Ο Μπόρις Τζόνσον πέτυχε μια μεγάλη πολιτική νίκη στις εκλογές στη Βρετανία. Κατέκτησε έναν μεγάλο αριθμό εδρών (365), που του δίνει άνετη αυτοδυναμία, ένα υψηλό ποσοστό (43,6%), που δεν συνηθίζεται στην εποχή της κρίσης, και μια ευρεία διαφορά από το δεύτερο κόμμα (τους Εργατικούς).
Είχε να υπολογίζει τη στήριξη του Φάρατζ και του κόμματος «Brexit», το οποίο δεν κατέβασε υποψήφιους σε έδρες Συντηρητικών, για να διασφαλιστεί η επανεκλογή τους. Κατάφερε να αντέξει τους κραδασμούς στο εσωτερικό της κεντροδεξιάς, καθώς ένα πλειοψηφικό κομμάτι δεξιών ευρωπαϊστών παρέμεινε τελικά πιστό στο παραδοσιακό του κόμμα (μια μειοψηφία μετακινήθηκε προς τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες) παρά τη διαφωνία του ως προς το Brexit. Παράλληλα μπόρεσε να προσελκύσει τμήμα της βάσης των Εργατικών, που στήριζε το Brexit.
Ο ακροδεξιός παλιάτσος κατάφερε να αποκρύψει όλο του το πρόγραμμα και να δώσει την εκλογική μάχη με το απλοϊκό σύνθημα «Να ολοκληρωθεί επιτέλους το Brexit!», το οποίο κέρδισε και τους ψηφοφόρους του δημοψηφίσματος του 2016, που παρακολουθούσαν επί 3 χρόνια το κοινοβούλιο να απεργάζεται τρόπους να ανατρέψει το αποτέλεσμα, αλλά και γενικότερα μια κουρασμένη κοινή γνώμη που ήθελε «να τελειώνουν».
Η οικοδόμηση ενός τέτοιου εκλογικού μπλοκ ήταν μια σημαντική επιτυχία, ειδικά σε συνθήκες μεγάλης πολιτικής κρίσης. Αλλά εκτιμώντας το αποτέλεσμα, αξίζει να θυμόμαστε ότι ο Τζόνσον ξεκίνησε από μια καλή αφετηρία. Το 2017 η Τερέζα Μέι κέρδισε 42,4% και 13.640.000 ψήφους. Σε αυτό το υψηλό σκορ ο Τζόνσον πρόσθεσε 1,2 μονάδα και περίπου 300.000 ψήφους.
Το πραγματικό ζήτημα στις εκλογές ήταν η αποτυχία των Εργατικών να επαναλάβουν ή/και να ξεπεράσουν τον άθλο του 2017. Τότε, ο Τζέρεμι Κόρμπιν είχε καταφέρει να εκτινάξει το κόμμα κατά 10 μονάδες και να φτάσει στο 40%, κερδίζοντας 12.900.000 ψήφους. Επρόκειτο για αριθμό ψήφων που είχαν να δουν από το 1997 και ποσοστό από το 2001, καθώς έκτοτε άρχισε η μακρά πορεία παρακμής. Δύο χρόνια μετά την ανέλπιστη «ανάσταση», ο άθλος δεν επαναλήφθηκε: Υποχώρησε 8 μονάδες στο 32% και έχασε περίπου 2.5 εκατομμύρια ψηφοφόρους. Ήταν αυτές οι απώλειες που έκριναν το αποτέλεσμα.
Η πτώση του «κόκκινου τείχους»
Οι Εργατικοί, με την αμφίσημη στάση τους απέναντι στο Brexit, έχασαν προς όλες τις κατευθύνσεις: 6% κάτω σε ψηφοφόρους του Remain (που κινήθηκαν προς τους Φιλελελεύθερους, περισσότερο προς το SNP στη Σκοτία και προς το Πράσινο Κόμμα) και 10% κάτω σε ψηφοφόρους του Brexit. Αλλά είναι κοινά αποδεκτό ότι το μέγεθος της ήττας κρίθηκε στη βόρεια Αγγλία, στην κατάρρευση του λεγόμενου ιστορικού «κόκκινου τείχους». Στο ιδιόμορφο βρετανικό εκλογικό σύστημα (όλες οι περιφέρειες μονοεδρικές), όπου η «αριθμητική των εδρών» παίζει μεγαλύτερο ρόλο από το πανεθνικό ποσοστό, οι απώλειες σε αυτές τις περιοχές εξηγούν τον ιστορικά χαμηλό αριθμό εδρών.
