Την Τρίτη 30 Νοέμβρη, ο Ερίκ Ζεμούρ ανακοίνωσε ότι θα συμμετέχει στις εκλογές για την προεδρία της Γαλλίας με ένα βίντεο που δεν επιτρέπει αμφιβολίες για το πολιτικό σχέδιο που έχει στο μυαλό του.

Η απόφασή του να σκηνοθετήσει την ανακοίνωση στο στυλ του Σαρλ Ντε Γκολ δεν μπορεί να κρύψει ότι οι αναφορές του είχαν περισσότερα κοινά με τον Φιλίπ Πετέν, τον ηγέτη του καθεστώτος του Βισύ. Από τη σκοπιά του αντιφασισμού, ένας αποφασιστικός παράγοντας που χρειάζεται να αποτιμήσουμε είναι το πώς τους τελευταίους 3 μήνες, τα ΜΜΕ εκτόξευσαν τον Ζεμούρ στο επίκεντρο της γαλλικής πολιτικής σκηνής.

Οφείλουμε να ξεκινήσουμε σημειώνοντας ότι –τουλάχιστον σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις– αυτή η περίοδος χαρακτηρίστηκε από μια αύξηση της δυνητικής εκλογικής βάσης της ακροδεξιάς. Από 30% πριν το καλοκαίρι (το άθροισμα της πρόθεσης ψήφου για την Μαρίν Λεπέν με αυτήν του «εθνικο-συντηρητικού» Νικολά Ντιπόν-Ενιάν), έχει αυξηθεί στο 36-37% στις πιο πρόσφατες δημοσκοπήσεις (που περιλαμβάνουν τον Ζεμούρ), ένα σκορ στο οποίο θα πρέπει να προσθέσουμε τους πιθανούς υποστηρικτές του Φλοριάν Φιλιπό και του Φρανσουά Ασελινό. Δεν είναι λοιπόν και τόσο απίθανο –ανάλογα και τις στροφές στο συσχετισμό δύναμης– οι διάφορες δυνάμεις της ακροδεξιάς να συγκεντρώσουν αθροιστικά ένα 40% στον πρώτο γύρο του Απρίλη.    

Οφείλουμε να πάρουμε πολύ σοβαρά αυτή την εκλογική μεταστροφή και την ευρύτερη πολιτική κατάσταση. Η ακροδεξιά, όπως εκπροσωπούταν από την Λεπέν, τον Ντιπόν-Ενιάν και τον Ασελινό, είχε συγκεντρώσει αθροιστικά ένα 27% στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών του 2017 –το οποίο αποτελούσε ήδη τότε ιστορικό υψηλό. Πρέπει επίσης να συνυπολογίσουμε τι σήμαινε στην πραγματικότητα το «φράγμα» ενάντια στην Λεπέν όπως εκπροσωπήθηκε από τον Εμανουέλ Μακρόν. Υπό τη διακυβέρνηση Μακρόν, οι γνώριμες νεοφιλελεύθερες και αυταρχικές πολιτικές δημιούργησαν γνώριμα αποτελέσματα, με τις φασιστικές ή συγγενικές στο φασισμό οργανώσεις και ιδέες να συνεχίζουν να κερδίζουν έδαφος και εκλογικά και ιδεολογικά. Οι πιο βίαιες ομάδες έχουν πολλαπλασιάσει τις επιθέσεις τους σε αριστερούς, σε φεμινίστριες και σε αντιρατσιστές αγωνιστές τους τελευταίους μήνες.

