Το εκλογικό αποτέλεσμα στην Ιταλία επιβεβαίωσε τις σκοτεινές προβλέψεις για νίκη της συνασπισμένης (ακρο)Δεξιάς με πρωτιά των Φρατέλι Ντ’ Ιτάλια, του κόμματος που έχει τις ρίζες του στις διαδοχικές μεταλλάξεις του παλιού MSI (μεταπολεμικοί νοσταλγοί του Μουσολίνι).
Το κόμμα αυτό θα συγκυβερνήσει, έχοντας ως «μικρούς εταίρους» την ακροδεξιά Λέγκα του Σαλβίνι και το δεξιό «Φόρτσα Ιτάλια» του Σίλβιο Μπερλουσκόνι, του αντιδραστικού μεγαλοεπιχειρηματία που υπήρξε η πρωτότυπη-ιταλική εκδοχή «Τραμπ». Πρόκειται για την αντιδραστικότερη κυβέρνηση της Ιταλίας (και ίσως της Ευρώπης) μετά το 1945.
Ο ρόλος της κυβέρνησης Ντράγκι
Η άλλη όψη της επιτυχίας των Φρατέλι είναι η αποτυχία όλων των άλλων κομμάτων. Ήταν το μοναδικό κόμμα που ενισχύθηκε (και μάλιστα αλματωδώς) σε ψήφους και ποσοστά στις κάλπες του Σεπτέμβρη. Όχι τυχαία, υπήρξε επίσης το μοναδικό κόμμα το οποίο δεν συμμετείχε σε καμία από τις διαδοχικές (και «παρά φύσιν») κυβερνήσεις της προηγούμενης ταραχώδους 4ετίας, με σημείο καμπής την άρνησή τους να συμμετέχουν στην εξακομματική-τεχνοκρατική κυβέρνηση Ντράγκι που τους κατέστησε τη μοναδική κοινοβουλευτική αντιπολίτευση. Στις κάλπες του Σεπτέμβρη, ηττήθηκαν όλα (!) τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού και οι εκλογικοί καρποί πήγαν στο κόμμα της Μελόνι.
Η ακροδεξιά και ο συσχετισμός
Έχει μια σημασία -για την αποτύπωση του κοινωνικού συσχετισμού και για την προσπάθεια ερμηνείας του φαινομένου της ανόδου της Μελόνι- να σημειώσουμε ότι η «δεξιά πολυκατοικία» παρέμεινε σταθερή στη συνολική επιρροή της, κερδίζοντας 12,3 εκατομμύρια ψήφους (περίπου όσες και το 2018). Αλλά στο εσωτερικό της, υπήρξε μια τεράστια ανατροπή του συσχετισμού, με τους Φρατέλι να «λεηλατούν» μαζικά την εκλογική βάση και της Λέγκα και του Φόρτσα Ιτάλια. Το «ισοζύγιο» είναι εντυπωσιακά ακριβές: Ο Σαλβίνι και ο Μπερλουσκόνι έχασαν αθροιστικά 5,6 εκατομμύρια ψηφοφόρους και η Μελόνι κέρδισε 5,9 εκατομμύρια.
Με την αποχή να αυξάνεται εντυπωσιακά για τα δεδομένα της Ιταλίας, η σταθερότητα της συνασπισμένης Δεξιάς μεταφράστηκε σε 44% (από 37% το 2018). Ο εκλογικός νόμος με τη σειρά του «μετέφρασε» αυτό το ποσοστό σε άνετη πλειοψηφία εδρών (καθώς τα κοινά δεξιά ψηφοδέλτια σάρωσαν τη συντριπτική πλειονότητα των «μονοεδρικών»).
