Κρίση στο μπλοκ της Άστανα ή ένοπλη διαπραγμάτευση;
Στην επαρχία της Ιντλίμπ δοκιμάζεται αυτές τις μέρες ο άμαχος πληθυσμός που παίρνει για άλλη μια φορά το δρόμο της προσφυγιάς και κινδυνεύει είτε από βομβαρδισμούς, είτε από το κρύο στους αυτοσχέδιους καταυλισμούς στα σύνορα Συρίας-Τουρκίας. Αλλά συγχρόνως δοκιμάζεται και η διάταξη των συμμαχιών στην περιοχή. Είναι μια επαρχία που «συμπυκνώνει» τη φάση στην οποία βρίσκεται ο πόλεμος στη Συρία και οι εξελίξεις σε αυτή κρίνουν και τη συνέχειά του.
Το 2017, οι δυνάμεις του «μπλοκ της Άστανα» (Ρωσία, Ιράν, Τουρκία) είχαν συμφωνήσει στη δημιουργία τεσσάρων «ζωνών αποκλιμάκωσης». Στη διάρκεια ενός χρόνου, η μία μετά την άλλη ανακαταλήφθηκαν από τις ένοπλες δυνάμεις του Μπασάρ Αλ Άσαντ. Το 2018, ο Ερντογάν επενέβη (πολιτικά) για να διασώσει την τελευταία «ζώνη αποκλιμάκωσης», που είχε απομείνει στον έλεγχο των αντικαθεστωτικών, την Ιντλίμπ. Με τη συμφωνία του Σότσι (μεταξύ Ρωσίας-Τουρκίας) αποφασίστηκε η εγκαθίδρυση μιας «αποστρατιωτικοποιημένης ζώνης», υπό την εποπτεία τουρκικών και ρωσικών στρατιωτικών φυλακίων. Για τον Ερντογάν, η παρέμβαση στην Ιντλίμπ είχε ξεχωριστή σημασία για μια σειρά λόγους.
α) Σε αυτήν έχουν συγκεντρωθεί εκατοντάδες χιλιάδες εσωτερικοί πρόσφυγες, που προτιμούσαν να διαφύγουν από την «επιστροφή του καθεστώτος» σε άλλες πόλεις. Μια καινούργια «έξοδός» τους –χωρίς άλλο μέρος να πάνε πλέον– θα δημιουργούσε νέα «πίεση» στα σύνορα της Τουρκίας (στο εσωτερικό της οποίας η αρχική στάση φιλοξενίας έχει μεταστραφεί σε κλίμα εχθρότητας και πίεσης «να επιστρέψουν επιτέλους στη Συρία»).
β) Είναι η τελευταία επαρχία όπου δρουν αντικαθεστωτικές δυνάμεις φιλικές με την Άγκυρα (π.χ. Αδελφοί Μουσουλμάνοι). Η συντήρηση αυτής της κατάστασης –τουλάχιστον μέχρι την κατάληξη της διαδικασίας «πολιτικής λύσης»– θα επέτρεπε στον Ερντογάν να διασκεδάσει τις εντυπώσεις στις γραμμές των αντικαθεστωτικών, που αισθάνονταν «προδομένοι» (αυτό το αίσθημα εξηγεί εν μέρει την περεταίρω ενίσχυση της σκληρής κι ανεξέλεγκτης τζιχαντιστικής συμμαχίας Hayet Tahrir Al Sham όλο αυτό το διάστημα), και να συνεχίσει να εμφανίζεται ως «προστάτης» τους.
γ) Σε συνάρτηση με τα παραπάνω, η Ιντλίμπ αποτελούσε «χαρτί» του Ερντογάν στη διαπραγμάτευση με τον Άσαντ για το ρόλο της Τουρκίας στη μεταπολεμική Συρία. Ο Τούρκος πρόεδρος θα διατηρούσε «πόδι» στη χώρα και ταυτόχρονα θα «πουλούσε» το ότι αυτός απάλλαξε τον Άσαντ από τους τζιχαντιστές.
Η συμφωνία του Σότσι προέβλεπε μεταξύ άλλων «την αποκατάσταση της διέλευσης στις λεωφόρους Μ4 (Αλέπο-Λατάκια) και Μ5 (Αλέπο-Χάμα-Δαμασκός)». Αυτό το «σημείο 8» της συμφωνίας ξεκίνησε να υλοποιεί ο στρατός του Άσαντ εδώ και πάρα πολλούς μήνες –και με μεγαλύτερη ένταση από τα τέλη Δεκέμβρη.
Αξίζει να σημειωθούν οι εξαιρετικά χαμηλοί τόνοι της Άγκυρας επί μήνες, αλλά και οι χλιαρές «προειδοποιήσεις για πιθανό νέο προσφυγικό κύμα» τις εβδομάδες μετά το Δεκέμβρη, την ίδια ώρα που οι άμυνες των αντικαθεστωτικών κατέρρεαν. Ο ρητορικός «καημός» για τους πρόσφυγες δεν αποτελεί αντίδραση κράτους που απειλούνται ζωτικά του συμφέροντα. Με αυτή την έννοια, επί βδομάδες αυτό που εξελισσόταν θύμιζε περισσότερο μια απλή «υλοποίηση του σημείου 8».