Βλέπουμε επίσης την πρόοδο της ακροδεξιάς όταν εξετάζουμε το σημερινό πιο πιθανό σενάριο για το δεύτερο γύρο: άλλη μια αντιπαράθεση ανάμεσα στον Μακρόν και τη Μαρίν Λεπέν. Η Λεπέν έχει διευρύνει το προβάδισμά της απέναντι στους ανταγωνιστές της, συμπεριλαμβανομένου του Ζεμούρ αλλά και των συντηρητικών Ρεπουμπλικανών, που ακόμα δεν έχουν επιλέξει υποψήφιο [ΣτΜ: το άρθρο γράφτηκε πριν την ανάδειξη της Βαλερί Πεκρέζ και της σχετικής δημοσκοπική «ώθησης» της παραδοσιακής Δεξιάς, βλ. Προεδρικές εκλογές στη Γαλλία: Υπόθεση ακροδεξιών και κεντρο(;)δεξιών] Το καλοκαίρι, η Λεπέν συγκέντρωνε 40% στις δημοσκοπήσεις για το δεύτερο γύρο (μια σημαντική αύξηση από το 34% που είχε πάρει το 2017 και πολύ πάνω από το 18% που είχε πάρει ο πατέρας της το 2002). Σήμερα [Δεκέμβρης 2021] βρίσκεται στο 45%, πλησιάζοντας τις ιστορικά υψηλές δημοσκοπικές επιδόσεις που είχε φτάσει τους μήνες μετά την τρομακτική δολοφονία του εκπαιδευτικού Σαμουέλ Πατί, στο πλαίσιο μιας ανοιχτά αντιδραστικής επίθεσης που περιλάμβανε τους νόμους του Μακρόν για την καθολική ασφάλεια, τη νομοθεσία ενάντια στον «ισλαμικό σεπαρατισμό» και τις επιθέσεις της κυβέρνησης στην «Ισλαμο-Αριστερά».   

Είναι πιθανό σήμερα η Λεπέν να επωφελείται από τις ιδεολογικές συνέπειες αυτής της επίθεσης (στην οποία έπαιξε κομβικό ρόλο η κυβέρνηση Μακρόν) και από την υπερπροβολή του Ζεμούρ στα ΜΜΕ τους τελευταίους 3 μήνες. Αλλά μπορούμε επίσης να υποθέσουμε ότι επωφελείται από μια εξημέρωση της δημόσιας εικόνας της, μέσα από την αντιπαραβολή με τη σκληρή ρητορική του ακροδεξιού αντιπάλου της περί «έθνους που αυτοκτονεί». Αυτή η αλλαγή είναι εμφανής σε μια δημοσκοπική έρευνα της Odoxa στα μέσα Νοέμβρη –και τη σύγκριση των ευρημάτων της με εκείνα μιας παρόμοιας έρευνας που είχε γίνει το 2014. Σήμερα ο Ζεμούρ θεωρείται πολύ πιο πλατιά ως «ακροδεξιός» (+24 μονάδες), «ρατσιστής» (+23 μονάδες), «επικίνδυνος» (+23 μονάδες), «μισογύνης» (+15 μονάδες) και «επιθετικός» (+9 μονάδες), ενώ η Λεπέν θεωρείται λιγότερο «επιθετική» και «ρατσίστρια» από ό,τι 7 χρόνια πριν.

Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας είναι το πώς η μιντιακή και δημοσκοπική εκτόξευση του Ζεμούρ επιτάχυνε τη στροφή της παραδοσιακής αστικής Δεξιάς προς ακραίες θέσεις. Οι προκριματικές για τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικάνων εξελίχθηκαν σχεδόν αποκλειστικά στο «Ζεμουριανό» έδαφος της «απειλούμενης» και «βυθιζόμενης» Γαλλίας που βρίσκεται στα πρόθυρα της «εξολόθρευσης» εξαιτίας της υπερβολικής μετανάστευσης, της ενδημικής εγκληματικότητας κλπ. Δεν πρόκειται απλά ή κυρίως για το γεγονός ότι ένας από τους υποψηφίους –ο Ερίκ Σιοτί– επιχείρησε να μιμηθεί τις θέσεις του Ζεμούρ, φτάνοντας να υιοθετήσει τη ρατσιστική θεωρία συνωμοσίας περί «Μεγάλης Αντικατάστασης». Είναι το γεγονός ότι όλες οι υποψηφιότητες είχαν εναρμονιστεί με το εγχειρίδιο του Ζεμούρ, συμπεριλαμβανομένου του Μισέλ Μπαρνιέρ, ο οποίος αρχικά έδειχνε ο πιο κεντρώος.

