Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι συμφωνούν (με...άρωμα γυναίκας) πως ο Τραμπ πρέπει να φύγει, αλλά η ατζέντα του θα μείνει.

Είναι οι πιο δαπανηρές εκλογές στην ιστορία των ΗΠΑ - πάνω από 1,8 δις δολάρια έχουν ξοδευτεί ήδη σε διαφημιστικό χρόνο και χώρο στο διαδίκτυο και την τηλεόραση. Είναι οι πιο συγκρουσιακές - με έναν Τραμπ σε υαλοπωλείο να επιτίθεται κατά πάντων. Είναι οι πιο κρίσιμες για τον Λευκό Οίκο - στη σκιά του Κάναβο και της καταγγελίας των συμφωνιών για τα πυρηνικά όπλα. Και είναι εκείνες που ελάχιστα ενδιαφέρουν καθεαυτές - όλοι προετοιμάζονται πυρετωδώς για το 2020, και για τους υποψήφιους προέδρους. Ή μάλλον, τις υποψήφιες προέδρους.

Την ώρα που επικυρωνόταν ο διορισμός του υπόλογου και κατηγορούμενου για σεξουαλικές επιθέσεις Μπρετ Κάβανο στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας έπειτα από την πρόταση του Τραμπ, τα δυο κόμματα έχουν ξεκινήσει έναν άτυπο μαραθώνιο αναζήτησης υποψηφίων ενόψει του προεδρικού χρίσματος του 2020. Και - ω, του θαύματος! - Δημοκρατικοί και Ρεπουμπλικάνοι που κονταροχτυπιούνται λυσσαλέα για τον έλεγχο του επόμενου Κογκρέσου και κυρίως της Γερουσίας, ομονοούν σιωπηρά σε ένα πράγμα : Το 2020 θα έχει έντονο το «άρωμα γυναίκας» στην προεδρική κούρσα.

Ψάχνοντας έναν «θηλυκό Τραμπ», στην Νίκι Χέιλι.

Όλα τα δημοσκοπικά στοιχεία δείχνουν που θα κριθεί η προσεχής, εκλογική μάχη της 6ης Νοεμβρίου - στη γυναικεία ψήφο και μάλιστα την λεγόμενη «λευκή». Οι γυναίκες είναι εκείνες που δηλώνουν περισσότερο πρόθυμες να πάνε και να ψηφίσουν και για την ακρίβεια να καταψηφίσουν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, που βρίσκεται μπροστά σε μεγάλο αδιέξοδο και μια ήττα ιστορικών διαστάσεων. Οι σεξιστικές, φραστικές επιθέσεις του Τραμπ, ο διορισμός του Κάβανο, το έντονα, αντιφεμινιστικό κλίμα που απορρέει συνολικά από την κυβέρνηση προμηνύει μια συντριβή ειδικά στις εννιά, κρίσιμες έδρες της Γερουσίας, που «στριφογυρίζουν». Η εκλογική επιτροπή των Ρεπουμπλικάνων έχει δει τα δεδομένα και έχουν αρχίσει ήδη τις ανάλογες και σε σχέση με τα ειωθότα περίεργες βολιδοσκοπήσεις ενόψει του 2020. Και το πρώτο όνομα που έχει πέσει με μεγάλη ζέση στην πολιτική και δημοσιογραφική πιάτσα είναι εκείνο της Νίκι Χέιλι.

Αμέσως μετά την παραίτηση της από την πρεσβεία των ΗΠΑ στον ΟΗΕ, στις 9 του μήνα, και ενώ οι φήμες οργίαζαν για τα πραγματικά κίνητρα, η Χέιλι έσπευσε να διαψεύσει... επιβεβαιώνοντας άθελά της : «Σε όσους με ρωτάτε, δεν θα είμαι υποψήφια το 2020. Θα υποστηρίξω τον αδιαφιλονίκητο υποψήφιο». Αν πίσω από τη φράση «αδιαφιλονίκητος υποψήφιος» κρύβεται ο Τραμπ, τότε ήδη το πρώτο, φραστικό σφάλμα έχει γίνει - ο Τραμπ δεν είναι απλώς υποψήφιος, είναι εν ενεργεία πρόεδρος. Μέχρι νεωτέρας τουλάχιστον αν και οι Δημοκρατικοί δεν δείχνουν διατεθειμένοι να εκκινήσουν διαδικασία καθαίρεσης του, αν αποσπάσουν την πλειοψηφία της Γερουσίας.

Η Χέιλι συγκεντρώνει πάρα πολλά στοιχεία από εκείνα που θεωρούνται «ελκυστικά» για τους Ρεπουμπλικάνους, ενόψει του 2020 : Είναι γυναίκα, πρώην κυβερνήτης στη «συντηρητική και δύσκολη» Νότια Καρολίνα, έχει ενστερνιστεί πλήρως την πολιτική ατζέντα του τραμπισμού ειδικά στα θέματα της εξωτερικής πολιτικής και της μετανάστευσης, έδωσε τα διεθνή διαπιστευτήρια της στον ΟΗΕ με κυνική μάλιστα στήριξη σε κάθε επιλογή όχι μόνο του Τραμπ αλλά και της ισραηλινής κυβέρνησης και, διόλου παράδοξα, είναι ταυτόχρονα απόγονος μιας οικογένειας μεταναστών από την Ινδία και βασική χρηματοδότρια του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.

Το «πακέτο» υπάρχει και η ίδια διάγει το φεγγάρι του «τραβάτε με και ας κλαίω», καθώς δεν κρύβει πως κολακεύεται με όσους της ζητούν να επιχειρήσει το μεγάλο βήμα αλά Μπάρακ Ομπάμα, όταν το 2008, ο σχετικά άγνωστος γερουσιαστής από το Σικάγο παράκουσε το κατεστημένο των Δημοκρατικών που τον συμβούλευαν «φιλικά» να περιμένει τη σειρά του, αφού πρώτα θα γινόταν πρόεδρος η Χίλαρι Κλίντον - και όλοι θυμόμαστε τη συνέχεια. Η Χέιλι «το σκέφτεται». Και από τη στιγμή που το «σκέπτεται» και επειδή οι γυναίκες θα πάνε να ψηφίσουν στις ενδιάμεσες με κριτήριο το «μαύρο δαγκωτό» στον Τραμπ και τους Ρεπουμπλικάνους, οι τελευταίοι ψάχνουν από τώρα την υποψηφιότητα - σωσίβιο για το 2020.

Το μείζον ζήτημα όμως είναι ότι οι γυναίκες θέλουν να ψηφίσουν, αλλά ταυτόχρονα δεν είναι δεδομένο ότι πολλές από αυτές θα μπορούν κιόλας, αλλά την εν πολλοίς άγνωστη ιστορία της ταξικής κατάργησης της ψήφου στις ΗΠΑ θα την αναλύσουμε στην τελευταία παράγραφο.

Ψάχνοντας τον «θηλυκό αντι-Τραμπ» και ξορκίζοντας την Τούλσι Γκάμπαρντ.

Οι Δημοκρατικοί, από την πλευρά τους, έχουν δει τα σήματα καπνού από τις δημοσκοπήσεις και το στρατόπεδο των Ρεπουμπλικάνων και αναζητούν και αυτοί μια γυναίκα για να σηκώσει σε πρώτη φάση το βάρος του χρίσματος για το 2020. Σε πρώτη φάση, καθώς δεν είναι και σίγουροι ότι όντως θέλουν μια τέτοια υποψηφιότητα. Το κόμμα - νεκροταφείο των κοινωνικών και ριζοσπαστικών κινημάτων δείχνει ανίκανο ακόμη και να υπερασπιστεί στοιχειωδώς εαυτόν από τις παραληρηματικές και παροξυσμικές φραστικές και διά του τουίτερ επιθέσεις του Τραμπ, που έχει πάρει πολύ προσωπικά τον προεκλογικό αγώνα.

Μόνο την τελευταία εβδομάδα, ο Τραμπ χαρακτήρισε το Δημοκρατικό Κόμμα και τους ψηφοφόρους του, «όχλο αγρίων», ενώ με αφορμή τα καραβάνια προσφύγων στα σύνορα με το Μεξικό, έγραψε ότι «αυτά είναι η ντροπή του Δημοκρατικού Κόμματος». Και οι Δημοκρατικοί αντιδρούν σε στιλ «σκουπίστε τα πόδια σας, κύριε Τραμπ, έχουμε σφουγγαρίσει». Οι άνθρωποι και για την ακρίβεια η κεντρική, εκλογική τους επιτροπή, δείχνουν εντελώς πελαγωμένοι μπροστά στο ενδεχόμενο μιας μεγάλης νίκης τους, που θα αποσταθεροποιούσε περαιτέρω την ούτως ή άλλως καρκινοβατούσα προεδρία.

Σε μεγάλο ποσοστό, η αμυντική στάση τους οφείλεται στις «ενοχές» τους πως το κόμμα είναι χαρτογραφημένο πολιτικά ως εκείνο των «μειονοτήτων» (αφροαμερικανοί, ισπανόφωνοι, γυναίκες, μονογονεϊκά νοικοκυριά, νέοι κτλ) που κατά τα άλλα αποτελούν την μεγάλη, κοινωνική πλειοψηφία, ενώ οι Ρεπουμπλικάνοι αυτοπροβάλλονται ως το κόμμα της «λευκής (ανδρικής) πλειοψηφίας». Και θα εξηγήσουμε στην παράγραφο για την ψήφο, ποιες δεύτερες σκέψεις επικρατούν σε μερίδα του «κόμματος του γαϊδάρου».

