Παρά την κυβερνητική φθορά, οι χαμηλές πτήσεις για τα κόμματα της κεντροαριστεράς παραμένουν. Είναι χαρακτηριστικό ότι την ώρα που η ΝΔ βρίσκεται στο πιο χαμηλό δημοσκοπικό της αποτέλεσμα από το 2019, εξακολουθεί να έχει διπλάσια ποσοστά από το δεύτερο ΠΑΣΟΚ.
Η αδυναμία να παρουσιαστεί «εναλλακτική λύση στον Μητσοτάκη», πέρα από τα αδιέξοδα του «προοδευτικού» χώρου, έχει οξύνει και τις εσωκομματικές διαφωνίες. Συγχρόνως, η αναμονή για το «κόμμα Τσίπρα» ζωντανεύει τα σενάρια ανασύνθεσης της κεντροαριστεράς. Σενάρια όμως που είναι δύσκολο να ευοδωθούν σύντομα, παρά την αντίθετη επιθυμία ορισμένων τμημάτων της κυρίαρχης τάξης.
ΠΑΣΟΚ
Στην Χαριλάου Τρικούπη η θέση για «αυτόνομη πορεία» παραμένει η βασική γραμμή της ηγεσίας του Νίκου Ανδρουλάκη. Ταυτόχρονα ο πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ έχει δεσμευθεί ότι δεν πρόκειται να συγκυβερνήσει με τη ΝΔ, αν και ο Μητσοτάκης αναζητά πεδία συναίνεσης μαζί του, διαβλέποντας έναν μελλοντικό κυβερνητικό εταίρο. Ειδικά από τη στιγμή που η αυτοδυναμία της ΝΔ δείχνει ακατόρθωτος στόχος. Εξάλλου, ο πόλος υπό την Άννα Διαμαντοπούλου είναι «κοινό μυστικό» πως βλέπει θετικά την προοπτική συγκυβέρνησης με την ΝΔ, στην οποία ήδη μεταπήδησε ο Α. Λοβέρδος. Είναι και αυτή…η ζεστασιά στα κυβερνητικά έδρανα, που κάνει ορατό ένα τέτοιο ενδεχόμενο.
Για την ώρα στο ΠΑΣΟΚ ψάχνουν ημερομηνία συνεδρίου, ώστε να γίνουν οι απαραίτητες ασκήσεις ενότητας εν όψει εκλογών, με την πλευρά Ανδρουλάκη να διατηρεί τον ισχυρότερο εσωκομματικό μηχανισμό. Κοινή στάση φαίνεται πως θα έχουν στο επικείμενο συνέδριο, όποτε και αν αυτό γίνει, ο Χάρης Δούκας και ο Μανώλης Χριστοδουλάκης. Μάλιστα θεωρείται σχεδόν δεδομένο ότι θα ζητήσουν από το συνεδριακό σώμα να απορρίψει κάθε ενδεχόμενο μετεκλογικής συνεργασίας με τη ΝΔ. Η δήλωση του Παύλου Γερουλάνου ότι «δυστυχώς έχουμε πάρα πολύ λίγο χρόνο, αν δεν κουνήσει η βελόνα τους επόμενους δύο μήνες, θα έχουμε πρόβλημα να την κουνήσουμε μέχρι τις εκλογές», είναι ενδεικτική της κατάστασης αμηχανίας στο ΠΑΣΟΚ, αλλά και στα υπόλοιπα κόμματα του χώρου. Το μόνο βέβαιο είναι ότι το ΠΑΣΟΚ θα κινδυνεύσει άμεσα με διάσπαση το βράδυ των εκλογών εφόσον είναι δεύτερο με μεγάλη διαφορά από τη ΝΔ.
Το βασικό πρόβλημα βέβαια είναι η πολιτική πρόταση του ΠΑΣΟΚ, που λίγο διαφέρει από την ασκούμενη κυβερνητική πολιτική και έχει στο κέντρο της τον κόσμο του επιχειρείν. Τα περί «Νέας Ευρωπαϊκής Σύγκλισης», «νέου Κοινωνικού Συμβολαίου» και «γενναίας πολιτικής και ηθικής αλλαγής» που ακούστηκαν στη ΔΕΘ από τον Ανδρουλάκη (τα χρεωκοπημένα συνθήματα του σημιτικού ΠΑΣΟΚ δηλαδή), είναι αδύνατο να εμπνεύσουν και να πείσουν τον κόσμο που αναζητά την απάντηση στη λαίλαπα Μητσοτάκη.
ΣΥΡΙΖΑ-ΝΕΑΡ
Στον ΣΥΡΙΖΑ ο Σ. Φάμελλος επαναφέρει διαρκώς την πρόταση «για τη συγκρότηση κοινού προοδευτικού ψηφοδελτίου», με βασικούς αποδέκτες τη Νέα Αριστερά και το ΠΑΣΟΚ. Επιπλέον, προτείνει (σε κάποιες περιπτώσεις έχει γίνει πράξη μέσα από κοινές δηλώσεις) την κοινοβουλευτική συμπόρευση και ένα φόρουμ διαλόγου των δυνάμεων της κεντροαριστεράς. Η πρόταση αυτή όμως δεν συνοδεύεται από κάποιο στρατηγικό σχέδιο ή έστω μια στοιχειώδη πολιτική-προγραμματική επεξεργασία, με μόνο σκοπό την κοινοβουλευτική επιβίωση του συρρικνωμένου ΣΥΡΙΖΑ.
Έτσι, η «από τα πάνω» εκλογική συνεργασία γίνεται τελείως κούφια και φυσικά είναι αδύνατο να κινητοποιήσει τον κόσμο που ειλικρινά θέλει να φύγει η Δεξιά. Και πώς αλλιώς, όταν το προεδρείου της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ αποφάσισε (με 2 ηχηρές διαφωνίες-γραμματέας του κόμματος και ο εκπρόσωπος Τύπου) το «Ναι», στο νομοσχέδιο Δένδια για την προμήθεια της 4ης φρεγάτας Belharra, την ώρα που μισθοί και συντάξεις δεν επαρκούν για όλο τον μήνα και σχολεία, νοσοκομεία λειτουργούν στο όριο.
Η στάση αυτή αναφορικά με τους εξοπλισμούς, ορθώνει νέα τείχη στη συνεννόηση με τη Νέα Αριστερά και την ενοποίηση των πρώην συντρόφων σε μια κοινή κοινοβουλευτική ομάδα, άρα και την επιστροφή στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Υπάρχει άλλωστε και προηγούμενο, όταν η υπερψήφιση από τους βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ του σχετικού κονδυλίου στον προϋπολογισμό έκαναν το ρήγμα με τη ΝΕ.ΑΡ. να βαθύνει περισσότερο. Όσοι από την Πατησίων αντιτίθενται στη συμπόρευση με την Κουμουνδούρου θα έχουν πλέον ένα επιπλέον επιχείρημα, καθώς όλα δείχνουν ότι στο επερχόμενο συνέδριο της ΝΕ.ΑΡ., οι αντιμαχόμενες τάσεις οδεύουν σε ξεκαθάρισμα λογαριασμών.
Σε περίπτωση που το συνέδριο λάβει τον χαρακτήρα του «έκτακτου», θα ανοίξει η συζήτηση για το μέλλον της Νέας Αριστεράς, με το ζήτημα των συμμαχιών στο επίκεντρο. Η πλευρά των Σακελλαρίδη-Τσακαλώτου, φαίνεται να απορρίπτει κάθε σενάριο πιθανής συνεργασίας με τον ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ, ενώ την ίδια στιγμή θα έβλεπε μια συνεργασία με το ΜΕΡΑ25. Την ίδια ώρα, η πλευρά που πρόσκειται στον Α. Χαρίτση υποστηρίζει την ανάγκη άμεσης συγκρότησης ενός «λαϊκού μετώπου» ως απάντηση στη Δεξιά, με τον ΣΥΡΙΖΑ να αποτελεί τον μοναδικό κόμμα που θα προσχωρούσε σε μια τέτοια σύμπραξη. Δεν το λες βέβαια και πολύ πλατύ ένα τέτοιο μέτωπο.
Σε κάθε περίπτωση η αναγκαία αυτοκριτική για την κυβερνητική εμπειρία του 2015-19 και η επίμονη υπεράσπιση των κυβερνήσεων Τσίπρα, αποτελούν το μεγαλύτερο εμπόδιο για την εμπλοκή αυτού του δυναμικού, στις διεργασίες ανασυγκρότησης της ριζοσπαστικής Αριστεράς.
Έλλειμμα
Η άτολμη αντιπολίτευση, σε μια κυβέρνηση που φθείρεται ραγδαία, σε μια διεθνή συγκυρία που πνέει «ακροδεξιός άνεμος», δεν γίνεται να αντιστρέψει την αποδυνάμωση της κεντροαριστεράς. Αντίθετα, την επιταχύνει. Η ψοφοδεής πολιτική κυρίως του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ είναι η τελευταία σανίδα σωτηρίας του Μητσοτάκη.
Ούτε μια πρωτοβουλία σύγκρουσης µε την εγκληματική πολιτική της ΝΔ δεν έχουν πάρει τα χρόνια της πρωτοκαθεδρίας της ΝΔ τα κόμματα του συγκεκριμένου χώρου, όταν το βιοτικό επίπεδο των εργαζόμενων πέφτει διαρκώς και η εργασιακή εκμετάλλευση έχει οδηγήσει σε αυξημένα περιθώρια κέρδους για τις επιχειρήσεις. Ούτε καν για τα Τέμπη ή την Παλαιστίνη δεν βγαίνουν πιο δυναμικά απέναντι στον κυβερνητικό κυνισμό. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα κάνουν αντιπολίτευση από τα δεξιά, όπως στο ζήτημα του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού.
Το έλλειμμα πολιτικής στρατηγικής της εγχώριας σοσιαλδημοκρατίας παραμένει. Η κρίση είναι δομική και δύσκολα αναστρέψιμη, ειδικά όσο προσπαθεί να πείσει ότι μπορεί να αποτελέσει αντίπαλο δέος στους νεοφιλελεύθερους και πολεμόχαρους κανίβαλους, συγκλίνοντας όλο και περισσότερο μαζί τους. Η ύπαρξη συλλογικής-αριστερής εναλλακτικής, με δομικά χαρακτηριστικά την ενότητα και το ριζοσπαστισμό, αποτελεί πια επιτακτική ανάγκη.
Το ξαναπλασάρισμα του Τσίπρα
Με την «προοδευτική» αντιπολίτευση να αδυνατεί να πείσει για την εναλλακτική της πρόταση, οι πρωτοβουλίες στελεχών και οι συζητήσεις σε Ινστιτούτα, γραφεία και κοινές εκδηλώσεις, έχουν πυκνώσει. Εν αναμονή και της επιστροφής Τσίπρα με νέο πολιτικό σχηματισμό (ή την ενοποίηση του χώρου υπό την ηγεσία του), που σίγουρα θα αναδιατάξει το πολιτικό σκηνικό.
Με την παραίτησή του από το βουλευτικό αξίωμα, ο Τσίπρας επιχειρεί να «απεγκλωβισθεί» από τα στενά κομματικά όρια του ΣΥΡΙΖΑ. Έτσι θα μπορέσει να κινηθεί ελεύθερα μεταξύ μιας «προσωπικότητας» που θα ενώσει την κεντροαριστερά (πιέζοντας τις σημερινές ηγεσίες του χώρου) ή φτάνοντας ακόμα και στην ίδρυση δικού του κόμματος, αν δεν προχωρήσει η συμπόρευση των υπαρκτών δυνάμεων. Σίγουρα πάντως διεκδικώντας πρωταγωνιστικό ρόλο στις πολιτικές εξελίξεις. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε στη δήλωση παραίτησής του, «αν δεν μπορούν όσοι έχουν την ευθύνη της δημοκρατικής αντιπολίτευσης να παραμερίσουν τις ιδιοτέλειές τους για να προκύψει η αλλαγή, τότε θα πρέπει να γίνουμε όλοι εμείς η αλλαγή που προσδοκούμε».
Εκτός από την κοινωνία που ασφυκτιά από την ακρίβεια και την αδικία και δεν βρίσκει μαζικό πολιτικό στήριγμα, οι εξελίξεις στην κεντροαριστερά δεν αφήνουν αδιάφορα αστικά επιτελεία, επιχειρηματικά και µιντιακά συμφέροντα, που αναζητούν το αντίπαλο δέος στην αποδυναµωµένη ΝΔ. Στην αγωνία διάφορων συστημικών κέντρων να βρουν τον αντι-Μητσοτάκη, με μικρή διαθεσιμότητα σοβαρού πολιτικού προσωπικού (που να έχει το βλέμμα στις ευρύτερες συναινέσεις και διαπιστευτήρια καθεστωτικής προσαρμογής), ακόμα και ο πιστός υπηρέτης των μνημονίων, φαντάζει μια κάποια λύση.
Παρόλο που στις πρώτες μετρήσεις, το 80% των ερωτηθέντων δεν φαίνεται να ενδιαφέρεται για μια τέτοια προοπτική, μέχρι τις αρχές Δεκεμβρίου θα βρίσκεται στα βιβλιοπωλεία το βιβλίο Τσίπρα. Σε αυτό θα υπάρχει ο απολογισμός του για το 2015-2023 και η περίφημη «εθνική πυξίδα» με το όραμά του, για να δώσει τα διαπιστευτήριά του στην άρχουσα τάξη. Επιφανείς εκπρόσωποι της οποίας, ήδη τον στηρίζουν και πασχίζουν για το rebranding του.
«Για την κοινωνική πλειοψηφία, η αριστερά είναι χρήσιμη, ακόμη περισσότερο και ιδίως θα έλεγα, στα δύσκολα. Η αριστερά όμως που δεν το βάζει στα πόδια στις δυσκολίες. Η αριστερά που πατάει τα πόδια της στη γη και δεν αρκείται να διαμαρτύρεται, να καταγγέλλει και να αντιστέκεται, αλλά τολμά να πάρει την ευθύνη της διακυβέρνησης προκειμένου να υπηρετήσει τα συμφέροντα των πολλών» τόνισε ο Τσίπρας, στην πιο πρόσφατη ομιλία του στη Σορβόννη. Με κάτι τέτοια φληναφήματα προσπαθεί να δικαιολογήσει την υπογραφή του τρίτου μνημονίου που έφερε νέα μέτρα λιτότητας και τη δέσμευση για την ύπαρξη πρωτογενών πλεονασμάτων μέχρι το 2060, νέα επίθεση στα εργασιακά και ασφαλιστικά δικαιώματα, ενώ μετέφερε τη δημόσια περιουσία στο ΤΑΙΠΕΔ.
Ο αναξιόπιστος δημαγωγός που απέτυχε να πείσει και ως αριστερός «ριζοσπάστης» και ως σοβαρός «ευρωπαϊστής», επιχειρεί να εμφανιστεί ως «σωτήρας» με μοναδικό όχημα την απελπισία του κόσμου, που αγανακτεί με τα έργα και τις ημέρες του Μητσοτάκη. Ο Τσίπρας, με σαφή στροφή προς το κέντρο και αγνοώντας επιδεικτικά το κόμμα του, έχει πάρει οριστικό διαζύγιο από την Αριστερά. Η δεξιά μετατόπιση του πρώην πρωθυπουργού είναι ολοφάνερη. Από τα μυθεύματα της δεξιάς σοσιαλδημοκρατίας για τον «δημοκρατικό καπιταλισμό» και την «πατριωτική εισφορά» του κεφαλαίου που αναμασά, μέχρι ότι αντιμετωπίζει τους εργαζόμενους και τη νεολαία ως εκλογική πελατεία και μόνο. Καλό είναι να θυμόμαστε επίσης, ότι μεταξύ άλλων «θετικών» της κληρονομίας του είναι πως εργάστηκε με ζήλο για τη ντροπιαστική συμμαχία του ελληνικού κράτους με το κράτος-τρομοκράτη του Ισραήλ, αναγνωρίζοντας την Ιερουσαλήμ ως πρωτεύουσά του.
Στην εποχή του πολεμικού καπιταλισμού και των ακραίων ανισοτήτων, με έναν τέτοιο προσανατολισµό όχι μαζικό ρεύμα πολιτικής αλλαγής δεν συγκροτείς, αλλά ούτε καν κυβερνητικής αλλαγής. Τα αριστερά κόμματα έχουν ερείσματα στον κόσμο της δουλειάς, στα συνδικάτα, στις γειτονιές. Με άθροισμα προσωπικοτήτων και τεχνοκρατών, απλά φτιάχνεις έναν ακόμα πολιτικό φορέα των αφεντικών. Αν δεν είσαι καριερίστας που αναζητάς μια θεσούλα στη Βουλή ή έστω μέλος της «υγιούς» επιχειρηματικότητας και ακουμπήσεις τις ελπίδες σου στην επιστροφή του κάλπικου μεσσία, η απογοήτευση είναι δεδομένη.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά