Με το πολύνεκρο έγκλημα στα Τέμπη έγινε αυτό που συμβαίνει κάποτε στην πολιτική ιστορία: ένα «απρόσμενο» μεγάλο γεγονός παρεμβαίνει καταλυτικά στις κοινωνικές διεργασίες και τις πολιτικές εξελίξεις.

Μετά την απεργία της 8ης Μάρτη, με τις μεγάλες διαδηλώσεις εκείνης της μέρας όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και σε άλλες 80 πόλεις, με τη διάρκεια των κινητοποιήσεων τις Κυριακές και τα Σάββατα, με τις μαθητικές και φοιτητικές πορείες, αυτό είναι αδιαμφισβήτητο.

Όπως κάθε μεγάλο γεγονός, το έγκλημα στα Τέμπη συνοψίζει προηγούμενες μαζικές εμπειρίες, τις συνδέει μεταξύ τους, τις φορτίζει έντονα, τις προσανατολίζει πολιτικά. Οι απώλειες-ρεκόρ κατά την πανδημία, η επισφάλεια στην εργασία, η λιτότητα και η ακρίβεια, η απειλή της απόλυσης, η προκλητική κερδοφορία των εμπορικών-βιομηχανικών αλυσίδων, οι υποκλοπές από την ΕΥΠ, οι τεράστιες δαπάνες για τα εξοπλιστικά προγράμματα, όλα αυτά και άλλα συνδέθηκαν μεταξύ τους, και έδωσαν μια καθαρή εικόνα για το τι πράγματι συμβαίνει γύρω μας

Αυτή τη φορά δεν υπάρχουν οι δικαιολογίες, που υπήρξαν σε άλλα εγκλήματα που συντελέστηκαν στο παρελθόν, και ήταν επίσης αποτέλεσμα της συνειδητής διάλυσης των δημόσιων υπηρεσιών που αφορούν την κοινωνική προστασία. Δεν υπάρχει ούτε ο «αόρατος εχθρός» (Covid), ούτε το «μένος της φύσης» (σεισμοί, πλημμύρες, πυρκαγιές). Σε αυτή την τραγωδία, τα πράγματα είναι καθαρά. Στην εποχή της τεράστιας ανάπτυξης της τεχνολογίας, των υπερσύγχρονων συστημάτων παρακολούθησης, στον σιδηρόδρομο δεν υπήρχε ένα στοιχειώδες σύστημα ασφάλειας.

Τη στιγμή που μόνο το ένα τρίτο των οργανικών θέσεων, που θεωρούνται οι ελάχιστες για να εκτελεστεί το σιδηροδρομικό έργο με ασφάλεια, καλύπτεται από εργαζόμενους με σταθερή εργασία, ενώ η πλειοψηφία των προσλήψεων αφορά πλέον προσωρινούς, εποχικούς ή εργολαβικούς «απασχολήσιμους», η ένταση της εκμετάλλευσης αλλά και η επικινδυνότητα της εργασίας γίνονται εξαιρετικά ορατές.

Το νεοφιλελεύθερο αφήγημα, με κέντρο τις ιδιωτικοποιήσεις και την υπόσχεση ότι η αύξηση της κερδοφορίας κάποτε θα διαχυθεί προς όλη την κοινωνία, έχουν δεχθεί ένα σκληρό πλήγμα.

Τη στιγμή που δυσφημίζονταν τα συνδικάτα, αποδείχθηκε ότι μόνο αυτά προειδοποιούσαν και άρα επιχειρούσαν να προστατεύσουν τις ζωές των επιβατών, αυτά και μόνο ήξεραν τελικά τι έπρεπε και τι μπορούσε να γίνει.

Τα συνθήματα που ακούγονται στις διαδηλώσεις -«Είμαστε όλοι στο ίδιο βαγόνι», «Οι ζωές μας μετράνε»- δηλώνουν μια πλατιά ταύτιση, μια ταξική συνειδητοποίηση και μια νέα απαιτητικότητα.

Όμως ο όγκος των διαδηλώσεων δεν οφείλεται μόνο σε αυτή την επίγνωση. Πατά σε προηγούμενες αγωνιστικές εμπειρίες, παρεμβάσεις, δράσεις. Στον πολύμορφο παρατεταμένο αγώνα των καλλιτεχνών, στη μάχη των εκπαιδευτικών ενάντια στην αξιολόγηση και τον επιθεωρητισμό, στις προσπάθειες οργάνωσης δύσκολων τομέων όπως ο συνδικαλισμός στην E-Food, σε συντονισμούς σωματείων και ομοσπονδιών στο Δημόσιο ενάντια στην ιδιωτικοποίηση και το νόμο Χατζηδάκη. Στις «μικρές», αλλά σημαντικές, αντιπολεμικές διαδηλώσεις ενάντια στη ρωσική εισβολή και τον παρατεταμένο πόλεμο στο έδαφος της Ουκρανίας, στις πορείες ενάντια στην επίσκεψη Μπλίνκεν στην Ελλάδα. Στις συνεχείς κι επίμονες διαδηλώσεις φεμινιστικών και αντισεξιστικών συλλογικοτήτων. Στην επίμονη δράση του αντιρατσιστικού κινήματος και της αλληλεγγύης στους πρόσφυγες.

Χωρίς όλα αυτά, η εικόνα δεν θα ήταν η ίδια. Και αυτό είναι μεγάλο κρατούμενο στις μεταξύ μας διεργασίες, στις συζητήσεις ανάμεσα στις οργανώσεις της μαχόμενης Αριστεράς, αλλά και στη συζήτηση με τον κόσμο που βγήκε μαζικά στους δρόμους.

Η συλλογική, οργανωμένη δράση στο σωματείο, το σύλλογο, την πολιτική οργάνωση, μετρά. Κάποτε μοιάζει χωρίς αποτέλεσμα, όμως η πραγματικότητα είναι ότι κρατάει τη συνέχεια και συμβάλει στις διεργασίες της κοινωνικής πλειοψηφίας.

Είμαστε σε ένα νέο τοπίο.

Η κυβέρνηση της ΝΔ και ο Μητσοτάκης είναι αυτοί που πρώτοι στριμώχνονται στη γωνία, που βλέπουν να ανατρέπονται οι σχεδιασμοί τους, βλέπουν να καταρρέει το αφήγημά τους για μιαν «ανάπτυξη» που -παρά τις πικρές θυσίες- θα φέρει «αποτέλεσμα». Ο Μητσοτάκης εκτός από την οργή του κόσμου, έχει να αντιμετωπίσει και τη δυσαρέσκεια τμημάτων της αστικής τάξης που είτε δεν επωφελήθηκαν το ίδιο από τη «μοιρασιά», είτε -και κυρίως!- διαπιστώνουν κινδύνους κυβερνητικής ανεπάρκειας και πολιτικής αστάθειας. Η αποδυνάμωση των πιθανοτήτων κυβερνητικής αυτοδυναμίας της Δεξιάς μεταφέρει την έμφαση στην αναζήτηση των ευρύτερων συναινέσεων και τις προοπτικές σχημάτων κυβερνητικού συνασπισμού.

Αυτό που αξίζει να υπογραμμιστεί είναι η κατάσταση του ΣΥΡΙΖΑ. Που δεν μπορεί να συνδεθεί  αποτελεσματικά με το κύμα της οργής και των διαδηλώσεων, δεν μπορεί να το μετατρέψει σε ελπιδοφόρο εναλλακτικό πολιτικό ρεύμα. Γιατί δεν είναι εύκολο να κρύψει τις ευθύνες του στην τελική πράξη της ιδιωτικοποίησης του ΟΣΕ, με την πώληση το 2017 της  ΤΡΑΙΝΟΣΕ στην FDSI (έναν ιταλικό κολοσσό «επιχειρηματικότητας», αλλά και διαφθοράς). Γιατί δεν είναι εύκολο να κρύψει ότι επί της κυβέρνησης Τσίπρα, για πρώτη φορά στην ιστορία του ελληνικού καπιταλισμού, οι προσλήψεις με ελαστική απασχόληση έγιναν πλειοψηφικές μέσα στο σύνολο των νέων προσλήψεων, επεκτείνοντας δραματικά την ελαστικοποίηση ακόμα και μέσα στα πιο σκληρά τμήματα του Δημόσιου τομέα. Γιατί δεν τολμά ούτε και τώρα, κάτω από το βάρος της τραγικής εμπειρίας των Τεμπών, να προτείνει την επανακρατικοποίηση του σιδηροδρόμου υπό δημοκρατικό/κοινωνικό έλεγχο, μένοντας πίσω ακόμα και από τις σοσιαλδημοκρατικές πολιτικές σε πολλές χώρες της Ευρώπης. Αν οι θερμοί εναγκαλισμοί με τον Μπλίνκεν δεν ήταν αρκετά αποκαλυπτικοί, η στάση του σήμερα συμπυκνώνει τη σοσιαλφιλελεύθερη μετατόπισή του, τον ανέξοδο (κυριολεκτικά μιλώντας) «προοδευτισμό», τα διαπιστευτήρια στην «κανονικότητα» της ντόπιας αστικής τάξης, αλλά και της ΕΕ και του ΝΑΤΟ.

Το έγκλημα στα Τέμπη έχει φέρει τα πάνω κάτω σε εκλογικούς σχεδιασμούς, πολιτικές τάσεις, κοινωνικές διεργασίες. Αυτή η συνθήκη ισχύει σήμερα και σε αυτήν πρέπει να αφιερώσουμε δυνάμεις, ώστε να παράξει πιο συγκεκριμένα αποτελέσματα.

Θα ήταν λάθος να υπερεκτιμήσουμε την εικόνα, να θεωρήσουμε ότι αυτόματα αυτή θα μεταφραστεί σε μόνιμη κίνηση προς τα αριστερά. Η εργαζόμενη πλειοψηφία έχει δεχτεί ισχυρά υλικά πλήγματα. Έχει υποστεί την πολιτική ήττα του 2015. Το κίνημα ακόμα αναδιατάσσεται και κλιμακώνει. Η αντικαπιταλιστική, ριζοσπαστική Αριστερά, παρά τη μεγάλη συμβολή της στις κινηματικές και πολιτικές διεργασίες, δεν κατόρθωσε μέχρι τώρα να συγκροτηθεί σε ορατό πόλο πολιτικής και εκλογικής  παρέμβασης.

Ο αντίπαλος παραμένει αποφασισμένος στη στρατηγική του ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Δεν είναι τυχαία η επιθετικότητα του Μητσοτάκη ενάντια στα εργατικά συνδικάτα. Δεν είναι τυχαίο ότι παραμένει σε συζήτηση το νομοσχέδιο για την ιδιωτικοποίηση του Ογκολογικού  Παίδων. Δεν είναι τυχαίο ότι ήρθε –έστω με φτιασιδώματα– το νομοσχέδιο για την ιδιωτικοποίηση του νερού.

Στο εκλογικό επίπεδο, όλοι οι δημοσκόποι συγκλίνουν στην εκτίμηση ότι θα ενισχυθεί η «αντισυστημική ψήφος». Χωρίς καμιά υποτίμηση του κινδύνου της ακροδεξιάς, η εκλογική ενίσχυση στα ψηφοδέλτια στα αριστερά του ΣΥΡΙΖΑ θα είναι μια θετική «θερμομέτρηση» του κόσμου μας. Θα καταγράφει μεγαλύτερες δυνατότητες αντιπολίτευσης από τα κάτω και από τα αριστερά στην επόμενη ημέρα, όπου η κυβερνητική πολιτική θα αρχίζει ακριβώς από εκεί που σταμάτησε ο Μητσοτάκης.

Πέρα από το ζήτημα της ψήφου όμως, αυτό που έχουμε να αξιοποιήσουμε είναι η νέα συνθήκη που παρουσιάστηκε, ως μεγάλη δυνατότητα. Είναι εξαιρετικά σημαντικό –ελάχιστες φορές έχει συμβεί– μια προεκλογική περίοδος να σημαδεύεται από απεργίες, διαδηλώσεις και γενικότερα ένα κλίμα αντισυστημικής αμφισβήτησης. Πρέπει να ενισχύσουμε αυτή την τάση, στο μέγιστο των δυνατοτήτων. Είναι προϋπόθεση για να αποτελειώσουμε τον Μητσοτάκη, αλλά και για να μετατρέψουμε την κρίση του σε κρίση των νεοφιλελεύθερων αντιμεταρρυθμίσεων, σε δυνατότητες θετικών κατακτήσεων για τον κόσμο μας, σε ρεύμα διεκδίκησης μιας ουσιαστικής αλλαγής των συσχετισμών δύναμης,

Σε αυτές τις συνθήκες θα έπρεπε να είχαμε έτοιμο ένα σχηματισμό της αντικαπιταλιστικής ριζοσπαστικής Αριστεράς. Το ερώτημα δεν αφορά μόνο ένα εκλογικό ψηφοδέλτιο, που και αυτό βέβαια έχει τη σημασία του. Κυρίως αφορά ένα συνεκτικό δίκτυο που θα εξασφάλιζε συνεχή και μόνιμη παρέμβαση στους χώρους δουλειάς και της νεολαίας, που θα συγκροτούσε ένα πολιτικό πρόγραμμα-πλαίσιο αιτημάτων, που θα έδινε καλύτερες δυνατότητες προβολής του απελευθερωτικού οράματος, του οράματος της ανατροπής και της προοπτικής του σοσιαλισμού.

Δεν θεωρούμε μοιραία την, ως τώρα, αποτυχημένη κατάληξη. Θα έπρεπε να έχει υπάρξει μια σοβαρή προσπάθεια εδώ και χρόνια. Θα μπορούσε αυτή ακόμα και την ύστατη στιγμή του καλοκαιριού του 2022 να συγκροτηθεί. Από τη μεριά της ΔΕΑ, εκτιμώντας ότι ο χώρος της ριζοσπαστικής-αντικαπιταλιστικής Αριστεράς διατηρεί στην Ελλάδα σημαντικές δυνατότητες παρέμβασης, και έχει δυνατότητες για μια ουσιαστική συγκρότηση και συνέχεια, από την αρχή των σχετικών διεργασιών υποστηρίξαμε ότι θα ήταν απαραίτητη μια ενωτική πρωτοβουλία (στο φάσμα από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως την ΛΑΕ) που θα μπορούσε να συγκροτήσει τον «κορμό» μιας εκλογικής παρέμβασης. Θεωρούσαμε και θεωρούμε αυτήν την ενωτική συγκρότηση εκλογικής/πολιτικής συμμαχίας ως αναντικατάστατη προϋπόθεση για να αντιμετωπιστούν τα «διλλήματα» που θα θέσουν οι εκλογές, για να αντιμετωπιστεί η πίεση της «χρήσιμης ψήφου», αλλά και για να μπορέσει να κάνει κανείς «τακτικές» απέναντι σε πιο μαζικά αριστερά ρεύματα όπως κυρίως το ΚΚΕ αλλά και το ΜΕΡΑ25. Αυτό δεν έγινε δυνατό. Δεν είναι αυτό το άρθρο ο χώρος να συζητηθεί το τι έκανε η ΛΑΕ ή οι επιμέρους συνιστώσες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ούτε το πώς όλοι επιδιώξαμε να σταθούμε σε αυτή την κατάσταση. Παρά την φανερή αποτυχία επιμένουμε σε κάθε τι που βοηθά στη συγκρότηση και την παρέμβαση του σχήματος που περιγράφεται στο «ενωτική, μαζική, ριζοσπαστική Αριστερά». Σήμερα, οι συνθήκες γίνονται πιο πιεστικές για να δουλέψουμε σε αυτή την κατεύθυνση. Γιατί η ίδια η εξέλιξη του κινήματος το απαιτεί, γιατί ο αντίπαλος το εκβιάζει. Θεωρούμε σημαντικά τα συμπεράσματα που οδηγούν στην ανάγκη για επανεκκίνηση. Επανεκκίνηση σημαίνει ειλικρινή δέσμευση για συστηματική κοινή δράση στο κίνημα, πρόθεση για συντεταγμένο άνοιγμα ενός σοβαρού πολιτικού διαλόγου στα ζητήματα στρατηγικής και τακτικής της σύγχρονης ριζοσπαστικής Αριστεράς, έγκαιρη προετοιμασία για τις επόμενες πολιτικές και εκλογικές μάχες, όπως οι αυτοδιοικητικές / περιφερειακές εκλογές και οι Ευρωεκλογές.

Με την ώθηση που μας δίνουν οι πρόσφατες κινητοποιήσεις, με αυτοπεποίθηση αλλά χωρίς αυτάρκεια για την παρέμβασή μας, πρέπει να επιχειρήσουμε ξανά.

Ετικέτες