Παρόλα αυτά, και επειδή η ενδιάμεση κάλπη προμηνύει το 2020, οι Δημοκρατικοί έχουν ρίξει όλα τους τα όπλα, οικονομικά και πολιτικά, ακόμη και εκείνα που δεν θέλουν, στην πραγματικότητα, να χρησιμοποιήσουν.

Οι καμπάνες χτυπούν για τον Μπέρνι Σάντερς. Ο Σάντερς φέρνει ψήφους, αλλά οι πολιτικές του απόψεις ως γνωστόν αντιμετωπίζονται με εχθρότητα στο εσωτερικό των Δημοκρατικών, ακόμη και αν ρίξει νερό, στο κρασί του. Ο Σάντερς δεν έχει αποκλείσει το ενδεχόμενο να είναι ξανά υποψήφιος για την προεδρία, αλλά έχει ενημερωθεί «αρμοδίως» να μην προχωρήσει σε κάτι τέτοιο και οι περισσότεροι καλοθελητές τον συμβουλεύουν να σκεφτεί την «προχωρημένη» ηλικία του.

Παρόλα αυτά, μπήκε μπροστά στην τελευταία, χρονικά, περιοδεία του κόμματος στην Αϊόβα, πολιτεία-κλειδί όχι μόνο για τις ενδιάμεσες του επόμενου μήνα αλλά κυρίως για τις προκριματικές του 2020, που παραδοσιακά ξεκινούν από εκεί. Ο Σάντερς έκανε μια πετυχημένη περιοδεία και ανέλαβε ουσιαστικά να προηγηθεί και να συστήσει στο εκλογικό σώμα την εν πολλοίς «άγνωστη και άχρωμη» Καμάλα Χάρρις, γερουσιαστή της Καλιφόρνια, την οποία πολλοί μέσα στο Δημοκρατικό Κόμμα θα την έβλεπαν ως πιθανή «υποψήφια» υποψήφια πρόεδρο στις προκριματικές, το 2020, εφόσον όμως αποκτούσε μια στοιχειώδη αναγνωρισιμότητα.

Ο θεωρούμενος όμως εφιάλτης του Δημοκρατικού Κόμματος είναι μια πιθανή, προεδρική υποψηφιότητα της βουλευτίνας από την Χαβάη, Τούλσι Γκάμπαρντ, ακόμη και κόντρα στις βουλές της εκλογικής επιτροπής.

Η Γκάμπαρντ έχει ένα πολύ ενδιαφέρον πολιτικό βιογραφικό. Ταγματάρχης στην Εθνοφρουρά της Χαβάης και Ινδουίστρια, παρασημοφορημένη στρατιωτική γιατρός με δυο θητείες στο Ιράκ, είναι φανατική αντίπαλος κάθε πολεμικού σχεδίου του Λευκού Οίκου στη Μέση Ανατολή, είτε σε κλιμάκωση είτε με άξονα τη Συρία ή το Ιράν, γεγονός που την έχει κατατάξει στα πρόσωπα τα οποία ο Τραμπ «σιχαίνεται».

Το 2016, ούσα αντιπρόεδρος της κεντρικής, εκλογικής επιτροπής, παραιτήθηκε διαμαρτυρόμενη για τη στάση των Δημοκρατικών απέναντι στον Μπέρνι Σάντερς τον οποίο στήριξε ως απλό μέλος των εθελοντών του και πραγματοποιώντας προπαρασκευαστικές ομιλίες του υποψηφίου. Εδώ και μερικές εβδομάδες, η εξ απορρήτων σύμβουλός της, Ράνια Μπέατρις «έχει βγει στη γύρα» και στρατολογεί λογογράφους και πρόσωπα, που είχαν στελεχώσει τη διαδικτυακή, προεκλογική καμπάνια του Ομπάμα και στους Δημοκρατικούς έχουν αρχίσει να χτυπούν καμπανάκια ότι «η Τούλσι πήρε το όπλο της», γεγονός που αναμένεται να επιταχύνει τις επιλογές του κόμματος σε σχέση με τις υποψηφιότητες γένους θηλυκού.  

Οι γυναίκες θέλουν-μπορούν όμως να ψηφίσουν στην Αμερική του Τραμπ;

Και αν υπάρχουν γυναίκες υποψήφιοι, οι γυναίκες - και όχι μόνο αυτές - μπορούν να ψηφίσουν; Και εδώ ερχόμαστε στην άγνωστη ιστορία της κατάργησης της ψήφου με ταξικά κριτήρια σε 15 πολιτείες των ΗΠΑ, όλες στον Νότο και τη Μεσοδύση, ενώ εκκρεμούν αντίστοιχες εισηγήσεις πολιτειακής νομοθεσίας, σε ακόμη είκοσι. Όλοι, φαντάζομαι, θυμόμαστε τον Τραμπ να ισχυρίζεται το 2016 πως αν δεν κέρδιζε, το αποτέλεσμα θα είχε προκύψει «από νοθεία» ή μετά την ανακοίνωση των αποτελεσμάτων, όπου ο Τραμπ είχε χάσει στην άμεση, λαϊκή ψήφο, αλλά είχε κερδίσει στην έμμεση, των εκλεκτόρων, να υποστηρίζει ότι «και στην λαϊκή ψήφο έχω κερδίσει. Υπάρχουν εκατομμύρια παράνομοι ψηφοφόροι, που νοθεύουν τη νίκη μου». Τί ακριβώς συμβαίνει;

Από το 2005, σε μια σειρά πολιτειών που έλεγχαν οι Ρεπουμπλικάνοι εισήχθησαν εισοδηματικά, φορολογικά ακόμη και κριτήρια καταναλωτικής πίστης και αξιόχρεου (!) στις τράπεζες για την άσκηση του εκλογικού δικαιώματος σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις. Πρώτη πολιτεία που εισήγαγε αρχικά έναν ειδικό κεφαλικό φόρο ως προϋπόθεση για την ψήφο για να ακολουθήσει ένα όριο εισοδήματος φορολογητέου στην πολιτεία, την εκάστοτε εκλογική χρονιά, ήταν η Ιντιάνα με κυβερνήτη τον σημερινό αντιπρόεδρο των ΗΠΑ, Μάικ Πενς, και ακολούθησε η Τζόρτζια, με το βαρύ, ρατσιστικό παρελθόν.

Αυτή τη στιγμή, υπολογίζεται ότι περίπου 20.000.000 Αμερικανοί δεν μπορούν να ψηφίσουν, αν και θέλουν, εξαιτίας αυτών των κριτηρίων, χώρια όσοι έχουν στερηθεί το εκλογικό δικαίωμα λόγω κάποιας καταδίκης. Το 25% αυτών των είκοσι εκατομμυρίων είναι Αφροαμερικανοί και δύο στους τρεις είναι άτομα κάτω των 40 ετών, κυρίως γυναίκες. Τα προαπαιτούμενα εισοδήματος και ειδικής φορολόγησης για την ψήφο, όπως είναι φανερό, πλήττουν τα φτωχότερα στρώματα, τους Αφροαμερικανούς και τους ισπανόφωνους, τις μονογονεϊκές οικογένειες, την εργατική τάξη, ξηλώνοντας τη γενική ομοσπονδιακή νομοθεσία του 1964-65 για την καθολικότητα της ψήφου, και μάλιστα με την βούλα του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου που έχει αποφασίσει από το 2009, πως η σχετική νομοθεσία της Ιντιάνα δεν αποτελεί στέρηση του δικαιώματος του εκλέγειν!

Δημοκρατικοί γερουσιαστές και αντιπρόσωποι - βουλευτές του Νότου (πάλαι ποτέ λοιδορούμενοι ως «Ντίξι-» και όχι «Ντεμο-» κράτες, μια αναφορά στον «εθνικό ύμνο» των Νοτίων στον Εμφύλιο), προσπαθούν να σύρουν το Δημοκρατικό Κόμμα στην αποδοχή μιας τέτοιας γενικής εκλογικής νομοθεσίας σε κάθε πολιτεία, όπως ο Τζον Μάντσιν από τη Δυτική Βιρτζίνια, υποστηρίζοντας ότι έτσι θα απαλλαγεί το κόμμα από τη «ρετσινιά» της ψήφου των «μειονοτήτων».

Αν επομένως ακούσουμε τον Τραμπ να υποστηρίζει πως ένα κακό αποτέλεσμα για τους Ρεπουμπλικάνους στις ενδιάμεσες θα είναι προϊόν «νοθείας», ας έχουμε υπόψιν μας πως αναφέρεται στις ψήφους αφροαμερικανών, γυναικών, νέων εργαζόμενων ή ανέργων και ισπανόφωνων που ακόμη οι Ρεπουμπλικάνοι και η αντιδραστική πτέρυγα των Δημοκρατικών δεν τους έχουν εξωθήσει ολοκληρωτικά στο περιθώριο των πολιτικών και κοινωνικών εξελίξεων, μέσω της ουσιαστικής κατάργησης και του δικαιώματος στο εκλέγειν. 

Ετικέτες