Στις 2 Μαΐου, όταν διέρρευσε στο ειδησεογραφικό πρακτορείο Politico ένα προσχέδιο της επικείμενης απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ που ανατρέπει την απόφαση του Δικαστηρίου για την υπόθεση Ρόου εναντίον Γουέιντ [ΣτΜ: στο εξής «απόφαση Ρόου»] του 1973, η οποία νομιμοποίησε τις αμβλώσεις, κόπηκε η ανάσα όλης της χώρας.

Ακόμη και για όσες από εμάς παρακολουθούμε τη σταθερή διάβρωση των δικαιωμάτων στην άμβλωση για περισσότερες από τέσσερις δεκαετίες και γνωρίζαμε ότι η ανατροπή της απόφασης Ρόου ήταν πιθανή, το σοκ της ανάγνωσης του σχεδίου απόφασης ήταν σαν μια γροθιά στο στομάχι.

Η βασική κατεύθυνση της απόφασης Ρόου παραχωρούσε το δικαίωμα σε νόμιμη άμβλωση για οποιονδήποτε λόγο μέχρι «το έμβρυο να καταστεί βιώσιμο», δηλαδή περίπου μέχρι την 24η εβδομάδα της κύησης, όπου πλέον το έμβρυο θα μπορούσε να επιβιώσει εκτός της μήτρας. Το σχέδιο απόφασης για την υπόθεση «Ντόμπς εναντίον Οργανισμού Υγείας Γυναικών του Τζάκσον», το οποίο συνέταξε ο υπερσυντηρητικός δικαστής Σάμιουελ Αλίτο, επικυρώνει ένα νόμο της Πολιτείας του Μισισίπι του 2018, ο οποίος απαγορεύει τις αμβλώσεις μετά την 15η εβδομάδα της κύησης -πολύ πριν το έμβρυο καταστεί βιώσιμο- και δεν περιλαμβάνει εξαιρέσεις για περιπτώσεις βιασμού ή αιμομιξίας.

Η πλειοψηφία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αυτή την ψηφοφορία περιλαμβάνει, εκτός από τον Αλίτο, τέσσερις ακόμα δικαστές διορισμένους από τους Ρεπουμπλικάνους: τον Κλάρενς Τόμας, τον Νιλ Γκόρσατς, τον Μπρετ Κάβανο και την Έιμυ Κόνι Μπάρετ. Αυτή η συντηρητική πλειοψηφία δείχνει πρόθυμη να ανατρέψει ολόκληρο το νομικό πλαίσιο που είχε διαμορφώσει η απόφαση  Ρόου μετά από 5 δεκαετίες ισχύς της ως νόμος όλου του κράτους –πράγμα που θα σήμαινε ότι, ακόμη και στα πρώτα στάδια της κύησης, τα δικαιώματα του εμβρύου υπερισχύουν εκείνων του ατόμου που κυοφορεί, είτε επιθυμεί την εγκυμοσύνη είτε όχι.

Το πνεύμα αυτής της απόφασης πιθανότατα δεν θα αλλάξει όταν το Δικαστήριο εκδώσει την επίσημη ετυμηγορία του στα τέλη Ιουνίου ή στις αρχές Ιουλίου. Τότε, όλες οι γυναίκες στις ΗΠΑ θα αποστερηθούν ακόμη και του ελαχίστου δικαιώματός τους να ελέγχουν το σώμα τους. Όλες οι έγκυες θα υποστούν την αστυνόμευση και την εκδικητική τιμωρία των κυβερνητικών Αρχών, οι οποίες θα επιβάλλουν όλο και πιο καταπιεστικούς νόμους. Είκοσι έξι Πολιτείες έχουν ήδη ψηφισμένους  «νόμους προς ενεργοποίηση», οι οποίοι θα απαγορεύσουν άμεσα την πλειοψηφία των αμβλώσεων από τη στιγμή που θα ανατραπεί η απόφαση Ρόου. Το αποτέλεσμα δεν θα είναι τίποτα λιγότερο από μια καταστροφή  για τις γυναίκες, καθώς η πλειοψηφία τους ζει σε αυτές τις 26 Πολιτείες, ενώ είναι πιθανό να ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο κι άλλες.

Οι συνέπειες, όπως πάντα, θα είναι πιο βάναυσες για εκείνες που είναι μικρές σε ηλικία και φτωχές ή εργαζόμενες –στις οποίες ανήκει ένας δυσανάλογα μεγάλος αριθμός μαύρων και μελαμψών γυναικών– οι οποίες δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα ή την ευχέρεια να πάρουν άδεια από τη δουλειά τους για να κάνουν ένα μακρύ ταξίδι προς μια Πολιτεία η οποία εξακολουθεί να επιτρέπει τις αμβλώσεις.