Ασφαλώς τίποτε από αυτά δεν είναι λόγος καθησυχασμού. Η μία όψη του προβλήματος είναι ότι «ο λαός της Δεξιάς» παραμένει ο πλέον ενεργοποιημένος εκλογικά και η άλλη αφορά το φαινόμενο της διαρκούς ριζοσπαστικοποίησής του. Κάποτε, σε αυτό τον «χώρο» κυριαρχούσε ο Μπερλουσκόνι, έχοντας ως «μικρούς εταίρους» τα ακροδεξιά κόμματα. Το 2018, ο «μπερλουσκονισμός» μπήκε σε κρίση και ο Σαλβίνι ανέδειξε την ακροδεξιά (πλην αρκετά «θεσμοποιημένη») Λέγκα σε ηγετική δύναμη της Δεξιάς. Οι κυβερνητικές περιπέτειες της Λέγκα έφεραν πλέον τους μετα-φασίστες Φρατέλι σε θέση κυρίαρχης δύναμης του «χώρου».
Τι απέγιναν οι τζιαλορόσι;
Μετά την πτώση της πρώτης κυβέρνησης Κόντε με την έξοδο του Σαλβίνι από την συγκυβέρνηση με τα Πέντε Αστέρια, ως εναλλακτικός κυβερνητικός πόλος απέναντι στο διαμορφούμενο δεξιό συνασπισμό εμφανίστηκε το μπλοκ των «τζιαλορόσι» (κοκκινοκίτρινοι), από τα χρώματα του Δημοκρατικού Κόμματος και του Κινήματος 5 Αστέρων (Κ5Α). Το μπλοκ αυτό κατακερματίστηκε και ηττήθηκε στις εκλογές.
Το Δημοκρατικό Κόμμα (PD) έχασε 800 χιλιάδες ψήφους και παρέμεινε καθηλωμένο στο 19%, όσο ήταν και το ιστορικό του χαμηλό το 2018. Ο κεντροαριστερός συνασπισμός του συγκέντρωσε 26%, με τη συμμαχία «Πράσινοι-Αριστερά» να αποτελεί το μοναδικό δορυφόρο του που μπόρεσε να μπει στη Βουλή, ξεπερνώντας το 3%. Η συμπερίληψη ακόμα κι αυτού του μετριοπαθώς αριστερού και απόλυτα δορυφοροποιημένου συμμάχου όμως, αποτέλεσε αιτία διαζυγίου με τον ιταλικό «μακρονισμό», τη συμμαχία Ρέντσι-Καλέντα που βρήκε τον κεντροαριστερό συνασπισμό πολύ… αριστερό (!) για τα γούστα της και επέλεξε την αυτόνομη κάθοδο (7,8%).
Την ίδια ώρα, το PD, σε αντίστοιχη λογική με τον Ρέντσι, δεν επεδίωξε καν τη συμμαχία με το Κ5Α. Με στενά εκλογικίστικη λογική, κάτι τέτοιο θα ενίσχυε τις προοπτικές τους απέναντι στη Δεξιά, λόγω του συστήματος των πολλών μονοεδρικών. Μόνο που το Κ5Α, υπό τη νέα ηγεσία του Κόντε, είχε μπει σε μια τροχιά διαφοροποίησης από τον Ντράγκι κι επιστροφής στις πιο φιλολαϊκές πτυχές του παλιού «λαϊκισμού» του, προκειμένου να επιβιώσει. Και για τη σημερινή ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος, η απόλυτη κι αναμφισβήτητη «αξιοπιστία» της απέναντι στην Κονφιντούστρια μέτρησε παραπάνω από ψήφους κι έδρες.