Οι τόνοι ανέβηκαν στις αρχές Φλεβάρη. Συνέβη, όταν προέκυψαν οι πρώτες απώλειες Τούρκων στρατιωτών, που ήταν σταθμευμένοι στην Ιντλίμπ –ένα γεγονός που από μόνο του άσκησε τεράστια (εσωτερική) πίεση στον Ερντογάν να αντιδράσει. Επίσης συνέβη αφότου οι αντικαθεστωτικές γραμμές είχαν καταρρεύσει και ο κυβερνητικός στρατός είχε αποκτήσει σχεδόν πλήρως τον έλεγχο της Μ5. Ένα γεγονός που γράφεται ότι είχε «προαναγγελθεί» στην πρόσφατη συνάντηση των επικεφαλής των μυστικών υπηρεσιών Συρίας και Τουρκίας στη Μόσχα και το οποίο αναλυτές ισχυρίζονται ότι ως τετελεσμένο «διευκολύνει» μια νέα συμφωνία Ρωσίας-Τουρκίας για αποκλιμάκωση. Επιπλέον, συνέβη, όταν κάποιοι ελιγμοί του στρατού του Άσαντ (προς τη μικρή πόλη Σαρακίμπ κ.α.) έδειξαν πρόθεση να προωθηθεί πέρα από τα (όποια) «συμφωνημένα» σε μια ευρύτερη επιχείρηση στην επαρχία. Ο κίνδυνος να μεγεθυνθεί το «προσφυγικό κύμα» και η πρόσφατη προϊστορία, όπου ο Άσαντ προτιμά να ανακαταλαμβάνει στρατιωτικά τις περιοχές «αποκλιμάκωσης» προτού ολοκληρωθεί η παράλληλη «πολιτική διαδικασία», για να δημιουργήσει ισχυρό τετελεσμένο «στο έδαφος», προκάλεσαν εκνευρισμό στην Άγκυρα.
Οι τουρκικές αντιδράσεις ως τώρα αφορούν μια ένταση της ρητορικής καταδίκης του Άσαντ, κινητοποίηση στρατού προς την πρωτεύουσα της Ιντλίμπ και δημιουργία νέων στρατιωτικών φυλακίων, πολύ πυκνές και συνεχείς συνομιλίες με τη Ρωσία και ένα τελεσίγραφο του Ερντογάν για «έμπρακτη κλιμάκωση» μετά τα τέλη Φλεβάρη.
Έχει διαμορφωθεί μια λεπτή ισορροπία. Φαίνεται ότι οι εξελίξεις παραμένουν στο έδαφος «διαπραγμάτευσης εντός Άστανα»: οι συνομιλίες με τη Ρωσία είναι πυκνές, ενώ η κατεύθυνση του τουρκικού στρατού είναι σε σημεία που δεν εμποδίζουν την προέλαση του συριακού και περισσότερο επιχειρούν προληπτικά να δημιουργήσουν «νέα οριοθέτηση» μεταξύ των δύο (απευθείας πλέον, χωρίς την παρουσία τζιχαντιστικών οργανώσεων αναμεταξύ τους ως αστάθμητο παράγοντα).
Αλλά την ίδια ώρα, το γεγονός ότι οι συνομιλίες Ρωσίας-Τουρκίας είναι διαδοχικές, χωρίς να καταλήγουν σε «ανακοινώσιμο» αποτέλεσμα (όπως συνέβη αρκετές φορές στο παρελθόν) και ο «συνωστισμός» στρατιωτικών δυνάμεων στο έδαφος, δείχνουν πόσο εύθραυστη μπορεί να αποδειχτεί η (και ένοπλη) διαπραγμάτευση. Πέρα από πιθανές κινήσεις εντυπωσιασμού, το κλίμα έντασης που έχει διαμορφωθεί, αντικατοπτρίζει και πραγματικές αβεβαιότητες και αγωνίες για τη σταθερότητα της «τακτοποίησης» στην Ιντλίμπ.
Στη σύνοδο του ΝΑΤΟ, ο Ακάρ, ο Τούρκος υπουργός Άμυνας, συνόψισε την τουρκική θέση πιο σοβαρά από τους ρητορικούς «λεονταρισμούς» Ερντογάν στο εσωτερικό της χώρας: «Στείλαμε επιπλέον στρατό για να εξασφαλίσουμε μια εκεχειρία και να την κάνουμε διαρκή. Θα λάβουμε όλα τα απαραίτητα μέτρα εναντίον όσων δεν συμμορφώνονται με την εκεχειρία, συμπεριλαμβανομένων των ριζοσπαστών…». Αυτό το σημείο, της «πάταξης των ριζοσπαστών», έχει αναδειχθεί ως κεντρικό στη ρητορική της Μόσχας για να υποστηρίξει τη στρατιωτική επιχείρηση του Άσαντ («η Τουρκία απέτυχε σε αυτόν το στόχο»…) και υπογραμμίζεται τελευταία και από τον Ακάρ («προειδοποιώ ακραία στοιχεία που προβοκάρουν επιθέσεις του στρατού του καθεστώτος»). Αλλά η απειλή όξυνσης είναι πάντα παρούσα –ακόμα κι από ατύχημα. Η Τουρκία αποφάσισε να στείλει κάποια αντιαεροπορικά όπλα σε φίλα προσκείμενους αντικαθεστωτικούς (ως «απάντηση» στην προέλαση του Άσαντ), αλλά την ίδια ώρα φέρεται να ασκεί ασφυκτικές πιέσεις για προσοχή στη χρήση τους, για να μη χτυπηθεί ρωσικό μαχητικό αεροπλάνο…
Με την αξιοποίηση πιθανού «ατυχήματος» ή και με την πρόκλησή του φαίνονται να παίζουν αμερικάνικοι κύκλοι. Ο Μάικ Πομπέο δήλωσε «στο πλευρό του νατοϊκού μας συμμάχου» και έστειλε τον Τζιμ Τζέφρεϊ (ειδικό απεσταλμένο των ΗΠΑ για τη Συρία) στην Άγκυρα «για συντονισμό των βημάτων μας ως απάντηση σε αυτή την αποσταθεροποιητική επίθεση». Αλλά τα μηνύματα της Ουάσινγκτον είναι αντιφατικά: Το Πεντάγωνο έσπευσε να διαψεύσει κάθε σενάριο για «συμφωνία με την Τουρκία», το ΝΑΤΟ δήλωσε ρητά ότι δεν θα στηρίξει τουρκική επιχείρηση στη Συρία και ο Αμερικανός Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας του Τραμπ, Ρόμπερτ Ο’ Μπράιεν, υπήρξε ωμός: «Και τι υποτίθεται ότι πρέπει να κάνουμε για να σταματήσει η βία; Να πέσουμε με αλεξίπτωτο ως παγκόσμιος αστυφύλακας, να υψώσουμε μια απαγορευτική πινακίδα και να πούμε σταμάτα Τουρκία; Σταμάτα Ρωσία; Σταμάτα Ιράν; Σταμάτα Συρία;».
Αυτά θα μετρηθούν από την Άγκυρα. Όπως θα μετρηθεί και η σχέση με τη Ρωσία, που είναι ποιοτικά ανώτερη και πολύ βαθύτερη από ό,τι ήταν το 2015 (με την κρίση της κατάρριψης του ρωσικού αεροπλάνου). Ακόμα και τότε, η Τουρκία δεν βρήκε θερμή στήριξη από ΕΕ και ΗΠΑ –όταν οι σχέσεις με τη Ρωσία επιδεινώνονταν δραματικά. Ακολούθησε η φιλοδυτική απόπειρα πραξικοπήματος το 2016 και η θεαματική βελτίωση των σχέσεων (οικονομικά, διπλωματικά, στρατιωτικά, ενεργειακά) ανάμεσα σε Πούτιν και Ερντογάν.
Όπως γράφει ο Σελίμ Κορού, από το τουρκικό θινκ-τανκ TEPAV: «πολλοί αδημονούν για το τέλος των καλών σχέσεων Τουρκίας και Ρωσίας. Δεν πιστεύω ότι θα συμβεί σύντομα και δεν πιστεύω ότι μπορεί να συμβεί για την Ιντλίμπ».
Με αυτήν την έννοια, το πιθανότερο από τα δυνητικά σενάρια που κυκλοφορούν στη διεθνή αρθρογραφία, είναι αυτό ενός «Σότσι Νο 2», όπου θα οριστούν οι νέες «ζώνες ελέγχου», αρκετά κοντά σε αυτό που ήδη αποτυπώνεται στον χάρτη από τις κινήσεις και των συριακών και των τουρκικών στρατευμάτων. Αλλά η αβεβαιότητα που επικρατεί μέσα στο Φλεβάρη είναι ενδεικτική της ρευστότητας της κατάστασης, όταν «συνωστίζονται» πολεμικές δυνάμεις. Η (ως τώρα) ανοιχτή στήριξη της Ρωσίας στην προέλαση του Άσαντ μπορεί να ενθαρρύνει τη Δαμασκό να συνεχίσει να επιχειρεί, βάζοντας δύσκολα ερωτήματα στον Ερντογάν και αφήνοντας ανοιχτά άλλα σενάρια στρατιωτικής κλιμάκωσης.
Ακόμα κι ένα «Σότσι Νο2» απλά θα διαιωνίσει τη μεγάλη εκκρεμότητα που λέγεται Ιντλίμπ, η οποία –όσο δεν υπάρχει μια πολιτική λύση στο συριακό– παραμένει η «συμπύκνωση» όλων των αντιφάσεων που καλείται να ξεπεράσει το «μπλοκ της Άστανα»…
*Αναδημοσίευση από την Εργατική Αριστερά