Με αυτή την έννοια, ο Στάθης Κουβελάκης είχε ασφαλώς δίκιο να εκτιμήσει ότι ο Ζεμούρ έχει ήδη κερδίσει μέσα από τη διάχυση των ιδεών του στο πολιτικό φάσμα (ακόμα κι αν η ίδια του η υποψηφιότητα αποδειχθεί αποτυχημένη). Και η ύπαρξη της μακρονικής Δεξιάς δεν διαψεύδει αυτό το επιχείρημα, έχοντας στα 4 χρόνια εξουσίας της αντλήσει σημαντικά από τις εμμονές, τη ρητορική και τις προτάσεις της ακροδεξιάς.

Μπορούμε να αντιληφθούμε ότι το «οποιοσδήποτε εκτός από τον Ζεμούρ» θα ήταν μια αδιέξοδη στρατηγική για τουλάχιστον δύο λόγους.

Ο πρώτος είναι ότι μια τέτοια στρατηγική υποτιμά τον κίνδυνο που συνεχίζει να αποτελεί ο Εθνικός Συναγερμός (RN, πρώην Εθνικό Μέτωπο, FN) και συσκοτίζει το γεγονός ότι το πολιτικό του σχέδιο δεν είναι λιγότερο καταπιεστικό από του Ζεμούρ. Οι επανειλημμένες εκκλήσεις της Λεπέν στον Ζεμούρ να ενταχθεί στη δική της καμπάνια, αποδεικνύουν ότι δεν έχουν διαφωνίες ουσίας, παρά μόνο στρατηγικής. Οι οπαδοί της Λεπέν επιμένουν –και δίκαια– ότι όλα όσα εκφράζει ο Ζεμούρ έχουν ήδη προωθηθεί από το FN ή RN τις τελευταίες δεκαετίες. Αυτή η προσέγγιση υποτιμά τη δύναμη του εκλογικού ριζώματος του RN. Αν η Μαρίν Λεπέν δείχνει αυτή τη στιγμή ικανή να αντέξει το κρας τεστ ενός ακροδεξιού ανταγωνιστή που υποστηρίζεται από μια από τις μεγαλύτερες μιντιακές αυτοκρατορίες της Γαλλίας, αυτό οφείλεται στο ότι ο Ζεμούρ δεν μπόρεσε ποτέ να διεισδύσει στο λαϊκό τμήμα της εκλογικής της βάσης (εργάτες και υπάλληλοι), όπου η υποστήριξη στην Λεπέν παραμένει σταθερή και ανώτερη από τις άλλες υποψηφιότητες.   

Ο δεύτερος λόγος είναι ότι η επικέντρωση στο φασίστα Ζεμούρ τείνει να συσκοτίζει τη ριζοσπαστικοποίηση των δυνάμεων της αστικής Δεξιάς (Μακρόν και Ρεπουμπλικάνοι), των οποίων δημιούργημα είναι και ο δημοσιογράφος της «Λε Φιγκαρό», αλλά και τις διαδικασίες εκφασισμού  που έχουν μπει σε κίνηση από τις ισλαμοφοβικές, αντιμεταναστευτικές και ακραίας τάξης κι ασφάλειας πολιτικές των τελευταίων 20 χρόνων. 

Για την πιο πρόσφατη περίοδο, μπορούμε να σκεφτούμε συγκεκριμένα τους δίδυμους ελευθεριοκτόνους νόμους (καθολικής ασφάλειας και κατά του σεπαρατισμού) που μπόρεσαν να επιβληθούν τόσο εύκολα (αν όχι χωρίς αντίδραση) στο πλαίσιο μιας ξεδιάντροπης και εκβιασμένης εργαλειοποίησης των τρομοκρατικών επιθέσεων. Αυτή στοχεύει στη διάλυση μουσουλμανικών και αντιρατσιστικών οργανώσεων που αντιστέκονται στην ισλαμοφοβία (στο όνομα της πάλης ενάντια στο «σεπαρατισμό») και στην απονομιμοποίηση της Αριστεράς (λόγω της υποτιθέμενης συνενοχής της, όπως περιγράφεται από τη φράση «ισλαμο-αριστερά» που αποτελεί άμεσο δάνειο από την ακροδεξιά ρητορική).