Αγνοώντας την πλειοψηφία που είναι υπέρ της επιλογής

Η συντριπτική πλειοψηφία του πληθυσμού των ΗΠΑ αντιτίθεται στην ανατροπή της απόφασης Ρόου. Μια δημοσκόπηση για την Washington Post και το ABC News, η οποία διεξήχθη στα τέλη Απριλίου, έδειξε ότι οι Αμερικανοί πιστεύουν ότι η απόφαση Ρόου πρέπει να συνεχίσει να ισχύει και όχι να ανατραπεί, με διαφορά περίπου 2 προς 1.

Ωστόσο, μια χούφτα μη εκλεγμένων δεξιών εξτρεμιστών οι οποίοι στην παρούσα φάση κατέχουν την πλειοψηφία στο Ανώτατο Δικαστήριο, δείχνουν έτοιμοι να κλείσουν την πόρτα στα μούτρα της συντριπτικής πλειοψηφίαςτου πληθυσμού, που είναι υπέρ του δικαιώματος της επιλογής.

Πράγματι, το προσχέδιο απόφασης του Αλίτο είναι περιφρονητικό –σχεδόν χλευαστικό– στον τόνο και στις εκφράσεις του, διαγράφοντας την πραγματικότητα της καταπίεσης των γυναικών στην αμερικανική κοινωνία.

Ο Αλίτο καθιστά σαφές ότι παραμένει απτόητος απέναντι στην πλειοψηφία του πληθυσμού των ΗΠΑ που είναι υπέρ του δικαιώματος της επιλογής, δηλώνοντας: «Δεν μπορούμε να επιτρέψουμε τον επηρεασμό των αποφάσεών μας από οποιεσδήποτε εξωγενείς επιδράσεις, όπως η ανησυχία για την αντίδραση της κοινής γνώμης στο έργο μας».

Ο Αλίτο δηλώνει ευθαρσώς ότι η διάκριση που κάνει η απόφαση Ρόου στη «βιωσιμότητα» μεταξύ των εμβρύων που δεν μπορούν να ζήσουν εκτός της μήτρας και εκείνων που μπορούν, «δεν έχει νόημα». Δεν εξηγεί το γιατί, αφήνοντας τον αναγνώστη να αναρωτιέται εάν ο Αλίτο θεωρεί το έμβρυο ως «ανθρώπινη ζωή» από τη στιγμή της σύλληψης. Περιγράφει επίσης τους γιατρούς και τις νοσοκόμες που τερματίζουν εγκυμοσύνες ως «εκτρωσιαστές» —ένας υποτιμητικός όρος που χρησιμοποιείται συχνά από ακτιβιστές αντιπάλους των αμβλώσεων.

Σύμφωνα με τον Αλίτο, το σκεπτικό της απόφασης Ρόου ήταν «εξαιρετικά αδύναμο» και «με επιζήμιες συνέπειες». Ο ίδιος προσθέτει ότι «Το αναπόφευκτο συμπέρασμα είναι ότι το δικαίωμα στην άμβλωση δεν είναι βαθιά ριζωμένο στην ιστορία και τις παραδόσεις του Έθνους», επειδή κάτι τέτοιο δεν αναφέρεται στο Σύνταγμα των ΗΠΑ. Όντως, το Σύνταγμα αναφέρεται αναλυτικά μόνο στο «δικαίωμα στην οπλοφορία». Πολλοί από τους συντάκτες του Συντάγματος ήταν ιδιοκτήτες σκλάβων. Το Σύνταγμα επίσης δεν αναφέρεται στα δικαιώματα των γυναικών, στα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ, στα δικαιώματα των Μαύρων, στο δικαίωμα στην αντισύλληψη και σε πολλά άλλα δικαιώματα τα οποία αναγνωρίζονται στη σύγχρονη κοινωνία. Σημαίνει μήπως αυτό ότι αυτά τα δικαιώματα δεν θα έπρεπε να υπάρχουν σήμερα;

Ίσως το πιο εξωφρενικό στοιχείο του προσχεδίου απόφασης του Αλίτο είναι ότι απορρίπτει την ιδέα ότι η απαγόρευση των αμβλώσεων είναι αποτέλεσμα της καταπίεσης που υφίστανται οι γυναίκες. Λέει: «Οι γυναίκες δεν στερούνται εκλογικής ή πολιτικής δύναμης. Το ποσοστό των γυναικών που εγγράφονται στους εκλογικούς καταλόγους και ψηφίζουν είναι σταθερά υψηλότερο από το αντίστοιχο ποσοστό των ανδρών». Πρέπει δηλαδή να υποθέσουμε ότι το υψηλότερο ποσοστό γυναικείας συμμετοχής στις εκλογές σημαίνει ότι έχουν περισσότερη «δύναμη» από τους άνδρες;

Τέλος, ο Αλίτο φαίνεται να προσπαθεί να απευθυνθεί σε όσους ανησυχούν ότι η ανατροπή του δικαιώματος στη νόμιμη άμβλωση για τους λόγους που έχει περιγράψει, θα οδηγήσει σε άλλες επιθέσεις όπως στα δικαιώματα των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων ή ακόμα και στο δικαίωμα στην αντισύλληψη. Γράφει: «Τονίζουμε ότι η απόφασή μας αφορά το συνταγματικό δικαίωμα στην άμβλωση και κανένα άλλο δικαίωμα. Τίποτα σε αυτή μας τη γνωμοδότηση δεν πρέπει να θεωρηθεί ότι θέτει υπό αμφισβήτηση δικαστικά προηγούμενα που δεν αφορούν την άμβλωση».

Αλλά τίποτα δεν θα μπορούσε να απέχει περισσότερο από την αλήθεια, όπως θα φανεί παρακάτω.

ΗΠΑ: Μια δημοκρατία μόνο κατ’ όνομα

Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ διαφημίζεται ως ένας από τους βασικούς παράγοντες στις εγγυήσεις «ελέγχου και ισορροπίας» στο πολιτικό μας σύστημα, που υποτίθεται ότι εμποδίζουν οποιονδήποτε από τους τρεις κλάδους της κρατικής εξουσίας –νομοθετικό, εκτελεστικό και δικαστικό– να ασκήσει υπερβολική εξουσία.

Αλλά ολόκληρο αυτό το σύστημα είναι εντελώς δυσλειτουργικό και ο ισχυρισμός του, ότι αποτελεί δημοκρατία, είναι ανυπόστατος. Αρκεί να δούμε μόνο την αντιδραστική και απερίσκεπτη προεδρία του Ντόναλντ Τραμπ, τον κωλυσιεργό ρόλο του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος στο Κογκρέσο ή τη λειτουργία που επιτελεί το Ανώτατο Δικαστήριο στη νομιμοποίηση της ακραίας ανισότητας για να κατανοήσουμε ότι αυτοί οι τρεις κλάδοι της κρατικής εξουσίας είναι συμπληρωματικές πτέρυγες της ίδιας άρχουσας τάξης –και έχουν ως κύριο σκοπό να δημιουργούν ένα προσωπείο δημοκρατίας. Τρώγονται μεταξύ τους, είναι σίγουρο. Αλλά μοιράζονται την ίδια αρχέγονη αφοσίωση στη διατήρηση των κοινών ταξικών συμφερόντων τους.

Η νομιμοποίηση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως θεσμού —δικαστές ισόβια διορισμένοι, που δεν λογοδοτούν για τις συνέπειες των αποφάσεών τους, όσο θανατηφόρες κι αν είναι— πρέπει να τεθεί υπό αμφισβήτηση σε μια κοινωνία που εξακολουθεί να αυτοαποκαλείται ως «η σπουδαιότερη δημοκρατία στον κόσμο». Η ιστορία του ίδιου του Δικαστηρίου εδώ και πολύ καιρό έχει διαψεύσει τον ισχυρισμό του ότι στέκεται «πάνω» από την υπόλοιπη κοινωνία και αποσκοπεί μόνο στην ερμηνεία των άρθρων του Συντάγματος των ΗΠΑ, χωρίς να επηρεάζεται από την κατεύθυνση στην οποία πνέουν οι πολιτικοί άνεμοι κάθε δεδομένη στιγμή.

Δύο ιστορικά παραδείγματα θα έπρεπε να είναι αρκετά (αν και αυτά είναι μόνο δύο μεταξύ πολλών άλλων): Ο ρόλος του Δικαστηρίου στην υπεράσπιση της δουλείας πριν από τον Εμφύλιο Πόλεμο και η ευθύνη του για την υπεράσπιση της νομοθεσίας Τζιμ Κρόου για το φυλετικό διαχωρισμό επί 6 δεκαετίες του εικοστού αιώνα.

