περιορισμένο, κυρίως ενδεικτικό τρόπο. Ακόμα και για λόγους αλληλεγγύης προς αγωνιστές/στριες με τους οποίους βαδίσαμε μαζί για μεγάλο διάστημα και σήμερα βρίσκονται σε κατάσταση πολιτικής πίεσης και επαναπροσδιορισμού.
Κυρίως μας ενδιαφέρει η «επόμενη μέρα». Όπου θα χρειαστούν πρωτοβουλίες υπέρβασης της υπάρχουσας κατάστασης των πραγμάτων. Πρωτοβουλίες που θα αφορούν τόσο τις πολιτικές γραμμές, όσο και τις οργανωτικές αποκρυσταλλώσεις τους. Πρωτοβουλίες που πέρα από το ενεργό στελεχικό δυναμικό των υπαρκτών «μετώπων», θα πρέπει να απευθυνθούν σε έναν ευρύτερο κόσμο της δράσης και της κοινωνικής αντίστασης.
Γιατί η περίοδος που έρχεται δεν θα είναι «ομαλή» και θα εμπεριέχει μεγάλες δοκιμασίες για όλους μας.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά