Οι επερχόμενες εκλογές είναι χωρίς αμφιβολία από τις πλέον κρίσιμες στη μεταπολιτευτική, αν όχι στη μεταπολεμική ιστορία της χώρας. Παρά τη ρευστότητα που διακρίνει το πολιτικό σκηνικό και την εξασθένιση των κομματικών-ιδεολογικών ταυτίσεων, χαρακτηριστικά καινοφανή αλλά ταυτόχρονα κυρίαρχα από το 2010 και μετά, θα τολμήσω την εκτίμηση ότι οι εκλογές της 20ης Σεπτέμβρη θα αποτυπώσουν την οριστική αποκρυστάλλωση των πολιτικών και κοινωνικών αντιθέσεων που διαμόρφωσε η τομή των μνημονίων λιτότητας στη χώρα.

 Το σημαντικότερο γεγονός που σημαδεύει αυτή την προεκλογική περίοδο είναι βεβαίως η διάσπαση του ΣΥΡΙΖΑ, με την αποχώρηση τόσο κορυφαίων στελεχών που συγκροτούσαν την αριστερή εσωκομματική  αντιπολίτευση, και συμμετείχαν στη διακυβέρνηση το προηγούμενο διάστημα, όσο, κι αυτό είναι το κρίσιμο, και εκατοντάδων μεσαίων στελεχών κι απλών μελών, δηλαδή της κοινωνικής βάσης, που πίστεψε και στήριξε την εναλλακτική πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές της 25ης του Γενάρη. Καταλύτης γι αυτή τη ρήξη υπήρξε η υπογραφή του 3ου μνημονίου από την κυβέρνηση, με όρους επαχθέστερους από αυτούς απορρίφθηκαν ηχηρά στο δημοψήφισμα του Ιουλίου, ενώ η  κυβερνητική ρητορική παρουσίαζε το ΟΧΙ ως απάντηση στους εκβιασμούς  των πιστωτών και διαπραγματευτικό όπλο για την επίτευξη καλύτερης συμφωνίας. Η μετατροπή, μέσα σε λίγες μέρες, του Όχι σε Ναι, μεθοδεύτηκε με την υποστήριξη της δεξιάς και κεντρώας αστικής αντιπολίτευσης και των μεγάλων συστημικών ΜΜΕ, που μέχρι πρότινος κατηγορούσαν την κυβέρνηση για ανευθυνότητα και τυχοδιωκτισμό, και προπαγάνδισαν το ΝΑΙ ως τη μόνη ρεαλιστική επιλογή για τη «σωτηρία» της χώρας και τη διατήρηση του «ευρωπαϊκού κεκτημένου», ταυτιζόμενου με το θεσμικό κι οικονομικό πλαίσιο του ευρώ. Αυτή η παραχάραξη της λαϊκής βούλησης σε συνδυασμό με την κατάργηση της εσωκομματικής δημοκρατίας, την καλλιέργεια της προσωπολατρείας   του «ηγέτη», την συκοφαντικού χαρακτήρα στοχοποίηση των διαφωνούντων, τον εξευτελισμό των δημοκρατικών(κοινοβουλευτικών) θεσμών και διαδικασιών, και την υιοθέτηση του γνωστού εκβιαστικού διλλήματος «μνημόνιο ή καταστροφή», ήταν τα στοιχεία που επισφράγισαν οριστικά την προσχώρηση του εναπομείναντος ΣΥΡΙΖΑ  στη νεοφιλελεύθερη λογική της TINA(There Is No Alternative), και προδιαγράφουν την συνέχιση του καθεστώτος «έκτακτης ανάγκης» κι εσωτερικής υποτίμησης, με τη σύμπραξη ΝΔ, ΣΥΡΙΖΑ, ΠΑΣΟΚ, ΑΝΕΛ και Ποταμιού, όπως αποτυπώθηκε και κοινοβουλευτικά, στην ψήφιση των προαπαιτουμένων και της συμφωνίας με τους δανειστές.

