Η πολιτική ελίτ της Ευρωζώνης ευλογεί έναν ακόμη γύρο χρηματοπιστωτικής κερδοσκοπίας, από την οποία –υποτίθεται– θέλει να «εξυγιάνει» τον καπιταλισμό.
Η «Δύση» αναζητεί το στίγμα της αυτές τις μέρες στο Αμβούργο, στη σύνοδο κορυφής του G20 (7 και 8/7). Δεν διαθέτει σαφή ατζέντα, ούτε κάποια ελάχιστη κοινή εισήγηση, αντίστοιχη τουλάχιστον των συνόδων που πραγματοποιήθηκαν στα 9 χρόνια από τότε που ξέσπασε η χρηματοπιστωτική κρίση. Βρίσκεται, μάλιστα, ενώπιον επικίνδυνων ρήξεων, γεωπολιτικού ή γεωοικονομικού χαρακτήρα, που πηγάζουν από ποικίλες διαταραχές: τις εντάσεις στις ευρω-ατλαντικές σχέσεις που έχει προκαλέσει η πολιτική Τραμπ, τις εντάσεις στις ευρω-ρωσικές και αμερικανο-ρωσικές σχέσεις, που δεν είναι πια ταυτόσημες, τις απροσδιόριστες επιπτώσεις του Brexit, τις σχέσεις της «Δύσης» με το τουρκικό καθεστώς ή, τέλος, το απροσδόκητο ρήγμα στον αραβικό κόσμο που προκάλεσε η πρωτοβουλία της Σαουδικής Αραβίας –μοναδικής εκπροσώπου του αραβικού κόσμου στο G20– να απομονώσει το Κατάρ.
Οι ανοικτές αυτές εντάσεις προοιωνίζονται αδυναμία συνισταμένης ανάμεσα στις ηγέτιδες χώρες του διεθνούς καπιταλισμού, που αντιπροσωπεύουν το 80% του παγκόσμιου εμπορίου. Κι είναι απίθανο η αδυναμία που καταγράφεται στο επίπεδο των πολιτικών ηγεσιών να καλυφθεί στο επίπεδο των κεντρικών τραπεζιτών οι οποίοι, θεωρητικά, έχουν τον πρώτο λόγο στη διασφάλιση του πρωταρχικού στόχου του G20, δηλαδή της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Η συνεργασία των κεντρικών τραπεζών αποδείχθηκε αποτελεσματική την τελευταία δεκαετία της χρηματοπιστωτικής κρίσης τόσο στη διάσωση χρεοκοπημένων τραπεζών (με τίμημα την έκρηξη του κρατικού χρέους) όσο και στη συντήρηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου σε συνθήκες ύφεσης ή στασιμότητας, με την παροχή άφθονου και φθηνού, σχεδόν δωρεάν, χρήματος.
Η «διαταραχή» του φθηνού χρήματος
Η φιλοδοξία των κεντρικών τραπεζιτών ήταν, μέσα από το τελευταίο επεισόδιο χρηματοπιστωτικής φούσκας, στην αρχή με την πρωτοφανή ένεση ρευστότητας (ποσοτική χαλάρωση) κι ύστερα με τη σταδιακή απόσυρσή της (tapering), να διορθώσουν τη μόνιμη «διαταραχή» του χρηματιστικοποιημένου καπιταλισμού εδώ και 3 δεκαετίες: την εξάρτησή του από τα χαμηλά επιτόκια για ένα διάστημα πολύ πριν την τελευταία κρίση. Βάσει της νομισματικής μηχανικής που κυριαρχεί στο μυαλό των κεντρικών τραπεζιτών, ένα περιβάλλον υψηλότερων, «κανονικών» επιτοκίων που κάποια στιγμή θα διαμορφωθεί, θα υποχρεώσει τις μεγάλες επιχειρήσεις να ανοίξουν τα σεντούκια ρευστότητας που έχουν συσσωρεύσει και να επενδύσουν σε αύξηση της κερδοφορίας μέσω ενίσχυσης της φθίνουσας παραγωγικότητας.
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έκανε φιλότιμη προσπάθεια την περασμένη εβδομάδα, με το συνέδριο που οργάνωσε στη Σίντρα της Πορτογαλίας, να υποβάλει στις άλλες κεντρικές τράπεζες του κόσμου την ιδέα ότι η μετάβαση στη νέα κατάσταση, που έχει ξεκινήσει από το 2013 από τη Fed, χρειάζεται εξαιρετικά προσεκτικό βηματισμό. Γιατί η ανάκαμψη, που ενθουσιάζει τις κερδοσκοπικές αγορές, δεν έχει ούτε βάθος ούτε εγγυημένη διάρκεια. Εξ ου και η διαβεβαίωση ότι η αντιστροφή της ποσοτικής χαλάρωσης από την ΕΚΤ θα γίνει «στην ώρα της» και με χαμηλές ταχύτητες. Ουσιαστικά, ο Μ. Ντράγκι έχει υπαινιχθεί επανειλημμένα ότι, χωρίς το τζάμπα χρήμα 1,8 τρισ. ευρώ της ποσοτικής χαλάρωσης, η Ευρωζώνη θα ήταν ακόμη σε ύφεση· ότι η πραγματική ανεργία είναι πολύ υψηλότερη από το πλασματικό 9,5% που διαμορφώνει η πρωτοφανής χρήση της μερικής απασχόλησης· ότι η νομισματική ένωση μπορεί να βρεθεί στο μέλλον ενώπιον ενός πολλαπλού σοκ –δημογραφικού, συνταξιοδοτικού, τεχνολογικού–· ότι τα δημοσιονομικά εργαλεία υπονομεύουν τις φιλοδοξίες αποκατάστασης του πληθωρισμού και αναθέρμανσης της οικονομίας.
Ένα ακόμη ξεπούλημα
Στην πραγματικότητα, η επιχείρηση απεγκλωβισμού του καπιταλισμού από τη φούσκα του φθηνού χρήματος και εγγυημένου κέρδους βρίσκεται σε αντίφαση με τη ρυθμιστική, ουσιαστικά θεσμική λειτουργία που έχουν κατακτήσει, με τις πλάτες των ίδιων των κεντρικών τραπεζών, οι αγορές χρήματος. Τα ψελλίσματα του Ντράγκι περί επίτευξης των στόχων της ποσοτικής χαλάρωσης υπερερμηνεύτηκαν από τα κερδοσκοπικά κεφάλαια, που εξαπέλυσαν ένα μεγάλο ξεπούλημα σχεδόν σε όλα τα κρατικά ομόλογα της Ευρωζώνης κι άλλων ισχυρών χωρών του καπιταλιστικού σύμπαντος. Στην προειδοποίηση σύσφιξης της νομισματικής πολιτικής της ΕΚΤ, παρά τις διορθωτικές δηλώσεις «κύκλων» της, οι αποδόσεις των δεκαετών ομολόγων αυξήθηκαν και το ευρώ ενισχύθηκε. Το παράδοξο εκ πρώτης όψεως είναι ότι αυτή η έκρηξη ανησυχίας για τα κέρδη από τις μακροπρόθεσμες τοποθετήσεις αντισταθμίστηκε από τη ζήτηση για βραχυπρόθεσμους κρατικούς τίτλους (κυρίως διετή ομόλογα) ή για τα περιθωριοποιημένα εδώ και χρόνια ελληνικά ομόλογα, οι αποδόσεις των οποίων πέφτουν στην προοπτική μιας πρώιμης εξόδου στις αγορές. Τίποτα το παράδοξο, όμως, δεν εμπεριέχεται εδώ. Υπάρχει απλώς το κυνήγι του βραχυπρόθεσμου κέρδους, εγκαθιδρυμένου στη στρατηγική του χρηματιστικού κεφαλαίου, που στην πραγματικότητα συμμερίζεται την απαισιοδοξία για τη μακροπρόθεσμη αποτυχία του συστήματος.
Και με bail in και με bail out
Ισχυρή ένδειξη της διαπάλης ανάμεσα στη «μακροπρόθεσμη απαισιοδοξία» και τη «βραχυπρόθεσμη ευφορία» αποτελεί το τελευταίο περιστατικό κρατικής διάσωσης των ιταλικών τραπεζών. Στο ιταλικό χρηματιστήριο στήθηκε πάρτι με τις τραπεζικές μετοχές στην είδηση ότι το σχέδιο της ιταλικής κυβέρνησης να εκκαθαρίσει τις τράπεζες Banca Popolare di Vicenza και Veneto Banca –με τη μεταβίβαση του υγιούς ενεργητικού τους στην Intesa Sanpaolo, με κρατική επιδότηση και με συνολικό κρατικό κόστος 17 δισ. ευρώ– εγκρίθηκε από την Κομισιόν και δεν συνάντησε κανένα πρόβλημα στην ΕΚΤ και στον Ενιαίο Μηχανισμό Εξυγίανσης (SRM). Η είδηση δεν ήταν τα 17 δισ. –έτσι κι αλλιώς από την αρχή της χρηματοπιστωτικής κρίσης η διάσωση των ευρωπαϊκών τραπεζών έχει κοστίσει 2 τρισ. και έχει «γεννήσει» την κρίση χρέους. Η είδηση ήταν ότι δεν θα εφαρμοστεί η Οδηγία για το bail in, δηλαδή ο επιμερισμός του κόστους διάσωσης πρώτα σε κύριους ομολογιούχους, ακολούθως σε μετόχους και –σε έσχατη περίπτωση– σε μεγάλους αποταμιευτές.
Η εξέλιξη θεωρήθηκε πλήγμα στην Τραπεζική Ένωση της Ευρωζώνης· από τους φανατικούς χαρακτηρίστηκε «ανήθικη κρατική διάσωση εις βάρος των φορολογουμένων», σε αντίθεση με τη δήθεν επιτυχημένη πρώτη εφαρμογή του bail in στη χρεοκοπημένη ισπανική Popular, στις αρχές Ιουνίου. Η αλήθεια είναι ότι, με εξαίρεση τις απώλειες που υπέστησαν οι κάτοχοι ορισμένων επισφαλών ομολόγων, η 6η σε μέγεθος ισπανική τράπεζα αποκτήθηκε από την ανταγωνίστρια Santander έναντι 1 ευρώ! Κι αυτό που συμβαίνει, είτε με bail in είτε με bail out, είναι ότι υπό την αιγίδα ΕΚΤ και Κομισιόν στήνεται ένας μηχανισμός συγκεντροποίησης του πιστωτικού συστήματος. Γι’ αυτό οι τραπεζικές μετοχές εκτοξεύθηκαν και με το ισπανικό bail in και με το ιταλικό bail out.
Η γερμανική σιωπή
Το παιχνίδι της ηγεσίας της Ευρωζώνης με την κερδοσκοπία στα ομόλογα ή στις μετοχές έχει έναν ακόμη συνένοχο: τη γερμανική ηγεσία. Παρότι υπερασπίστηκε με πάθος την υιοθέτηση του bail in, εν ονόματι του περίφημου «ηθικού κινδύνου», δεν έβγαλε «κιχ» για το συντονισμένο πλήγμα Κομισιόν-ΕΚΤ-αγορών στην Τραπεζική Ένωση. Και ανάλογη ανοχή επιδεικνύει στις πιέσεις που υφίστανται τα περιζήτητα ομόλογά της. Και τα δυο έχουν την εξήγησή τους: Η γερμανική ηγεσία από τη μια πλευρά δεν θέλει μια λειτουργική τραπεζική ένωση που, κάποια στιγμή, θα φτάσει και στους δικούς της «σκελετούς». Από την άλλη, φιλοδωρεί τα κερδοσκοπικά κεφάλαια που, μέχρι πριν ένα χρόνο, αγόραζαν τα γερμανικά ομόλογα με αρνητικά επιτόκια και τώρα τα φορτώνουν στην ΕΚΤ με αξιοπρεπέστατο κέρδος.
Το προφανές συμπέρασμα είναι ότι μια ακόμη «αρπαχτή» γίνεται με τις ευλογίες της πολιτικής ελίτ, που κατά τα λοιπά θέλει να επαναφέρει τους κερδοσκόπους στο δρόμο της επενδυτικής αρετής…
*Αναδημοσίευση από την "Εργατική Αριστερά", φ. 387