Ξεκινώντας το 1846, ο Ντρεντ Σκοτ και η σύζυγός του Χάριετ Σκοτ, σκλάβοι και οι δύο, άσκησαν αγωγή για να απελευθερωθούν από τη δουλεία, και η υπόθεσή τους έφτασε στο Ανώτατο Δικαστήριο το 1856. Με την απόφασή του για την υπόθεση «Ντρεντ Σκοτ εναντίον Στάνφορντ» το 1857, το Δικαστήριο έκρινε ότι όλοι οι άνθρωποι αφρικανικής καταγωγής, ελεύθεροι ή σκλάβοι, δεν ήταν πολίτες των Ηνωμένων Πολιτειών και, ως εκ τούτου, δεν είχαν κανένα δικαίωμα να ασκήσουν αγωγή σε ομοσπονδιακό δικαστήριο. Επιπλέον, το Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η Πέμπτη Τροπολογία προστάτευε τα δικαιώματα των δουλοκτητών, επειδή οι σκλάβοι εργάτες αποτελούσαν νόμιμη ιδιοκτησία τους.

Το Δικαστήριο αρχικά υποστήριξε το φυλετικό διαχωρισμό, με την απόφασή του στην υπόθεση «Πλέσυ εναντίον Φέργκιουσον» το 1896, επικυρώνοντας τους διαχωρισμούς του Τζιμ Κρόου. Αλλά στη συνέχεια τον ακύρωσε, με την απόφασή του στην υπόθεση «Μπράουν εναντίον Συμβουλίου Παιδείας» το 1954, όταν είχε αρχίσει να αναδύεται ένα ισχυρό κίνημα για τα πολιτικά δικαιώματα.

Τώρα το Ανώτατο Δικαστήριο σχεδιάζει να ανατρέψει την απόφαση Ρόου. Η εξαμελής συντηρητική πλειοψηφία περιλαμβάνει πέντε δικαστές διορισμένους από προέδρους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος οι οποίοι ενώ είχαν χάσει τη λαϊκή ψήφο στις εθνικές εκλογές κέρδισαν την προεδρία λόγω του αντιδημοκρατικού χαρακτήρα του Σώματος των Εκλεκτόρων, που καθορίζει τους νικητές και τους ηττημένους στις εκλογές. Τόσο ο Τζορτζ Γ. Μπους όσο και ο Ντόναλντ Τραμπ έχασαν τη λαϊκή ψήφο, αλλά ανέλαβαν την προεδρία. Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ εξέδωσε την κρίσιμη απόφαση που έστειλε τον Μπους στον προεδρικόθώκο. Ο Τραμπ δεν χρειάστηκε τέτοιου είδους βοήθεια από το Δικαστήριο, παρά το γεγονός ότι η Χίλαρι Κλίντον τον είχε ξεπεράσει κατά σχεδόν τρία εκατομμύρια ψήφους.

Αυτό υπογραμμίζει για άλλη μια φορά τον αντιδημοκρατικό χαρακτήρα του Σώματος των Εκλεκτόρων των ΗΠΑ, το οποίο αδιαφορεί για τη λαϊκή ψήφο σε πανεθνικό επίπεδο, αλλά επιτρέπει μια εκλογική διαδικασία όπου ο «νικητής τα παίρνει όλα» στις περισσότερες Πολιτείες, που είναι συνολικά 50. Σε δύο περιπτώσεις τα τελευταία 22 χρόνια, αυτή η λειτουργία επέτρεψε σε αυτούς τους δύο Ρεπουμπλικάνους προέδρους, να αναλάβουν κυβερνητικά καθήκοντά χωρίς να έχουν κερδίσει τη λαϊκή ψήφο.

Η ευρύτερη ζημιά που προκαλεί η ανατροπή της απόφασης Ρόου

Αν και το προσχέδιο απόφασης του Αλίτο ισχυρίζεται ότι η απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στην υπόθεση «Ντομπς εναντίον Οργανισμού Υγείας Γυναικών του Τζάκσον» δεν θα έχει καμία επίπτωση στην ανατροπή άλλων νομικών κεκτημένων κοινωνικής δικαιοσύνης, είναι δύσκολο να το πιστέψει κανείς. Εξάλλου, τόσο ο Μπρετ Κάβανο όσο και ο Νιλ Γκόρσατς είχαν ισχυριστεί -πριν εγκριθούν οι υποψηφιότητές τους από το Κογκρέσο- ότι θεωρούσαν την απόφαση Ρόου «παγιωμένο νόμο». Αυτό αποδείχθηκε ότι ήταν ένα απροκάλυπτο ψέμα.