Για το ίδιο το Κ5Α, η «αριστερόστροφη» επιλογή του Κόντε αποδείχθηκε σωτήρια. Συγκρατήθηκε στο 15% και την τρίτη θέση, ανακόπτοντας την πορεία θεαματικής εξαέρωσης στην οποία είχε βρεθεί, καθώς το κάποτε «αντισυστημικό» κόμμα συμμετείχε σε όλες (!) τις παραλλαγές συνασπισμών που κυβέρνησαν τα τελευταία 4 χρόνια, έχοντας να επιδείξει μια χούφτα θετικά μέτρα και πολύ περισσότερα αρνητικά. Το ότι ανέκοψε την πορεία προς την εξαφάνιση -αν και εντυπωσιακό με βάση τα προγνωστικά- δεν αναιρεί βέβαια την μεγάλη πτώση των «Πεντάστερων» σε σχέση με το 2018, όταν αναδείχθηκαν μεγαλύτερο κόμμα της Ιταλίας. Το Κ5Α βρέθηκε από τα 10,7 εκατ. ψήφους στις 4,3! Υπήρξε το μεγαλύτερο θύμα της πολύ αυξημένης αποχής, όπως προκύπτει από την τεράστια έκταση που είχε αυτή στη νότια Ιταλία (πάνω από 50%), το «κάστρο» των Πεντάστερων. Αντίστροφα, η συμμετοχή παρέμεινε πιο υψηλή στο Βορρά, το παραδοσιακό «κάστρο» της Λέγκα, το οποίο άλλαξε ιδιοκτησία και πέρασε στη Μελόνι.
Τι να περιμένουμε από τη νέα κυβέρνηση
Η επόμενη μέρα θα έχει περιπέτειες για το νέο κυβερνητικό συνασπισμό. Η μάχη για τα πόστα (όπου ο προεκλογικός διαγκωνισμός μεταξύ Σαλβίνι-Μπερλουσκόνι αφενός και Μελόνι αφετέρου είναι κοινό μυστικό), η εξωτερική πολιτική (παρά τα νατοϊκά διαπιστευτήρια της Μελόνι), πτυχές του οικονομικού προγράμματος (η Μελόνι είναι καθαρή νεοφιλελεύθερη, ενώ ο Σαλβίνι πασχίζει να διατηρήσει λίγο από τον «λαϊκισμό» του πχ. στην ηλικία συνταξιοδότησης), είναι κάποια από τα άγνωστα. Τα τρία κόμματα συνασπίστηκαν προεκλογικά με έναν ελάχιστο προγραμματικό-ιδεολογικό κοινό συντελεστή, αφήνοντας τα άλλα «για αργότερα».
Αλλά, αναμφίβολα, η επόμενη μέρα θα είναι πολύ σκληρή για τους ανθρώπους μας. Αφενός, γιατί αυτός ο ελάχιστος κοινός συντελεστής αφορούσε 3 σκληρά ζητήματα: Σκανδαλώδης φορολογική εύνοια των επιχειρήσεων και των εύπορων («ενιαίος φόρος 15%» για πλούσιους και φτωχούς, επιχειρήσεις και εργαζόμενους), ανατριχιαστική κλιμάκωση του ρατσισμού («ναυτικός αποκλεισμός» των χωρών από όπου επιχειρούν να περάσουν μετανάστες-στριες) και αναβάθμιση του σεξισμού (με το μανιφέστο της Μελόνι να έχει ως πρώτο και εκτενές κεφάλαιο μια αντιφεμινιστική και αντι-ΛΟΑΤΚΙ πολιτική «στήριξης των γεννήσεων και της φυσιολογικής οικογένειας»).
Έπειτα, στο πεδίο της οικονομικής στρατηγικής, πέρα από μικροδιαφορές, ο προσανατολισμός είναι σαφής. Όπως παραδέχτηκε το νούμερο 2 των Φρατέλι, ο επόμενος προϋπολογισμός θα γραφτεί «με 4 χέρια» (υπονοώντας τη συμμετοχή του Ντράγκι). Και -όπως δίδαξε πρώτος ο Σαλβίνι ως υπουργός- οι δυσκολίες που θα προκύπτουν από αυτή την αντιλαϊκή οικονομική πολιτική, θα επιχειρείται να αντιμετωπιστούν με πλειοδοσίες στην αντιδραστική πολιτική στο πεδίο των δικαιωμάτων, που αποτελεί «συνεκτικό ιστό» του εθνικορατσιστικού διαταξικού μπλοκ.