Κάθε αντιφασιστική στρατηγική υποχρεούται να αντιμετωπίζει τις  πολλαπλές φασιστικές δυνάμεις. Αυτό σημαίνει να πολεμά και τους φασίστες που καταλαμβάνουν το εκλογικό και θεσμικό έδαφος και αυτούς που επιδιώκουν να κυριαρχήσουν στους δρόμους. Οι διαδικασίες εκφασισμού –με τη μορφή θεσμικών και ιδεολογικών μετασχηματισμών– δημιουργούν εύφορο έδαφος για την ανάπτυξη της ακροδεξιάς (των οργανώσεων και των ιδεών της).

Στις σημερινές γαλλικές συνθήκες, είναι αρκετά προφανές ότι η Ισλαμοφοβία αποτελεί τον βασικό φορέα από τον οποίο περνά η διαδικασία εκφασισμού, μέσω:

-Μιας θεσμοποίησης των διακρίσεων (στο όνομα της απειλής που υποτίθεται αποτελεί το Ισλάμ για τη Δημοκρατία και τη Γαλλία).

-Μιας κανονικοποίησης των αυθαίρετων διαδικασιών που στοχεύουν ιδιαίτερα τους Μουσουλμάνους (από τις εφόδους στα σπίτια ανθρώπων μέχρι την απαγόρευση, χωρίς σοβαρή αιτιολόγηση, οργανώσεων που παλεύουν ενάντια στην Ισλαμοφοβία).

-Μιας «απανθρωποίησης» των λαών του Παγκόσμιο Νότου που επιδιώκουν να φτάσουν στην Ευρώπη (με τον ισχυρισμό ότι είναι Μουσουλμάνοι και συνεπώς δυνητική απειλή).

-Μιας ανόδου της συνωμοσιολογικής εκδοχής της Ισλαμοφοβίας που δίνει προληπτική νομιμοποίηση στις πολιτικές εθνοκάθαρσης που προωθεί ρητά ο Ζεμούρ (τι άλλο εκτός από εθνοκάθαρση θα μπορούσε να είναι το πολιτικό σχέδιο όσων πιστεύουν στα σοβαρά ότι η Γαλλία είναι κατεχομένη, κυριαρχούμενη, εποικισμένη κλπ από Μουσουλμάνους;).

Όλα αυτά σημαίνουν ότι ο αγώνας ενάντια στην Ισλαμοφοβία είναι κεντρικός στον αντιφασιστικό αγώνα στη Γαλλία –και αναμφίβολα σε όλη τη Δυτική Ευρώπη. Οι συνθήκες διεξαγωγής αυτού του αγώνα έχουν γίνει πολύ δύσκολες στη Γαλλία, καθώς πλέον αντιμετωπίζει και το στιγματισμό από τα ΜΜΕ αλλά και ποινικές διώξεις. Ο τρόπος με τον οποίο το Συμβούλιο της Επικρατείας ενέκρινε πρόσφατα την απαγόρευση της δράσης της Συλλογικότητας Ενάντια στην Ισλαμοφοβία στη Γαλλία (CCIF) είναι, με αυτή την έννοια, μια προειδοποίηση για όλες τις συλλογικότητες που αγωνίζονται ενάντια στην καταπίεση. Όπως το έθεσε μια ανακοίνωση διαμαρτυρίας για την απαγόρευση:

«Με μια περίεργη διαστροφή, η διάλυση της CCIF εγκρίθηκε με επίκληση στο γεγονός ότι επειδή αγωνίζεται -νόμιμα- ενάντια στις διακρίσεις και το μίσος κατά των Μουσουλμάνων, είναι η ίδια ένοχη διακρίσεων και μίσους… Πράγματι, σύμφωνα με το Συμβούλιο της Επικρατείας, “η κριτική χωρίς αποχρώσεις” στις πολιτικές και τους νόμους του δημοσίου που θεωρεί κάποιος ότι κάνουν διακρίσεις, σημαίνει ότι εξωθεί τα θύματα της υποτιθέμενης διάκρισης στον ολισθηρό δρόμο της ριζοσπαστικοποίησης και τα προσκαλεί να αγνοήσουν τους νόμους της Δημοκρατίας».

Η άνοδος του νεοφασισμού προέρχεται από μια παρατεταμένη κρίση ηγεμονίας –δηλαδή, από την εξασθένηση της ικανότητας της γαλλικής άρχουσας τάξης να αποσπάσει τη συναίνεση της πλειοψηφίας του πληθυσμού στις (νεοφιλελεύθερες) πολιτικές της και από την αποδιάρθρωση της σχέσης μεταξύ εκπροσωπούμενων και εκπροσώπων (όπως αποτυπώνεται στην αποδυνάμωση των κομμάτων, την αύξηση της αποχής κλπ). Αλλά αντλεί τουλάχιστον εξίσου και από την κρίση μιας εναλλακτικής στο νεοφιλελεύθερο καπιταλισμό, δηλαδή από μια κρίση της Αριστεράς (αν με αυτό τον όρο εννοούμε δυνάμεις που δεν έχουν εγκαταλείψει την αμφισβήτηση του καπιταλισμού με τον ένα ή τον άλλο τρόπο).

Σε συνδυασμό με την παρακμή της σοσιαλδημοκρατίας και των κομμουνιστικών κομμάτων, η κρίση ηγεμονίας θα μπορούσε να έχει αποτελέσει (ή μπορεί ακόμα να αποτελέσει) ένα ευνοϊκό έδαφος για την αναγέννηση δυνάμεων που θα προωθούν μια τέτοια εναλλακτική. Πράγματι, έχουμε δει να συμβαίνει μια τέτοια αναγέννηση με τη μορφή εκλογικών επιτυχιών οργανώσεων όπως ο ΣΥΡΙΖΑ, οι Ποδέμος, η Ανυπότακτη Γαλλία, και προσωπικοτήτων όπως ο Μπέρνι Σάντερς και ιδιαίτερα ο Τζέρεμι Κόρμπιν, που αμφισβήτησαν την ηγεμονία της νεοφιλελεύθερης «Αριστεράς» μέσα στο Δημοκρατικό και στο Εργατικό κόμμα αντίστοιχα. Αλλά αυτές οι επιτυχίες ήταν εφήμερες και δεν αποκρυσταλλώθηκαν -για διάφορους λόγους- σε οργανώσεις ικανές να αναδημιουργήσουν οργανικούς, ανθεκτικούς δεσμούς με την εργατική τάξη. 

Στην περίπτωση της Γαλλίας, τα κοινωνικά κινήματα είναι δυναμικά (σε σύγκριση με τη Βρετανία και τη Γερμανία, για να παραμείνουμε στο έδαφος της Δυτικής Ευρώπης), όπως και η κριτική σκέψη. Αλλά η πολιτική Αριστερά δεν έχει καταφέρει τα τελευταία 20 χρόνια να συμβάλει στην εμφάνιση ενός απελευθερωτικού σχεδίου ικανού να ανταγωνιστεί για την ηγεμονία με το ζευγάρι που αποτελείται από το νεοφιλελεύθερο ακραίο κέντρο και τη νεοφασιστική ακροδεξιά. Το αποτέλεσμα ήταν ότι η Αριστερά, χωρίς το Σοσιαλιστικό Κόμμα (ΣΚ) –του οποίου η κυβερνητική πολιτική από το 2012 ως το 2017 κινήθηκε πλήρως σε δεξιό έδαφος- συγκέντρωσε μόνο 21,3% στον πρώτο γύρο των προεδρικών εκλογών (και μόνο 27,7% αν συμπεριλάβουμε και τον υποψήφιο του ΣΚ, Μπενουά Αμόν). Ωστόσο, μπορεί να βρεθεί σε ακόμα χαμηλότερο επίπεδο το 2022.

