Ο ιστορικός κύκλος που άνοιξε με την άνοδο του Συνασπισμού Ριζοσπαστικής Αριστεράς (ΣΥΡΙΖΑ), στην εξουσία αποτέλεσε την συμπύκνωση κοινωνικών διεργασιών και ανακατατάξεων που έλαβαν χώρα την προηγούμενη περίοδο. Ουσιαστικά, ο ΣΥΡΙΖΑ (ενεργοποιώντας πολιτικά την διαιρετική τομή Μνημόνιο-Αντιμνημόνιο), υπήρξε ο πολιτικός καταλύτης για τη συγκρότηση ενός κοινωνικού μπλοκ το οποίο και ανανοηματοδότησε το ίδιο το φορτισμένο πλαίσιο της μεταπολιτευτικής περιόδου.

Η ημερομηνία-ορόσημο της 12ης Ιουλίου 2015 ουσιαστικά σηματοδοτεί το κλείσιμο ενός ιστορικού κύκλου, ενός κύκλου που προσδιορίστηκε από την ανάδυση και αποκρυστάλλωση ενός προσίδιου αριστερού κυβερνητισμού, ο οποίος, την κρίσιμη και ΄κρισιακή΄ στιγμή, ενσωμάτωσε και εγκολπώθηκε ουσιώδη μνημονιακά χαρακτηριστικά.

Ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ, επέδρασε στο πεδίο του κοινωνικού, ως ‘μορφή’ που έφερε εντός του τις όψεις μίας διπλής πολιτικής κίνησης ή αντιφατικότητας από τη μία πλευρά, το κόμμα ενείχε ως ιδεολογικό-πολιτικό[a1]  [VG2] φορτίο έναν σημαίνοντα αριστερό ριζοσπαστικό προσανατολισμό, όμως, από την άλλη πλευρά, ενσωμάτωνε τις κύριες όψεις ενός πολιτικού-κυβερνητικού συστημισμού.

Πραγματικά, η διπλή και αντίστροφη πολιτική κίνηση του κόμματος της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, την περίοδο της επτάμηνης διακυβέρνησης, μετασχηματίστηκε σε μία δομικά ΄μονοσήμαντη΄ πολιτική κίνηση, μία κίνηση που την ίδια στιγμή, ΄απεδαφικοποιούσε΄ το ιστορικό-κοινωνικό μπλοκ μεταβολής μίας δεδομένης κυβερνητικής συνθήκης (βλέπε παγιωμένη κυριαρχία της Ν.Δ & του ΠΑΣΟΚ). Ο κατεξοχήν πολιτικός τεχνοκρατισμός-αντιλαϊκισμός  που κανονικοποιήθηκε και θεσμοποιήθηκε την περίοδο της βαθιάς οικονομικής-κεφαλαιοκρατικής κρίσης, κατέστη το όριο που δεν μπόρεσε να υπερβεί η συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ.

Θεμελιώδεις όψεις αυτού του πολιτικού τεχνοκρατισμού-αντιλαϊκισμού  διαφαίνονται στο λόγο και στο πράττειν πολιτικών κομμάτων εν όψει των εκλογών της 20ης Σεπτεμβρίου. Η τοποθέτηση του καθηγητή και πρώην Ευρωπαίου Διαμεσολαβητή Νικηφόρου Διαμαντούρου στην πρώτη θέση του ψηφοδελτίου επικρατείας του Ποταμιού, σηματοδοτεί ουσιαστικά την θεωρητικοποίηση του σχήματος τεχνοκρατισμός-αντιλαϊκισμός. Στο κλασικό του πόνημα ‘Πολιτισμικός Δυϊσμός και Πολιτική Αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης’, ο Νικηφόρος Διαμαντούρος προχωρά στην ερμηνευτική ανάλυση του κοινωνικοπολιτικού γίγνεσθαι, χρησιμοποιώντας το διαιρετικό σχήμα λαϊκισμός-αντιλαϊκισμός, ή αλλιώς προόδου-συντήρησης.

