Η νίκη του αριστερού Πέδρο Καστίγιο, του υποψηφίου του κόμματος «Ελεύθερο Περού» στις προεδρικές εκλογές, αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον κυρίως λόγω του πρόσφατου παρελθόντος της χώρας, αλλά και του περιφερειακού περιβάλλοντος στο οποίο συνέβη. Έχει δηλαδή ειδικό ενδιαφέρον ως «σύμπτωμα» μιας ευρύτερης πολιτικής-κοινωνικής αναταραχής στη Λατινική Αμερική.
Η κατάσταση στην Αριστερά
Τις τελευταίες δεκαετίες, κάθε εκδοχή Αριστεράς στο Περού υπήρξε -με τα μέτρα της περιοχής- ιδιαίτερα αδύναμη. Τη δεκαετία του ’90, ο δικτάτορας Αλμπέρτο Φουτζιμόρι είχε εξαπολύσει μια ανεξέλεγκτη Λευκή Τρομοκρατία, σε συνεργασία με το διαβόητο επικεφαλής των Μυστικών Υπηρεσιών, Βλαντίμιρο Μοντεσίνος και διάφορα παρακρατικά «τάγματα θανάτου». Η ανελέητη καταστολή (που χρόνια μετά οδήγησε σε καταδίκες για εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας), οργανώθηκε στα πλαίσια του πολέμου με το ένοπλο κίνημα «Φωτεινό Μονοπάτι». Αλλά κάθε πολιτική οργάνωση ή αγωνιστής-τρια που αντιστεκόταν, αντιμετωπιζόταν άμεσα ως «τρομοκράτης». Από αυτή την άγρια εποχή, οι δυνάμεις της ευρύτερης Αριστεράς αντιμετώπισαν φυσική εξόντωση, οργανωτική διάλυση και πολιτική απομόνωση.
Το Περού παρέμεινε σχετικά «ήσυχο» κατά το κύμα της μεγάλης αντινεοφιλελεύθερης εξέγερσης που συγκλόνισε την λατινοαμερικάνικη υποήπειρο στα τέλη της δεκαετίας του ’90 και τις αρχές της δεκαετίας του 2000. Ο επακόλουθος εκλογικός κύκλος του «ροζ κύματος», άγγιξε τη χώρα μόνο «διεθλασμένα», με την εκλογική νίκη του Ολάντα Ουμάλα, ενός «ριζοσπάστη εθνικιστή» με αμφιλεγόμενο παρελθόν και ιδιόμορφες πολιτικές απόψεις, που γρήγορα συγκρότησε μια κυβέρνηση «κεντρώων» και συνέχισε τη νεοφιλελεύθερη πεπατημένη.
Το 2016, η Βερόνικα Μεντόζα είχε κερδίσει το 18,8% ως υποψήφια του «Πλατιού Μετώπου» (συνένωση σοσιαλδημοκρατικών και κομμουνιστογενών δυνάμεων) και θεωρήθηκε το «πρόσωπο» μιας περουβιανής καθυστερημένης εκδοχής «προοδευτισμού», η οποία έκανε την εμφάνισή της, αλλά η πάλη για την κυβερνητική εξουσία και τον έλεγχο του Κογκρέσου παρέμενε υπόθεση αντιπαράθεσης μεταξύ της κεντροδεξιάς και της σκληρής Δεξιάς.
Μετά από μια διάσπαση, το «Πλατύ Μετώπο» βρέθηκε σε δημοσκοπική ανυποληψία ενώ ο σχηματισμός «Μαζί για το Περού», με επικεφαλής την Μεντόζα, θωρούταν το βασικό εκλογικό κατέβασμα της Αριστεράς -του οποίου η δύναμη υπολογιζόταν σε χαμηλά διψήφια επίπεδα.