Το κίνημα και η Αριστερά
Αναμενόμενο δυστυχώς ήταν το αποτέλεσμα της Unione Popolare (1,4%, 400 χιλιάδες ψήφοι), ελάχιστα πάνω από το αντίστοιχο της Potere Al Popolo πριν 4 χρόνια. Όπως γράφουν οι σύντροφοι της Sinistra Anticapitalista:
«Πέρασαν χρόνια που δεν υπήρχε ούτε η δυνατότητα ούτε η θέληση να οικοδομηθεί ένα κοινωνικό και πολιτικό σχέδιο αξιόπιστο στα μάτια της τάξης, ικανό να επιδιώξει πραγματική σύγκλιση, ικανό να ανοικοδομήσει μια Αριστερά ταξική και εναλλακτική… πράγματα που δεν διορθώνονται στην προεκλογική περίοδο…».
Πράγματι, ένα από τα μόνιμα προβλήματα της ιταλικής ριζοσπαστικής/αντικαπιταλιστικής Αριστεράς είναι οι βιαστικές απόπειρες να παρουσιάσουν «εναλλακτική» καθώς πλησιάζει η κάλπη, σε ένα φόντο αρνητικού συσχετισμού και υποχώρησης των αγώνων, όπου ελάχιστα έχουν γίνει για να παρουσιαστεί μια «εναλλακτική» σε αυτό το βαθύτερο πρόβλημα, που εξηγεί και τις χαμηλές εκλογικές επιδόσεις.
Γράφουν οι Ιταλοί σύντροφοι για την επόμενη μέρα και τα καθήκοντα όσων συμμετείχαν (ή στήριξαν εκλογικά) την Unione Popolare:
«Αποφασιστικό ρόλο θα παίξει ένας προσανατολισμός και μια πρακτική που θα εμπλέκει τις διαθέσιμες δυνάμεις στην ανοικοδόμηση του ταξικού κινήματος, με αφετηρία τις γειτονιές και τα λαϊκά στρώματα που βασανίζονται από την κρίση και το κόστος ζωής, αλλά και τους χώρους δουλειάς και τα συνδικάτα, που θα είναι πιο αποφασιστικά από ποτέ στο να κάνουμε τη ζωή της Μελόνι δύσκολη…».
Η CGIL οργανώνει το συνέδριό της, όπου ένα αριστερό-αντιπολιτευτικό ρεύμα θα έχει την ευκαιρία να συνομιλήσει με χιλιάδες εργάτες κι εργάτριες και να αμφισβητήσει την παθητικότητα που έχει επιβληθεί εδώ και χρόνια στη μεγάλη συνομοσπονδία. Τα συνδικάτα βάσης, που έχουν σηκώσει αρκετά σκληρά και κρίσιμα μέτωπα (όπως η οργάνωση χώρων με μεγάλη μεταναστευτική παρουσία, π.χ. logistics), επίσης έχουν ρόλο να παίξουν, ξεπερνώντας σεχταριστικά λάθη. Όλες οι συνδικαλιστικές δυνάμεις θα αναμετρηθούν με μια πιεστική συγκυρία. Όπως αναφέρει η μετεκλογική ανακοίνωση της S. A.:
«Είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς ότι θα αλλάξουν πορεία, πέρα από τις εθιμοτυπικές δράσεις, αν και η CGIL είναι υποχρεωμένη πλέον να δώσει την ιδιαίτερη προσοχή που δίνουν και οι φασιστικές δυνάμεις στα γραφεία και στα σύμβολά της... Παρακολουθούμε με προσοχή και συμμετέχουμε στη συζήτηση των συνδικάτων βάσης που διερευνούν μια γενικευμένη πρωτοβουλία το φθινόπωρο, και που καλούνται να δείξουν την επιχειρησιακή και πολιτική ωριμότητα που απαιτούν οι καιροί».
Σε αυτό το κρίσιμο μέτωπο της κοινωνικής αντιπολίτευσης, χρειάζεται να γίνουν πολλά, αλλά υπάρχει μια πρώτη κινητικότητα.