Σε όλες τις δημοσκοπήσεις, η Αριστερά καταγράφει τα χαμηλότερα αποτελέσματα στην εργατική τάξη –χειρώνακτες και υπάλληλοι μαζί, που αποτελούν περίπου το 50% του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Θα μπορούσε κανείς να καταφύγει στην παρηγορητική σκέψη ότι αυτό το φαινόμενο θα καταστείλει τις εκλογικές αυταπάτες, θα απελευθερώσει την εργατική μαχητικότητα και θα ανοίξει το δρόμο προς την εξέγερση. Αλλά δεν βλέπουμε να συμβαίνει αυτό ιστορικά: οι περισσότερες μεγάλες στιγμές μαζικής κοινωνικής σύγκρουσης, όπου τέθηκε συγκεκριμένα το ζήτημα της επαναστατικής ρήξης, ήταν επίσης στιγμές όπου η πολιτική Αριστερά κατόρθωνε να συγκεντρώσει την εκλογική στήριξη μεγάλου τμήματος των εργαζόμενων τάξεων και να χτίσει μεγάλες και αγωνιστικές οργανώσεις ικανές να αναπλάθουν την «κοινή λογική» που επικρατεί στην εργατική τάξη από τα μέσα της.

Είναι αυτή η αντι-ηγεμονική δυνατότητα –αυτός ο οργανικός δεσμός με την εργατική τάξη– που έχει χαθεί. Η χίμαιρα μιας «ένωσης της Αριστεράς» ή «προκριματικών εκλογών του λαού», με την ελπίδα να συγκεντρώσει όλες τις υπάρχουσες οργανώσεις πίσω από μια κοινή υποψηφιότητα και έτσι να αθροίσει τα (μικρά) τους σκορ, δεν θα μας βγάλει από το βάλτο που βρισκόμαστε. Τα προβλήματα είναι πολύ βαθύτερα και θα χρειαστούν αντιμετώπιση στη δύσκολη περίοδο μπροστά μας. Η ενότητα είναι αναγκαία πολιτικά (και εκλογικά), αλλά οφείλει να επισφραγίζεται από την κοινή βάση ενός σχεδίου ρήξης –και όχι ένα θολό πρόγραμμα στο πλευρό δυνάμεων και προσώπων που συνέβαλαν στην καταστροφική διακυβέρνηση Φρανσουά Ολάντ και θέλουν λιγότερο ή περισσότερο μια ανανέωση των ίδιων νεοφιλελεύθερων πολιτικών.

Είναι πράγματι αναγκαίο να οικοδομήσουμε πλατιές κινητοποιήσεις ενάντια στον Ζεμούρ και το σχέδιό του, όπως αυτήν την Κυριακή στο Παρίσι (και όπως έκανε την περασμένη βδομάδα ο λαός της Μασσαλίας). Αλλά αυτή η κινητοποίηση δεν πρέπει να εστιάζει υπερβολικά σε αυτό το απειλητικό άτομο, με αντίτιμο να αφήνει ανοιχτό γήπεδο στην Λεπέν και το RN, ή να υποτιμά την αναγκαία πάλη ενάντια σε όλα όσα διευκόλυναν την άνοδο του Ζεμούρ. Αυτό σημαίνει να αγωνιστούμε ενάντια στην κανονικοποίηση (και τη ριζοσπαστικοποίηση) της Ισλαμοφοβίας στα ανώτερα επίπεδα του κράτους, όπως και στα ΜΜΕ, και να αντισταθούμε στον κρατικό αυταρχισμό που εκφράζεται καθημερινά στη μοίρα που έχει επιβληθεί στους μετανάστες και στην επιτήρηση των εργατικών και μεταναστευτικών γειτονιών.

Τέλος, αν θέλουμε να πετύχουμε μόνιμες νίκες ενάντια στο φασισμό και την άνοδό του, δεν μπορούμε να είμαστε ικανοποιημένοι με αποσπασματικές κινητοποιήσεις ή με το να απωθήσουμε την υποψηφιότητα του Ζεμούρ. Δεν μπορούμε να αποφύγουμε την ανάγκη ανοικοδόμησης μιας μαζικής οργάνωσης, ικανής να προωθήσει μια πολιτική εναλλακτική στον φυλετικό, πατριαρχικό καπιταλισμό –και στις λαϊκές κινητοποιήσεις όπως και στις εκλογές.

Ετικέτες