Στο περιθώριο αυτών, βρισκόταν το «Ελεύθερο Περού». Η προδρομική του οργάνωση, που δηλώνει «μαρξιστική-λενινιστική» με αναφορές στον Κάρλος Μαριατέγκι (εμβληματική μορφή του λατινοαμερικάνικου μαρξισμού), υπήρχε από το 2007, συγκροτήθηκε «επίσημα» ως πολιτικό κόμμα το 2016 και συμμετείχε για πρώτη φορά σε εκλογές κατά τις έκτακτες βουλευτικές του 2020, όπου πήρε 3,4% και δεν εξέλεξε κανένα βουλευτή.
Μια μεγάλη πολιτική κρίση
Στις προεδρικές εκλογές του 2016, είχε επικρατήσει ο κεντρώος Πέδρο Πάμπλο Κουζίνσκι, επικρατώντας οριακά της Κίκο Φουτζιμόρι (κόρη του δικτάτορα). Στη διάρκεια της θητείας του «έσκασε» το σκάνδαλο της Odebrecht (νυν Ovonor), ενός βραζιλιάνικου επιχειρηματικού κολοσσού, ο οποίος αναλάμβανε συστηματικά κατασκευαστικές εργολαβίες εξαγοράζοντας διαδοχικές κυβερνήσεις (εμπλέκονταν μεταξύ άλλων τρεις πρώην πρόεδροι).
Το κόμμα της Φουτζιμόρι, «Λαϊκή Θέληση», που παρέμενε η μεγαλύτερη δύναμη στο κοινοβούλιο, αξιοποίησε τις καταγγελίες που άγγιζαν και τον Κουζίνσκι για να πιέσει για την αποπομπή του το 2017. Ο Κουζίνσκι τελικά παραιτήθηκε το Μάρτη του 2018 και τον διαδέχτηκε ο αντιπρόεδρος Μάρτιν Βιζκάρα.
Ο Βιζκάρα επιχείρησε να κινηθεί «υπεράνω κομμάτων» και να προωθήσει ένα μπαράζ μέτρων περιορισμού της διαφθοράς. Ακολούθησε ένας παραλυτικός «εμφύλιος» στο Κογκρέσο που κατέληξε στις πρόωρες βουλευτικές εκλογές το Γενάρη του 2020. Κανένα κόμμα δεν πήρε πάνω από 11% (!), νέα κόμματα μπήκαν στη Βουλή (δεξιά, κεντρώα, «απολιτίκ», ακροδεξιά), ενώ παραδοσιακά αστικά κόμματα καταποντίστηκαν (όπως αρκετά πρώην κυβερνητικά). Αυτό που δεν άλλαξε είναι η ύπαρξη μιας διακομματικής κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας… εμπλεκομένων σε υποθέσεις διαφθοράς οι οποίοι συντονίστηκαν σε μηχανορραφίες που κατέληξαν στην ανατροπή του Βιζκάρα στις 9 Νοέμβρη του 2020.
Ο Μανουέλ Μερίνο, που κατηγορήθηκε ως ενορχηστρωτής του κοινοβουλευτικού πραξικοπήματος, συγκρότησε κυβέρνηση με τον ισχυρό ρόλο ακροδεξιών και επιχειρηματιών.
Αγωνιστική ανάταση
Ακολούθησε ένα συγκλονιστικό ξέσπασμα της λαϊκής οργής -με πρωτοπόρο το ρόλο της νεολαίας.
Η απελπισία της πανδημίας (το Περού είναι από τις πιο σκληρά χτυπημένες χώρες διεθνώς), συναντήθηκε με το θυμό που προκαλούσε η εικόνα του κοινοβουλίου τα τελευταία χρόνια με τις αλληλοκατηγορίες για διαφθορά σε συνθήκες ακραίας ανισότητας. Η ανατροπή του Βιζκάρα έγινε αντιληπτή ως προκλητική σταγόνα που ξεχειλίζει το ποτήρι και δεκάδες χιλιάδες άνθρωποι κατέβηκαν στους δρόμους απαιτώντας την ανατροπή του Μερίνο. Παρά την πολύ άγρια καταστολή, οι κινητοποιήσεις δεν υποχώρησαν. Στις 14 Νοέμβρη, η κρατική βία κορυφώθηκε, αφήνοντας πίσω της νεκρούς διαδηλωτές. Κάποιοι υπουργοί παραιτήθηκαν το ίδιο βράδυ.
