Η εκλογή του Κασσελάκη στην ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ισοδυναμεί με την πολιτική διάλυση του ΣΥΡΙΖΑ ως ενός κόμματος της (έστω μετριοπαθούς) Αριστεράς.
Δύο μείζονες παρεμβάσεις του Κασσελάκη είναι, κατά τη γνώμη μας, πλήρως αποδεικτικές του ισχυρισμού. Η πρώτη αφορά την κατάπτυστη ανακοίνωση του ΣΥΡΙΖΑ, την ώρα που άρχιζε η ιστορική σφαγή στη Γάζα, που επέλεξε να δηλώσει αλληλεγγύη στο Κράτος του Ισραήλ. Η δεύτερη αφορά την «ομολογία πίστεως» της νέας ηγεσίας του ΣΥΡΙΖΑ μπροστά στους βιομηχάνους του ΣΕΒ, όπου ο Κασσελάκης επέλεξε να υπογραμμίσει την «αποδαιμονοποίηση» του κεφαλαίου, αλλά και τη «δαιμονοποίηση» της ταξικής πάλης, σηκώνοντας ως σημαία του κόμματός του τις μπουρδολογίες περί «good business». Δευτερεύον στοιχείο, αλλά πραγματικά αστείο, είναι το ότι αυτές οι αραχνιασμένες ιδέες, με ηλικία πολλών δεκαετιών στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ, προβάλλονται εδώ ως συστατικά πολιτικής «καινοτομίας». Η υπόκλιση στο εμβληματικό σημείο της ευρωατλαντικής στρατηγικής και η χωρίς προσχήματα προσχώρηση στη στρατηγική και στη μέθοδο της ταξικής συνεργασίας είναι, ίσως, μια «γλώσσα επικοινωνίας» με ανθρώπους όπως ο ναύαρχος Αποστολάκης ή η Θοδώρα Τζάκρη, είναι όμως επίσης μια προαναγγελία ρήξης με τους πολλούς αριστερούς ανθρώπους που παραμένουν στο έδαφος της συλλογικής δράσης, της οργανωμένης σχέσης με το κίνημα κ.ο.κ.
Ο Κασσελάκης αναζητά αίγλη μέσα από την «αδιαμεσολάβητη» εκλογή του στην ηγεσία. Πρόκειται για ανέκδοτο. Όποιος διατηρεί στοιχειωδώς ζωντανά τα πολιτικά του κριτήρια, κατανοεί ότι αυτός ο τρόπος εκλογής μόνο «αδιαμεσολάβητος» δεν είναι. Διαμεσολαβείται, και μάλιστα καθοριστικά, από τα διαθέσιμα κεφάλαια κάθε υποψηφίου, από την υποστήριξη ισχυρών κέντρων της κυρίαρχης τάξης και συνακόλουθα από τη στάση των συστημικών ΜΜΕ που στην περίπτωση του Κασσελάκη δημιούργησαν εκ του μηδενός το προφίλ ενός «κομήτη» που ερχόταν «να τα σαρώσει όλα» και να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για «να ρίξει τον Μητσοτάκη».
Η νίκη του Κασσελάκη ήταν ολοφάνερα καθεστωτική επιλογή και προτίμηση για τη θέση της ηγεσίας στην αξιωματική αντιπολίτευση.
Η «αδιαμεσολάβητη» εκλογή υπήρξε μια καινοτομία του Γ. Παπανδρέου, μέσα στο μισοδιαλυμένο από τη λαίλαπα του «εκσυγχρονισμού» ΠΑΣΟΚ, με στόχο να χτίσει ένα κάποιο ηγετικό προφίλ απέναντι στις (όχι αδικαιολόγητες) ενστάσεις για τις πολιτικές ικανότητές του. Η «αδιαμεσολάβητη» εκλογή υπήρξε αναντικατάστατη προϋπόθεση για να αρπάξει την ηγεσία της ΝΔ το αουτσάιντερ Κυριάκος Μητσοτάκης. Αξίζει όμως να σημειωθεί ότι τόσο ο Γ. Παπανδρέου όσο και ο Κυρ. Μητσοτάκης προσέλκυσαν στην κάλπη τους ποιοτικά μεγαλύτερους αριθμούς ψηφοφόρων σε σύγκριση με το σκορ του Στ. Κασσελάκη.
Αυτή η διαλυτική για όλα τα κόμματα «συνήθεια» στην επιλογή ηγεσίας, μεταφέρθηκε μέσα στις γραμμές της Αριστεράς από τον Αλέξη Τσίπρα, στην εποχή του ζενίθ του καιροσκοπισμού του. Θέλοντας να κατοχυρώσει την απόλυτη αρχηγική εξουσία του, ζήτησε και πήρε το δικαίωμα της «αδιαμεσολάβητης» εκλογής (αντιγράφοντας τον Γ. Παπανδρέου) και δυναμιτίζοντας τις δομές του κόμματός του και τα όποια αποθέματα πολιτικής συγκρότησης είχαν επιβιώσει της εποχής του μνημονίου 3. Όπως ο κάθε μαθητευόμενος μάγος, «λησμόνησε» να οχυρώσει καταστατικά, έστω και σε στοιχειώδες επίπεδο, αυτήν την καινοτομία που, τότε, έκοψε και έραψε στα μέτρα του εαυτού του. Όταν έφτασε η ώρα της κατάρρευσής του, άφησε πίσω του ένα μπάχαλο. Ο ΣΥΡΙΖΑ του Αλέξη Τσίπρα βρέθηκε σε αυτό το καθοριστικό για ένα κόμμα ζήτημα, στα δεξιά τόσο των Ιταλών μετα-κομμουνιστών που διάλυσαν το PCI μέσα από διαδοχικά συνέδρια και σαφείς πλειοψηφίες-μειοψηφίες, όσο και στα δεξιά της ευρωπαϊκής σοσιαλδημοκρατίας όπου οι αποφάσεις για την αλλαγή ηγεσίας (πχ στο SPD) προκύπτουν μέσα από μια κατά πολύ πιο ρυθμισμένη και σαφή οργανωτική/καταστατική λειτουργία.
Είναι σαφές ότι την πόρτα για τον Στ. Κασσελάκη άνοιξε στον ΣΥΡΙΖΑ ο Αλ. Τσίπρας. Όμως όχι μόνο. Αν εξετάσει κανείς τη σύνθεση της σημερινής ηγετικής ομάδας στον ΣΥΡΙΖΑ, τότε προκύπτει αβίαστα το συμπέρασμα ότι οι άνθρωποι που κρατάνε στα πόδια του τον Κασσελάκη, είναι η έμπιστη «προεδρική φρουρά» του Αλέξη Τσίπρα. Ο Κασσελάκης είναι «προϊόν» της πολιτικής του Τσίπρα και μπορεί να κάθεται στην καρέκλα του μόνο λόγω της υποστήριξης του πιο έμπιστου στελεχικού δυναμικού του Τσίπρα σε αυτή τη «μετάβαση». Το πόσο προσωρινή θα είναι αυτή η «μετάβαση», το πόσο θα διαρκέσει η καταστροφή κάθε έννοιας και συμβόλου που συνδέουν τον ΣΥΡΙΖΑ με τη θυελλώδη αντιμνημονιακή περίοδο, το εάν και πότε θα προκύψει μια ευρύτερη σοσιαλδημοκρατική «ανασύνθεση», το εάν και πότε θα κληθεί ξανά ο Τσίπρας σε άμεσο ηγετικό ρόλο μετά το τέλος της βρώμικης δουλειάς, είναι ερωτήματα που θα απαντηθούν στις μελλοντικές εξελίξεις.
Προς το παρόν, ο Κασσελάκης που εκλέχτηκε ως ο «καταλληλότερος» για να ρίξει τον Μητσοτάκη, διασφαλίζει με βήμα γοργό την εκλογική… συρρίκνωση του ΣΥΡΙΖΑ. Σύμφωνα με τον έμπειρο εκλογολόγο του ΣΥΡΙΖΑ, Κ. Πουλάκη, η «προβολή» των ψήφων στις περιφερειακές εκλογές δείχνει μεγάλη εκλογική υποχώρηση του ΣΥΡΙΖΑ στο 12,8%, οριακά μπροστά από το ΠΑΣΟΚ (12,2%), με μεγάλες απώλειες προς το ΚΚΕ, που εμφανίζεται να ξεπερνά το 10%. Η δημοσκόπηση της GPO που επιβεβαίωσε δημοσκοπικά αυτά τα ποσοστά, συνοδεύτηκε με ένα δηλητηριώδες ερμηνευτικό σχόλιο: Φαίνεται ότι οι αριστεροί ψηφοφόροι επιμένουν στο να θέλουν να ψηφίζουν ένα αριστερό κόμμα.