Στις αποβιομηχανοποιημένες ζώνες που φυτοζωούν οικονομικά (αλλά και με όρους κοινωνικής οργάνωσης και συλλογικότητας), κυριαρχεί η οργή και ο κυνισμός απέναντι στο πολιτικό σύστημα. Όπως έγραψε ο Άλεξ Καλλίνικος, η κατάρρευση των Εργατικών εκεί είναι μια μακροχρόνια τάση: «Πληρώνουμε ακόμα το τίμημα της καταστροφής που προκάλεσε ο θατσερισμός, όταν ισοπέδωσε βασικά τμήματα της βιομηχανικής εργατικής τάξης».
Εκεί ήταν που η ψήφος στο Brexit περισσότερο από αυταπάτη ότι έτσι θα αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο ήταν μια «μούτζα» σε μια καμπάνια Παραμονής που αναφερόταν στο… δικαίωμα στο γαλλικό κρασί ή στις διακοπές στη Βαρκελώνη. Εκεί ήταν που το κλίμα πολώθηκε προεκλογικά γύρω από το Brexit, και πάλι όχι τόσο από κάποια πίστη στην έξοδο από την ΕΕ όσο ως αντίδραση σε όσους «κουνούσαν το δάχτυλο» στους Brexiters κι έκαναν ό,τι μπορούσαν για να ανατραπεί το αποτέλεσμα.
Πρόκειται για μια βαθύτερη αντι-πολιτική αποξένωση, με το Brexit να αποτελεί περισσότερο «σύμπτωμα», παρά συγκροτημένη άποψη. Οι αναφορές των εθελοντών της προεκλογικής καμπάνιας των Εργατικών σε αυτές τις περιοχές συγκλίνουν στην ίδια ακριβώς περιγραφή. Ένας από αυτούς έδωσε τίτλο στο σχετικό του άρθρο έναν διάλογο που ισχυρίζεται ότι έκανε σε πολλές πόρτες, σε διάφορες παραλλαγές: «–Οι Συντηρητικοί δεν δίνουν μία για μας. –Το ξέρω, αδερφέ. Αλλά…».
Ο Τζέρεμι Κόρμπιν έγραψε ότι η κρίση του καπιταλισμού παρήγαγε δύο κοινωνικές τάσεις: τη δυνατότητα να αρχίσει να σκέφτεται η κοινωνία ριζοσπαστικές λύσεις, αλλά και μια βαθιά κυνική οργή που δεν προσδοκά καμιά λύση. Σύμφωνα με τον ίδιο, η πρώτη εξηγεί το θαύμα του 2017 και η δεύτερη την ήττα του 2019. Είναι «κοινωνιολογικά» σωστό. Όμως η υπόκλιση στις δεξιές εσωκομματικές πιέσεις (που είχαν ως «σημαία» το Bremain, αλλά αφορούσαν πολύ ευρύτερα θέματα) ήταν αυτή που «έκαψε» τη ζωτικότητα του 2017 στη φετινή κάλπη και συνέβαλε στην αντιστροφή του κλίματος. Τότε, μια γραμμή που είχε ως αφετηρία το «σεβόμαστε το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος» είχε καταφέρει να μεταφέρει τη συζήτηση στις κοινωνικές πολιτικές. Αυτή η τακτική ανατράπηκε από τις πιέσεις των μπλερικών κι εξηγεί το βάθεμα της αποξένωσης πολλών φτωχών ψηφοφόρων από το ιστορικό τους κόμμα.
Η υιοθέτηση της άποψης για δεύτερο δημοψήφισμα τελικά ακύρωσε την ειλικρινή (αλλά μοναχική) προσπάθεια του Κόρμπιν να γεφυρώσει το χάσμα που προκάλεσε το Brexit μέσα στην εργατική τάξη, καθώς το κόμμα του υποσχόταν μια νέα διχαστική αναμέτρηση. Το Μανιφέστο που περιλάμβανε αριστερές μεταρρυθμίσεις (ιστορικά ήπιες, αλλά ό,τι πιο ριζοσπαστικό έχει προταθεί στη Βρετανία εδώ και δεκαετίες) δεν αρκούσε αυτή τη φορά: Οι εκλογές αποτυπώνουν κυρίως το «πριν» και λιγότερο τα αποτελέσματα της προεκλογικής μάχης μερικών εβδομάδων.
Πέρα από το Brexit
Το «πριν» αναδεικνύει κι ευρύτερα ζητήματα, που ξεπερνούν το ρόλο που έπαιξε το Brexit. Ο άθλος του 2017 ήταν ανέλπιστος –και είχε το στοιχείο του αιφνιδιασμού. Η επανάληψή του είχε πολύ μεγαλύτερες απαιτήσεις. Ο Κόρμπιν, παρά τις σχετικές προσπάθειες, δεν κέρδισε ποτέ την «ανοχή» των «από πάνω». Σοβαρά οικονομικά έντυπα, που δεν έκρυβαν την αποστροφή τους στον Τζόνσον, πήραν θέση ενάντια στους Εργατικούς: «Αν εκλεγεί αυτό το κόμμα, ακόμα και ως κυβέρνηση μειοψηφίας θα μπορούσε να αναμορφώσει ριζικά τη βρετανική οικονομία, σε βαθμό που δεν έχει ξανασυμβεί από τη δεκαετία του ’80 και τη Θάτσερ», έγραφε ο Economist. «Η θατσερική επανάσταση απειλείται!», προειδοποιούσαν οι Financial Times.
Ο Κόρμπιν είχε να αντιμετωπίσει μια απίστευτης έντασης και χυδαιότητας επικοινωνιακή επίθεση, που ξεκινούσε από τον πλειοψηφικά δεξιό Τύπο, περνούσε στο «αντικειμενικό» BBC κι έφτανε στον «προοδευτικό» Guardian. Το «υλικό» αυτής της επίθεσης διακινούταν από ισχυρά κέντρα όπως η MI5 και η Πρεσβεία του Ισραήλ. Αναπαραγόταν από την μπλερική, αλλά και την «κεντρώα» πτέρυγα του ίδιου του το κόμματος. Ο Κόρμπιν ήταν «συνεργάτης του IRA», «φίλος της Χαμάς», «αντιπατριώτης», «πράκτορας της ΕΣΣΔ» και «αντισημίτης», επικεφαλής μιας «σέχτας φανατικών που κατέλαβε το κόμμα». Τα ταμπλόιντ έσκουζαν χυδαία, το BBC έσφαζε με το γάντι, όταν δεν τα συναγωνιζόταν σε γελοιότητα (παρουσιάζοντάς τον ως κομισάριο της ΕΣΣΔ) και ο Guardian έπαιζε τον πλέον βρόμικο ρόλο με τη μορφή «φιλικών συμβουλών», που συνέκλιναν στην ακαταλληλότητα της αριστερής κομματικής ηγεσίας.
Εκλογικισμός
Αυτά ήταν σε μεγάλο βαθμό αναμενόμενα. Πώς θα μπορούσε να διεκδικήσει σοβαρά την πρωθυπουργία του Ηνωμένου Βασιλείου(!) ένας αριστερός ριζοσπάστης που δεν έχει ρίξει στο κρασί του αρκετό νερό για να γίνει αποδεκτός από το καθεστώς; Είναι ένα σενάριο που θα προϋπέθετε μια τεράστια κοινωνική ώθηση από τα κάτω, που θα «επέβαλε» μια πολιτική νίκη με την εξωκοινοβουλευτική δράση. Η Βρετανία απείχε πολύ από μια τέτοια κατάσταση. Η άνοδος του «κορμπινισμού» συνέπεσε με ένα ιστορικό χαμηλό σε απεργιακές δράσεις. Πολλές χιλιάδες πολιτικοποιήθηκαν, οργανώθηκαν, έστησαν δίκτυα, συνέδρια, έντυπα κλπ, αλλά το έπρατταν σε κινηματική νηνεμία. Σήμερα πολλοί από αυτούς παραδέχονται ότι ο «κοινωνικός συσχετισμός» (με όρους συνδικαλιστικής πυκνότητας, ανασυγκρότησης συλλογικοτήτων, κινηματικών αντιστάσεων κ.ο.κ.) παρέμεινε στάσιμος. Η αναζωογόνηση των Εργατικών δεν μεταφράστηκε σε αναζωογόνηση της κοινωνικής-πολιτικής δραστηριότητας της εργατικής τάξης –με μεγάλη ευθύνη των συνδικάτων και των ακτιβιστών που «επένδυσαν» αποκλειστικά σε μια τακτική προσδοκίας μιας μελλοντικής εκλογικής νίκης. Αυτή η στρατηγική ηττήθηκε.
Ιστορική ήττα;
Η «άνοιξη» στις (εσωκομματικές) εκλογές του 2015 και στις (εθνικές) εκλογές του 2017 απέδειξε ότι η κρίση και η λιτότητα παράγουν «ζήτηση» για ριζοσπαστική πολιτική. Ήταν μια σημαντική «στιγμή» που γκρέμισε τη «συναίνεση» στη μετα-θατσερική/μπλερική Βρετανία, σύμφωνα με την οποία οι αριστερές ριζοσπαστικές ιδέες είναι «απαρχαιωμένες και αντιδημοφιλείς». Σήμερα αυτό το μήνυμα επιχειρείται να αντιστραφεί από τη Δεξιά, που πιάνεται από τα αποτελέσματα στο βορρά για να πει «επιτέλους κατάλαβαν κι εκεί ότι η απεργία των ανθρακωρύχων τέλειωσε» κι από τους μπλερικούς που «σταυρώνουν» τους κορμπινίστας αρθρογραφώντας πυκνά για «τον τρόπο να προχωρήσουμε» –με στροφή δεξιά.
Ως απάντηση στις δεξιές κριτικές αξίζει να σταθούμε λίγο στην αριθμητική. Η «ιστορική ήττα δεκαετιών» αφορά τον αριθμό εδρών (με τις ιδιομορφίες του εκλογικού συστήματος). Με όρους κοινωνικής απήχησης, ο Κόρμπιν κέρδισε και φέτος περισσότερες ψήφους από όσες «παρέδωσε» στο κόμμα ο Τόνι Μπλερ το 2005 και κυρίως έφτασε το Εργατικό Κόμμα στα 600.000 μέλη, έναν αριθμό που συναγωνίζεται την πολιτικοποιημένη εποχή της δεκαετίας του ’70 και μάλιστα σε μια εποχή που ο κανόνας είναι η «αποψίλωση» όλων των πολιτικών κομμάτων… Το ζήτημα είναι το πώς αξιοποιήθηκε αυτή η δυναμική και πώς ο συμφιλιωτισμός απέναντι στον «μπλερισμό» (που αφού σαμπόταρε την προσπάθεια, σήμερα ζητά τα ρέστα) την ακύρωσε.
Η επόμενη μέρα
Ο διεθνής καπιταλισμός προς το παρόν δείχνει ανακουφισμένος που λήγει το «δράμα», όπως μαρτυρούν τα χρηματιστήρια και οι τίτλοι των οικονομικών φύλλων. Όσοι στην Αριστερά βλέπουν στη νίκη Τζόνσον μια κάποια «αντικαθεστωτική» εξέλιξη, ας διαβάσουν τίτλους όπως «ένα σίγουρο Μπρέξιτ είναι καλύτερο από την αβεβαιότητα κάποιου σοσιαλισμού» ή «να χαρούμε που το τσίρκο τελείωσε, κι ας παραμένει ο κλόουν στη σκηνή». Αλλά τα δύσκολα της «επόμενης μέρας» είναι μπροστά για όλους…
Το κοινωνικό εκλογικό μπλοκ που συγκρότησε ο Μπόρις Τζόνσον είναι εύθραστο. Όταν κατακάτσει ο κουρνιαχτός του Brexit, ο Μπόρις θα έχει να αντιμετωπίσει και τα σκληρά διλήμματα της «επόμενης μέρας» για τον βρετανικό καπιταλισμό και τη διαπίστωση τμήματος της εκλογικής του βάσης ότι το Brexit δεν είναι φάρμακο δια πάσα νόσο και πιθανές εσωκομματικές αντιδράσεις σε επόμενες «στροφές».
Επιπλέον, ο εθνικισμός του Τζόνσον υπήρξε αποκλειστικά «αγγλικό» φαινόμενο. Μπορεί εκεί να λειτούργησε, αλλά πυροδοτεί φυγόκεντρες τάσεις στο Ηνωμένο Βασίλειο. Στη Σκοτία, το SNP θριάμβευσε (48 στις 59 έδρες με αύξηση ποσοστών και ψήφων) και η επικεφαλής του Στάρτζεον ανοίγει τη συζήτηση για νέο δημοψήφισμα ανεξαρτησίας με πιο επιθετικούς όρους: «Δεν το ζητάμε από το Λονδίνο, απαιτούμε να αποφασίσουμε». Ο σκοτσέζικος εθνικισμός υπήρξε πάντοτε «πολιτικός»: Γεννήθηκε (ως μαζικό φαινόμενο τουλάχιστον) στα χρόνια της Θάτσερ, ως αντίδραση στο γεγονός ότι η Σκοτία ψήφιζε πλειοψηφικά Εργατικούς, αλλά κατέληγε με κυβέρνηση Συντηρητικών λόγω της ψήφου στην Αγγλία. Σήμερα αυτή η αντίφαση (με τη σαρωτική κυριαρχία του SNP με ένα πρόγραμμα διαμετρικά αντίθετο από αυτό του Τζόνσον και στο Brexit, αλλά και γενικότερα) φτάνει σε παροξυσμό. Στη Β. Ιρλανδία, στο φόντο της συζήτησης για «σκληρά σύνορα» στο ιρλανδικό νησί μετά το Brexit, για πρώτη φορά τα κόμματα που υποστηρίζουν ενιαία Ιρλανδία (Σιν Φέιν και Σοσιαλδημοκράτες) υπερκέρασαν το DUP (οπαδοί του Ηνωμένου Βασιλείου). Πρόκειται για μεγάλες προκλήσεις που μπορεί να κάνουν τη «Μικρά Αγγλία» (όρος που χρησιμοποιείται για να περιγράψει τις διαθέσεις ενός απομονωτικού ρεύματος του αγγλικού εθνικισμού) πραγματικότητα…
Στο Εργατικό Κόμμα ανοίγει η συζήτηση της διαδοχής. Ό,τι κι αν ακολουθήσει, δεν θα πρόκειται για τον «κορμπινισμό» του 2015-2017. Κάθε άλλη υποψηφιότητα (ακόμα κι όσες φέρονται να έχουν το «χρίσμα») θα είναι μια εκδοχή της λεγόμενης «σοφτ αριστεράς» του κόμματος, που στηρίζει προοδευτικές οικονομικές πολιτικές, αλλά διαφοροποιείται πολιτικά και συμβολικά από όσα εξέφραζε ο Κόρμπιν (στο κομβικό ζήτημα της αντιιμπεριαλιστικής εξωτερικής πολιτικής, αλλά και στο «στίγμα» του ανθρώπου που ξόδεψε δεκαετίες της ζωής του ως ενεργό μέλος σε όλα τα κινήματα). Το παράδοξο ενός αριστερού ριζοσπάστη επικεφαλής ενός κόμματος που πέρασε από μια βαθιά σοσιαλφιλελεύθερη μετάλλαξη δείχνει να παίρνει τέλος.
Αριστερά
Στην κοινωνία, η δυνατότητα για μαζική απήχηση μιας ριζοσπαστικής πολιτικής, που αποκαλύφθηκε το 2015-2017 δεν εξαϋλώθηκε. Σε πιο «στενό», οργανωμένο επίπεδο, οι χιλιάδες κορμπινίστας συνεχίζουν να υπάρχουν. Σε αντίθεση με την τελευταία φορά που υπήρξε αριστερή ηγεσία στους Εργατικούς που προσέλκυσε ριζοσπάστες στο σοσιαλδημοκρατικό κόμμα (επί Μάικλ Φουτ, στις αρχές της δεκαετίας του ’80), δεν πρόκειται για αγωνιστές που απογοητεύτηκαν από την εξωκοινοβουλευτική δράση και «στράφηκαν δεξιά», στον εκλογικό δρόμο. Πρόκειται για μέχρι πρότινος αδρανείς νέους ακτιβιστές, που πολιτικοποιήθηκαν για πρώτη φορά «προς τα αριστερά», δοκιμάζοντας κατ’ αρχήν τον εκλογικό δρόμο. Είναι μια μίνιμουμ «εγγύηση» ότι μπορεί να παραμείνουν ενεργοί και να συνεχίσουν να αναζητούν τρόπους να δράσουν, μετά τη διάψευση της εκλογικής μάχης του Δεκέμβρη. Η θητεία Τζόνσον (που ξεκίνησε με αντιδεξιές διαδηλώσεις την επομένη των εκλογών) θα προσφέρει πολλές ευκαιρίες να επιχειρήσουν να κάνουν πολιτική «στο δρόμο». Η πέραν των Εργατικών αντικαπιταλιστική Αριστερά οφείλει να βρει τρόπους να συνδεθεί με αυτό το ρεύμα, στην οργάνωση των αντιστάσεων που είναι πιο αναγκαίες από ποτέ στη Βρετανία του Μπόρις Τζόνσον…
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά
**Φωτό: Η θητεία Τζόνσον ξεκίνησε με αντικυβερνητικές διαδηλώσεις και καταστολή