Την 1η Οκτώβρη, έγινε στη Ρώμη η «συνέλευση για σύγκλιση», που ενοποιεί οικολογικές οργανώσεις (X-Rebelion, Fridays for Future κ.ά.), συνδικάτα βάσης, την εργατική συλλογικότητα GKN (που έπαιξε εμβληματικό ρόλο στην «από τα κάτω» απεργιακή νίκη στη Φλωρεντία), συντονισμούς μεταναστευτικών συλλογικοτήτων κ.ά. Οργανώνουν μια «διαδήλωση της σύγκλισης» στις 22 Οκτώβρη στην (ιστορικά φορτισμένη) Μπολόνια. Ενδιάμεσα, στις 8 Οκτώβρη, η CGIL οργανώνει διαδήλωση στη Ρώμη, η οποία αφορά τα οικονομικά αιτήματα που προωθεί, αλλά συμπίπτει και με τον ένα χρόνο από τη φασιστική εισβολή στα γραφεία της (9 Οκτώβρη 2021), οπότε θα συνδυαστεί με το αντιφασιστικό μήνυμα κι ένα πανηγυρικό «άνοιγμα των γραφείων» στο ευρύ κοινό την επομένη της διαδήλωσης.
Ούτε «φασιστικό καθεστώς», ούτε «άλλη μια κυβέρνηση»
Υπάρχουν κάποιοι συμβολισμοί που προκαλούν ανατριχίλα. Ένα χρόνο πριν, στα 100 χρόνια από την καταστροφή των Εργατικών Κέντρων από τους μελανοχίτωνες, η Φουόρτσα Νουόβα εισέβαλλε και διέλυσε τα γραφεία της CGIL στη Ρώμη, στο φως της ημέρας, επικεφαλής ενός ευρύτερου πλήθους (ενάντια στο Green Pass) 10.000 διαδηλωτών. Και φέτος, οι πολιτικοί απόγονοι των νοσταλγών του Μουσολίνι κερδίζουν την πρωθυπουργία 100 χρόνια μετά την «Πορεία στη Ρώμη» και την ανάληψη της εξουσίας από τον «Ντούτσε». Παραμένουν βέβαια συμβολισμοί. Το «ντου» της Φουόρτσα Νουόβα δεν συγκρίνεται με τη φυσική διάλυση των εργατικών οργανώσεων σε όλη την Ιταλία. Μια μετεωρική εκλογική άνοδος δεν μπορεί να συγκριθεί ως φαινόμενο με τη «μαύρη διετία» του 1920-21. Δεν χρειάζεται ασφαλώς να περιμένει κανείς να γεμίσουν οι δρόμοι της Ιταλίας από μελανοχίτωνες για να ανησυχήσει πραγματικά. Αναδημοσιεύουμε μετεκλογικό σημείωμα της Ελιάνα Κόμο για το χαρακτήρα της νέας κυβέρνησης.
---
Δεν είναι έκπληξη [το αποτέλεσμα των εκλογών], αν και είναι τόσο κακό που μας σοκάρει, με κίνδυνο να μας αποθαρρύνει ή να μας κάνει να χάσουμε τη διαύγειά μας. Γράφω αυτές τις λέξεις για να αποτρέψω αυτόν τον κίνδυνο, πρώτα από όλα για τον εαυτό μου.
Είναι απλούστευση να πούμε ότι βρεθήκαμε υπό [νέο] καθεστώς, αλλά είναι απλούστευση και να λέμε ότι οι κυβερνήσεις «είναι όλες ίδιες».
Δεν πιστεύω ότι την περασμένη Δευτέρα ξυπνήσαμε στο 1922. Ας μην απλουστεύουμε. Επιπλέον, αυτό το επιχείρημα δεν λειτούργησε καν στην προεκλογική περίοδο. Αντίθετα, παγίωσε την υποστήριξη για τους Φρατέλι και έστρεψε όλη την προσοχή στην ηγέτιδά τους.