Η εγκάρσια τομή λαϊκισμός-αντιλαϊκισμός, εισχωρεί στο πεδίο και στο πλαίσιο δράσης των κοινωνικών τάξεων, ορίζει την ιδεολογική σκευή των πολιτικών κομμάτων, αναδιατάσσει τα όρια του πολιτικού γίγνεσθαι, προσομοιάζοντας στην ανάδυση ή στην ΄αναζήτηση’ εκείνων των πεφωτισμένων δυνάμεων που θα υπερβούν τις παθογένειες και τις στρεβλώσεις της μεταπολιτευτικής περιόδου, ήτοι τον λαϊκισμό, τις πελατειακές σχέσεις, τον στενό κρατισμό και συντεχνιασμό.

Η ανάλυση του Νικηφόρου Διαμαντούρου προσλαμβάνει τα χαρακτηριστικά ενός κοινωνικού σχίσματος το οποίο κινείται στα διάκενα του ιστορικού χρόνου, καθότι προσδίδει υλικότητα στην κίνηση των κοινωνικών τάξεων: οι διεκδικήσεις του μπλοκ των λαϊκών-κυριαρχούμενων τάξεων ενσωματώνονται στον προγραμματικό λόγο και στη δράση εκείνων των πολιτικών κομμάτων τα οποία ‘προλεταριοποιούν’ το πολιτικό παίγνιο και το πολιτικό οικοδόμημα. Όπως αναφέρει ο ίδιος: «Το «όραμα κοινωνίας» αυτής της κουλτούρας, δηλαδή η εικόνα που έχει για την Ελλάδα (είναι) ένα όραμα αμυντικό, προστατευτικό και εν πολλοίς ανεπεξέργαστο. Το σημαντικότερο χαρακτηριστικό του είναι ο  κύριος ή μάλλον ο κυρίαρχος ρόλος που αποδίδει στο κράτος έναντι της κοινωνίας των πολιτών».[1] Η λαϊκίστικη κουλτούρα επιδιώκει την εθνική αναδίπλωση και τον κρατικό «προστατευτισμό».

Αντιθέτως, η κοινωνική ΄ύλη’ που εδράζεται και στηρίζεται στην ίδια τη συγκρότηση του άρχοντος αστικού συγκροτήματος εξουσίας είναι κατεξοχήν σοβαρή, στιβαρή και εμπροσθοβαρής, με όχημα και άξονα το πεδίο δράσης μίας ΄πεφωτισμένης΄ τεχνοκρατίας που, την κατάλληλη στιγμή συγκροτείται όχι απλά μέσα στα εκσυγχρονιστικά πολιτικά κόμματα, αλλά κύρια μέσα στο ίδιο το κράτος.

Έτσι, η θεωρητική προσέγγιση και ανάλυση του Νικηφόρου Διαμαντούρου συμφύεται με τον προγραμματικό λόγο του κόμματος του Σταύρου Θεοδωράκη, ένας λόγος που κατεξοχήν ομνύει στην ανάγκη καταπολέμησης και υπέρβασης της μεταπολιτευτικής οπισθοδρόμησης και του επάρατου λαϊκισμού. Το κάλεσμα του Σταύρου Θεοδωράκη για την ανάληψη των υπουργικών θώκων από τους καλύτερους, για μία ΄Εθνική Ελλάδος΄ στα υπουργεία, οριοθετεί την νέα αντίληψη περί πολιτικής: η περίφημη ΄Εθνική Ελλάδος΄ συνιστά το πεδίο δράσης μίας πεφωτισμένης τεχνοκρατίας η οποία και θα κληθεί να υπερβεί την οικονομική κρίση που συγκροτείται εντός του στρεβλού και λαϊκίστικού μεταπολιτευτικού πλαισίου.

Με αυτό τον τρόπο προκύπτει μία οργανική σύμφυση η οποία εκκινώντας από το ερμηνευτικό σχήμα του Νικηφόρου Διαμαντούρου (πρόοδος-συντήρηση, λαϊκισμός-αντιλαϊκισμός), καταλήγει όχι απλά στην ανάδυση αλλά πλέον στην ΄κρισιακή΄ εμπέδωση και εμβάθυνση μίας ορθολογικής πολιτικά και τεχνοκρατικής κυβερνητικά ΄Εθνικής Ελλάδος΄. Ουσιαστικά, επρόκειτο για την αποπολιτικοποίηση και την αποϊδεολογικοποίηση του πολιτικού παιγνίου, για την επιδίωξη άρσης της εμπροσθοβαρούς κοινωνικής κίνησης του μπλοκ των λαϊκών-υποτελών τάξεων.

Άλλωστε, όπως το έθεσε επιγραμματικά η βουλευτής του κόμματος Αντιγόνη Λυμπεράκη, ‘οι φτωχοί, τις κρίσιμες στιγμές, κάνουν λάθος επιλογές’.  Σε αυτή την περίπτωση, ένας προσίδιος τεχνοκρατικός ελιτισμός αποτυπώνεται θεσμικά, αμβλύνοντας τις οξυμμένες γωνίες της κοινωνικής-ταξικής αντιπαράθεσης. Δύναται να κάνουμε λόγο για την πολιτική και ιδεολογική έκφανση του ΄αποκλεισμού΄, ή αλλιώς για την εγγύτητα με μία ΄ από τα πάνω΄ επιβολή της ΄στενής΄ μνημονιακής κανονικότητας.  

Όπως το έθεσε ο Δημοσθένης Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος: «Η αμεσότητα αυτή σημαίνει την ελαχιστοποίηση των θεσμικών διαμεσολαβήσεων: τη διαρκή επίκληση μιας συνθήκης «έκτακτης ανάγκης», που καταρχάς υπαγορεύει την υλοποίηση μέχρι τέλους του προγράμματος «δημιουργικής καταστροφής», και γενικότερα αξιώνει αυτή η έκτακτη ανάγκη να αποτελεί την οργανωτική αρχή της καθημερινής πολιτικής και διοικητικής πρακτικής, που όλο και συχνότερα εκτρέπεται σε βία πάνω στα σώματα».[2] Το Ποτάμι «κανονικοποιεί» τις πολιτικές  αφηγήσεις ενός άνωθεν και εν πολλοίς κοινωνικά βίαιου εκσυγχρονισμού.

Το Ποτάμι αποτελεί την ζώσα πολιτική έκφραση ενός ΄κρισιακού΄΄ εκσυγχρονιστικού υποδείγματος, (εκ νέου θεωρητικοποίηση και πολιτικοποίηση του εκσυγχρονισμού που εισήγαγε το ΠΑΣΟΚ του Κώστα Σημίτη), ένα κόμμα των δυνητικά ΄πεφωτισμένων΄ δρώντων που κινείται στο χώρο αυτού που ο Τάρικ Άλι ονόμασε ΄εξτρεμιστικό κέντρο΄.

 Έτσι, η πολιτική συσσωμάτωση επιδιώκει να μεταβάλλει το ίδιο το υπόδειγμα της κοινωνικής-πολιτικής αντιπροσώπευσης και συνάρθρωσης συμφερόντων. Οι δεσμοί κοινωνικής-πολιτικής αντιπροσώπευσης δομούνται με τους ιδεολογικούς όρους μίας ΄αποφόρτισης΄ της πολιτικής και της επιλογής  της καλύτερης τεχνοκρατικής-εξουσιαστικής τροπικότητας, την ίδια στιγμή που στοχεύουν κύρια τις «υγιείς» κοινωνικές τάξεις και στρώματα. To Ποτάμι προσφέρει χώρο για «ανοιχτή δράση» κύρια σε συγκεκριμένες κοινωνικές τάξεις και μερίδες τάξεων, έχοντας ως βασική αφήγηση, ως μείζον επίδικο την αναγκαιότητα του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας, καθώς και της υπέρβασης των δομικών λαϊκίστικων στρεβλώσεων μίας δεδομένης ιστορικής περιόδου.

Με τα λόγια του Νίκου Πουλαντζά: «Έτσι, όσο η ανοιχτή δράση των κοινωνικών δυνάμεων, δεν συμπίπτει με την έννοια της πολιτικής πρακτικής, μπορούμε να πούμε ότι η πολιτική σκηνή είναι ένας προνομιούχος τόπος στους καπιταλιστικούς σχηματισμούς, για την ανοιχτή δράση των κοινωνικών δυνάμεων μέσο της κομματικής τους εκπροσώπησης».[3] Κι η δράση συγκεκριμένων κοινωνικών τάξεων-δυνάμεων φιλτράρεται και διαμεσολαβείται και μέσω του κόμματος, (Ποτάμι). Με αυτόν τον τρόπο επιδιώκεται η συγκρότηση δεσμών «υγιούς» κοινωνικοπολιτικής εκπροσώπησης, δεσμοί που τείνουν να μετατοπιστούν και στο πεδίο άρθρωσης και συνάρθρωσης κοινωνικών-συνδικαλιστικών συμφερόντων.

Η τεχνοκρατική κανονικοποίηση της πολιτικής δράσης, «εγγίζει» και τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ, καθότι το σύνθημα του, «συμφέρον όλων μας να μην υπάρχουν συμφέροντα», εκφράζει την βιωμένη αποϊδεολογικοποίηση της πολιτικής διαπάλης, την άρση των αντιτιθέμενων κοινωνικών-ταξικών συμφερόντων.

Λίγες ημέρες πριν από τις βουλευτικές εκλογές η προγραμματική σύγκλιση των βασικών κομμάτων στο χώρο του «ουδέτερου κυβερνητικού κέντρου», υπό και με άξονα την ευρωπαϊκή στρατηγική και την καλύτερη (ή πιο δίκαιη) διαχείριση του τρίτου μνημονίου αποτελεί το μείζον προϊόν την πολιτική συμπύκνωση των ομοιογενοποιητικών και συγκλινουσών τάσεων που επέφερε η εμβάθυνση της κυρίαρχης στρατηγικής σε βάθος χρόνου. Η εφαρμογή του Μνημονίου αποτελεί την αναγκαία όσο και απαραίτητη «συγκολλητική ουσία» του «ουδέτερου κυβερνητικού κέντρου» το οποίο και φέρει εγγενώς τις όψεις-πλευρές μίας προσίδιας «εθνικοποίησης» της πολιτικής ζωής.

 

[1] Βλ. σχετικά, Διαμαντούρος Νικηφόρος, ‘Πολιτισμικός Δυϊσμός και Πολιτική Αλλαγή στην Ελλάδα της Μεταπολίτευσης’, Μετάφραση: Σωτηρόπουλος Δημήτρης, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, Αθήνα, 2000, σελ. 54.

[2] Βλ. σχετικά, Παπαδάτος-Αναγνωστόπουλος Δημοσθένης, ‘Ο Στρατός’, στο, Χριστόπουλος Δημήτρης, (επιμ.), ‘Το «βαθύ κράτος» στη σημερινή Ελλάδα και η Ακροδεξιά. Αστυνομία, Δικαιοσύνη, Στρατός, Εκκλησία’, Εκδόσεις Νήσος, Αθήνα, 2014, σελ. 232.

[3] Βλ. σχετικά, Πουλαντζάς Νίκος, ΄Πολιτική Εξουσία και Κοινωνικές Τάξεις΄, τόμος Β΄, γ΄ έκδοση, Μετάφραση: Χατζηπροδρομίδης Λ., Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα, 1982, σελ. 97. Το Ποτάμι εκφράζει ακριβώς μία μετατόπιση από την «πολιτική πρακτική» στο «στίβο των ταξικών πολιτικών συμφερόντων», (Νίκος Πουλαντζάς) μία μετατόπιση που «ορίζει» το κόμμα ως τον απαραίτητο πολιτικό «ενδιάμεσο».

 [a1]

 [VG2]