O οικονομολόγος Πέτρος Σταύρου απαντάει σε τρία ερωτήματα που του έθεσαν τα «Ενθέματα» (Κυριακάτικη Αυγή 30-31/5): α) Πώς αποτιμάτε το διάστημα από τη συμφωνία της 20/2 έως σήμερα; Έγιναν λάθος εκτιμήσεις από την ελληνική πλευρά, υπαναχώρησαν οι εταίροι, πού έχουμε φτάσει; β) Η συμφωνία: Τι πρέπει, κατά τη γνώμη σας, να περιλαμβάνει μια συμφωνία για να την υπογράψει η κυβέρνηση; γ) Η ρήξη: Πώς ορίζετε μια ρήξη; Ποιοι είναι οι κίνδυνοι και οι προοπτικές από μια τέτοια εξέλιξη;
1. Η αποτίμηση του διαστήματος από τις 20/2 έως σήμερα. Αν δεν με απατά η μνήμη μου, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), δέκα μόλις μέρες μετά τις εκλογές και την άνοδο της νέας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, προέβη στην εξαιρετικά επιθετική κίνηση να βγάλει το ελληνικό τραπεζικό σύστημα εκτός της ομαλής χρηματοδότησης του ευρωσυστήματος, και να ξεκινήσει έτσι η στάγδην χρηματοδότηση του ELA. Δεν υπήρχε κανένας σοβαρός οικονομικός λόγος που να δικαιολογούσε αυτή την επιθετική κίνηση. Ήταν μια καθαρά πολιτική κίνηση εναντίον της νέας κυβέρνησης, με στόχο τον εκβιασμό της μέσω της ρευστότητας. Επειδή, τη συγκεκριμένη στιγμή που μιλάμε, δεν έχει σημασία τι έγινε, τι δεν έγινε και τι θα μπορούσε να γίνει θα πω μόνο τούτο: Η διαπραγμάτευση, κατά τη γνώμη μου --και αυτό δεν έχει να κάνει με τις φιλότιμες προσπάθειες της διαπραγματευτικής ομάδας-- έπρεπε να σταματήσει στις 20/2. Και έπρεπε να σταματήσει για δύο λόγους. Τον πρώτο τον είπα ήδη: είναι η εξαιρετικά επιθετική στάση της ΕΚΤ. Δεύτερον, διότι η διαπραγμάτευση ήταν, και είναι, μια διαδικασία που αφορά την τροποποίηση της δανειακής σύμβασης, και δεν μπορεί να έχει ως αντικείμενο τον ΦΠΑ των νησιών ή, πολύ περισσότερο, τα εργασιακά ή το ασφαλιστικό.
2. Οι όροι της συμφωνίας. Θα μπορούσα να θεωρήσω προωθητική μια συμφωνία που όχι μόνο δεν θα πρόσθετε νέα υφεσιακά μέτρα αλλά θα έριχνε και δύο κόκκους άμμο στο «γρανάζι» της λιτότητας. Το λέω αυτό, διότι η λιτότητα δεν είναι απλώς ένα σύνολο περιοριστικών μέτρων, αλλά ένας μηχανισμός. Τα πρωτογενή πλεονάσματα, μαζί με τους μηχανισμούς επιτήρησης, τα ισοδύναμα μέτρα, τους άπιαστους στόχους και κυρίως την απομόχλευση συνιστούν ένα «σατανικό μύλο», ο οποίος, για να επαναλάβουμε τον Καρλ Πολάνυι, «αλέθει» την αγοραστική δύναμη και «σαμποτάρει» την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης. Δεν αρκεί, δηλαδή, η αποκατάσταση του βασικού μισθού και των στοιχειωδών εργασιακών σχέσεων, όταν ένα σημαντικό ποσοστό εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα δεν πληρώνεται για μήνες ολόκληρους και κινείται εκτός θεσμικών πλαισίων και των μνημονιακών νόμων συμπεριλαμβανομένων, αφού δεν καταβάλλονται ούτε οι νέοι κατώτατοι μισθοί.
Ας πάρουμε το ιδιωτικό χρέος των επιχειρήσεων προς τον τραπεζικό τομέα. Οι τραπεζικοί ισολογισμοί «τραβούν» ρευστότητα από τους ισολογισμούς των ιδιωτικών μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων για να «βουλώσουν τρύπες» και κατόπιν οι ιδιωτικές μη χρηματοπιστωτικές επιχειρήσεις απομοχλεύουν τους ισολογισμούς τους πάνω στους εργαζομένους τους, είτε απολύοντας τους, είτε μη πληρώνοντας τους. Ο τελευταίος τρόπος ισοδυναμεί με δανεισμό των επιχειρήσεων με κεφάλαια κίνησης από τους ίδιους τους εργαζόμενους.
Δεν αρκεί το φρενάρισμα της λιτότητας, καθώς αυτή επιστρέφει ξανά και ξανά, αφού, όπως είπαμε, πρόκειται για μηχανισμό. Εκείνο που χρειάζεται είναι το μπλοκάρισμα του μηχανισμού, ώστε να μη γεννά λιτότητα. Ο μηδενισμός των πλεονασμάτων, που ούτως ή άλλως κατανέμονται στους δανειστές (ως γνωστόν, το δημοσιονομικό πλεόνασμα είναι εξαρχής κατανεμημένο στους πιστωτές του δημοσίου, και όχι στις κοινωνικές ανάγκες), και όχι απλώς η μείωσή τους, θα μπορούσε να είναι η αρχή μιας τέτοιας προσπάθειας. Στη λογική αυτή, οι «κόκκινες γραμμές» θα αποδειχθεί ότι δεν έχουν, εν τέλει, σημασία όταν αποτελούν απλά «αναχώματα». Εκείνο που απαιτείται είναι μια ενοποίηση των κόκκινων γραμμών σε μια στρατηγική ανατροπής της λιτότητας. Και εδώ χρειάζεται να δούμε τα πράγματα αντίστροφα. Στόχος δεν είναι η έξοδος από το Μνημόνιο, αλλά, με όπλο την ακύρωση του Μνημονίου, η έξοδος από τη λιτότητα.
3. Η ρήξη: κίνδυνος ή προοπτική; Η ρήξη ξεκινά από την αθέτηση πληρωμών· όμως, δεν πρόκειται για μια αναγκαστική αθέτηση αλλά για μια πραγματική επιλογή. Το να μην πληρώσεις γιατί δεν έχεις πόρους δεν συνιστά ρήξη, εφόσον μπορεί σε μεταγενέστερο χρόνο να σε οδηγήσει σε μια πιο επώδυνη συμφωνία. Οι δανειστές μπορούν να περιμένουν έναν οφειλέτη σε μεγάλη ανάγκη. Ο χρόνος είναι με το μέρος τους.
Η ρήξη, δηλαδή το χρεοστάσιο, αν είναι να γίνει πρέπει να γίνει εντός ευρώ και αυτό γιατί πρέπει να αναμετρηθούμε με τις υποχρεώσεις μας (liabilities) και να επιβάλλουμε τις απαιτήσεις μας (claims). Οι υποχρεώσεις μας και οι απαιτήσεις μας αποτιμώνται σε ευρώ. Αυτή είναι και η πραγματική έννοια του χρήματος στον καπιταλισμό. Στην ουσία, αν το καλοσκεφτεί κανείς, η ρευστότητα είναι μια μετωνυμία της ποσότητας του χρήματος. Η ρευστότητα, στη σημερινή συγκυρία, συνιστά πρόβλημα διότι η ποσότητα του χρήματος είναι πολύ μικρή και σε ακινησία. Όταν λοιπόν αρχίσεις και βλέπεις το χρήμα ως το σύνολο των υποχρεώσεων και των απαιτήσεων που διαθέτουμε ως οικονομία γίνεται αντιληπτό ότι η αντιμετώπιση του προβλήματος μπορεί να αρχίσει με μια επαναδιευθέτηση των χρηματοροών. Εφόσον λοιπόν το χρήμα είναι λίγο, τότε λίγες είναι και οι υποχρεώσεις μας. Κάποια δάνεια δεν μπορούν να πληρωθούν και θα πρέπει να «σβηστούν» από τις απαιτήσεις στους ισολογισμούς των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων. Από την άλλη, εφόσον βάλουμε τις απαιτήσεις μας πάνω στο πεδίο της σύγκρουσης μπορούμε να δούμε ποιες πολιτικές αυξάνουν τη χρηματική ποσότητα που θα καλύψει αυτές τις απαιτήσεις. Η αύξηση της πίστωσης για νέες επιχειρήσεις κοινωνικού ή συνεταιριστικού χαρακτήρα, που θα παράγουν εισόδημα και όχι κέρδη, είναι μια τέτοια πολιτική. Όμως η αύξηση του πιστωτικού χρήματος που κατευθύνεται σε συγκεκριμένες επενδύσεις απαιτεί και νέου τύπου πιστωτικούς οργανισμούς. Η ρήξη είναι μια διαδικασία κατά την οποία το ένα ριζοσπαστικό μέτρο φέρνει το άλλο.
Η επαναδιευθέτηση των χρηματοροών μέσω της επαναδιευθέτησης των υποχρεώσεων και των απαιτήσεων της οικονομίας αλλά κυρίως των υποχρεώσεων και των απαιτήσεων των κοινωνικών στρωμάτων που εκπροσωπεί η αριστερά είναι η εκ των ων ουκ άνευ συνθήκη για να ξεπεραστεί το πρόβλημα της ρευστότητας.
Εκεί που χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή είναι στο τραπεζικό σύστημα. Αν καταφύγουμε σε μια αθέτηση πληρωμών τότε η ΕΚΤ και μέσω της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης θα μπλοκάρει το σύνολο των καταθέσεων και θα απαγορεύεται η μεταφορά κεφαλαίων από ελληνική τράπεζα σε ελληνική τράπεζα. Θα είναι μια κατάσταση σαν η μια τράπεζα να μην αναγνωρίζει το ευρώ της άλλης. Η ρήξη για να είναι αποτελεσματική πρέπει να αναλάβει και τον πλήρη έλεγχο των καταθέσεων που βρίσκονται στις ελληνικές τράπεζες. Αυτό γίνεται μόνο με απόσπαση του τραπεζικού συστήματος από την κηδεμονία της ΕΚΤ και της ευρωπαϊκής τραπεζικής ένωσης. Το τελευταίο αποτελεί υψίστης σημασίας πολιτική κίνηση και θα προσδώσει βάθος και αντοχή στην αντίσταση στις πολιτικές λιτότητας. Το ότι δεν μπορούμε να «τυπώνουμε» ευρώ (ούτως ή άλλως δεν μπορούμε εντός της Ε.Ε.) δεν σημαίνει ότι δεν μπορούμε να το χρησιμοποιούμε αυξάνοντας την ποσότητα του. Και οι τρόποι να το κάνουμε αυτό, στη δεδομένη συγκυρία, είναι τρείς: Μηδενισμός πλεονασμάτων, αύξηση της πίστωσης και μια ελάχιστη παραγωγική ανασυγκρότηση. Και οι τρεις απαιτούν ριζοσπαστικές πολιτικές, και όχι επώδυνες συμφωνίες.