 Αυτές οι εξελίξεις, πέρα από την οργανωτική αποδιάρθρωση  και την ιδεολογική νέκρωση του ΣΥΡΙΖΑ, και τη δικαιολογημένη οργή κι απογοήτευση που προκάλεσαν στον κόσμο της ελληνικής Αριστεράς, οργανωμένο κι ανένταχτο, επέφεραν κι ένα καίριο πλήγμα στην αξιοπιστία της ευρωπαϊκής Αριστεράς, που επένδυσε στο πρόταγμα για κατάργηση της λιτότητας και αμφισβήτηση του νεοφιλελευθερισμού με τη συγκρότηση της περίφημης «συμμαχίας του Νότου», δηλαδή των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας που υφίστανται τη λιτότητα. Η έμπρακτη κατάρρευση αυτού του αφηγήματος στην Ελλάδα, ματαιώνει την ελπίδα που είχε καλλιεργηθεί σε πολλούς ευρωπαϊκούς λαούς, ιδιαίτερα με την υποστήριξη και επικράτηση  του ελληνικού ΟΧΙ στα μνημόνια, κάτι που επιβεβαιώνεται και από τη σχετική κάμψη της απήχησης των Ισπανών Podemos. Οι συνθήκες λοιπόν υπό τις οποίες καλείται να ανασυνταχθεί η ριζοσπαστική Αριστερά και να επαναφέρει την προδομένη από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ προοπτική του κοινωνικού μετασχηματισμού μετατρέποντάς την σε πολιτικό πρόγραμμα, είναι πολύ δυσμενέστερες από ό,τι πριν δύο μόλις μήνες. Ωστόσο, όπως όλες οι κρίσεις και οι ήττες, έτσι κι αυτή έχει κι ορισμένες σημαντικές θετικές πολιτικές κι ιδεολογικές συνέπειες, που αν ερμηνευθούν κι αξιοποιηθούν ορθά, μπορούν μεσοπρόθεσμα να μετατρέψουν την κρίση σε ευκαιρία και την ήττα σε νίκη.

  Πρώτον, η τραγική κατάληξη της μετατροπής της δημοψηφισματικής λαϊκής ετυμηγορίας στο αντίθετό της, με δεδομένους μάλιστα τους οικονομικούς και πολιτικούς εκβιασμούς του ευρωπαϊκού κατεστημένου προς υποστήριξη του ΝΑΙ, που η ίδια η κυβέρνηση κατήγγειλε μέχρι την αποδοχή του 3ου μνημονίου, υπήρξε το αναπόφευκτο αποτέλεσμα της  εμμονής της πλειοψηφικής τάσης του ΣΥΡΙΖΑ στην προεκλογική γραμμή άρσης της λιτότητας με «σκληρή διαπραγμάτευση» εντός ευρωζώνης. Καθώς το ανέφικτο και παράλογο της θέσης αυτής καταδεικνυόταν όλο και πιο εμφατικά από τα γεγονότα, η κυβέρνηση κατέφευγε σε όλο και περισσότερο περίτεχνες επικοινωνιακού χαρακτήρα σοφιστείες για να αποκρύψει αυτή την αποτυχία(από τη «δημιουργική ασάφεια» της συμφωνίας της 20ης Φλεβάρη, στην ρητορική περί «ήπιας λιτότητας» και ισοδυνάμων αναφορικά με τη παρούσα συμφωνία). Η, έστω και αδικαιολόγητα καθυστερημένη και με αμφισβητούμενα για πολλούς κίνητρα, αποχώρηση της Αριστερής Πλατφόρμας από τον ΣΥΡΙΖΑ, συνιστά ξεκάθαρη συνειδητοποίηση του γεγονότος ότι ο μηχανισμός του ευρώ είναι συνώνυμος και δομικά ταυτισμένος με τη νεοφιλελεύθερη προσαρμογή μέσω λιτότητας, γι αυτό και η νεοσυσταθείσα ΛΑΕ, θέτει πλέον πιο ξεκάθαρα την επιστροφή σε εθνικό νόμισμα ως απαραίτητο στοιχείο ενός ριζοσπαστικού προγράμματος κοινωνικής αλλαγής κι αναδιανομής πλούτου προς όφελος των ασθενέστερων, από ό,τι το έκανε όσο αποτελούσε τμήμα του ΣΥΡΙΖΑ.

  Δεύτερον, και σε απόλυτη συνάφεια με το προηγούμενο, η παταγώδης αποτυχία του εγχειρήματος και της συμβιβαστικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ, αποδεικνύει ευρύτερα την οριστική χρεοκοπία του ευρωκομμουνισμού, της αντίληψης δηλαδή της λεγόμενης «ανανεωτικής Αριστεράς» ότι η Ευρώπη, με τη στενή έννοια της ΕΕ και της Ευρωζώνης αποτελεί δήθεν προνομιακό πεδίο κοινωνικών-ταξικών-πολιτικών αγώνων για τις κυριαρχούμενες τάξεις. Αυτή είναι σήμερα μια αυταπάτη ακόμη πιο επικίνδυνη απ’ ότι στο παρελθόν, κι οδηγεί όλα ανεξαιρέτως τα αριστερά κόμματα που την υιοθετούν ως στρατηγική εξουσίας στην απώλεια του αντικαπιταλιστικού τους προσανατολισμού, στη συνεργασία και τέλος την ουσιαστική ταύτιση με το «ακραίο Κέντρο» και τη Δεξιά. Αυτή την ολέθρια εξέλιξη επισημαίνει εύστοχα ως απευκταία ακόμη κι η αποχωρήσασα νεολαία του ΣΥΡΙΖΑ, όταν υπογραμμίζει ότι το ευρώ και η ΕΕ λειτουργούν ως «θεσμοποιημένος νεοφιλελευθερισμός», προτάσσοντας για πρώτη φορά ευθέως, ως λογική συνέπεια, την αποδέσμευση της χώρας από τους οργανισμούς αυτούς. Μια ρεαλιστική πρόταση που αρνήθηκαν και συνεχίζουν να αρνούνται πεισματικά αξιόλογα κατά τ ‘άλλα στελέχη του κυβερνητικού ΣΥΡΙΖΑ, όπως ο Γ. Κατρούγκαλος, που στην ανάληψη του υπουργείου Εργασίας δήλωνε πως στόχος της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι η επιστροφή της Ευρώπης στις ιδρυτικές της αξίες, τη δημοκρατία και την κοινωνική δικαιοσύνη, στο μεταπολεμικό μοντέλο κευνσιανού προνοιακού καπιταλισμού! Αυτή η ανιστορική επίκληση της επιστροφής σε ένα εξιδανικευμένο παρελθόν δεν έχει βέβαια καμία σχέση με τη διαλεκτική εκτίμηση των κοινωνικοπολιτικών συνθηκών, που οφείλει να χαρακτηρίζει την Αριστερά. Όσο για τα στελέχη που συγκρότησαν τη ΛΑΕ, προς το παρόν εκπέμπουν ένα θολό κι αντιφατικό μήνυμα, καθώς από τη μια δηλώνουν πως δεν τίθεται ζήτημα εξόδου από την ΕΕ, κι από την άλλη στα προγραμματικά τους κείμενα παραδέχονται πως η ρήξη με την ευρωζώνη καθιστά πιθανή κι μάλλον αναγκαία μια τέτοια προοπτική.

   Τρίτον, και ίσως αυτό είναι μακροπρόθεσμα το σημαντικότερο, η μνημονιακή στροφή και συμπαράταξη του ΣΥΡΙΖΑ με όλες τις δυνάμεις δεξιά του, με κοινή στρατηγική επιλογή το ευρώ και την ΕΕ, διέλυσε οριστικά το «αντισυστημικό» και «πατριωτικό» προσωπείο τόσο της συγκυβερνώσας λαϊκιστικής δεξιάς των ΑΝΕΛ, που ψήφισαν τη συμφωνία, όσο και των νεοναζιστών της ΧΑ, αφού ο «φύρερ» Ν. Μιχαλολιάκος, δήλωσε προ ημερών πως είναι μονόδρομος για την Ελλάδα η συμμετοχή στην ΕΕ και την ευρωζώνη. Κατά συνέπεια, οι μόνες δυνάμεις που έμειναν να υπερασπίζονται το ΟΧΙ του δημοψηφίσματος είναι αυτές της αντικαπιταλιστικής Αριστεράς, κοινοβουλευτικής και μη. Δίνεται λοιπόν η δυνατότητα αναγέννησης μιας αριστεράς μαρξιστικής-επαναστατικής, που θα δώσει στην απόρριψη των μνημονίων το αναγκαίο ταξικό-διεθνιστικό πρόσημο, με ορίζοντα την κοινωνική απελευθέρωση και το σοσιαλιστικό-δημοκρατικό μετασχηματισμό του κράτους και της οικονομίας, απαλλάσσοντάς την από την καπηλεία εκ μέρους της εθνικιστικής Δεξιάς. Σε αυτή την κατεύθυνση, οι διεργασίες κι ο διάλογος στο χώρο της ΛΑΕ, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ κι άλλων κομμάτων κι οργανώσεων για τη συγκρότηση μετώπου του ΟΧΙ είναι το πρώτο κι απαραίτητο βήμα.

  Συμπερασματικά, η νεοφιλελεύθερη μετάλλαξη του ΣΥΡΙΖΑ, όχι απλώς δεν αίρει την κυρίαρχη διαιρετική τομή μνημόνιο-αντιμνημόνιο, όπως σπεύδουν να διακηρύξουν ευτυχείς οι απολογητές της πολιτικής λιτότητας, αλλά αντίθετα, με ορόσημο το δημοψήφισμα, την καθιστά πιο ισχυρή και διακριτή σε σχέση με τα προηγούμενα χρόνια, με ξεκάθαρο πλέον ιδεολογικό πρόσημο. Είναι λοιπόν αυτή η μετάλλαξη ιστορική και πιθανόν μοναδική ευκαιρία για το υπό συγκρότηση αριστερό μέτωπο του ΟΧΙ, με γνώμονα  την πολυτασικότητα, την εσωτερική δημοκρατία, τη συνέπεια αρχών και πράξεων και την προγραμματική σαφήνεια, να κάνει ο κάθε συμμετέχων την αναγκαία αυτοκριτική για τα λάθη και τις ψευδαισθήσεις του παρελθόντος, ώστε, όπως προαναφέρθηκε,  να μετατραπεί το όραμα για δημοκρατία και κοινωνική δικαιοσύνη που ενώνει την Αριστερά όλων των αποχρώσεων, σε πολιτική πράξη κι άμεσα υλοποιήσιμο πρόγραμμα.