Το πρωί της 15ης Νοέμβρη, μετά από 5 μερόνυχτα συγκρούσεων, ο Μερίνο παραιτήθηκε. Το κοινοβούλιο ψήφισε τον κεντρώο Φρανσίσκο Σαγκάστι, ο οποίος ανέλαβε να οδηγήσει τη χώρα στις προεδρικές εκλογές. Ήταν μια μεγάλη νίκη, η ανατροπή Μερίνο μέσα σε 5 μέρες, αλλά οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν, απαιτώντας δικαιοσύνη για τους νεκρούς, ενώ εμπνευσμένοι από τη νίκη στη Χιλή όπου αμφισβητούταν το «Σύνταγμα Πινοσέτ», πολλοί διαδηλωτές άρχισαν να απαιτούν ακύρωση του «Συντάγματος Φουτζιμόρι». Την ίδια περίοδο, οι αγρεργάτες ξεκίνησαν απεργίες και αποκλεισμούς δρόμων ενάντια στο «Νόμο Chlimper». Πρόκειται για εργάτες γης που απασχολούνται υπό ένα καθεστώς που θυμίζει τις διαβόητες Ελεύθερες Οικονομικές Ζώνες: στις περιοχές τους η φορολογία των επιχειρήσεων είναι ελάχιστη και οι προστασίες της εργατικής νομοθεσίας ανύπαρκτες, για «να προσελκυθούν οι επενδυτές». Ο νόμος ονομάστηκε έτσι καθώς ψηφίστηκε το 2000, όταν υπουργός Γεωργίας ήταν ο Jose Chlimper Ackerman, μεγαλομέτοχος της Agrokasa, μιας από τις μεγαλύτερες εξαγωγικές αγροβιομηχανίες της χώρας… Το Δεκέμβρη, εν μέσω των απεργιών και των διαδηλώσεων, το περουβιανό κοινοβούλιο ψήφισε την κατάργηση του απεχθούς νόμου (ο οποίος λίγο νωρίτερα είχε πάρει «παράταση ισχύος» ως το 2031).
Οι εκλογές
Όλα αυτά έστρωσαν το δρόμο για τις μεγάλες ανατροπές στις πρόσφατες εκλογές.
Εκεί αποτυπώθηκε εκ νέου η βαθιά κρίση του αστικού πολιτικού συστήματος που είχε φανεί και στις βουλευτικές του 2020. Υπήρξε και πάλι ακραίος κατακερματισμός. Ενδεικτικά, στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών, υπήρξαν 7 διαφορετικοί υποψήφιοι οι οποίοι διαγκωνίστηκαν μεταξύ τους λαμβάνοντας μεταξύ 6 και 12%. Η Κίκο Φουτζιμόρι, αποδείχθηκε η πιο «ανθεκτική» από τις παραδοσιακές πολιτικές προσωπικότητες, κερδίζοντας 13,4%. Είναι το χαμηλότερο ποσοστό που έχει πάρει στην πολιτική της καριέρα, αλλά τελικά επαρκούσε για να βρεθεί για άλλη μια φορά στο δεύτερο γύρο.
Το μεγάλο σοκ ασφαλώς ήρθε από τον Καστίγιο. Ενώ το προεκλογικό ερώτημα (ως προς την Αριστερά) ήταν αν και κατά πόσο θα μπορούσε να αυξηθεί το ποσοστό της αναγνωρίσιμης Βερόνικα Μεντόζα και του «Μαζί για το Περού» (και όχι αν μπορεί να διεκδικήσει την νίκη), ο υποψήφιος του ανυπόληπτου εκλογικά «Ελεύθερου Περού» συγκέντρωσε 18,9%, το οποίο στο κατακερματισμένο τοπίο που περιγράψαμε, αρκούσε για να τον φέρει στην πρώτη θέση… Το μέχρι πρότινος εξωκοινοβουλευτικό «Ελεύθερο Περού» βρέθηκε με τη μεγαλύτερη κοινοβουλευτική ομάδα όλων (εξέλεξε 37 από τους 150)!