Οι μετρήσεις αυτές έχουν γίνει πριν η πολιτική κρίση του ΣΥΡΙΖΑ φτάσει στη δοκιμασία μιας πιθανής διάσπασης. Το μέλλον του Κασσελάκη δεν θα κριθεί μέσα σε μια «κανονικότητα», με εγγυημένους τους συσχετισμούς όπως τους γνωρίσαμε. Στις ευρωεκλογές, η δεύτερη θέση είναι ζητούμενο εν αμφιβολία για τον ΣΥΡΙΖΑ, που πιθανώς μπορεί να βρεθεί να παλεύει ακόμα και για την τρίτη θέση. Και τότε η σοσιαλδημοκρατική ανασύνθεση θα παιχτεί με τελείως διαφορετικούς όρους και το γήπεδο για την επιστροφή εξ εφεδρείας του Αλ. Τσίπρα, μπορεί να αποδειχθεί τελικά ξερό και άγονο.
Το ερώτημα του πώς έφτασε σε αυτό το χάλι ένα κόμμα που 6 μήνες πριν διεκδικούσε ρόλο «κυβερνώσας Αριστεράς», παραμένει σημαντικό.
Το παρελθόν μετράει
Οι συνηθισμένες στον Τύπο αγιογραφίες για τον Τσίπρα, ξεκινούν από τον ισχυρισμό ότι αυτός «πήρε» τον ΣΥΡΙΖΑ στο 4,5% και «τον εκτόξευσε» αρχικά στην κυβέρνηση και στη συνέχεια στην ισχυρή θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης.
Δεν έχουν σχέση με την πραγματικότητα. Γιατί υποτιμούν το ρόλο μεγάλων κοινωνικών δυνάμεων και πολιτικών συγκρούσεων που καθόριζαν τις εξελίξεις και που, μέσα σε αυτές, ο Τσίπρας ελισσόταν ως ένας τακτικιστής με αποφασιστικό κριτήριο, από ένα σημείο και μετά, το δικό του ρόλο σε θέση εξουσίας. Χωρίς στρατηγική, χωρίς σταθερότητα σε κοινωνικές αναφορές και γι’ αυτό χωρίς προοπτική. Η εικόνα που αποκαλύφθηκε το 2023, ωρίμαζε στις κρίσιμες επιλογές του 2015, στη μνημονιακή-νεοφιλελεύθερη πολιτική του 2015-19, στην εκλογοκεντρική «μετατόπιση προς το κέντρο» του 2019-23, που έχτιζαν τα θεμέλια για την πολιτική/εκλογική συντριβή του Μάη-Ιούνη του ’23 και την υποχρεωτική παραίτηση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εκτοξεύτηκε στα πλειοψηφικά ποσοστά που έκαναν εφικτό το σχέδιο «κυβέρνηση Αριστεράς», όχι γιατί η ηγεσία του είχε κάποιες ιδιαίτερες πολιτικές ικανότητες (ο στενός τακτικισμός ήταν ορατός και σε εκείνη την περίοδο), αλλά γιατί κολοσσιαίες εργατικές και λαϊκές δυνάμεις συγκρούστηκαν με τα μνημόνια και απαιτούσαν την ανατροπή της κυβέρνησης Σαμαρά-Βενιζέλου με κάθε αναγκαίο μέσο, συνδυάζοντας το «δρόμο» με τις κάλπες.
Μετά το Γενάρη του 2015, κομβικές επιλογές του Τσίπρα (ΑΝΕΛ-Παυλόπουλος), αλλά και η κυβερνητική πολιτική του, ήταν κατώτερες των περιστάσεων και των δυνατοτήτων. Η συνταγή της «διαπραγμάτευσης» με όριο το «πάση θυσία μέσα στο ευρώ», ήταν αυτοεγκλωβισμός στην πορεία προς το μνημόνιο 3 (συμφωνία 20ης Φλεβάρη).
Σε αυτήν την πορεία συνθλιβής έγινε η τελευταία απόπειρα ριζοσπαστικής αντίδρασης με την καταφυγή στο Δημοψήφισμα. Είναι κοινό μυστικό ότι μέσα σε αυτές τις πιέσεις ο Τσίπρας πολιτικά και ηγετικά κατέρρευσε. Τον κράτησαν όρθιο (;) κάποιοι που σήμερα κατηγορούνται ως «βαρίδια» και υπονομευτές και κάποιοι που έφυγαν το καλοκαίρι του 2015. Το Δημοψήφισμα πραγματοποιήθηκε και κερδήθηκε, γιατί ένα μεγάλο τμήμα της οργανωμένης βάσης και στελεχικής δομής του ΣΥΡΙΖΑ (αυτός ο συκοφαντημένος «στενός» ΣΥΡΙΖΑ) απέκλεισε την απόπειρα ακύρωσής του και όρμησε να το κάνει και να το κερδίσει.