Εάν το Ανώτατο Δικαστήριο ανατρέψει την απόφαση Ροόυ, θα δημιουργήσει ένα νομικό προηγούμενο βάσει το οποίου θα νομιμοποιηθεί η ανατροπή άλλων διαχρονικών και σημαντικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αυτό σημαίνει ότι τα πάντα -από την πρόσβαση στην αντισύλληψη και την πρόσβαση σε χάπια άμβλωσης μέσω διαδικτύου, μέχρι τον γάμο μεταξύ ατόμων του ιδίου φύλου και άλλα μέτρα προστασίας των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων, ή ακόμη και ο διαφυλετικός γάμος- θα μπορούσαν να βρεθούν  στον πάγκο του χασάπη. Αξίζει να συγκρατήσουμε ότι λίγες μόλις εβδομάδες αφότου ο κυβερνήτης του Τέξας Γκρεγκ Άμποτ υπέγραψε τον Πολιτειακό νόμο για την απαγόρευση των εκτρώσεων πέραν των έξι εβδομάδων κύησης, υπέγραψε έναν ακόμη νόμο, ο οποίος απαγορεύει στους γιατρούς τη συνταγογράφηση χαπιών άμβλωσης μετά την έβδομη εβδομάδα κύησης.

Δεν πρόκειται για υπερβολή. Όπως υποστήριξε ο Τζέσε Γουέγκμαν στους New York Times: «Ναι, να φοβάστε για αυτά που θα ακολουθήσουν, σε ότι αφορά την προσωπική αυτονομία και ελευθερία, την προστασία των ΛΟΑΤΚΙ ατόμων και το δικαίωμα στην αντισύλληψη. Αλλά να φοβάστε επίσης την εξαφάνιση ενός ανεξάρτητου και βασισμένου σε αρχές δικαστικού σώματος. Ανεξάρτητα από το τι θα συμβεί στη συνέχεια, αυτό έχει ήδη χαθεί».  

Ομοίως, η Τζέσι Μέρμελ υποστήριξε στον ραδιοφωνικό σταθμό WBUR:  

«Μια ερευνητική μελέτη του 2021 προέβλεπε ότι οι απαγορεύσεις των αμβλώσεων θα οδηγούσαν σε αύξηση των θανάτων που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη κατά 21%. Όλα αυτά τα επιβλαβή για τη δημόσια υγεία αποτελέσματα θα έχουν δυσανάλογες επιπτώσεις στους έγχρωμους*  ανθρώπους και σε άλλους ανθρώπους που ήδη υφίστανται ανισότητες».

Συνέχισε λέγοντας:

«Το δικαίωμα στην άμβλωση δεν είναι παρά μόνο η αρχή. Προετοιμαστείτε, τα χειρότερα έρχονται. Το προσχέδιο απόφασης που διέρρευσε –το οποίο  συντάχθηκε από τον δικαστή Σάμιουελ Αλίτο– προϊδεάζει για ορισμένα από τα αλληλοσυνδεόμενα δικαιώματα τα οποία επίσης είναι στο στόχαστρο συντηρητικών εξτρεμιστών, που ασκούν κριτική στην απόφαση-ορόσημο στην υπόθεση “Όμπεργκέφελ εναντίον Χομπς”, η οποία καθιέρωσε την ισότητα του γάμου για όλους τους Αμερικανούς. Λίγες εβδομάδες πριν, ο Ρεπουμπλικάνος Γερουσιαστής Μάικ Μπράουν ισχυρίστηκε ότι ο διαφυλετικός γάμος θα πρέπει να αφεθεί και πάλι στην κρίση της κάθε Πολιτείας. Πολλοί Ρεπουμπλικάνοι πολιτικοί έχουν δηλώσει ξεκάθαρα την αντίθεσή τους στην αντισύλληψη —την αντισύλληψη!— ως μέρος του προγράμματός τους. Οι πολέμιοι  των αμβλώσεων και οι σύμμαχοί τους στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στο Κογκρέσο συσπειρώνονται γύρω από μια νομοθεσία η οποία θα απαγόρευε την άμβλωση σε ομοσπονδιακό επίπεδο. Και όλα αυτά συμβαίνουν εν μέσω μιας συντονισμένης προσπάθειας, επίσης από το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και τους συντηρητικούς  δικαστές, να επιτεθούν στο δικαίωμα της ψήφου, καθιστώντας όλο και πιο δύσκολη για τους Αμερικανούς την έκφρασή τους στην κάλπη. Μη βιαστείτε να πείτε ότι “αυτό δεν πρόκειται να συμβεί ποτέ” ή “τώρα γίνεσαι υστερική”. Γιατί αυτό ακριβώς έλεγαν όλοι για την περίπτωση να πάρει το Ανώτατο Δικαστήριο τη βαριοπούλα και να διαλύσει το νόμο Ρόου —και να’ μαστε εδώ που είμαστε τώρα».

Υπάρχει και μια άλλη σοβαρή συνέπεια εκτός από τον εξαναγκασμό των γυναικών και άλλων εγκύων ατόμων να φέρουν εις πέρας μια ανεπιθύμητη εγκυμοσύνη: η αύξηση της μητρικής θνητότητας. Υπάρχει μια άμεση σχέση μεταξύ των περιορισμών στις αμβλώσεις και των θανάτων που σχετίζονται με την εγκυμοσύνη.

Οι ΗΠΑ έχουν ήδη το υψηλότερο ποσοστό μητρικών θανάτων μεταξύ των πλούσιων χωρών ανά τον κόσμο. Αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο ότι οι Πολιτείες που αρνούνται δικαιώματα άμβλωσης τείνουν επίσης να περιορίζουν την προγεννητική φροντίδα, μειώνοντας τη χρηματοδότηση των κλινικών (όπως του Οικογενειακού Προγραμματισμού) που προσφέρουν προσβάσιμη και οικονομικά προσιτή προγεννητική φροντίδα στις γυναίκες.

Όπως ανέφερε πρόσφατα το περιοδικό Time, «από το 1995 έως το 2017, το ποσοστό μητρικής θνητότητας αυξήθηκε πιο σημαντικά σε εκείνες τις  Πολιτείες που θέσπισαν τους πλέον περιοριστικούς νόμους για τις αμβλώσεις. Το 2017, οι Πολιτείες που περιόριζαν τις αμβλώσεις είχαν ποσοστό μητρικών θανάτων (28,5 μητρικούς θανάτους ανά 100.000 γεννήσεις ζώντων βρεφών) το οποίο ήταν σχεδόν διπλάσιο (15,7 μητρικοί θάνατοι ανά 100.000 γεννήσεις ζώντων βρεφών) από εκείνες που είχαν ψηφίσει νόμους οι οποίοι προστάτευαν την πρόσβαση στην άμβλωση».

Πώς προχωράμε;

Κατά το μεγαλύτερο μέρος του, ο σχολιασμός από την πλευρά της Αριστεράς για τη διαρροή του σχεδίου απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έχει δίκαια σημάνει συναγερμό για αυτό το τεράστιο πισωγύρισμα σε ό,τι αφορά το πλέον στοιχειώδες αναπαραγωγικό δικαίωμα, τεκμηριώνοντας το μέγεθος της επίθεσης κατά του δικαιώματος των γυναικών να ελέγχουν το σώμα τους. Δυστυχώς, όμως, τα περισσότερα από αυτά τα σχόλια υποδεικνύουν ως «λύση» την ψήφιση των Δημοκρατικών στις εκλογές του Νοεμβρίου για το Κογκρέσο.

Υπάρχουν πολλοί λόγοι για τους οποίους αυτή η στρατηγική είναι κοντόφθαλμη. O πιο σημαντικός είναι, ότι το να στηριζόμαστε στους πολιτικούς του Δημοκρατικού Κόμματος είναι αυτό που μας έχει φέρει σε αυτή την απελπιστική θέση, καθώς έχουν επιβλέψει όλο και περισσότερους περιορισμούς στα δικαιώματα των αμβλώσεων για μια περίοδο δεκαετιών. «Η ζωή είναι άδικη», δήλωνε ο πρόεδρος Τζίμι Κάρτερ όταν υποστήριξε την πρώτη τροπολογία του Χάιντ, η οποία στερούσε από φτωχές γυναίκες την ομοσπονδιακή χρηματοδότηση των αμβλώσεων μέσω του  προγράμματος υγείας Medicaid το 1976 -μια τροπολογία που έκτοτε έχει εγκριθεί από όλους τους εκάστοτε προέδρους, Δημοκρατικούς ή Ρεπουμπλικάνους, και από τα μέλη του Κογκρέσου έως και το 2021.

Δημοκρατικοί υποψήφιοι πρόεδροι, συμπεριλαμβανομένων του Μπιλ Κλίντον, του Μπαράκ Ομπάμα και του Τζο Μπάιντεν, όλοι τους είχαν υποσχεθεί κατά τη διάρκεια της προεκλογικής τους εκστρατείας να κατοχυρώσουν το δικαίωμα επιλογής της άμβλωσης υπό τη μορφή ενός Νόμου για την Ελευθερία Επιλογής, αλλά καμία τέτοια νομοθεσία δεν έχει ακόμη υλοποιηθεί. Ο Ομπάμα είχε υποσχεθεί ότι η ψήφιση ενός Νόμου για την Ελευθερία Επιλογής θα ήταν η πρώτη του πράξη κατά την ανάληψη των καθηκόντων του. Αλλά μετά την εκλογή του δήλωσε ότι αυτή δεν ήταν η «ύψιστη προτεραιότητά του» και δεν έκανε τίποτα κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων ετών της θητείας του, όταν οι Δημοκρατικοί είχαν την πλειοψηφία στο Κογκρέσο, γεγονός που θα εξασφάλιζε την εύκολη ψήφισή του.

Η Χίλαρι Κλίντον, όταν ρωτήθηκε κατά τη διάρκεια της προεκλογικής της εκστρατείας για την προεδρία το 2008, συμφώνησε ότι οι Αμερικανοί και από τις δύο πλευρές του θέματος των αμβλώσεων θα πρέπει να συνεργαστούν για να προσπαθήσουν να μειώσουν τον αριθμό των αμβλώσεων στο μηδέν. Η Κλίντον επανέλαβε ότι πιστεύει πως η άμβλωση πρέπει να είναι «ασφαλής, νόμιμη και σπάνια, και όταν λέω σπάνια, εννοώ πραγματικά σπάνια».

Υπάρχουν επίσης πολλοί λόγοι για να κατηγορήσουμε τις μεγαλύτερες και πιο mainstream οργανώσεις για τα δικαιώματα των γυναικών, οι οποίες στηρίζονταν αταλάντευτα στους πολιτικούς του Δημοκρατικού Κόμματος, οι οποίοι απέτυχαν να υποστηρίξουν ενεργά το δικαίωμα στην άμβλωση για μια περίοδο δεκαετιών. Αυτή η αποτυχημένη στρατηγική μας οδήγησε σε αυτό το απελπιστικό σημείο. Και τώρα πρέπει να σκεφτούμε εάν το κίνημα για την αναπαραγωγική δικαιοσύνη πρέπει να  προχωρήσει πέρα από αυτή.

Η Μόλυ Σα, από τον ιστότοπο  Real News Network, σημειώνοντας ότι το κίνημα κατά της επιλογής κάνει παθιασμένες οργανωτικές προσπάθειες εδώ και δεκαετίες ενώ το κίνημα υπέρ της επιλογής ήταν αδρανές, έκανε την ακόλουθη πρόβλεψη:

 «Το Ανώτατο Δικαστήριο βρίσκεται στα πρόθυρα της ανατροπής της απόφασης Ρόου. Και όμως, δεν υπάρχει επί του παρόντος καμία συνεκτική πανεθνική καμπάνια ούτε από το Δημοκρατικό Κόμμα ούτε από τις μεγάλες οργανώσεις υπέρ των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων που να οργανώσει την αντίσταση...

Το Δημοκρατικό Κόμμα δεν είχε καμία ουσιαστική απάντηση στις πρόσφατες επιθέσεις κατά της απόφασης Ρόου. Οι δηλώσεις και οι συνοπτικές καταγγελίες τους για αυτές τις εξωφρενικές απαγορεύσεις και περιορισμούς των αμβλώσεων ήταν ξεδοντιασμένες και αδύναμες, που τις περισσότερες φορές δεν ανέφεραν καν τις υπηρεσίες άμβλωσης…

Το κίνημα κατά των αμβλώσεων κινητοποιείται εδώ και δεκαετίες με την ελπίδα ότι θα πετύχει αυτό που το Ανώτατο Δικαστήριο πρόκειται να του παραχωρήσει τις επόμενες εβδομάδες  με την απόφασή του στην υπόθεση “Ντομπς Εναντίον Οργάνωσης Υγείας Γυναικών του Τζάκσον”… Οι Δημοκρατικοί σπανίως έδειξαν ενεργητική-προληπτική διάθεση επέκτασης των δικαιωμάτων στην άμβλωση -και συχνά φάνηκαν αναποτελεσματικοί και ανίκανοι και στην αμυντική απόκρουση των επιθέσεων στα υπαρκτά δικαιώματα...

“Οι περισσότεροι Δημοκρατικοί στο Κογκρέσο και στον Λευκό Οίκο δυσκολεύονται ακόμη και να προφέρουν τη λέξη άμβλωση, πόσο μάλλον να υπερασπιστούν την επείγουσα ανάγκη επέκτασης της πρόσβασης (στην άμβλωση) και θέσπισης ομοσπονδιακής προστασίας (του δικαιώματος)”, δήλωσε η Χέιλι Μακμάχον, ερευνήτρια δημόσιας υγείας που επικεντρώνεται στους δομικούς καθοριστικούς παράγοντες της πρόσβασης στην άμβλωση. “Πολλοί συνεχίζουν να συζητούν για αυτό το θέμα με τρόπο που το στιγματίζει, ο οποίος τρόπος τους έχει παρασχεθεί από τις μεγαλύτερες οργανώσεις υπέρ των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων”.

Μεγάλες οργανώσεις υπέρ των αναπαραγωγικών δικαιωμάτων όπως ο Οικογενειακός Προγραμματισμός (Planned Parenthood), η Εθνική Ένωση Δράσης για το Δικαίωμα στην Άμβλωση (National Abortion Rights Action League, NARAL), η Εθνική Ομοσπονδία Αμβλώσεων (National Abortion Federation, NAF), το Ινστιτούτο Γκουτμάχερ (Guttmacher Institute) και η Εθνική Οργάνωση Γυναικών (National Organization for Women, NOW) έχουν παραδοσιακά στενούς δεσμούς με το Δημοκρατικό κατεστημένο και έχουν συγκεντρώσει για λογαριασμό του εκατοντάδες εκατομμύρια δολάρια τις τελευταίες δύο δεκαετίες, ενώ εν τω μεταξύ η προσβασιμότητα στις αμβλώσεις διαβρώνεται  σταθερά σε ολόκληρη τη χώρα. Ένα μεγάλο ποσοστό αυτών των χρημάτων προέρχεται από πολλούς από τους ίδιους πλούσιους, λευκούς δωρητές που αποτελούν τους μεγαλύτερους χορηγούς προς τους Δημοκρατικούς πολιτικούς που κάνουν καμπάνιες για το δικαίωμα στην άμβλωση. Οι ακτιβιστές συχνά αισθάνονται ότι οι ανάγκες αυτών των δωρητών έχουν μεγαλύτερη προτεραιότητα ενώ οι υλικές ανάγκες των ατόμων που ζητάνε αμβλώσεις αγνοούνται».

Τι κάνουμε από εδώ και πέρα;

Γιατί το δικαίωμα στην άμβλωση στις Η.Π.Α. βρίσκεται πλέον στον πάγκο του χασάπη, τη στιγμή που το δικαίωμα στη νόμιμη άμβλωση έχει ανοδική πορεία στη Λατινική Αμερική –συμπεριλαμβανομένης της Αργεντινής και του Μεξικού; Η απάντηση είναι απλή. Ακριβώς όπως το δικαίωμα στην άμβλωση κατακτήθηκε στη Λατινική Αμερική μέσα από μαζικά γυναικεία κινήματα, έτσι και στις ΗΠΑ είχε κατακτηθεί επειδή το κίνημα για την απελευθέρωση των  γυναικών στα τέλη της δεκαετίας του 1960 και στις αρχές της δεκαετίας του 1970 το ανήγαγε σε ένα από τα βασικά του αιτήματα -μαζί με την ίση αμοιβή και τους επιδοτούμενους παιδικούς σταθμούς- στα πλαίσια ενός κινήματος των γυναικών της εργατικής τάξης.

Αλλά το mainstream ρεύμα του φεμινιστικού κινήματος στις ΗΠΑ σήμερα είναι τόσο συνδεδεμένο με τους πολιτικούς του Δημοκρατικού Κόμματος ούτως ώστε να είναι ανίκανο να οδηγήσει τον αγώνα για την απελευθέρωση των γυναικών προς τα εμπρός, ακριβώς επειδή οι Δημοκρατικοί είναι τόσο αφοσιωμένοι στο πολιτικό κατεστημένο ώστε  να μην τους ενδιαφέρει να αγωνιστούν για την αναπαραγωγική δικαιοσύνη -ειδικά σε χρονιά εκλογών. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο καμία μεγάλη οργάνωση υπέρ της ελευθερίας επιλογής δεν έχει απευθύνει ακόμη κάλεσμα σε πανεθνική διαδήλωση για το δικαίωμα στην άμβλωση από τότε που εξελέγη ο Τζο Μπάιντεν, παρά την επείγουσα ανάγκη για να γίνει αυτό –και παρά τις τεράστιες δυνατότητες που υπάρχουν για μαζική συμμετοχή.

Ο μόνος δρόμος προς τα εμπρός είναι ένα ανερχόμενο κίνημα που δεν εξαρτάται πλέον από τους Δημοκρατικούς, οι οποίοι απέτυχαν, ξανά και ξανά, να υπερασπιστούν το δικαίωμα στην άμβλωση.

*Σημείωση Rp: Αποδίδουμε ως "έγχρωμοι" το «People of color», όρο που περιγράφει συλλογικά τους μη-λευκούς, σε διάκριση με το «colored», όρος αρνητικά φορτισμένος στις ΗΠΑ, καθώς χρησιμοποιούταν για να περιγράψει τους μαύρους στις πινακίδες, ταμπέλες κλπ που οριοθετούσαν το φυλετικό διαχωρισμό στο Νότο (πχ τουαλέτες “white” και “colored”). 

Ετικέτες