Όταν τις μέρες της λαϊκής εξέγερσης του χειμώνα του 2020 γράφαμε για την προοπτική «να βελτιωθούν και οι προοπτικές της αδύναμης περουβιανής Αριστεράς», διατυπώναμε κυρίως ευχή, εντοπίζοντας μια δυνατότητα, αλλά σε καμία περίπτωση δεν περιμέναμε μια τέτοια πολιτική-εκλογική ανατροπή.
Κρίση και πόλωση
Η νίκη του Καστίγιο θυμίζει κάτι από την ανάδειξη του Ούγκο Τσάβες. Όχι ως προς τα πολιτικά σχέδια που νίκησαν, αλλά ως προς τις συνθήκες πρωτόγνωρης μαζικής κατάρρευσης του παραδοσιακού κομματικού συστήματος που ευνοεί έναν πρωτοεμφανιζόμενο στο εκλογικό παιχνίδι να εκτιναχθεί στην κυβερνητική εξουσία.
Θυμίζει επίσης αρκετά την «κατάσταση πνευμάτων» στη Χιλή. Όπου στις εκλογές για τη Συντακτική Συνέλευση κατέρρευσαν τα παραδοσιακά κόμματα. Εκεί, έχοντας τη δυνατότητα να ψηφίσουν «ανεξάρτητους», η απόρριψη του πολιτικού συστήματος πήρε κυρίως αυτή τη μορφή. Στο Περού, όπου καλούνταν να επιλέξουν κομματικό υποψήφιο για την προεδρία της χώρας, αυτό το απορριπτικό κλίμα εκφράστηκε με την ψήφο στον «εκτός παιχνιδιού» Καστίγιο.
Εν τω μεταξύ, η απόρριψη στις δύο χώρες εκφράστηκε κυρίως αριστερόστροφα, λόγω των μεγάλων συλλογικών αγώνων που είχαν ξεσπάσει το προηγούμενο διάστημα. Στη Χιλή οι περισσότεροι ανεξάρτητοι εξελέγησαν ως εκπρόσωποι «κοινωνικών κινημάτων». Ο Καστίγιο έγινε σχετικά γνωστός όταν ηγήθηκε μιας αριστερής-μαχητικής αντιπολίτευσης στο επίσημο συνδικάτο των εκπαιδευτικών κατά τη διάρκεια μιας πολύμηνης απεργίας διαρκείας το 2017. Το αίτημα για «νέο Σύνταγμα», ως ένας θολός τρόπος να εκφραστεί αυτή η διάθεση «να αλλάξει συνολικά το τοπίο» είναι επίσης κάτι που ενέπνευσε ο χιλιάνικος αγώνας στον περουβιανό λαό, καθώς απασχόλησε σοβαρά την προεκλογική συζήτηση (ο Καστίγιο βλέπει θετικά ένα δημοψήφισμα για το θέμα).
Το πώς θα κινηθεί μια κυβέρνηση Καστίγιο δεν το γνωρίζουμε. Καταρχήν, παρακολουθήσαμε για άλλη μια φορά την πολύ γνώριμη στη Λατινική Αμερική διαδικασία όπου ένας αριστερός ηγέτης, εκφράζοντας ριζοσπαστικές διαθέσεις των «από κάτω» φτάνει να διεκδικεί την εξουσία και -καθώς την πλησιάζει- πυκνώνει τις δηλώσεις «εγγυήσεων» και «καθησυχασμού» των επιχειρηματιών και των «αγορών». Μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου, ο Καστίγιο έχει προλάβει να πάρει αποστάσεις από μια σειρά δηλώσεις, απόψεις ή και προγραμματικά σημεία του κόμματός του. Έπειτα, θα κληθεί να κυβερνήσει έχοντας μια κοινοβουλευτική μειοψηφία σε ένα κατακερματισμένο Κογκρέσο. Αυτή η συνθήκη λειτουργεί συχνά ως πεδίο «νομιμοποίησης» των «αναγκαίων» συμβιβασμών. Το άμεσο μέλλον θα δείξει.