Αλλά επίσης δεν είναι αλήθεια ότι «τίποτε δεν άλλαξε» γιατί «όλοι είναι ίδιοι» και η νέα κυβέρνηση θα εφαρμόσει τις ίδιες αντιλαϊκές πολιτικές με τον Ντράγκι. Ναι θα τις εφαρμόσει. Τόσο πολύ που η Κονφιντούστρια και οι αγορές δεν ταράχθηκαν καθόλου. Αλλά δεν είναι αλήθεια ότι δεν αλλάζει τίποτα.
Η πραγματικότητα είναι πάντα πιο σύνθετη από τις απλουστεύσεις. Αντιμετωπίζουμε μια αντιδραστική δεξιά κυβέρνηση, νομιμοποιημένη από μια μεγάλη λαϊκή ψήφο, που δεν αυξήθηκε σε απόλυτους αριθμούς σε σύγκριση με 5 χρόνια πριν, αλλά διαθέτει μια στιβαρή κοινοβουλευτική πλειοψηφία, ικανή να αντέξει.
Στο επίπεδο της οικονομικής πολιτικής, πιστεύω ότι θα προωθήσει τις ίδιες αντιλαϊκές πολιτικές με τον Ντράγκι. Στο επίπεδο των δικαιωμάτων, των εκτρώσεων, των επαναπροωθήσεων στη θάλασσα, της καταστολής, των μεταναστών, των αλλαγών στο Σύνταγμα, πιστεύω αντίθετα ότι πρέπει να κατανοήσουμε ότι υπάρχει αλλαγή φάσης. Με έναν πόλεμο να εξελίσσεται στην καρδιά της Ευρώπης, τα μετεκλογικά συγχαρητήρια από τον Ορμπάν, την Λεπέν και τον Μπολσονάρο, δείχνουν τον κίνδυνο.
Το να πιστεύουμε ότι πρόκειται απλώς για άλλη μια κυβέρνηση είναι εξίσου αφελές με το να πιστεύουμε ότι βρεθήκαμε υπό [νέο] καθεστώς και πρέπει να καταφύγουμε είτε στη Γαλλία είτε στα βουνά.
Αντί για αυτά [τα λάθη], ας έχουμε καθαρό μυαλό. Ας προετοιμαστούμε για κοινωνική αντιπολίτευση -και στο οικονομικό μέτωπο και στο μέτωπο της ειρήνης και των δικαιωμάτων. Με όλες τις δυσκολίες κινητοποίησης που έχουμε, οι οποίες δεν θα είναι λιγότερες από όσες είχαμε και πριν.
Ας αποφύγουμε επίσης, παρακαλώ, κι ένα άλλο απαράδεκτο λάθος: «Ας τους αφήσουμε να κυβερνήσουν», «η αντιπολίτευση γίνεται επί της ουσίας». ΟΧΙ. Ξέρουμε πολύ καλά ήδη την ουσία αυτών των κυρίων. Όπως γνωρίζαμε ήδη την ουσία του Ντράγκι και γι’ αυτό επικρίναμε τον γραμματέα της CGIL που τον συνεχάρη κατά την ανάληψη των καθηκόντων του.
Οπότε, ούτε βήμα πίσω. Απαιτούμε από την CGIL να προετοιμάσει την κοινωνική αντιπολίτευση σε αυτή την κυβέρνηση, με αφετηρία τη διαδήλωση στις 8 Οκτώβρη στη Ρώμη: Για τους μισθούς, για τις συντάξεις, για τους ακριβούς λογαριασμούς, ενάντια στον πόλεμο, ενάντια στην κλιματική κρίση. Αλλά και υπέρ των δικαιωμάτων.
Είμαστε περήφανα αντιφασίστ(ρι)ες και δεν μπορούμε παρά να είμαστε ενάντια σε αυτήν την κυβέρνηση. Στην ουσία και στις καρδιές μας.
*Η Ελιάνα Κόμο είναι μέλος της Sinistra Anticapitalista. Το κείμενο δημοσιεύτηκε στο anticapitalista.org με τίτλο «ενάντια σε αυτή την κυβέρνηση, επί της ουσίας και από καρδιάς»
**Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά