Προκλητικά δώρα στους εργοδότες, στον τζόγο ο ιδρώτας των εργαζομένων

Στο τοπίο της παρατεταμένης κρίσης και της μειωμένης κερδοφορίας του κεφαλαίου, επιταχύνονται τα αντιδραστικά κυβερνητικά σχέδια για ακόμα ένα γύρο επίθεσης στο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση προωθεί ακόμα πιο αποφασιστικά την πλήρη ιδιωτικοποίηση των επικουρικών συντάξεων, όπως προτείνει το διαβόητο «σχέδιο Πισσαρίδη».

Μεγάλη προβολή από τα καθεστωτικά ΜΜΕ, πήρε η εξαγγελία Μητσοτάκη από τη Θεσσαλονίκη περί μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών εργοδοτών και εργαζομένων κατά 3 μονάδες από 1/1/21, που τάχα ενισχύει το εισόδημα των εργαζομένων και βοηθά σε νέες προσλήψεις. Στην πραγματικότητα έχουμε να κάνουμε με ακόμα μια προκλητική ενίσχυση της κυβέρνησης προς τους «αναξιοπαθούντες» καπιταλιστές. 

Η μισθωτή εργασία είναι κοινωνική σχέση που συγκροτείται από δύο ανταγωνιστικά μέρη, τους εργοδότες και τους εργαζόμενους. Όταν ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ μιλούν για μέτρα στήριξης της εργασίας γενικώς, στην πραγματικότητα μιλούν για την ενίσχυση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων. Το όφελος για τους εργοδότες από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών είναι μεγαλύτερο: από τις 3 ποσοστιαίες μονάδες, το κέρδος των εργοδοτών είναι 1,79. Οι λεγόμενες «εργοδοτικές» εισφορές είναι τμήμα της αμοιβής των εργαζομένων, αποτελούν στην ουσία ένα τμήμα του μισθού των εργαζομένων που δεν τους καταβάλλεται, αλλά αποδίδεται ως εισφορά στους ασφαλιστικούς οργανισμούς. 

Συνεπώς έχουμε να κάνουμε με απαλλαγή των επιχειρήσεων από  υποχρεώσεις τους προς τους εργαζόμενους, ένα μεγάλο «δώρο» για την εργοδοσία και έμμεση επιβάρυνση για τους μισθωτούς. Γιατί αυτοί θα κληθούν -μέσω της φορολογίας ή της περικοπής των ασφαλιστικών τους δικαιωμάτων (και των συντάξεων) -να καλύψουν τις απώλειες για τα Ασφαλιστικά Ταμεία.

Αυτές οι 3 μονάδες στη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών θα προέλθουν από τις κρατήσεις υπέρ του ΟΑΕΔ.Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι τα έσοδα του Οργανισμού από τις εισφορές εργαζομένων και εργοδοτών, θα μειωθούν κατά 56% ή 1,2 δισ. ευρώ περίπουετησίως, αν προσθέσουμε και τη μείωση κατά 0,9 μονάδες πουισχύει από 1/6/20. Με άλλα λόγια, η δήθεν «φιλολαϊκή» παρέμβαση της κυβέρνησης πλήττει πρώτα και κύρια τους ανέργους, που συνεχώς αυξάνονται εν μέσω κύματος απολύσεων.

Ανάλογα φιλοεργοδοτική πολιτική είναι και το πρόγραμμα επιδότησης 100.000 νέων θέσεων εργασίας, με το κράτος να καλύπτει για 6 μήνες τις εισφορές για κάθε εργαζόμενο, υπό τον όρο ότι οι θέσεις εργασίας δεν θα μειώνονται. Προσοχή, ο αριθμός των θέσεων παραμένει ίδιος στις επιχειρήσεις που θα κάνουν χρήση του προγράμματος. Τα πρόσωπα, ο μισθός και οι όροι εργασίας, μπορούν να αλλάζουν σύμφωνα με τις επιλογές των εργοδοτών. 

