Μετά το αποτυχημένο Ιουλιανό πραξικόπημα και ειδικά από τον Σεπτέμβρη, ο Ρ. Τ.Ερντογάν αναφέρεται συχνά στη συνθήκη της Λοζάνης, υποστηρίζοντας ότι αυτή κληροδότησε προβλήματα στη σημερινή Τουρκία.
Στην Αθήνα αυτές οι δηλώσεις ερμηνεύονται ως πολεμική απειλή σε βάρος της Ελλάδας και εγείρουν υστερία αντιδηλώσεων. Ωστόσο, όποιος θέλει να δει τη συνολική εικόνα, θα διαπιστώσει εύκολα ότι οι δηλώσεις Ερντογάν έχουν δύο κυρίως στόχους και αποδέκτες: τις σημερινές δυτικές ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (ως φυσική συνέχεια των τότε ιμπεριαλιστικών δυνάμεων που επέβαλαν τη συνθήκη των Σεβρών και τη Συνθήκη της Λοζάνης), αλλά και τους πολιτικούς επιγόνους εκείνων που υπέγραψαν τη Συνθήκη της Λοζάνης εκ μέρους της Τουρκίας, δηλ. τους κεμαλιστές.
Ο Ερντογάν επιτίθεται ευθέως στην κεμαλική αντιπολίτευση και χρησιμοποιεί την ιστορία, καταλογίζοντας στους πολιτικούς προγόνους των κεμαλιστών (κυρίως στον Ισμέτ Ινονού) «υποχωρητικότητα» απέναντι στους ιμπεριαλιστές, επειδή αποδέχθηκαν τη Συνθήκη.
Όπως λέει ο Σεμίχ Ιντίζ στη «Χουριέτ»: «ο Ερντογάν και οι οπαδοί του ενδιαφέρονται σαφώς περισσότερο να πάρουν τη ρεβάνς με τους κοσμικούς τους εχθρούς και τώρα επιλέγουν να τους χτυπήσουν επιτιθέμενοι στην ιδρυτική γενιά του κοσμικού κράτους».
Όμως για το πολιτικό ακροατήριο του Ερντογάν έχει μια επιπλέον ιδιαίτερη σημασία η αποκαθήλωση της Συνθήκης της Λοζάνης, καθώς αυτή σήμανε και το τέλος του Χαλιφάτου, την οριστική και νομική κατάργηση του καθεστώτος του Σουλτάνου και τη γέννηση του σύγχρονου τουρκικού κοσμικού κράτους. Γι’ αυτό στην ίδια την Τουρκία ο Ερντογάν δεν έχει κανένα σύμμαχο σε αυτή την αναθεώρηση της Ιστορίας. Ένα ένα τα κορυφαία στελέχη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, με προεξάρχοντα τον ηγέτη του, τονίζουν την ιδρυτική σημασία που έχει για το τουρκικό κράτος η Συνθήκη της Λοζάνης.
Ακόμη και ο ηγέτης του ακροδεξιού εθνικιστικού MHP, ο Ντεβλέτ Μπαχτσελί, κριτικάρει την αμφισβήτηση της συνθήκης από τον Ερντογάν και λέει ότι το ζήτημα είναι αρμοδιότητα των ιστορικών. Φυσικά αντίστοιχη είναι και η θεώρηση της Αριστεράς.
Είναι αξιοπρόσεκτο ότι οι μόνοι σύμμαχοι του Ερντογάν και του κόμματός του σε αυτή την πολιτικοϊδεολογική διαμάχη βρίσκονται… στην Αθήνα. Μόνο η κυρίαρχη ελληνική ανάγνωση της Ιστορίας θεωρεί το τουρκικό κράτος συνέχεια του οθωμανικού, σε μια πλήρη και ανιστόρητη σύμπλευση με τον ελληνικό εθνικισμό της δεκάρας και με τον τουρκικό ισλαμισμό.
Η συνθήκη της Λοζάνης είναι πράγματι η ιδρυτική διακήρυξη του σύγχρονου τουρκικού κράτους. Τότε, η ανερχόμενη τουρκική αστική τάξη, σε κλιμακούμενη ρήξη με το οθωμανικό καθεστώς, είχε αναλάβει –και εν πολλοίς έφερε σε πέρας– το διπλό ρόλο: να ανατρέψει το καθεστώς και ταυτόχρονα να αποκρούσει τους ιμπεριαλιστές εισβολείς –και μέσα από αυτά τα δύο να δημιουργήσει το τουρκικό έθνος και να επιβάλει σε μεγάλα στρώματα του πληθυσμού την τουρκική εθνική συνείδηση. Όμως οι στρατιωτικές δυσκολίες που είχε να αντιμετωπίσει το 1920 αντικαθρεφτίζονται στον χάρτη της Συνθήκης των Σεβρών (βλ. δίπλα).
Οι νικητές του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου είχαν εισβάλει από παντού στην καταρρέουσα οθωμανική αυτοκρατορία (που είχε συνταχθεί με τις δυνάμεις των ηττημένων). Στην Ιταλία είχε παραχωρηθεί το ένα τρίτο της σημερινής Τουρκίας, την Κωνσταντινούπολη την κατείχαν οι Άγγλοι (όπως επίσης και την πετρελαιοπαραγωγό περιοχή της Μοσούλης), ενώ οι Γάλλοι κατείχαν αυτό που κάποτε αποτελούσε το νότο της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας (Συρία κλπ.).
Η ελληνική πλευρά συμμετείχε ενεργά στην κατακτητική εκστρατεία σε πλήρη συνεργασία με τους ιμπεριαλιστές. Ο Βενιζέλος πίεζε διαρκώς να αποσπάσει κομμάτι της καταρρέουσας Αυτοκρατορίας και τελικά οι νικητές του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου του έδωσαν το «πράσινο φως» να αποβιβάσει μια μεραρχία στη Σμύρνη. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο ελληνικός στρατός αποβιβάστηκε τον Μάιο του 1919 υπό την προστασία αγγλικών, γαλλικών και αμερικανικών(!) πλοίων.
Στις 20 Ιουνίου 1920 (όταν το κίνημα του Κεμάλ αρχίζει να γίνεται απειλητικό για τις δυνάμεις κατοχής της Μ. Ασίας), ο Γάλλος πρωθυπουργός Μιλεράντ συμφωνεί με τον Λόιντ Τζορτζ να εξουσιοδοτήσουν την Ελλάδα να προχωρήσει σε επέλαση. Έτσι ξεκίνησε το δεύτερο σκέλος της μικρασιατικής εκστρατείας: ο ελληνικός στρατός καλείτο να επιβάλει τους –ιμπεριαλιστικούς– όρους της συνθήκης των Σεβρών.
Όταν, κατά τη διάρκεια των επιχειρήσεων, υπήρξαν και πάλι προβλήματα στην επιβολή των ιμπεριαλιστικών σχεδίων, ο Βενιζέλος είχε ξανά έτοιμη την πρόταση: με επιστολή του προς τον Λόιντ Τζορτζ στις 5/10/1920, ζητούσε να επιτραπεί η παρέμβαση του ελληνικού στρατού για τη δημιουργία κοινού ποντοαρμενικού κράτους που θα περιλάμβανε και τη Γεωργία. Έτσι θα δημιουργούνταν «ένα συμπαγές φράγμα εναντίον του Ισλαμισμού και ενδεχομένως εναντίον του ρωσικού ιμπεριαλισμού», έλεγε.
Δεν ήταν η πρώτη φορά που ο «δημοκράτης» Βενιζέλος έστεργε να συμμετάσχει σε ιμπεριαλιστικές αντικομουνιστικές εκστρατείες. Είχε προηγηθεί ένα χρόνο πριν η κατάπτυστη αποστολή του Α’ Σώματος Στρατού στην εκστρατεία της Ουκρανίας ενάντια στο νεαρό εργατικό κράτος που είχε προκύψει μετά την επανάσταση του 1917.
Ήταν αυτές οι συνθήκες κάτω από τις οποίες ο Κεμάλ στράφηκε για βοήθεια προς τη Μόσχα. Η σοβιετική ηγεσία απάντησε έπειτα από ενάμιση μήνα μέσω του Τσιτσέριν (επιτρόπου επί των Εξωτερικών), προτείνοντας μάλιστα την ανταλλαγή διπλωματικών αντιπροσωπειών. Τελικά πολλούς μήνες μετά (Μάρτης του 1921) θα υπογραφεί κοινή συνθήκη μεταξύ των δύο μερών, βάσει της οποίας η ρωσική πλευρά βοήθησε σημαντικά με όπλα, πολεμοφόδια και άλλα υλικά μέσα τον Κεμάλ.
Αυτή η βοήθεια, αλλά και οι φόβοι των Γάλλων και των Ιταλών ότι η εξεγερμένη Τουρκία του Κεμάλ μπορεί να μετατραπεί σε προέκταση του μπολσεβίκικου κράτους, οδήγησαν σε υποχώρηση τις δύο αυτές χώρες. Σοβαρό ρόλο έπαιξε και η κούραση των φαντάρων, που είχαν συμμετάσχει στο σφαγείο του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου.
Η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας συνοδεύτηκε από ανείπωτες σφαγές και αναγκαστικές μετακινήσεις πληθυσμών εκατέρωθεν, με κύρια θύματα μουσουλμάνους και χριστιανούς κάθε εθνότητας, Τούρκους, Έλληνες, Αρμένιους και άλλους. Η Τουρκία του Κεμάλ κατάφερε να ανατρέψει το καθεστώς που είχε δημιουργηθεί από τη συνθήκη των Σεβρών και έτσι φτάσαμε τελικά στη Συνθήκη της Λοζάνης.
Όμως ακόμη και με τη συνθήκη αυτή δεν αποκαταστάθηκαν τα όρια της παλιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Αυτή είναι η «κριτική» που κάνει σήμερα στους κεμαλικούς ο Ερντογάν, προσπαθώντας να τους χρεώσει «ανεπαρκή» πατριωτισμό. Κυρίως όμως προσπαθεί να πείσει τον τουρκικό λαό για την «ιστορικότητα» των διεκδικήσεων της Τουρκίας σε περιοχές όπως η Μοσούλη. Να νομιμοποιήσει δηλ. στα μάτια του λαού μια πιθανή εμπλοκή σε πολεμικές περιπέτειες με στόχο το μοίρασμα εδαφών. Κι από την άλλη «φωνάζει» στους υπόλοιπους ιμπεριαλιστές ότι η Άγκυρα είναι εδώ και διεκδικεί. Οι φωνές του είναι φιλοπόλεμες, αλλά σε κόντρα με τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές δυνάμεις, πιθανά με ΟΛΕΣ τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις.
Αντίθετα η ελληνική κυβέρνηση βρίσκεται –για άλλη μια φορά– σε συνεννόηση με τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις (πιθανότατα με ΟΛΕΣ τις ιμπεριαλιστικές δυνάμεις) για μια άλλη μοιρασιά: των θαλάσσιων περιοχών και των κοιτασμάτων τους στο Αιγαίο και την Ανατολική Μεσόγειο.
Πρόκειται για εξίσου επικίνδυνες εκστρατείες που μπορεί να μη μοιάζουν με αυτές του Βενιζέλου, αλλά δεν έχουν να προσφέρουν, όπως και εκείνες, τίποτα στο λαό. Όποιος δεν κατανοεί την πλήρη εικόνα της περιοχής οδηγείται σε εντελώς λάθος πολιτική. Και είναι κρίμα αν αυτή τη λάθος πολιτική την ενστερνίζεται και η Αριστερά.
φωτό: Ο Χάρτης της Συνθήκης των Σεβρών αποτυπώνει την κατάσταση που είχε διαμορφωθεί το 1920
*Αναδημοσίευση από την "Εργατική Αριστερά", φ. 370 (26/10)