Αλλά σε κάθε περίπτωση, το Περού αναδεικνύεται ως μια βαθιά πολωμένη χώρα. Η Κίκο Φουτζιμόρι ηττήθηκε οριακά -για ελάχιστες ψήφους. Από το 2011 μέχρι σήμερα, φτάνει διαρκώς στην πηγή του δεύτερου γύρου αλλά με μικρή διαφορά δεν πίνει νερό από το προεδρικό μέγαρο. Σε σύγκριση με άλλες αναμετρήσεις, όπου είχε απέναντι κεντρώους ή κεντροδεξιούς, τώρα συγκέντρωσε τη στήριξη όλου του αστικού αντι-αριστερού κόσμου. Ο διάσημος νομπελίστας λογοτέχνης Μάριο Βάργκας Λιόσα, αυτός ο περήφανα θερμός φιλελεύθερος που πέρασε το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του σε πόλεμο με «τον αυταρχισμό και της Δεξιάς και της Αριστεράς», στην πόλωση που δημιουργήθηκε, υποχρεώθηκε να καταπιεί όλες τις παλιότερες σκληρές δηλώσεις του ενάντια στη Φουτζιμόρι («ψήφος σε αυτήν θα σημαίνει νομιμοποίηση της πιο απάνθρωπης δικτατορίας που γνώρισε η χώρα») και να καλέσει σε στήριξή της ως «μικρότερο κακό» σε σύγκριση με την «άβυσσο» μιας κυβέρνησης Καστίγιο. Απέναντι σε αυτό το στρατόπεδο, συσπειρώθηκε εκλογικά το απέναντι, που θέλει «να αλλάξουν όλα» σε αριστερή κατεύθυνση.
Η εκλογική σύγκρουση του δεύτερου γύρου, μεταξύ ενός "εξωκοινοβουλευτικού αριστερού" και μιας ακροδεξιάς, όπως και το απολύτως οριακό αποτέλεσμα, αποτυπώνουν μια κοινωνική πόλωση που μπορεί να συνεχίσει να παράγει «ειδήσεις» από το Περού, ευχάριστες και δυσάρεστες, ανεξάρτητα από το τι θέλει ή δεν θέλει να κάνει ο Καστίγιο από τη θέση του προέδρου. Το πώς θα αντεπιτεθεί η Δεξιά υπό την ηγεσία Φουτζιμόρι, προς τα πού θα κινηθεί ο Καστίγιο αλλά και -κυρίως- το πώς θα κινηθούν οι κοινωνικές δυνάμεις που βγήκαν στο δρόμο πέρσι το φθινόπωρο και σήμερα τον ανέδειξαν στην εξουσία από το πουθενά, θα έχουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Πρόκειται για μια συγκλονιστική πολιτική ανατροπή κι ένα κρισιακό τοπίο, εμφανώς τροφοδοτημένο από την γενικότερη κατάσταση στη Λατινική Αμερική, όπου ένας κύκλος εξεγέρσεων και μαζικών αγώνων πετυχαίνει αμυντικές ή επιθετικές νίκες και ενίοτε αφήνει αποτύπωμα και στις κάλπες, ενώ σκληρές Δεξιάς δυνάμεις επιχειρούν να επιβάλουν πιο "άγριους" τρόπους επιστροφής τους στην εξουσία και άσκησής της. Η «αλληλεπίδραση» των γεγονότων, όπως αποτυπώθηκε ειδικά στις αναλογίες Περού/Χιλής, προσθέτει ένα επιπλέον ενδιαφέρον στοιχείο στις πρόσφατες εκλογές: Το Περού μοιράζεται αρκετά κοινά με την Κολομβία ως προς την πρόσφατη πολιτική του προϊστορία. Την Κολομβία που ζει τη μεγαλύτερη εξέγερση εδώ και δεκαετίες, η οποία προκαλεί σοβαρές ρωγμές στην ηγεμονία μιας σκληρής Δεξιάς που μέχρι πρότινος έδειχνε «παγιωμένη» επάπειρον...