Η παραπάνω ταξική πολιτική είναι μια κυνική εφαρμογή της επιδίωξης του κεφαλαίου να αναπληρώσει τις απώλειες από την πτώση του ποσοστού κέρδους. Όταν η συμπίεση των μισθών έχει αγγίξει τα όρια αντοχής της κοινωνικής πλειοψηφίας και της οικονομίας, όταν η μείωση των συντελεστών φορολόγησης δεν επέφερε καμία «άνθιση» επενδύσεων, το να γλιτώνουν τα αφεντικά το λεγόμενο «μη μισθολογικό κόστος», αποτελεί έσχατη «λύση» για να διατηρηθούν τα κέρδη σε ικανοποιητικό επίπεδο. Όπως και το να βάλουν χέρι στον «κουμπαρά» των Ταμείων, τα αρπακτικά της «αγοράς». 



Ένα κλασσικό σχήμα που αναπαράγεται χρόνια τώρα και στο οποίο βασίζει την επιχειρηματολογία της και η τωρινή κυβέρνηση, είναι ότι οι δαπάνες για την κοινωνική ασφάλιση παραμένουν υψηλές (παρόλο που οι συντάξεις έχουν μειωθεί δραματικά την τελευταία δεκαετία, μαζί με τη δραματική μείωση στα δικαιώματα και τις νόμιμες προσδοκίες από το δημόσιο σύστημα περίθαλψης). 

Η αντιμετώπιση αυτής της συνθήκης, σύμφωνα με το αντεργατικό σχέδιο Πισσαρίδη, απαιτεί την πλήρη ιδιωτικοποίηση του τομέα της επικούρισης. Δεν πρόκειται για κάποια «καινοτόμα» ιδέα φυσικά, αλλά για την πλήρη εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης στρατηγικής που πρωτοεμφανίστηκε στην περίοδο του σοσιαλδημοκρατικού «εκσυγχρονισμού» επί Σημίτη (επιτροπή «σοφών» υπό τον Σπράο, πολιτική Γιαννίτση στο υπουργείο Εργασίας, «τομές» Νεκτάριου στο ΙΚΑ κ.ο.κ.). 

Βασικός στόχος όλης της μνημονιακής νομοθεσίας ήταν η κατεδάφιση της κοινωνικής ασφάλισης, θεσμοθετώντας την απόσυρση του κράτους από την υποχρέωση χρηματοδότησης του Ασφαλιστικού και την  ταυτόχρονη ενίσχυση των ιδιωτικών ασφαλιστικών εταιριών. Οι νόμοι που ακολούθησαν (του Βρούτση, του Κουτρουμάνη, του Κατρούγκαλου) είχαν ως στόχο το δραστικό περιορισμό του δημόσιου-κοινωνικού χαρακτήρα του συστήματος ασφάλισης και τη μετατροπή του σε ιδιωτικό-κεφαλαιοποιητικό.  Ανοίγοντας το δρόμο για να «καλύπτονται» τα κενά στο κράτος πρόνοιας από τους ιδιώτες. Κλιμάκωση σε αυτή την κατεύθυνση είναι η επιχειρούμενη σήμερα παράδοση της επικουρικής ασφάλισηςσε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες και εταιρείες διαχείρισης κεφαλαίων.

Με το κεφαλαιοποιητικό σύστημα, οι υποχρεώσεις των εργοδοτών που είχαν πετύχει διάφοροι κλάδοι (με αγώνες και Συμβάσεις), που στήριζαν την επικούριση και την περίθαλψη, μεταφέρονται τώρα στον ίδιο τον εργαζόμενο. Οι νεοεισερχόμενοι στην αγορά εργασίας θα δημιουργούν έναν ατομικό «κουμπαρά», αποκλειστικά με τις εισφορές τους, που θα στηρίζει τα επικουρικά δικαιώματά τους στο μέλλον. Ο «κουμπαράς» θα είναι «τοποθετημένος» στα διάφορα επενδυτικά προϊόντα που δημιουργούν οι ασφαλιστικές εταιρείες. 

Πέρα από το γεγονός ότι αυτός ο ατομικός λογαριασμός θα είναι εξαιρετικά ισχνός για τους περισσότερους/ες (με τη σημερινή ανεργία και την ελαστική εργασία), μέσω της ιδιωτικοποίησής του γίνεται εξαιρετικά επισφαλής. Αναρίθμητες είναι οι χρεοκοπίες διάφορων εγχώριων και διεθνών ασφαλιστικών εταιριών (ΑΣΠΙΣ, Lehman Brothers κ.α.), που δήθεν θα «αυγάτιζαν» τον ιδρώτα των εργαζομένων και τελικά εξανέμισαν οικονομίες χρόνων στα χρηματιστήρια. Το «κόστος μετάβασης» στο νέο σύστημα, υπολογίζεται από ορισμένους ερευνητές στα 57 δισ. ευρώ, ποσό που με τον έναν ή άλλον τρόπο θα κληθούν να πληρώσουν εργαζόμενοι και συνταξιούχοι που θα δουν επιδείνωση του βιοτικού τους επιπέδου.

Έτσι η αλληλεγγύη στον τομέα της ασφάλισης περιορίζεται δραστικά, η διαπραγματευτική ισχύς των συνδικάτων αδυνατίζει ακόμα περισσότερο και μια νέα γενιά εργαζόμενων θα εκπαιδευτεί στην αντίληψη ότι η σύνταξη και η περίθαλψη είναι ατομική υπόθεση και όχι συλλογικός-κοινωνικός τομέας όπου υπάρχει και η υποχρέωση του κράτους και των εργοδοτών. 

Χρειάζεται να θυμόμαστε πως τα ελλείματα στα Ταμεία προέκυψαν λόγω της διαχρονικής ληστείας στα αποθεματικά τους και της δραματικής μείωσης των εσόδων τους, εξαιτίας των πολιτικών άγριας λιτότητας και απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων. Το δημόσιο σύστημα ασφάλισης χάνει δεκάδες δισ. ευρώ το χρόνο μέσα από την αύξηση της ανεργίας, μέσα από την αδήλωτη και ευέλικτη εργασία και  από την εισφοροδιαφυγή και την εισφοροκλοπή που συνεχίζονται με αμείωτες διαστάσεις.  

Ο ΕΦΚΑ αδυνατεί να εκδώσει συνταξιοδοτικές αποφάσεις, καθώς το σύνολο των οφειλών προς τα ασφαλιστικά ταμεία έχει φτάσει στο εξωφρενικό ποσό των 37 δισ. ευρώ! Αυτούς τους «καλοπληρωτές» επιβραβεύει ο Μητσοτάκης με νέες απαλλαγές εισφορών και μετατροπή των επικουρικών συντάξεων σε «κεφάλαιο κίνησης» για κερδοσκοπικά παιχνίδια και χρηματιστηριακές φούσκες. 

Για το εργατικό κίνημα και την Αριστερά δεν χωρά κανένας εφησυχασμός. Ο νέος γύρος επίθεσης στο Ασφαλιστικό πρέπει να ακυρωθεί. Μαζί με τα μέτρα για την προστασία της δημόσιας υγείας, την προστασία των μισθών και των θέσεων εργασίας, οφείλουμε να διεκδικήσουμε την αύξηση της δημόσιας δαπάνης για την κοινωνική ασφάλιση. 

Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με μέτρα και εργαλεία άντλησης πόρων για τη χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, που δεν θα διστάζουν να συγκρούονται με την εργοδοσία (επαναφορά των εργοδοτικών εισφορών, έκτακτη φορολόγηση σε κερδοφόρες  δραστηριότητες του κεφαλαίου που θα κατευθύνεται στα ασφαλιστικά ταμεία κ.ά.). Υπερασπίζοντας επίμονα τον δημόσιο, υποχρεωτικό, καθολικό και αναδιανεμητικό χαρακτήρα της κοινωνικής ασφάλισης.

*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά

Ετικέτες