Μετά την «κωλοτούμπα» εκδηλώθηκαν άλλες κολοσσιαίες δυνάμεις. Η κυβέρνηση Τσίπρα έμεινε ζωντανή με επιλογή της Μέρκελ και των ευρωηγεσιών, αλλά και τις ψήφους των ΝΔ-ΠΑΣΟΚ στη Βουλή που έδωσαν πλειοψηφία στο μνημόνιο 3, ενάντια στην ανταρσία μεγάλου τμήματος της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ, την αποχώρηση του μισού κόμματος και της μεγάλης πλειοψηφίας της Νεολαίας.
Στις εκλογές του Σεπτέμβρη του ’15, ο Τσίπρας είχε το πλεονέκτημα της αμφιβολίας των λαϊκών μαζών, αλλά και την ανοιχτή υποστήριξη της ντόπιας κυρίαρχης τάξης και της Μέρκελ, που πίεσαν τη ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ να δεχθούν να πάνε σε εκλογές-αυτοκτονία, χωρίς να προκαλέσουν μείζονα πολιτική κρίση (μια εύκολη, τότε, ανατροπή του Τσίπρα). Το νόημα ήταν σαφές: στον ΣΥΡΙΖΑ του Τσίπρα ανατίθονταν το «έργο» της επιβολής στην πράξη του μνημονίου 3, σε συνθήκες πολύτιμης για τους καπιταλιστές κοινωνικής ειρήνευσης. Ήταν η στρατηγική ήττα των ηγετικών στελεχών του ΣΥΡΙΖΑ, γιατί ανέλαβαν να υλοποιήσουν αυτοί, την πολιτική των αντιπάλων της κοινωνικής βάσης τους.
Οι ηγετικές αρετές του Τσίπρα δεν επιβεβαιώθηκαν στην κυβερνητική πορεία: το «παράλληλο πρόγραμμα» έμεινε στα λόγια, το μνημόνιο 3 «υιοθετήθηκε» πλήρως, η συμφωνία με τους δανειστές το 2018 (αυτή η έξοδος της «χώρας» από τα μνημόνια) μονιμοποίησε και νομιμοποίησε όλες τις δραματικές μνημονιακές περικοπές που αφορούν εργατικά και κοινωνικά δικαιώματα.
Η πολιτική ήττα από τον Μητσοτάκη το 2019 ήταν το φυσιολογικό και αναμενόμενο αποτέλεσμα. Ο Τσίπρας, όπως είχε διαμορφωθεί από τα κυβερνητικά πεπραγμένα, απέκλεισε κάθε σοβαρή συζήτηση απολογισμού/αυτοκριτικής. Έχοντας χάσει την πολιτική επαφή και την εμπιστοσύνη στους «από κάτω», ήλπιζε ότι θα επανέλθει στην εξουσία με τη «διεύρυνση» και τη «στροφή προς το Κέντρο». Γέμισε το κόμμα του με περσόνες και διάλυσε κάθε έννοια συγκροτημένης και δομημένης λειτουργίας. Η παγίδα της αυταρέσκειας είχε στηθεί: Βάδιζε προς την πανωλεθρία και νόμιζε ότι βαδίζει προς τον θρίαμβο, ενώ δίπλα του δεν είχε απομείνει κάτι ικανό να τον προειδοποιεί.
Η εκλογική συντριβή του Μάη-Ιούνη του ’23, ήταν αποτέλεσμα της αντιπολιτευτικής γραμμής της περιόδου 2019-23, αλλά και της μεταχρονολογημένης γνωμάτευσης του κόσμου για το 2015. Το πλεονέκτημα της αμφιβολίας δεν υπήρχε πλέον, οι εργατικές και λαϊκές μάζες συναισθάνονταν τι είχε συμβεί και απέσυραν μαζικά την εμπιστοσύνη τους. Η ψήφος των εργατικών συνοικιών της Αθήνας και του Πειραιά απέδειξε ότι ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν πλέον ένα κατά πολύ πιο αδύναμο κόμμα.
Σε αυτές τις συνθήκες, ο «σαλταδορισμός» με τον Κασσελάκη είναι πολύ κοντά στην πολιτική αυτοκτονία. Όμως ο άκρατος τακτικισμός του Τσίπρα είχε προειδοποιήσει: όταν αγκαλιαζόταν με τον Καμένο, όταν παίνευε τον Μακρόν, όταν κατατρίβοταν με τον Τζέφρι Παγιάτ και τον Μπέντζαμιν Νετανιάχου, έστελνε μήνυμα ότι δεν έχει όρια στη μετατόπισή του προς τα δεξιά. Η ιδέα για την προοπτική ενός Δημοκρατικού Κόμματος, όπως στις ΗΠΑ, δεν είναι «ξενόφερτη» μέσω Κασσελάκη, αντίθετα εδράζεται στη μετάλλαξη της ηγετικής ομάδας του Τσίπρα, μέσα από τα πεπραγμένα της σε όλη αυτή τη θυελλώδη περίοδο.
Αριστερή πτέρυγα;
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, πέρα από τα απλά μέλη, υπάρχουν στελέχη και ομάδες που δεν συμμερίζονται ισοβαρώς αυτή την ευθύνη.
Κάποιοι από αυτούς πέρασαν ξανά μέσα στην πολιτική ζωή τους από τη δοκιμασία της οριστικής μετάλλαξης προς το σοσιαλφιλελευθερισμό. Κάποιοι έχουν περάσει μέσα από την άρνηση να ενταχθούν στο ΠΑΣΟΚ του σημιτικού «εκσυγχρονισμού», άλλοι πέρασαν μέσα από τη μάχη για το «Κ» (όπως κομμουνισμός, όπως κόμμα) στην εποχή της στροφής του Κύρκου προς την ΕΑΡ και τη σοσιαλδημοκρατικοποίηση.
Είναι πραγματική δοκιμασία να ακούει κανείς τις θρασύτατες αποκηρύξεις αυτού του «στενού» ΣΥΡΙΖΑ «του 3%» από αδίστακτους/ες αριβίστες/στριες που στελεχώνουν σήμερα τον κεντρικό «μηχανισμό» του ΣΥΡΙΖΑ ή να διαβάζει για τις διαγραφές τους στο twitter του (αυτοδημιούργητου εφοπλιστή) Κασσελάκη.
Η πολιτική και οργανωτική ρήξη τους με αυτό το κόμμα-παρωδία είναι αντικειμενικά αναγκαία, έχει προαναγγελθεί, αλλά προς το παρόν αναβάλλεται. Η αναβλητικότητα δεν χαρακτηρίζει, όμως, τη βάση τους στα κομματικά μέλη. Όποιος έχει μάτια βλέπει τις αποχωρήσεις που, φωναχτά ή σιωπηλά, πολλαπλασιάζονται μέσα από τις γραμμές του ΣΥΡΙΖΑ.
Είναι γεγονός ότι αυτός ο κύκλος στελεχών ξεκινά από κάποιες βασικές αδυναμίες.
-Δεν έκανε τα δέοντα στην κρίσιμη καμπή του 2015.
-Αυτολογοκρίθηκε και δεν φώναξε δημόσια αντιρρρήσεις στην εποχή που ο Τσίπρας ευθυγράμμιζε την πραγματική πολιτική του ΣΥΡΙΖΑ με το μνημόνιο 3.
-Πειθάρχησε και δεν πήρε πρωτοβουλίες στην περίοδο της «στροφής προς το Κέντρο» και της εκλογοκεντρικής αντιπολίτευσης στον Μητσοτάκη.
-Δεν σήκωσε το αναγκαίο δημόσιο Όχι στα τελικά μέτρα οργανωτικού εκφυλισμού που πέρασε ο Τσίπρας στο συνέδριο, επιβάλλοντας την «αδιαμεσολάβητη» ανάδειξη του Προέδρου, αλλά και της ΚΕ (!) του κόμματος.
Είναι αναμφισβήτητο ότι οι αντιδράσεις τους είναι καθυστερημένες. Θα ήταν πραγματικά ευχάριστο να αντιδράσουν αποτελεσματικά, μαζί με τη μέγιστη εφικτή μάζα των μελών. Να βγουν από το βάλτο του σοσιαλφιλελευθερισμού και να παρουσιάσουν ένα κάποιο νέο ξεκίνημα. Να δώσουν μια συγκροτημένη και πειστική αυτοκριτική για τα δικά τους πεπραγμένα μέσα στον ΣΥΡΙΖΑ των τελευταίων 10 χρόνων, και να θέσουν τα βασικά σημεία της αυτοκριτικής τους στη δοκιμασία της πράξης μέσα στο κίνημα. Δυστυχώς όμως, δεν έχουν δείξει μέχρι τώρα τέτοια σημάδια.
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά